Ουμπέρτο Έκο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{Πληροφορίες καλλιτέχνη}}
Ο '''Ουμπέρτο Έκο''' ([[ιταλ.]]: ''Umberto Eco'', [[5 Ιανουαρίου]] [[1932]] - [[19 Φεβρουαρίου]] [[2016]]<ref>{{cite web|url=http://www.euronews.com/2016/02/20/italian-author-and-intellectual-umberto-eco-has-died-at-the-age-of-84/|title=Italian author and intellectual Umberto Eco has died at the age of 84 | euronews, world news|accessdate=20 Φεβρουαρίου 2016}}</ref>) ήταν [[Ιταλοί|Ιταλός]] [[Σημειωτική|σημειωτιστήςσημειολόγος]], [[Δοκίμιο|δοκιμιογράφος]], [[φιλόσοφος]], [[κριτικός λογοτεχνίας]] και [[Μυθιστόρημα|μυθιστοριογράφος]].
 
Από το 1975 κατείχε την έδρα του Καθηγητή [[Σημειωτική|Σημειωτικής]] στο Πανεπιστήμιο της [[Μπολόνια]], ενώ από το 1988 ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του [[Σαν Μαρίνο]]. Ήταν συγγραφέας πολλών μελετών και δοκιμίων, που έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1965, ενώ το 1980 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα (''Το όνομα του Ρόδου''), που τιμήθηκε με το [[βραβείο Strega]] (1981), και το ''Medicis Etranger'' (βραβείο που δίνεται στον καλύτερο ξένο λογοτέχνη στην [[Γαλλία]]) το 1982.
Γραμμή 15:
Το 1959 ο Έκο έχασε τη δουλειά του στη RAI, γεγονός που δεν τον ενόχλησε ιδιαίτερα, γιατί έτσι βρήκε χρόνο για να ασχοληθεί περισσότερο με το γράψιμο και τις διαλέξεις. Με το δεύτερο βιβλίο του («Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα») απέδειξε στον πατέρα του ότι βρήκε τον δρόμο του στη ζωή (και τη δουλειά που του ταίριαζε) μέσα από τη λογοτεχνία.
 
Τον ίδιο χρόνο έγινε γενικός επιμελητής του μη λογοτεχνικού τομέα του εκδοτικού οίκου Bompiani στο Μιλάνο και άρχισε να γράφει τη στήλη «Diario Minimo» («ελάχιστο ημερολόγιο») στην εφημερίδα «Il Verri». Μέσα από τη στήλη αυτή οι απόψεις του για τηντη [[γλωσσολογία]] και την κοινωνική πραγματικότητα μπήκαν στα σπίτια των Ιταλών. Μέσα από τη στήλη αυτή άρχισε να εστιάζει το ενδιαφέρον του και να εκλεπτύνει τις απόψεις του στη [[σημειολογία]].<br />Με τα ακαδημαϊκά γραπτά του ο Έκο εστιάζει στη σημειολογία και στις επιπτώσεις της στην κοινωνία. Μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τον [[Μεσαίωνας|Μεσαίωνα]] ως σήμερα και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη. Έγραψε δεκάδες δοκίμια («Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία», «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας», «Κήνσορες και θεράποντες» (πρωτότυπος τίτλος στα ιταλικά «apocalittici e integrati»), «Ο υπεράνθρωπος των μαζών», «Θεωρία της σημειωτικής», «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», «Πέντε ηθικά κείμενα», «Δεύτερο ελάχιστο ημερολόγιο», «Η ποιητική του [[Τζέιμς Τζόις]]», «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει» κ. ά.), ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες. Ό,τι δεν είναι ατομικό και παίρνει πολιτικό χαρακτήρα (πολιτικό, με την έννοια της ενασχόλησης με τα κοινά, όχι κομματικό) ήταν αντικείμενο που τον ενδιέφερε και το μελετούσε. Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών ήταν που δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά. Η ευρύτητα των θεμάτων με τα οποία ασχολήθηκε του χάρισαν το προσωνύμιο "tuttografo" (= παντογράφος)<ref>[http://www.politeianet.gr/books/9789604575329-eco-umberto-malliaris-i-simeiologia-stin-kathimerini-zoi-197283 Βιβλιοπωλείο "Πολιτεία" ,''Η Σημειολογία στην καθημερινή ζωή'']</ref>
 
Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στη σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητής [[Οπτικές επικοινωνίες|Οπτικών Επικοινωνιών]] στη [[Φλωρεντία]] και το 1966 μετακόμισε στο [[Μιλάνο]], όπου και έγινε καθηγητής της Σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο. Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον άρχισε να στρέφεται στις πολιτιστικές μελέτες και άρχισε να ερευνά τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και τη γλώσσα. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του Τακτικού Καθηγητή της Σημειολογίας. Το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών.
 
Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν και τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει μυθιστορήματα ([[Το όνομα του Ρόδου]] - 1980, [[Το Εκκρεμές του Φουκώ (Έκομυθιστόρημα)|Το Εκκρεμές του Φουκώ]] - 1988, [[Το νησί της προηγούμενης μέρας]] - 1994, [[Μπαουντολίνο]] - 2001, [[Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα]] - 2006, [[Το κοιμητήριο της Πράγας]] - 2010, [[Το φύλλο μηδέν]]- 2015). Όταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου», οι εκδότες του υπολόγιζαν τις πωλήσεις γύρω στα 30.000 αντίτυπα. Δεν φαντάζονταν ποτέ τις πωλήσεις 9.000.000 αντιτύπων που σημείωσε τελικά το βιβλίο παγκοσμίως, κάνοντας τον συγγραφέα γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο.
 
Ο Έκο γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων [[αρχαία ελληνικά]] και [[λατινικά]], τις οποίες χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Από την αρχή της καριέρας του έως τον θάνατό του κέρδισε πολλές τιμητικές διακρίσεις και είχε δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες. Ζούσε με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους, άλλοτε στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα δαιδαλώδες διαμέρισμα με βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων<ref>{{cite web|url=http://www.telegraph.co.uk/culture/books/3642577/Heavyweight-champion.html|title=Heavyweight champion|accessdate=23 October 2009|last=Farndale|first=Nigel|date=24 May 2005|publisher=[[The Daily Telegraph]]}}</ref> ) και στο εξοχικό του στο [[Ρίμινι]] (ένα τεράστιο κτήμα του 17ου αιώνα, στο οποίο παλιά στεγαζόταν ένα σχολείο Ιησουιτών).
Γραμμή 49:
:''Numero Zero'' (2015) (Φύλλο Μηδέν) Εκδόσεις Ψυχογιός
 
Σχεδόν όλα τα έργα του - λογοτεχνικά και μη - κυκλοφορούν μεταφρασμένα και στα ελληνικά, με κυριότερη μεταφράστρια την [[Έφη Καλλιφατίδη]] από τους εκδοτικούς οίκους "Γνώση", "ΜαλλιάρηΜαλλιάρης" "Ελληνικά Γράμματα" και "ΨυχογιόΨυχογιός".
 
==Δείτε επίσης==