Βλάχοι (όρος): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 11:
 
*Από την Πρωτο-[[Γερμανική γλώσσα|γερμανική]] λέξη, κέλτικης ρίζας, "Walha" αργότερα "walch" ή "welsch", με την οποία οι αρχαίοι γερμανοί προσδιόριζαν τους Ρωμαίους και γενικότερα τους λαούς που είχαν ενσωματωθεί πολιτειακά και πολιτισμικά στον ρωμαϊκό κόσμο, που επίσης σημαίνει ξένο, μη [[Γερμανία|Γερμανό]] αλλά λατινόφωνο και αφορά όλους τους λατινοποιημένους αυτόχθονες πληθυσμούς (συνήθως οι Κέλτες) της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως φαίνεται και από τις ονομασίες των περιοχών όπως Wallonie στο Βέλγιο, Cornwall και Wales στη Βρετανία, Wallis στην Ελβετία, Wallachia στη Ρουμανία. Στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τους περισσότερους λαούς οι οποίοι είχαν γείτονες λατινόφωνους πληθυσμούς, κι έτσι προκύπτει και η αντίστοιχη ετυμολογία από την [[Σλαβικές γλώσσες|παλαιοσλαβική]] λέξη ''vlah'' που σημαίνει ξένος, αλλοεθνής, μη Σέρβος αλλά λατινόφωνος.Ο δανεισμός της από τους μεσαιωνικούς Σλάβους επιφέρει την φωνητική της μετατροπή σε Vlah. Υπό αυτή την μορφή μετεξελίσσεται σε όρο που προσδιορίζει πληθυσμούς της νοτιανατολικής Ευρώπης που ομιλούν διάφορες μορφές της βαλκανο-ρωμανικής γλώσσας δηλαδή των νεολατινικών διαλέκτων του Βαλκανικού χώρου.
*Από τον [[Αίγυπτος|αιγυπτιακό]] όρο ''"φελάχ"''(=αγρότης), αυτός που ασχολείται με γεωργικές εργασίες. Συγκεκριμένα οι λόγω λιμού καταφυγόντες στην Αίγυπτο Εβραίοι άποικοι αυτοαπκλήθηκαν ''γεωργοί'' (σημητιστί φαλάχ) επειδή καλλιερφούσαν ττα χωράφια που βρίσονταν κοντά στα σύνορα που τους είχαν παραχωρηθεί από τις Αιγυπτιακές αρχές. Οι διάδοχοι Πτολεμαίοι τους αποκαλούσαν επισήμως γεωργούς, λαικώς όμως ''φαλάχ'' με την προσθήκη της ελληνικής κατάληξης -ος μταβάλοντας το αρχικό δασύ ''φ'' στο αντίστοιχο του μέσου ''β'' και το διαμορφωσαν σε ''βαλάχος''. Τον τύπο ''Βαλάχος'' διατήρησαν οι Ρωμαίοι όρος που εισάγουν στη διοίκηση του Ρωμαϊκού κράτους ως ''Vlachus'' και μεταρρυθμιζεται τότε και οθεσμός του αποικισμού των ακτημόνων Ρωμαίων στις χώρες που καταλάμβαναν οι Ρωμαίοι.<ref>Αντώνιος Κεραμόπουλλος, «Ο Στράβων και οι Βλάχοι της Πίνδου», Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τομ.23 (1953), σελ.66-67</ref>
*Από τον [[Αίγυπτος|αιγυπτιακό]] όρο ''"φελάχ"''(=αγρότης), αυτός που ασχολείται με γεωργικές εργασίες.
*Είναι εξέλιξη της λέξης ''Βληχή'' ([[Δωρική διάλεκτος|δωρικά]] ''βλαχά'') που σημαίνει ''βέλασμα''.
*Προέρχεται από την λέξη ''Volcae'', [[Κέλτικος πολιτισμός|κέλτικη]] φυλή η οποία συνόρευε με τα γερμανικά φύλα και με αυτό το όνομα οι Γερμανοί αποκαλούσαν οποιονδήποτε λατινόφωνο