Πριγκιπάτο της Αχαΐας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 53:
|-
|}
Το '''Πριγκιπάτο της Αχαΐας''' ήταν ένα κρατίδιο που δημιουργήθηκε από τον [[Γουλιέλμος Σαμπλίτης|Γουλιέλμο Σαμπλίτη]] κατά την [[Δ'Δ΄ Σταυροφορία]] ([[1205]]-[[1210]]) στα εδάφη της Πελοποννήσου (Μοριάς), τα οποία μοιράστηκαν σε φέουδα μεταξύ των Φράγκων Σταυροφόρων.
 
Ήταν ένα κραταιό κρατίδιο, υπό την κυριαρχία των Φράγκων, αρχικά υπό την εξουσία του [[Γουλιέλμος Σαμπλίτης|Γουλιέλμου Σαμπλίτη]] και στη συνέχεια από τους [[Βιλλεαρδουίνοι|Βιλλεαρδουίνους]]. Η κατάσταση του πριγκιπάτου άλλαξε πολλές φορές μέχρι το 1452, οπότε και επανήλθε στη [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]] υπό τον [[Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος|Κωνσταντίνο Παλαιολόγο]], μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου, για να περάσει μετά από λίγο στους [[Οθωμανοί Τούρκοι|Οθωμανούς Τούρκους]].
Γραμμή 60:
 
== Η κατάκτηση και η πρώτη δυναστεία του Σαμπλίτη ==
Όταν ο [[Βονιφάτιος ο Μομφερατικός]] το 1204 κατέκτησε τη [[Θεσσαλονίκη]], κινήθηκε νότια προς τον [[Ισθμός της Κορίνθου|Ισθμό της Κορίνθου]] κατακτώντας συνεχώς νέα εδάφη. Στην Πελοπόννησο την ίδια εποχή βρισκόταν ο [[Γοδεφρείδος Α' Βιλλαρδουίνος|Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος]] που είχε βγει στην ακτή λόγω θαλασσοταραχής: ενώ οι άλλοι ιππότες της [[Δ΄ Σταυροφορία]]ς παρέκκλιναν της πορείας τους και τελικά κατέλαβαν την [[Κωνσταντινούπολη]], ο Γοδεφρείδος αποβιβάστηκε στην [[Παλαιστίνη]],<ref name="xron">Ελληνικό χρονικό</ref>, όμως κατά την επιστροφή του το 1204, το πλοίο του λόγω καταιγίδας βρήκε καταφύγιο στη [[Μεθώνη]]. Εκεί βρήκε τους κατοίκους της περιοχής σε πλήρη αναρχία και τους άρχοντες του τόπου να ανταγωνίζονται για την κατάληψη της εξουσίας. Τότε έλαβε πρόσκληση από τον άρχοντα της [[Κορώνη|Κορώνης]], Ιωάννη Καντακουζηνό, με τον οποίο και ήλθε σε συμφωνία να συνεργαστούν για την κατάκτηση όλης της Πελοποννήσου.<ref name="xron"/>. Έτσι ο Γοδεφρείδος κατέστη κύριος των παραλίων της Μεσσηνίας, της Ηλείας και των Πατρών.<ref name="xron"/>.
 
Όταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός το 1205 ξεκίνησε να πολιορκεί το [[Άργος]], ο Βιλλεαρδουίνος έτρεξε προς βοήθειά του και εκεί πρότεινε στον [[Γουλιέλμος Σαμπλίτης|Γουλιέλμο Σαμπλίτη]], συμπολεμιστή του Βονιφάτιου, να κατακτήσουν μαζί την Πελοπόννησο, πρόταση με την οποία συμφώνησε και ο Βονιφάτιος, δίνοντάς τους όσα εδάφη θα μπορούσαν να κατακτήσουν εφόσον ήταν υποτελείς του.<ref name="papa">Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, ''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'', Βιβλίο Δέκατο τρίτο, ''Νέος Ελληνισμός-Φραγκοκρατία'', εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1992</ref>.
 
Ο Βιλλεαρδουίνος είχε ήδη κατακτήση την [[Πάτρα]] και την [[Ανδραβίδα]]. Μέσω Πάτρας προχώρησαν στην Ηλεία κι έπειτα στη Μεσσηνία, βρίσκοντας αντίσταση μόνο στην [[Κυπαρισσία|Αρκαδιά]].<ref name="papa"/>. Φτάνοντας κοντά στη [[Μεθώνη]], στον "«Ελαιώνα του Κούντουρα"» συνάντησαν τον βυζαντινό στρατό σε μια τελευταία προσπάθεια του διοικητή του [[Θέμα Πελοποννήσου|Θέματος της Πελοποννήσου]], [[Μιχαήλ Α' Δούκας|Μιχαήλ Δούκα]], να προβάλει αντίσταση.<ref name="xron"/><ref name="papa"/>. Στη μάχη που έγινε γνωστή ως [[Μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα]], οι Φράγκοι πέτυχαν συντριπτική νίκη κατά των Βυζαντινών, και από τότε ο Σαμπλίτης ονομάστηκε πρίγκιπας της Αχαΐας.<ref name="papa"/>. Συνεχίζοντας οι δύο ιππότες κατέκτησαν όλη την Πελοπόννησο βρίσκοντας αντίσταση μικρή στην [[Καρύταινα]] και στο Νύκλι (πόλη-κάστρο στην Αρκαδία) και στα Σκόρτα, όπου ο [[Δοξαπατρής Βουτσαράς]] αντέταξε σθεναρή αντίσταση.<ref name="papa"/>. Τα μοναδικά εδάφη που έμειναν εκτός της φράγκικης επικράτειας ήταν οι βενετικές πλέον [[Μεθώνη]] και [[Κορώνη]] και η [[Μονεμβασιά]], η οποία κατακτήθηκε όμως αργότερα μετά από πολύχρονη πολιορκία.<ref name="papa"/>. Το 1209 ο Σαμπλίτης έμαθε ότι ο μεγαλύτερος αδελφός του Λουδοβίκος πέθανε άτεκνος και έπρεπε να επιστρέψει στη [[Γαλλία]] για να πάρει τα δικαιώματά του. Φεύγοντας άφησε στη θέση του ως βάιλο τον ανιψιό του [[Ούγος Σαμπλίτης|Ούγο Σαμπλίτη]], επειδή ο γιος του ήταν ανήλικος. Επιπλέον άφησε μία επιτροπή για να μοιράσει το πριγκιπάτο στους πιστούς του ιππότες (να τους δοθούν βαρωνίες) αλλά και στους ντόπιους που δέχτηκαν την υποτέλεια στους Φράγκους. Στη διαδρομή όμως προς τη Γαλλία πέθανε στην [[Απουλία]] της Ιταλίας. Λίγο αργότερα πέθανε και ο ανιψιός του Ούγος, οπότε το πριγκιπάτο πέρασε στα χέρια του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, ο οποίος πήρε τη θέση του Ούγου ως βάιλος μέχρι να εμφανιστεί ο κληρονόμος του Γουλιέλμου, [[Ροβέρτος Σαμπλίτης]]. Με μηχανορραφία του Γοδεφρείδου όμως, ο Ροβέρτος καθυστέρησε και οι άλλοι ευγενείς αναγνώρισαν αυτόν ως πρίγκιπα της Αχαΐας.<ref name="papa"/>.
 
== Οι Βιλλεαρδουίνοι ==
Κατά την εξουσία των Βιλλεαρδουίνων το πριγκιπάτο γνώρισε μεγάλη ακμή. Οι Βιλλεαρδουίνοι έστησαν νομισματοκοπείο στη [[Γλαρέντζα]] κι έκοβαν δικό τους νόμισμα.<ref name="papa"/>. Ο Βιλλεαρδουίνος αναλαμβάνοντας πρίγκιπας συγκρούστηκε με την Καθολική Εκκλησία δημεύοντας την περιουσία της στην περιοχή και με αυτή έκτισε το [[Χλεμούτσι]]. Ο [[Γοδεφρείδος Α' Βιλλαρδουίνος|Γοδεφρείδος]] απέκτησε από τους ντόπιους φεουδάρχες, τους επονομαζόμενους [[κεφαλάδες]], αλλά και από τον [[Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄|Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄]], την κυριότητα της [[Αχαΐα]]ς, της [[Ηλεία]]ς και της [[Μεσσηνία]]ς, ένα μέρος της [[Αρκαδία]]ς, και τον τίτλο του πρίγκηπα της Αχαΐας. Παρόλα αυτά, στους [[κεφαλάδες]] αναγνωρίστηκαν τα παλαιά τους προνόμια (η γη και οι δουλοπάροικοι) και αφού ανέβηκαν στην τάξη των ιπποτών, είχαν το δικαίωμα να μετέχουν στις συνελεύσεις της Ανδραβίδας μαζί με τους Φράγκους άρχοντες.
 
Το 1255 ο τότε πρίγκηπας [[Γουλιέλμος Β'Β΄ Βιλλεαρδουίνος]] προσπάθησε να καταλάβει την [[Εύβοια]], αλλά ξεκίνησε εμφύλιο πόλεμο με τους υποτελείς του [[Τριτημόριοι της Εύβοιας|τριτημόριους βαρώνους του νησιού]] και του [[Δουκάτο των Αθηνών|Δουκάτου των Αθηνών]]. Το 1259, μετά τη [[Μάχη της Πελαγονίας]], οι Φράγκοι του Πριγκιπάτου νικήθηκαν από τον [[Μιχαήλ Η'´ Παλαιολόγος|Μιχαήλ Η'Η΄ Παλαιολόγο]] και αναγκάστηκαν να του παραχωρήσουν κάστρα στη Λακωνία για να ελευθερωθεί ο Βιλλεαρδουίνος. Από τότε το Πριγκιπάτο, δίνοντας πάτημα στους Βυζαντινούς στην Πελοπόννησο, ξεκίνησε μόνιμα πόλεμο εναντίον τους που τελείωσε μόνο το 1430 με την πτώση του.
 
==Η διοίκηση της Πελοποννήσου==
Γραμμή 77:
Αφού συγκάλεσαν συγκέντρωση όλων των βαρώνων στην πρωτεύουσα Ανδραβίδα, συνέταξαν τον [[Καταστατικός Χάρτης της Αχαΐας|Καταστατικό Χάρτη της Αχαΐας]] ή ''ριτζίστρο'', με τον οποίο μοίραζαν την Πελοπόννησο σε 12 βαρωνίες, όπου οι βαρώνοι με τους υποτελείς τους (λήζιους) σχημάτιζαν τη Μεγάλην Κούρτην ή Βουλή, που συμβούλευε τον ηγεμόνα αλλά και έκρινε φεουδαλικά ζητήματα μεταξύ των αρχόντων. Ο κάθε ένας από αυτούς τους βαρώνους άρχιζε να κτίζει οχυρά κάστρα στην τοποθεσία του για να μπορεί να ελέγχει τους χωρικούς του αλλά και να αμύνεται ενάντια στις επιβουλές. Εκτός από τους 12 ισότιμους βαρώνους υπήρχαν και 7 εκκλησιαστικοί βαρώνοι που οι θέσεις τους καθορίστηκαν σύμφωνα με την προϋπάρχουσα ελληνική εκκλησιαστική τάξη, ανάμεσα στους οποίους ο [[Αρχιεπισκοπική Λατινική Βαρωνία της Πάτρας|Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Πάτρας]] και έξαρχος της Αχαΐας ήταν ο προκαθήμενος. Ο αρχιεπίσκοπος πήρε 8 ιπποτικά τιμάρια, οι επίσκοποι από 4 ο καθένας και από 4 πήραν και τα 3 στρατιωτικά τάγματα που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή: το [[Τευτονικό Τάγμα|τάγμα των Τευτόνων ιπποτών]], του [[Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ|Αγίου Ιωάννη]] και των [[Τάγμα του Ναού|Ναϊτών]]. Όταν έναν αιώνα αργότερα οι Ναΐτες διαλύθηκαν, οι γαίες τους κατέληξαν στους Ιωαννίτες ιππότες. Οι ιππότες και οι ακόλουθοι των ηγεμόνων πήραν από 1 τιμάριο και οι δουλοπάροικοι που ζούσαν εκεί παραχωρήθηκαν στους καινούριους αφέντες τους.
 
Μετά τη διανομή των φέουδων καθορίστηκαν οι στρατιωτικές υπηρεσίες που αυτοί θα πρόσφεραν. Όλοι οι υποτελείς (βασάλοι) όφειλαν να στρατεύονται για υπηρεσία στο στρατόπεδο και να μένουν εκεί 4 μήνες, υπηρεσία στη φρουρά άλλους 4 μήνες και τους τελευταίους 4 μήνες να παραμένουν στα σπίτια τους, πάντοτε έτοιμοι όμως για διαταγές από τον άρχοντά τους. Εκτός από τη Μεγάλη Κούρτη υπήρχε και μια δεύτερη, η Κούρτη των Burgesses (των αστών), με πρόεδρο οριζόμενο από τον ηγεμόνα, που είχε τον τίτλο του υποκόμη. Αυτή η κούρτη ασχολιόταν με τη συζήτηση και επίλυση αστικών διαφορών, με δύο δικαστήρια στη Γλαρέντζα και την Ανδρούσα. Αλλά και κάθε βαρώνος είχε από μια κούρτη που μαζί με τους γέροντες της βαρωνίας του εκδίκαζαν τοπικές υποθέσεις. Από τον κώδικα των «Ασσιζών της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας» μαθαίνουμε για τη διαίρεση της κοινωνίας. Ανώτατος άρχων ήταν ο ηγεμόνας, μετά οι 12 βαρώνοι, μετά οι μεγάλοι και μικροί υποτελείς ή λίζιοι, οι ελεύθεροι υπήκοοι και οι δουλοπάροικοι. Στην οργάνωση αυτή υπάρχει ενός είδος δημοκρατίας για τους ανώτερους της κοινωνίας, αφού ο ηγεμόνας δεν ήταν «ελέω Θεού» αφέντης αλλά η εξουσία του περιοριζόταν από αυτή των βαρώνων και των λήζιων, οι οποίοι μπορούσαν να ελέγχουν την εξουσία αλλά και να ελέγχονται από αυτή. Επίσης και οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα να κληρονομούν τις γαίες του θανόντος συζύγου τους αλλά και να τους διαδέχονται στο θρόνο - κάτι που ήταν αντίθετο από τον πατροπάραδοτο [[Σαλικός νόμος|Σάλιο Νόμο]] (το αρχαίο δίκαιο των Σάλιων Φράγκων, μιας από τις έξι φυλές των Φράγκων, εγκατεστημένη στον κάτω Ρήνο. Ο Σάλιος νόμος είχε διατάξεις αστικού και ποινικού δικαίου και δικονομίας και δέχτηκε αργότερα προσθήκες από τον εκχριστιανισμό των Φράγκων).
Εκτός από τη Μεγάλη Κούρτη υπήρχε και μια δεύτερη, η Κούρτη των Burgesses (των αστών), με πρόεδρο οριζόμενο από τον ηγεμόνα, που είχε τον τίτλο του υποκόμη. Αυτή η κούρτη ασχολιόταν με τη συζήτηση και επίλυση αστικών διαφορών, με δύο δικαστήρια στη Γλαρέντζα και την Ανδρούσα. Αλλά και κάθε βαρώνος είχε από μια κούρτη που μαζί με τους γέροντες της βαρωνίας του εκδίκαζαν τοπικές υποθέσεις.
Από τον κώδικα των ‘’Ασσιζών της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας’’ μαθαίνουμε για τη διαίρεση της κοινωνίας. Ανώτατος άρχων ήταν ο ηγεμόνας, μετά οι 12 βαρώνοι, μετά οι μεγάλοι και μικροί υποτελείς ή λίζιοι, οι ελεύθεροι υπήκοοι και οι δουλοπάροικοι. Στην οργάνωση αυτή υπάρχει ενός είδος δημοκρατίας για τους ανώτερους της κοινωνίας, αφού ο ηγεμόνας δεν ήταν "ελέω Θεού" αφέντης αλλά η εξουσία του περιοριζόταν από αυτή των βαρώνων και των λήζιων, οι οποίοι μπορούσαν να ελέγχουν την εξουσία αλλά και να ελέγχονται από αυτή. Επίσης και οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα να κληρονομούν τις γαίες του θανόντος συζύγου τους αλλά και να τους διαδέχονται στο θρόνο - κάτι που ήταν αντίθετο από τον πατροπάραδοτο [[Σαλικός νόμος|Σάλιο Νόμο]] (το αρχαίο δίκαιο των Σάλιων Φράγκων, μιας από τις έξι φυλές των Φράγκων, εγκατεστημένη στον κάτω Ρήνο. Ο Σάλιος νόμος είχε διατάξεις αστικού και ποινικού δικαίου και δικονομίας και δέχτηκε αργότερα προσθήκες από τον εκχριστιανισμό των Φράγκων)
 
Οι ελεύθεροι πολίτες είχαν το δικαίωμα της ελεύθερης διάθεσης των υπαρχόντων τους ή των προϊόντων τους μέσα ή έξω από τη χώρα, αλλά κανένας τιμαριούχος δεν μπορούσε να διαθέσει το τιμάριό του σε κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς την άδεια του ηγεμόνα. Ελεύθεροι ήταν και οι Έλληνες άρχοντες της προϋπάρχουσας ηγετικής βυζαντινής τάξης που ήρθαν σε επαφή και επικοινωνία με τους Φράγκους και κατάφεραν να κρατήσουν τις κτήσεις τους και τα προνόμιά τους αφού δήλωσαν υποταγή στον καινούριο ηγεμόνα.
 
Η κατώτερη τάξη της φεουδαλικής κοινωνίας ήταν αποκλειστικά συγκροτημένη από Έλληνες. Οι [[Δουλεία|δουλοπάροικοι]] δεν μπορούσαν να παντρευτούν ή να δώσουν τη κόρη τους σε γάμο χωρίς τη συγκατάθεση του αφέντη τους. Αν ένας δουλοπάροικος πέθαινε άκληρος όλα τα υπάρχοντά του μεταβιβάζονταν στον αφέντη του. Επιπλέον, τα υπάρχοντά του μπορούσε να τα κατάσχει ο αφέντης του όποτε ήθελε και το μόνο που μπορούσε να υπερασπιστεί ήταν το σώμα του εναντίον δολοφονικών επιθέσεων. Γιατί αν ένας αφέντης σκότωνε κατά λάθος το δουλοπάροικο κάποιου άλλου αφέντη, είχε μοναδική υποχρέωση να του δώσει έναν δικό του. Μπορούσε να δώσει τους δουλοπάροικους σε όποιον ήθελε, όποτε ήθελε. Αν μια γυναίκα υποτελής παντρευόταν έναν δουλοπάροικο αμέσως ξέπεφτε σε αυτή την κοινωνική τάξη και αυτή και τα παιδιά της. Ο δουλοπάροικος μπορούσε να γίνει ελεύθερος μόνο με πράξη του αφέντη του ή αν ήταν γυναίκα με το γάμο της με έναν ελεύθερο. Στη φεουδαλική Αχαΐα ο δουλοπάροικος είχε τα προνόμια τού να κόβει βελανίδια ή ξύλα από τα δάση ελεύθερα, μπορούσε να πουλήσει για λογαριασμό του τα ζώα του και ο αφέντης του δεν μπορούσε να τον φυλακίσει για κάποιο παράπτωμα παραπάνω από μια νύχτα. Στην πράξη οι ηγεμόνες δεν ενοχλούσαν τους δουλοπάροικους, αφού δούλευαν όπως έγραφε ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ ''χωρίς πληρωμή και χωρίς δαπάνες''.<ref>από το βιβλίο του Γουίλλιαμ Μίλλερ ''Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα'', Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1990</ref>.
 
== Η αρχή της παρακμής ==
 
Με το θάνατο του Γουλιέλμου του Β'Β΄, στην αρχηγία του πριγκιπάτου βρέθηκε ο [[Ανζού|Οίκος των Ανζού]], οπότε και η [[Ισαβέλλα Α' της Αχαΐας|Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου]] παντρεύτηκε τον [[Φίλιππος Α΄ της Σαβοΐας|Φίλιππο Α'Α΄ της Σαβοΐας]], τον οποίο ο [[Κάρολος Β'Β΄ της Νάπολης]] κατηγόρησε για ατιμία επειδή δεν τον βοήθησε στην εκστρατεία κατά του [[Δεσποτάτο της Ηπείρου|Δεσποτάτου της Ηπείρου]], και εφόσον η Ισαβέλλα δεν είχε ζητήσει την άδεια του πατέρα της για να παντρευτεί τον Φίλιππο, ο Κάρολος τους απάλλαξε από το πριγκιπάτο τους και το παρέδωσε στον [[Φίλιππος Α'Α΄ του ΤάρανταΤάραντος|Φίλιππο Α'Α΄ του Τάραντα]] στις [[5 Μαΐου]] του [[1306]]. Οι δυναστικές έριδες και οι διεκδικητές του θρόνου του Πριγκιπάτου συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του, φέρνοντας μάλιστα οι διεκδικητές ακόμα και μισθοφορικούς στρατούς όπως οι [[Ναβαραίοι]]. Ο ένας από τους αρχηγούς αυτών των μισθοφόρων έφτασε να γίνει και ο ίδιος πρίγκιπας, πρόκειται για τον [[Πέτρος Μπόρντο του Σαν Σουπεράνο|Πέτρο του Μπορντώ]].
 
Τον 13ο αιώνα χάθηκε και πέρασε στους Βυζαντινούς η [[Βαρωνία των Καλαβρύτων]], ενώ η [[Αρχεπισκοπική Λατινική Βαρωνία της Πάτρας|Βαρωνία της Πάτρας]] τον 14ο αιώνα έγινε ανεξάρτητο κράτος, άμεσα υποτελές στον πάπα.<ref>Στέφανος Θωμόπουλος, ''Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1821'', Εκ της βασιλικής τυπογραφίας Νικολάου Γ. Ιγγλέση, Εν Αθήναις 1888</ref>.
 
== Οι Ζαχαρίες και το τέλος ==