Μορφολογία (γλωσσολογία): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
NiKouts (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{Γλωσσολογία}}
 
== '''Η ιστορία του όρου «μορφολογία»'''==
 
Ο όρος '''μορφολογία''' (morphology, Morfologie) αποδίδεται συχνά στον Γερμανό ποιητή και φιλόσοφο [[Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε]] (1749-1832), ο οποίος τον δημιούργησε τον 19ο αιώνα για να τον συσχετίσει με την επιστήμη της Βιολογίας (Aronoff & Fudeman 2011).
Γραμμή 7:
Ο όρος είναι σύνθετος (προέρχεται από τις λέξεις «μορφή» και «λόγος») και δηλώνει την επιστημονική μελέτη της μορφής. Σήμερα χρησιμοποιείται σε αρκετούς κλάδους της επιστήμης. Στην επιστήμη της [[Γεωλογία]]ς δηλώνει είτε το ανάγλυφο είτε την εξέλιξη των γεωλογικών μορφών, ενώ στην επιστήμη της [[Βιολογία]]ς δηλώνει τη μελέτη των διαφόρων σχημάτων και μορφών των οργανισμών.
 
Η Μορφολογίαμορφολογία ως ξεχωριστός κλάδος της γλωσσικής επιστήμης άργησε να οριοθετηθεί με αυστηρά κριτήρια. Κατά το 19ο αι. η μελέτη των μορφών των λέξεων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της [[ιστορική γλωσσολογία|Ιστορικής Γλωσσολογίας]] και στη διατύπωση της [[Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες|Ινδοευρωπαϊκής Θεωρίας]]. Το 1816 ο [[Franz Bopp|F. Bopp]] υποστήριξε ότι τα Σανσκριτικά, τα Λατινικά, τα Περσικά και οι Γερμανικές γλώσσες προέρχονται από έναν κοινό πρόγονο βάσει των συγκρίσεων των γραμματικών καταλήξεων των γλωσσών αυτών (μία άποψη που είχε πρωτοδιατυπωθεί από τον σερ [[William Jones (philologist)|Sir WilliamΟυίλιαμ JonesΤζόουνς]] τo 1786) (Katamba & Stonham 2006).
 
Βάσει των αρχών της σύγχρονης [[Γλωσσολογία]]ς, η γλώσσα χωρίζεται σε [[γλωσσικά επίπεδα]] (βλ. Παυλίδου 2013) τα οποία αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες [[γλωσσικές μονάδες]] (φθόγγοι, φωνήματα, [[μόρφημα|μορφήματα]], φράσεις, προτάσεις κ.ά.) (βλ. Βάζου et al. 2008). Η Μορφολογία θεωρείται ο κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με την αναγνώριση, την ανάλυση και την περιγραφή της δομής των λέξεων, αλλά και στις σχέσεις που αναπτύσσουν οι λέξεις μεταξύ τους (Anderson 1992). Η Μορφολογία αποτελεί ξεχωριστό επίπεδο γλωσσικής ανάλυσης, αλλά βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τους άλλους τομείς της γραμματικής, τη Φωνολογία, τη Σύνταξη και τη Σημασιολογία (Ράλλη 2005).
 
=='''Πλούσιες και φτωχές γλώσσες-Τυπολογία Γλωσσών'''==
 
Η μορφολογία παίζει ουσιαστικό ρόλο στην κατανόηση του φαινομένου της [[Γλώσσα]]ς καθώς οι λέξεις έχουν σημαντική υπόσταση μέσα στο γλωσσικό σύστημα. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι ομιλητές μία γλώσσας επιχειρούν «αξιολογικές» κρίσεις για μία γλώσσα βάσει της μορφολογίας που έχει. Για παράδειγμα, μία γλώσσα θεωρείται ότι είναι «πλούσια» όταν περιέχει πολλούς (κλιτούς) τύπους λέξεων, π.χ. Γερμανικά, ενώ θεωρείται «φτωχή», όταν έχει περιορισμένη κλιτική μορφολογία, π.χ. (σύγχρονα) Αγγλικά.
 
Η μορφολογία των γλωσσών θεωρήθηκε ως ένα αξιόπιστο κριτήριο από τους πρώτους γλωσσολόγους για τη μελέτη της [[Γλωσσική τυπολογία|τυπολογίας]] των γλωσσών. Η [[μορφολογική τυπολογία]] παρέχει μία μέθοδο κατηγοριοποίησης των γλωσσών σύμφωνα με τους τρόπους με τους οποίους μία γλώσσα χρησιμοποιεί τα μορφήματα της. Με βάση τον [[EdwardΈντουαρντ SapirΣάπιρ (γλωσσολογία)|E.Έντουαρντ SapirΣάπιρ]] (Edward Sapir, 1921), μία τυπολογική ταξινόμηση μπορεί να βασίζεται είτε στην αποτύπωση των πληροφοριών που συγκεντρώνονται σε ένα μόρφημα (δείκτης/άξονας διάχυσης) είτε στη ανάλυση της πολυπλοκότητας της εσωτερικής δομής των λέξεων (δείκτης/άξονας συνθετότητας).<ref>http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/glossology/show.html?id=627</ref>
 
Τα τελευταία χρόνια η τυπολογική έρευνα έχει επεκταθεί και σε άλλα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης τα οποία περιλαμβάνουν διαγλωσσικές συγκρίσεις τόσο της δομής των προτάσεων, όσο και των φωνολογικών και φθογγολογικών συστημάτων των επιμέρους γλωσσών.
 
=='''Μορφολογία και σύγχρονη γλωσσολογία'''==
 
Η άνθηση της ενασχόλησης με τη Μορφολογία παρατηρείται στις αρχές του 20ου αιώνα με τη [[Δομισμός|Σχολή του δομισμού]] ([[structuralism]]) τόσο στην Ευρώπη (ευρωπαϊκός δομισμός) όσο και στην Αμερική (αμερικάνικοςαμερικανικός δομισμός) και αφορούσε κυρίως τη μελέτη μη ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (βλ. Sapir 1921, Bloomfield 1933). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η μελέτη των γλωσσών περιοριζόταν κυρίως στην εξέταση της μορφολογίας και της [[φωνολογία]]ς των γλωσσών και έχει κυρίως περιγραφικό και ταξινομικό χαρακτήρα.
 
Στα μέσα του 20ου αι., με την εμφάνιση της σχολής της [[Γενετική-μετασχηματιστική γραμματική|Γενετικής Γραμματικής]] ([[Generative Grammar]]) (Chomsky 1957, 1965) η γλωσσολογική θεωρία θέτει καινούργιους στόχους τόσο στη μεθοδολογία όσο και στη θεωρητική ανάλυση. Ως προς τη θεωρητική ανάλυση, ο στόχος της γλωσσολογίας είναι να μελετήσει τη φύση της γλωσσικής ικανότητας ([[linguistic competence]]) των ομιλητών και πώς η γλώσσα κατακτιέται στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης ([[γλωσσική κατάκτηση]]). Μεθοδολογικά, οι γλωσσολογικές αναλύσεις δεν πρέπει πλέον να περιορίζονται μόνο στη στείρα περιγραφή, αλλά να καλύπτουν όλες τις πιθανές περιπτώσεις (περιγραφική επάρκεια, [[(Levels of adequacy|descriptive adequacy]]), και να προχωρούν και σε γενικεύσεις (ερμηνευτική επάρκεια, [[Levels of adequacy|explanatory adequacy]]). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως στη μελέτη της [[Σύνταξη (γλωσσολογία)|Σύνταξης]], καθώς η συστηματικότητα και η προβλεψιμότητα που προσφέρουν οι συντακτικές κατασκευές οδηγούν τους γλωσσολόγους να προσεγγίσουν ευκολότερα αυτό που ονομάζεται [[Καθολική Γραμματική]] ([[Universal Grammar]]).
 
Ωστόσο, είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι ο [[φυσικός ομιλητής]] μίας γλώσσας ([[native speaker]]) έχει μία έμφυτη γνώση που του επιτρέπει να αναλύει υπάρχουσες λέξεις, να σχηματίζει νέες λέξεις (παραγωγή νέων λέξεων), και να καταλαβαίνει νέες λέξεις που δεν έχει ακούσει ποτέ (πρόσληψη νέων λέξεων). Η μελέτη αυτής της γνώσης είναι το αντικείμενο του κλάδου της Μορφολογίας (Lieber 2010).
 
=='''Μορφολογική θεωρία'''==
 
Μέσα στο πλαίσιο της Γενετικής Γραμματικής ο πρώτος που αναγνώρισε τη Μορφολογία ως τομέα της γραμματικής ήταν ο Bierwisch (1967 στο Katamba 2004). Σταθμός για την καθιέρωση της Μορφολογίας ως αυτόνομου τομέα της γραμματικής αποτέλεσαν τα άρθρα των Halle (1973) και Jackendoff (1975), ενώ η πρώτη μελέτη των μορφολογικών κανόνων παρουσιάζεται στο βιβλίο του Aronoff (1976).
Γραμμή 33:
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Lieber (1980) παρουσιάζει μία ολοκληρωμένη θεωρία για το [[Νοητικό Λεξικό]] (ΝΛ, [[mental lexicon]]) και βάζει τις βάσεις για [[Λεξική Μορφολογία]] (lexical morphology), το θεωρητικό πλαίσιο που αντιμετωπίζει την ανάλυση και το σχηματισμό λέξεων ως διαδικασίες του ΝΛ. Η λεξική μορφολογία αλληλεπιδρά με τη Λεξική Φωνολογία, η οποία είναι υπεύθυνη για τις φωνολογικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά το σχηματισμό λέξεων.
 
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Lieber (1980) παρουσιάζει μία ολοκληρωμένη θεωρία για το [[Νοητικό Λεξικό]] (ΝΛ, [[mental lexicon]]) και βάζει τις βάσεις για [[Λεξική Μορφολογία]] (lexical morphology), το θεωρητικό πλαίσιο που αντιμετωπίζει την ανάλυση και το σχηματισμό λέξεων ως διαδικασίες του ΝΛ. Η λεξική μορφολογία αλληλεπιδρά με τη Λεξική Φωνολογία, η οποία είναι υπεύθυνη για τις φωνολογικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά το σχηματισμό λέξεων.
 
Βάσει των κανόνων που προτάθηκαν από τον Aronoff (1976) και της δόμησης του Νοητικού Λεξικού από τη Lieber (1980), ένα πλήθος θεωριών και άρθρων που δημοσιεύθηκαν στη δεκαετία του 1980 βοήθησαν σημαντικά στη διαμόρφωση και στην ανάπτυξη αυτού που καλείται σήμερα [[Γενετική Μορφολογία]] (generative morphology).
Γραμμή 44:
 
== '''Παραπομπές''' ==
{{παραπομπές}}
 
=='''Βιβλιογραφία'''==
*Aronoff M. & K. Fudeman (2011). ''What is Morphology?'' (2nd Edition). UK: Wiley-Blackwell.
*Katamba, F. & J. Stonham (2006). ''Morphology''. Basingstoke: Palgrave.