Συμβούλιο της Επικρατείας (Ελλάδα): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Προστέθηκε ο τρέχων εν ενεργεία Πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας
επιμέλεια και αφαίρεση καθαρεύουσας
Γραμμή 26:
Το '''Συμβούλιο της Επικρατείας''' ('''ΣτΕ''') είναι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. H (σημερινή ως έχει) λειτουργία του ξεκίνησε στις [[17 Μαΐου]] του [[1929]]. Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ελληνικού συστήματος δικαστικού ελέγχου της διοικητικής δράσης. Είναι το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και έχει καταξιωθεί ως ο ισχυρός προστάτης τόσο του πολίτη όσο και του Δημοσίου.
 
== Ιστορική καταγωγή: το γαλλικό πρότυπο ==
Η οργάνωση του ελληνικού ΣτΕ ιδρύθηκεέγινε κατάμε πρότυπο το πρότυποαντίστοιχο τουγαλλικό, γαλλικού ομοίουκάτι που υπήρξεσυνέβη καισε πρότυπο των άλλων, στις ευρωπαϊκέςπολλές χώρες, ομοίων ιδρυθέντωντης ανάλογωνηπειρωτικής θεσμώνΕυρώπης. Το γαλλικό Συμβούλιο Επικρατείας κατάγεται από το «Βασιλικό Συμβούλιο» (Conseil du Roi, ''Κονσεΐγ ντυ Ρουά''), που λειτούργησε παλαιότερα από τον Μεσαίωνα και που αργότερα μετονομάσθηκε σε «Συμβούλιο της Επικρατείας» (Conseil d'État, ''Κονσεΐγ ντ΄ Ετά'').
 
Ως ιδιαίτερο όμως Σώμα συνεστήθησυστήθηκε με το Σύνταγμα της 22 Frimaire του έτους VIII ([[12 Δεκεμβρίου]] [[1799]]), με αρμοδιότητα τη προπαρασκευή νόμων, την άρση συγκρούσεων μεταξύ τακτικών δικαστηρίων και διοίκησης και τη γνωμοδότηση σε αμφισβητούμενες διοικητικές υποθέσεις.
 
Επί ΝαπολέοντοςΝαπολέοντα Α΄ το ΣτΕ υπέστη σπουδαίες μεταρρυθμίσεις με σπουδαιότερη εκείνη της δημιουργίας ιδιαίτερου τμήματος όπου υπήχθηυπάχθηκε η εκδίκαση των αμφισβητήσεων και κατέστη πλέον όργανο της Πολιτείας το οποίο στη συνέχεια παρασκεύασε σχεδόν το σύνολο της γαλλικής νομοθεσίας. Στις γαλλικές Συνταγματικές Μοναρχίες (Βασιλευόμενες) του [[1814]] και του [[1830]] απώλεσε τον πολιτικό χαρακτήρα, παραμένοντας όργανο συμβουλευτικό της Διοίκησης.
 
Στις [[2 Φεβρουαρίου]] [[1831]] το ΣτΕ, ως πρώτο βήμα, γίνεται Διοικητικό Δικαστήριο με πρόεδρο διοριζόμενο από τον Βασιλέαβασιλιά και στις [[3 Μαρτίου]] [[1849]] καθίσταται αληθές Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο οι αποφάσεις του οποίου είναι πλέον υποχρεωτικές για τη Διοίκηση. Βασικός νόμος που διέπει την οργάνωση του γαλλικού ΣτΕ είναι ο από 24 Μαρτίου [[1872]], που τροποποιήθηκε έκτοτε πολλές φορές και ιδίως με τον σχετικό νόμο του [[1945]].
 
== Η ίδρυση του ελληνικού ΣτΕ ==
Γραμμή 39:
{{Ελληνική Δικαιοσύνη}}
 
Την ίδρυση στην Ελλάδα του ΣτΕ ανήγγειλε πρώτη η Βαυαρική κυβέρνηση με Βασιλικό Διάταγμα του [[1833]]. ΣυνεστήθηΣυστήθηκε με Β.Δ.Βασιλικό Διάταγμα της 30ης Σεπτεμβρίου του [[1835]] λαμβάνοντας ως πρότυπο το γαλλικό. Η διοικητική του αρμοδιότητα περιελάμβανε την επεξεργασία διαταγμάτων, ενώ η δικαστική του αρμοδιότητα τη λύση διοικητικών διαφορών, που με ρητή όμως διάταξη υπάγονταν σ΄ αυτό, καθώς και την άρση συγκρούσεων μεταξύ δικαστικών και διοικητικών διαφορών. Για όλα αυτά τα θέματα το εικοσαμελές Συμβούλιο ψήφιζε, αφού είχαν προηγηθεί συζητήσεις των επιμέρους περιπτώσεων από τις τέσσερις επιτροπές στις οποίες χωρίζονταν τα μέλη του Συμβουλίου.
 
Έτσι κατά τη πρώτη αυτή περίοδο της λειτουργίας του, το ΣτΕ εκτελούσε χρέη ανωτάτου συμβουλευτικού σώματος, που επί σοβαρών κυβερνητικών θεμάτων έδινε τη γνώμη του στον Βασιλέαβασιλιά. Η συμβολή του δε αυτή υπήρξε πάρα πολύ σημαντική, αν συνεξετασθείυπολογισθεί ότι τότε δεν υπήρχε σώμα νομοθετικό ή ακόμη και κάποια λαϊκή αντιπροσωπεία. Για τον λόγο αυτό ο Βασιλεύς ΌθωνΌθωνας διόριζε συνήθως στο ΣτΕ εξέχοντα πρόσωπα που είχαν διακριθεί είτε στη πολιτική είτε στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα. Πολλοί εξέχοντες αγωνιστές του 1821 είχαν διατελέσει Σύμβουλοι Επικρατείας.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς [[Ιωάννης (Τζων) Πετρόπουλος|Ιωάννη Πετρόπουλο]] και [[Αικατερίνη Κουμαριανού]], τόσο ως προς τους στόχους όσο και ως προς τη μορφή του, το ΣτΕ δημιουργήθηκε με σκοπό να συντελέσειπεριορίσει «στηντην κάμψη και τελικά τη διάλυσηισχύ των πολιτικών κομμάτων.»<ref>Ιωάννης Πετρόπουλος, Αικατερίνη Κουμαριανού, Το Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΓ, (1977), σελ.59, επίσης δες σελ. 61:«Η δημιουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας του έδωσε (ενν. του Άρμανσπεργκ), την ευκαιρία και τη δυνατότητα να κολακέψει ορισμένα από τα στελέχη των τριών κομμάτων και να τα καταστήσει περισσότερο ανεξάρτητα από τους αρχηγούς τους.»</ref>
 
Με το άρθρο όμως 101 του Συντάγματος του [[1844]] καταργήθηκε ο θεσμός μεκαθώς τη λανθασμένη αντίληψηκρίθηκε ότι αντιβαίνει στο πνεύμα του Συνταγματικού Πολιτεύματος με υπαγωγή των πρότερων αρμοδιοτήτων του ΣτΕ στα [[Εφετείο|Εφετεία]] και τον [[Άρειος Πάγος|Άρειο Πάγο]].
 
Η Εθνική Συνέλευση του [[1862]] επανίδρυσε (με ασθενή πλειοψηφία) το ΣτΕ ως συμβουλευτικό σώμα "«''προς παρασκευή και βάσανο των νομοσχεδίων''"». Tα μέλη του Συμβουλίου δεν μπορούσαν να είναι λιγότερα από δεκαπέντε και περισσότερα από είκοσι. Θα έπαιρναν για μισθό εφτά χιλιάδες το χρόνο και θα υπηρετούσαν δέκα χρόνια, με δικαίωμα να επαναδιορισθούνεπαναδιοριστούν. Τα καθήκοντά τους ήταν ασυμβίβαστα με τα καθήκοντα κάθε δημοσίου υπαλλήλου, εκτός του υπουργού. Τους συμβούλους διόριζε ο Βασιλιάςβασιλιάς, ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, που υπέγραφε και το διάταγμα του διορισμού (άρθρα 83-86).<ref>Γρηγόριος Δαφνής, Η πολιτική κατάσταση της χώρας κατά το 1865 και το 1866-Το Συμβούλιο της Επικρατείας,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΓ, (1977), σελ. 238</ref> Το άρθρο όμως 108 του Συντάγματος του [[1864]] όριζε ότι μπορεί να γίνει αναθεώρηση περί του ΣτΕ στη προσεχή βουλευτική περίοδο, εφόσον το ζητήσουν τα 3/4 της Βουλής. Έτσι δυνάμει της διατάξεως αυτής καταργήθηκε εκ νέου το ΣτΕ με νόμο της [[25 Νοεμβρίου]] του [[1865]].
 
Με το άρθρο 91 του αναθεωρημένου Συντάγματος του [[1911]], δυνάμει του οποίου εκδόθηκε ο Νόμος 214 του [[1914]] "«Περί Συμβουλίου Επικρατείας"», το ΣτΕ επανιδρύθηκε αλλά δυστυχώς οι πολιτικές σκοπιμότητες και αναταράξειςδιαμάχες της ανώμαλης τότεεποχής πολιτικής(Εθνικός περιόδουΔιχασμός) δεν επέτρεψαν την έναρξη λειτουργίας του.
 
Τέλος με τον (νέο) ιδρυτικό νόμο 3713 της [[23 Δεκεμβρίου]] του [[1928]] το ΣτΕ άρχισε να λειτουργεί με τη σημερινή του μορφή από τον Μάιο του [[1929]].<ref>Νικόλαος Οικονόμου, ''Η συγκρότηση του Συμβουλίου Επικρατείας και η εκλογή οριστικού προέδρου της Δημοκρατίας'', Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΕ, (1978), σελ. 314</ref>Ως πρόεδρός του τοποθετήθηκε ο [[Κωνσταντίνος Ρακτιβάν]].<ref>[[Γρηγόριος Δαφνής]], Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, τόμος δεύτερος, εκδ.Κάκτος, Αθήνα, 1997, σελ. 99</ref> Ήδη από τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας του το ΣτΕ ακύρωσε πολλές από τις πράξεις της Διοικήσεως, που τα μέλη του έκριναν ότι ήταν παράνομες. Η τακτική αυτή του Συμβουλίου ικανοποίησε ηθικά τον [[Ελευθέριος Βενιζέλος|Βενιζέλο]], γιατί δικαίωνε τις προσδοκίες του για τη χρησιμότητα του δικαστηρίου, και επιβράβευσε την επιλογή των προσώπων που είχε κάνει και τα οποία στην αρχή η αντιπολίτευση τα είχε χαρακτηρίσει υποχείρια της κυβερνήσεως.<ref>όπ.π.</ref> Έκτοτε προστατεύεται από το Σύνταγμα του [[1952]] (άρθρα 82-84) και τα μεταγενέστερα από αυτό.
 
Πρώτος Πρόεδρος αυτού ήταν ο νομομαθής [[Κωνσταντίνος Ρακτιβάν]].
 
== Σύνθεση του ΣτΕ ==
Γραμμή 68 ⟶ 66 :
=== Διοικητική αρμοδιότητα ===
[[Αρχείο:Arsakeio 1.jpg|thumb|right|200px|Το πρώην κτίριο του [[Αρσάκειο|Αρσακείου]] στην Πανεπιστημίου, σήμερα έδρα του ΣτΕ.]]
Το ΣτΕ έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα επί Προεδρικών Διαταγμάτων. Κάθε ΠΔ οφείλει πριν σταλεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να υπογραφεί και δημοσιευτεί στην [[Εφημερίδα της Κυβερνήσεως]], οπότε και αποκτά ισχύ, να αποσταλεί πρώτα στο ΣτΕ για επεξεργασία. Το ΣτΕ αποφαίνεται για τη νομιμότητα του ΠΔ. Η γνώμη του ΣτΕ δεν είναι τυπικά δεσμευτική για τον Υπουργό-συντάκτη του ΠΔ, ο οποίος, όμως, σπανίως αφίσταται των υποδείξεων του δικαστηρίου, καθώς γνωρίζει ότι, αν μετά την έκδοσή του, το ΠΔ προσβληθεί από κάποιον με έννομο συμφέρον, συνήθως το ΣτΕ δεν θα έχει αλλάξει εν τω μεταξύ γνώμη, οπότε οι πιθανότητες να ακυρωθεί εν συνεχεία το ΠΔ είναι μεγάλες. Επίσης υπάρχει το (πρακτικά απίθανο) ενδεχόμενο ο [[Πρόεδρος της Δημοκρατίας]], στηριζόμενος στη γνωμοδότηση του ΣτΕ, να αναπέμψει το ΠΔ (να αρνηθεί να το υπογράψει), αν και μια τέτοια δυνατότητα του Προέδρου αμφισβητείται εντόνως.
 
=== Δικαστική αρμοδιότητα ===