Κως: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ignoto (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
-πανεπιστημιακη εργασία (πν.δικ)
Γραμμή 52:
 
Το νησί της Κω πλήγηκε από σεισμούς κατά τα έτη 142, 469, 554 και 1933.
 
Η Κως αποτελεί το τρίτο σε μέγεθος και δεύτερο σε γονιμότητα εδάφους και πληθυσμό (μετά τη Ρόδο) νησί της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του Αιγαίου απέναντι από τα Μικρασιατικά Παράλια. Το μήκος της είναι 37 χιλιόμετρα, η περιφέρειά της 112 χιλιόμετρα και το εμβαδόν της 288 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Αποτελείται από δέκα χωριά: το Ασφενδιού, το Πυλί, την Αντιμάχεια, την Κέφαλο, την Καρδάμαινα, το Μαστιχάρι, τη Ζια, το Μαρμάρι, το Τιγκάκι και τον Κερμετέ(Μαρκόγλου,1992,σ.20). Οι κάτοικοί της ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη γεωργία, αφού το επίπεδο και εύφορο του νησιού το επέτρεπε από την αρχαιότητα ακόμα. Ο πληθυσμός της αμιγής ελληνικός ακολούθησε από την αρχαιότητα την τύχη των υπόλοιπων περιοχών που εξαρτιόνταν από την Αθηναϊκή Δημοκρατία τους Ρωμαίους, το Βυζάντιο μέχρι να καταλήξουν μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα στους Τούρκους. Η γλώσσα που ομιλείτο ήταν αυτή των υπολοίπων νησιών του Αιγαίου από την αρχαιότητα η ελληνική (Nicholas, 2004, σ.312).
 
Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας η Κως ανήκε διοικητικά στο σαντζάκι (διοικητική περιφέρεια) της Χίου που και αυτό με τη σειρά του υπαγόταν διοικητικά στο Βιλαέτι των Νήσων του Αρχιπελάγους. Στα νησιά του Αρχιπελάγους που δεν είχαν κατακτηθεί με τη βία ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής παραχώρησε το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης που στηριζόταν στην κοινοτική οργάνωση. Μοναδική υποχρέωση είχαν να πληρώνουν τον φόρο (maktou) με τον οποίο σαν έσοδο – προικοδότηση ενισχύονταν απευθείας τα ευαγή φιλανθρωπικά ιδρύματα που ο σουλτάνος είχε ιδρύσει στη Ρόδο (Λουκάτος, 1977, σ.380).
 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει πλήρη θρησκευτική ανεξαρτησία. Εκτός όμως από τις εκκλησιαστικές αυτές αρμοδιότητες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκεί και πολιτικές λειτουργίες, σημαντικότερη των οποίων είναι η οργάνωση της εκπαίδευσης. Ο εκάστοτε Πατριάρχης όμως, ως «Mıllıyet Başı» (Εθνάρχης) των χριστιανών Ορθοδόξων, έχει ως σταθερό στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή διεύρυνση των εξουσιών του, σε σημείο που να θεωρείται ότι υποκαθιστά το βυζαντινό αυτοκράτορα στις νομοθετικές, δικαστικές και οικονομικές δικαιοδοσίες του. Δεν είναι υπερβολή να υποστηριχθεί ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης από πνευματικός καθοδηγητής, ουσιαστικά μετεξελίσσεται σε πολιτικό ηγέτη των ορθοδόξων χριστιανών (Πανταζόπουλος, 1975, σ.5-6).
 
Μπόρεσαν λοιπόν σε αυτά τα νησιά οι ελληνορθόδοξες κοινότητες να καταστούν ισχυροί αυτοδιοικητικοί φορείς μέσω της επιλογής επιφανών μελών της τοπικής κοινωνίας στη δημογεροντία. Η επιλογή της δημογεροντίας γινόταν ανάμεσα σε 12 υποψήφιους από επιτροπή με προεδρεύοντα τον Καϊμακάμη (Τούρκος Διοικητής) και μέλος τον Μητροπολίτη του Νησιού η τον Αρχιερατικό Επίτροπο (Λουκάτος, 1977, 380). Οι εξουσίες όμως των δημογερόντων στην Κω ήταν δοτές αφού αυτοί διορίζονταν από τους τσιφλικάδες και δεν εκλέγονταν από το λαό όπως γίνονταν σε γειτονικά νησιά, π.χ. στην Κάλυμνο (Χατζηβασιλείου, 1990, σ.364).
 
Το σύστημα αξιών που ξεκινώντας από το Μεσαίωνα και μέχρι περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα ίσχυε στην οθωμανική αυτοκρατορία καθοριζόταν από το περιεχόμενο του ιερού τους βιβλίου. Το Κοράνι για τους Τούρκους και τους Οθωμανούς γενικότερα, (όπως στους χριστιανούς τα ευαγγέλια) έδινε λύσεις στα εμφανιζόμενα προβλήματα ανάμεσα στους δύο λαούς. Για τους Οθωμανούς το Κοράνι πρόσταζε ανοχή έναντι των «λαών της Βίβλου» οι οποίοι υποτάσσονται χωρίς αντίσταση και κατέβαλλαν ανελλιπώς τους φόρους τους (Πατούρης, 2010, σ.33).
 
Μετά το πέρας των Οθωμανικών κατακτήσεων, στα τέλη του 16ου αιώνα, στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συντελούνται βασικές αλλαγές, με κυριότερη την εδραίωση του συστήματος των τσιφλικιών, που αποτελεί στην πραγματικότητα την εδραίωση και ολοκλήρωση του φεουδαρχικού συστήματος. Με τις συνεχείς κατακτήσεις, όσο η οθωμανική «γη» μεγάλωνε, ο σουλτάνος είχε τη δυνατότητα να παραχωρεί στους αξιωματούχους του εκτάσεις για νομή και καλλιέργεια. Όταν οι κατακτήσεις σταμάτησαν μπροστά στην πύλη της Βιέννης (με σημαντική εξαίρεση την κατάληψη της Κρήτης, το 1669), τότε το πεπερασμένο πλέον των οθωμανικών εδαφών σταμάτησε και αυτή τη διαδικασία παραχώρησης γης. Την επέκταση των τιμαρίων διαδέχεται τώρα μια ουσιαστική μεταβολή στην ιδιοκτησία τους: από κρατικές παραχωρημένες γαίες, τα τιμάρια μετατρέπονται σε ιδιωτικές κληρονομητές εκτάσεις, οι καλλιεργητές των οποίων βαρύνονται με συγκεκριμένες αποδόσεις απέναντι στο χωροδεσπότη κατά τα φεουδαρχικά πρότυπα. Αυτό είναι το σύστημα των τσιφλικιών, με τις πολλές επιπτώσεις στην οικονομική και πολιτική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Γιαννόπουλος, 1975, σ.108-109).
 
Το συγκρότημα των Νότιων Σποράδων, γνωστά σαν Δωδεκάνησα, νησιά που συνορεύουν με την άγονη κατά κανόνα ακτή της Δυτικής Μικράς Ασίας, περιήλθαν στον έλεγχο του οθωμανικού κράτους στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 16ου αιώνα μετά την κατάληψή τους, από το κράτος των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη (Κουτσουράδης, 2011, σ.23).
 
Οι Μωαμεθανοί την περίοδο των κατακτήσεων αποτελούσαν λαό πολεμιστών, γεγονός που προϋπόθετε ότι για την ευόδωση των σκοπών τους έπρεπε να διατηρήσουν τον πολεμικό τους χαρακτήρα και να παραμείνουν απερίσπαστοι στο κατακτητικό τους έργο. Η απαίτηση αυτή ήταν ένας από τους λόγους που τους ώθησε να αναγνωρίσουν τους θρησκευτικούς ηγέτες των χριστιανών και τις δικαιοδοσίες τους επί των πιστών, ήδη από την περίοδο των αραβικών κατακτήσεων, διατηρώντας την εξουσία - συνήθως έναντι χρηματικών παροχών – της επικυρώσεως της εκλογής τους. Οι κατακτητές συμπεριφέρθηκαν στους υπόδουλους χριστιανούς και στις Εκκλησιαστικές και Κοινοτικές αρχές τους όπως και στα προβλήματα που τους απασχολούσαν με τρόπο αντιφατικό, που τον προσδιόριζε η σκοπιμότητα, ο χρηματισμός, οι προσωπικές αποφάσεις και επιθυμίες χωρίς να αποτελεί εμπόδιο σε αυτή την αντιμετώπιση ο νόμος, το δίκαιο, οι δεσμεύσεις τους. Ακόμη και η τυπική ισχύς των προνομίων που παραχώρησε ο Μωάμεθ Β΄ στον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο έπρεπε να επιβεβαιωθεί σε κάθε περίπτωση αλλαγής Πατριάρχη ή Σουλτάνου (Παπαρρηγύπουλος, 1932, σ.71).
 
Η Κως όπως και η Ρόδος ανήκε στα μη προνομιούχα νησιά (που είχαν απαλλαγή καταβολής φόρου (Λογοθέτης, 1994, 94-123)) αφού αντιστάθηκε στους Τούρκους κατακτητές. Ο κατακτητής εφάρμοσε και στην Κω ό,τι εφάρμοσε σε όλες τις χώρες τις κτήσεις. Διένειμε δηλαδή όλη την εύφορη και καλλιεργήσιμη γη και τις δενδρόφυτες εκτάσεις στους πασάδες και άλλους τιτλούχους της αυτοκρατορίας υποχρεώνοντας τους πρώην ιδιοκτήτες τους να γίνουν δουλοπάροικοι στα άλλοτε κτήματά τους (Καραναστάσης, 1979. σ.22).
 
Όσον αφορά την επαρχιακή διοίκηση, την εποχή που εξετάζουμε οι μεγάλες διοικητικές περιφέρειες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας λεγόντουσαν εγιαλέτια (eyâlet), που ήταν τα παλαιά μπεηλερµπεηλίκια. Υποδιαίρεση του εγιαλετιού ήταν το σαντζάκι. Στις αρχές του 17ου αιώνα τα εγιαλέτια ήταν 32, ενώ τη δεύτερη και την τρίτη δεκαετία του 19ου είχαν περιοριστεί σε 20. Παρακάτω υπήρχαν, όπως και πριν, τα σαντζάκια, οι καζάδες και οι ναχιχιέδες (Νικολάου, 2012, σ.25).
 
Η Κως είχε ενοικιαστεί από τον Μουχουρντάρ Εφέντη (σφραγιδοφύλακα). Αυτός υπενοικίαζε τις εκτάσεις της σε Μουσουλμάνους οι οποίοι φτάνοντας στο νησί επεδίωκαν τον γρήγορο και εύκολο πλουτισμό μέσω της επαχθούς φορολόγησης (Πατούρης, 2010, σ.43).
Σταδιακά με την εξασθένηση της κεντρικής εξουσίας ισχυροποιήθηκαν άτομα που δεν ανήκαν στον διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας. Αυτοί, επειδή η υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος συνεχιζόταν, έκαναν επενδύσεις των χρημάτων τους στη γη για να τα εξασφαλίσουν. Μάλιστα αυτοί αποτελούσαν πολλές φορές και ισχυρούς τοπικούς παράγοντες του πολιτικοστρατιωτικού μηχανισμού της αυτοκρατορίας ή υψηλούς αξιωματούχους που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη και πετύχαιναν µε διάφορες πιέσεις και εκβιασμούς να αγοράζουν μικρές, μεσαίες ή μεγάλες ιδιοκτησίες ή ακόμα και ολόκληρα χωριά, τα ονομαζόμενα κεφαλοχώρια ή ελευθεροχώρια, σε πολύ χαμηλές τιμές και να τα μετατρέπουν σε τσιφλίκια. Στο καινούργιο γαιοκτητικό καθεστώς που διαμορφώθηκε ο τσιφλικάς (προύχοντας) συγκέντρωνε ευρύτερες δικαιοδοσίες πάνω στην εκμετάλλευση του καλλιεργητή χωρικού. Σε περίπτωση µη αποδοχής των όρων εκμίσθωσης ο τσιφλικάς είχε το δικαίωμα να εκδιώκει τους καλλιεργητές (Νικολάου, 2012, σ.28).
 
Στις 3 Νοεμβρίου 1839 εγκαινιάσθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία η περίοδος των μεταρρυθμίσεων. Είναι περισσότερο γνωστή ως περίοδος του Τανζιμάτ. Εκείνη τη περίοδο ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζήτ εξέδωσε στο ανάκτορο του Γκιούλ Χανέ το ομώνυμο Χάττ-ι-Σερίφ. Αυτό το αυτοκρατορικό διάταγμα διαβεβαίωνε τον σεβασμό της ζωής, της τιμής και της περιουσίας όλων γενικά των υπηκόων του σουλτάνου, εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και την φορολογία. Καταργούσε την εκληπτορία (ενοικίαση φόρων και άλλων προσόδων του δημοσίου) καθιέρωνε την γενική στράτευση και επέβαλλε την ισότητα όλων των Οθωμανών υπηκόων ενώπιον των νόμων, ανεξάρτητα από το θρήσκευμα και την φυλή τους. Η θέσπιση του Χάττ-ι-Σερίφ ήταν αποτέλεσμα εσωγενών και εξωγενών παραγόντων στην αυτοκρατορία, που είχαν διδάξει στους Τούρκους ιθύνοντες ότι η μόνη οδός για να μη συρρικνωθεί το κράτος ήταν ο εκσυγχρονισμός των θεσμών και ο εξευρωπαϊσμός των δομών του (Παπαστάθης,2010, σ.16).
 
Στην Κω τα πράγματα την περίοδο αυτή δεν ήταν διαφορετικά από όσα ίσχυαν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β’ το 1835 και οι διάδοχοί του που ακολούθησαν, στα πλαίσια της καλής θέλησης παραχωρούν με φιρμάνια προνόμια που για αιώνες ίσχυαν και στα άλλα νησιά (Μαρκόγλου,1992, σ.26). Συν τω χρόνω όμως οι κάτοικοι αποκτούν κάποια πολιτικά δικαιώματα, όπως τη δυνατότητα απόκτησης κυριότητας σε ακίνητα, συναλλασσόμενοι με αυτό τον τρόπο με τους Τούρκους, πασάδες. Μπόρεσαν με αυτό τον τρόπο να αγοράσουν αρκετά ακίνητα από τους Τούρκους (Καραναστάσης, 1979. σ.27). Στο πέρασμα του χρόνου στη Κω όλα τα κτήματα των πασάδων μεταβιβάστηκαν (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) στην κατοχή λίγων προυχόντων και μερικών μπέηδων της Χώρας (Χατζηβασιλείου, 1990, σ.364).
 
Με τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου, η Υψηλή Πύλη επιδιώκοντας να αναγνωρισθεί ο σουλτάνος ως Ευρωπαίος ηγεμόνας, με δυνατότητα συμμετοχής στις διασκέψεις πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, παγκοσμίου μάλλον με τον τότε διεθνή συσχετισμό των Μεγάλων Δυνάμεων. Θεωρήθηκε όμως σαν απαραίτητη, προϋπόθεση για την αναγνώριση αυτή, και προβλήθηκε από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις η παραχώρηση του δικαιώματος της ισότητας σε όλους τους Οθωμανούς υπηκόους. Για τον λόγο αυτόν, κατά τον Φεβρουάριο 1856, ο Αβδούλ Μετζίτ εξέδωσε τον χάρτη του Χαττ-ι-Χουμαγιούν (Παπαστάθης,2010, σ.17).
 
Με αυτόν παρέχονταν σε όλους τους υπηκόους της τουρκικής αυτοκρατορίας εγγυήσεις, για την ζωή και την περιουσία τους, καθώς και ισότητα δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από θρήσκευμα, εθνική καταγωγή και οικονομική κατάσταση. Επικαιροποιούσε τα προνόμια, που κατά καιρούς είχαν χορηγηθεί στα μη μουσουλμανικά μιλλέτια. Κάθε θρησκευτική κοινότητα, ήταν από εδώ και πέρα υποχρεωμένη να προτείνει μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της, όπως αυτές επιβάλλονταν από τις επιταγές της εποχής. Επιβεβαιωνόταν η αυτοτέλεια των διαφόρων θρησκευμάτων στα εσωτερικής φύσης θέματά τους και η ισότιμη συμμετοχή των λαϊκών στην διοίκηση των κοινοτήτων και την απονομή της δικαιοσύνης με την ίδρυση μικτών διοικητικών συμβουλίων και μικτών δικαστηρίων (θρησκευτικοί λειτουργοί και λαϊκοί) αντίστοιχα. Το ιερονομικό δίκαιο (σαρία) έπαυσε να είναι η επίσημη κρατική νομοθεσία. Η διοίκηση των «εθνικών» (εσωτερικών) υποθέσεων των χριστιανικών και των ισραηλιτικών κοινοτήτων καθίστατο ομοιόμορφη και ενιαία σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Η διοίκησή τους ανήκε πλέον σε συμβούλια, τα μέλη των οποίων εκλέγονταν κατ’ αρχήν από το σύνολο των ενηλίκων αρρένων μελών τους (Παπαστάθης, 2010, σ.17).
 
Την θέση σε ισχύ του Χαττ-ι-Χουμαγιούν ακολούθησε με αργή διαδικασία η δημοσίευση διαφόρων νόμων και οδηγιών της Υψηλής Πύλης σχετικών με την εφαρμογή του. Οι διατάξεις αυτές κατέστησαν διττό το περιεχόμενο του όρου «κοινότητα». Σε ευρεία έννοια σήμαινε το «Κοινόν», το σύνολον των ομοθρήσκων ή ομόδοξων υπηκόων, που υπάγονταν σε συγκεκριμένη και από την Υψηλή Πύλη αναγνωρισμένη θρησκευτική αρχή και κατοικούσαν σε ολόκληρη την έκταση της αυτοκρατορίας ή έστω σε ευρείες περιοχές της, ανάλογα με το εδαφικό κλίμα της θρησκευτικής τους αρχής. Σε στενή έννοια «κοινότητα» σήμαινε τους ομοθρήσκους ή ομόδοξους συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής. Σε μια πόλη ή ένα χωριό συνυπήρχαν επί μέρους κοινότητες, επειδή ακριβώς η ύπαρξή τους ως κοινότητες βρισκόταν σε άμεση συνάφεια με το θρήσκευμά τους και την αναγνωρισμένη αρχή του, και δεν σχετιζόταν με την γλώσσα, την φυλή ή την εθνική τους συνείδηση. Παράλληλα, σε κάθε πόλη λειτουργούσε δημοτική αρχή. Η σύσταση και λειτουργία της δεν εξαρτάται από το θρήσκευμα ή τα θρησκεύματα των κατοίκων (Παπαστάθης,2010, σ.18).
 
Μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), την επέκταση των Ρώσων στη Μαύρη Θάλασσα και την παραχώρηση δικαιωμάτων στους Έλληνες εμπόρους, οι οποίοι τελούν υπό την προστασία της Ρωσίας, απελευθερώνονται οι εμπορικοί δρόμοι, με συνέπεια την ταχύτατη διακίνηση των αγαθών και των ιδεών, δέκτες των οποίων έγιναν οι ελληνικές κοινότητες της διασποράς, στις οποίες ο Ευρωπαϊκός διαφωτισμός θα ασκήσει μεγάλη επίδραση (Δημαράς, 1983, σ. 23).
 
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που είχε πρωτοστατήσει τους προηγούμενους αιώνες στην παιδεία του Γένους, θα πάρει τώρα συντηρητικές θέσεις και θα πολεμήσει τις νέες ιδέες και τους φορείς τους (Νικολάου, 2012, σ.6).
 
Η ίδρυση του ελληνικού κράτους και η συν τω χρόνω μετατροπή του σε εθνικό κέντρο όλων των Ελλήνων λειτούργησε ώστε με την οριοθέτηση του γεωγραφικού χώρου να δημιουργηθούν δύο κατηγορίες Ελλήνων, αυτοί που ζούσαν μέσα στα όρια του νεοσύστατου κράτους, οι Ελλαδίτες - Έλληνες και όσοι εξακολουθούσαν να ζουν έξω από αυτό, οι Έλληνες (Μαυρίδης, 2009, σ.37).
Στην περίοδο της απολυταρχίας του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ του Β΄ (1876-1909), και κατά τις μεταρρυθμίσεις που καθιέρωσε στο πνεύμα του Τανζιμάτ (μεταρρύθμιση), η προσπάθεια για την ισότητα όλων των υπηκόων της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, που – σε συνδυασμό με τις υπέρογκες σπατάλες των Οθωμανών αξιωματούχων - οδήγησαν την Αυτοκρατορία στην χρεοκοπία (το έτος 1875), (Παπακωνσταντίνου, 2012, σ.6), τα προνόμια τότε που είχαν παραχωρηθεί στις Ελληνορθόδοξες Κοινότητες άρχισαν να περιορίζονται.
 
Με την άνοδο του Τρικούπη στην εξουσία ξεκινάει η πολιτική επιβολής του ελληνικού κράτους ως εθνικό κέντρο του ελληνισμού. Πρακτικά αυτό σήμαινε διεκδίκηση των προνομίων του Πατριάρχη στο όνομα των προνομίων του Γένους. Το Πατριαρχείο αντιδρά στη διείσδυση αυτή του ελληνικού κράτους προσαρμοζόμενο στις απαιτήσεις της εποχής στην αρχή με δυναμισμό και επιθετικότητα (δεκαετία 1880) και καταλήγει παθητικά και αμυντικά το 1908 (Μαυρίδης, 2009, σ.38). Προσπαθεί λοιπόν να αντιμετωπίσει δυναμικά τον κίνδυνο αναλαμβάνοντας για πρώτη και τελευταία φορά να γίνει το ίδιο φορέας παιδείας, και ως προς το ιδεολογικό όσο και στο εκπαιδευτικό περιεχόμενο.
 
Στο 1908 με την άνοδο των Νεότουρκων στην εξουσία και την κατάργηση της μοναρχίας του σουλτάνου στην Τουρκία, οι Δωδεκανήσιοι όπως όλοι οι ελληνικές περιοχές που βρίσκονταν κάτω από τον τούρκικο ζυγό ένιωσαν ανακούφιση αφού υπήρχε η ελπίδα πως με τη ανακήρυξη τουρκικού συντάγματος που διακήρυττε της αρχές της δικαιοσύνης, ανεξιθρησκίας, και ισοπολιτείας, θα δημιουργείτο ένα καθεστώς φιλελεύθερο, και σύμφωνο με τις αρχές της ισοπολιτείας (Χατζηβασιλείου, Β. σ.376). Οι ελπίδες όμως αυτές γρήγορα θα διαψευστούν αφού η Τουρκία με το σύνταγμα του 1908 καθιέρωσε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία καταργώντας το απαλλακτικό φόρο (σαλγέν) που πλήρωναν μέχρι τότε. Το σύνταγμα του 1908 δημιουργούσε νέες ρήξεις με το πληθυσμό των νησιών αφού καταργούσε τα προνόμια της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας, και έθετε την παιδεία των Οθωμανών κάτω από την επίβλεψη του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας. Επομένως ενώ διατηρείται το δικαίωμα της ξεχωριστής εκπαίδευσης, αυτό γίνεται αποκόπτοντας την οριστικά από την θρησκευτική εξουσία, αυτό βέβαια σημαίνει απώλεια εκ μέρους του Πατριαρχείου του προνομίου πολιτικής νομιμοποίησης της
εκπροσώπησης και διαχείρισης των ελευθεριών των Ρωμιών (Μαυρίδης, 2009, σ.42).
Διοικητικά τώρα μετά την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908, δημιουργείται ο καζάς η καϊμακαμία (επαρχία) της Κω, με ναχιέ (τμήμα) τη Νίσυρο.
 
Τη περίοδο εκείνη η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και η ανεξαρτησία του βουλγαρικού κράτους θα κινητοποιήσουν τον ελληνισμό της Μακεδονίας και της Θράκης προς την κατεύθυνση διεκδίκησης των εθνικών του δικαιωμάτων. Η απάντηση των Τούρκων θα γίνει με τη λήψη ακόμα σκληρότερων μέτρων κατά της Εκκλησίας και της εκπαίδευσης των κατοίκων των περιοχών αυτών (Χατζηβασιλείου, 1990, σ.377).
 
Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα το σύστημα ιδεών που καλλιεργείται είναι ο γαλλικός εθνικισμός της Τρίτης Δημοκρατίας. Όχι μόνο ως μόνο πατριωτικό αλλά και ως αμυντικό αφού συγκροτήθηκε σαν απάντηση στην απειλή του σοσιαλιστικού διεθνισμού. Με κατεξοχήν αποδέκτη τον Ίων Δραγούμη βρήκε γόνιμο έδαφος στα ελληνικά ιδεολογικά πεδία, τόσο σε επίπεδο εθνικής ολοκλήρωσης όσο και ως πολιτικό σύστημα (Μαυρίδης, 2009, σ.43). Ως προς το επίπεδο εθνικής ολοκλήρωσης έδινε το αίτιο διεκδίκησης αλύτρωτων εδαφών τόσο πριν όσο και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
 
Με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να ενδιαφέρονται πρώτιστα για την προστασία των συμφερόντων τους και της διατήρησης άθικτου του κύρους της Τουρκικής κυβέρνησης, το αποτέλεσμα ήταν να αποφεύγεται κάθε επέμβαση η ανάμειξη τους στις υποθέσεις της αυτοκρατορίας.
 
Αντίστοιχη στάση θα κρατήσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις και στο θέμα της Δωδεκανήσου, αν και έδειχναν διάθεση προστασίας των προνομίων των μικρών νησιών (εξαιρουμένων σε κάποιες περιπτώσεις της Ρόδου και Κω) κατά καιρούς, και αυτό γιατί για την Τουρκία δεν είχαν καμιά αξία ούτε και από στρατηγικής απόψεως αφού δεν είχε τις απαιτούμενες ναυτικές δυνάμεις για να τα υπερασπιστεί (Μαυρίδης, 2009, σ.45). (Ιωάννου Κώστας: ''Ιταλική Κατοχή στη Κω 1912-1945 και Εκπαιδευτική Πολιτική'', Διπλωματική Εργασία, ΕΑΠ 2012, σελ. 29-36)
 
==Οικισμοί==
Γραμμή 172 ⟶ 117 :
 
== Καλοκαίρι - Παραλίες==
Όλο το νησί μία απέραντη παραλία με πεντακάθαρα γαλάζια νερά προσφέρουν ατελείωτες ώρες ξεκούρασης και διασκέδασης. Κάποιες από τις σημαντικότερες παραλίες είναι:
 
* [[Παραλίες Κω#Cavo Paradiso|Cavo Paradiso]]
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Κως"