Οιδίπους Τύραννος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Spiros790 (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 119:
(Ο Οιδίποδας αρχίζει να αγωνιά)
 
Η ΙοκαστηΙοκάστη ζητάει να μάθει τί συνέβη και ο Οιδίπους της λέει ότι ο Κρέων έβαλε τον Τειρεσία να τον κατηγορήσει για φονιά του Λαΐου. Εκείνη για να τον καθησυχάσει του λεειλέει:
{{απόσπασμα|
"Ανοησίες. Δεν υπάρχουν αληθινοί μάντεις και θα στο αποδείξω. <br>
Γραμμή 126:
Όσο για τον γιο μας, ο ίδιος του έδεσε τα πόδια σαν ήταν τριών ημερών<br>
και έβαλε να τον πετάξουν στα βουνά." .}}
Ο [[Οιδίπους]] αρχίζει να συνειδητοποιεί την φρικτή αλήθεια επειδή η [[Ιοκάστη]] μίλησε για διασταύρωση τριών οδών. Ζητάει να μάθει πότε έγινε αυτό ακριβώς και πού ήταν το σημείο,<ref>εδώ μπορείτε να δείτε το σημείο στο google map: https://www.google.com/maps/place/38%C2%B010%2705.4%22N+22%C2%B037%2728.3%22E/@38.47447,22.681129,3a,75y,90t/data=!3m5!1e2!3m3!1s39442299!2e1!3e10!4m2!3m1!1s0x0:0x0</ref> συνάντησης τριών οδών και καθώς εκείνη του λέει, αναλογίζεται το σημείο στο οποίο την ίδια εποχή είχε σκοτώσει εκείνος κάποιους άνδρες, δίχως να ξέρει ότι επρόκειτο για τον Λάιο και την συνοδεία του. Ρωτάει για πρώτη φορά να μάθει το παρουσιαστικό του Λαΐου και η Ιοκάστη του λέει «είχαν μόλις αρχίσει να ασπρίζουν τα μαλλιά του<ref>''χνοάζων'' : γύρω στα 50</ref> και έμοιαζε λίγο με εσένα». Ζητά να μάθει πόσοι ήταν, ελπίζοντας να ακούσει ότι ο Λάιος είχε μεγάλη συνοδεία, αλλά η Ιοκαστη του λέει ότι ήταν όλοι κι όλοι πέντε, με μια άμαξα που έφερε τον Λάιο. «Και ποιος σου εξιστόρησε όσα έγιναν» ρωτάει πλέον με μεγάλη αγωνία ο Οιδίπους. «Ένας υπηρέτης, που έζησε» απαντά εκείνη. «Είναι εδώ;» ζητά να μάθει ο Οιδίπους. «Όχι» απαντά εκείνη. «Όταν ήρθε και είδε ότι είχες γίνει εσύ βασιλιάς, άγγιξε τα χέρια μου<ref>οι ικέτες άγγιζαν τα χέρια, τα γόνατα ή το γένι εκείνου που ικέτευαν</ref> και παρακάλεσε να τον στείλω στους αγρούς για να βλέπει μόνον από μακριά την πόλη». Ο [[Οιδίποδας]] ζητάει να τον δει όσο γρηγορὀτεραγρηγορότερα γίνεται. Η Ιοκάστη συμφωνεί αλλά θέλει να μάθει γιατί αγωνιά.
 
Της λέει ότι πατέρας του ήταν ο [[Πόλυβος]] της [[Αρχαία Κόρινθος|Κορίνθου]], αλλά σε μια ταβέρνα ένας μεθυσμένος είπε ότι ο Οιδίπους δεν ήταν γνήσιο βασιλόπουλο. Εκείνος θύμωσε και όταν γύρισε στα ανάκτορα ζήτησε εξηγήσεις από τους γονείς του, που βρήκαν γελοίο να δίνει σημασία στα λόγια μεθυσμένων. Ο ίδιος όμως δεν ησύχαζε και πήγε στους Δελφούς, που του έδωσαν έναν φοβερό χρησμό, ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα παντρευτεί τη μητέρα του. Αποφάσισε τότε να μην ξαναγυρίσει στην Κόρινθο, ακριβώς για να αποφύγει το πεπρωμένο που όριζε ο χρησμός.
 
«Καθώς ταξίδευα έφθασα» λέει στην Ιοκάστη, «στο σταυροδρόμι<ref>ο Παυσανίας αναφέρει ότι στο σημείο αυτό του είχαν δείξει τον τάφο του Λάιου και των ακολούθων του. Απέχει 3 ώρες από τους Δελφούς και πρόκειται για το σημείο συνάντησης της οδού που έρχεται από τους Δελφούς και καταλήγει στη Θήβα και της οδού Δαυλείας (από τη [[Δαύλεια]]) προς [[Δελφοί|Δελφούς]], μεταξύ του όρους [[Κίρφη]]ς και του [[Παρνασσός|Παρνασσού]]</ref> που ανέφερες ότι σκότωσαν τον βασιλιά Λάιο. Εκεί προσπάθησαν να με πετάξουν έξω από τον δρόμο με τη βία και θύμωσα, οπότε χτύπησα τον ηνίοχο. Ο γέροντας από την άμαξα το είδε αυτό και όταν πλησίασε πιο κοντά μου το αμάκιαμάξι, με χτύπησε στο κεφάλι με το μαστίγιο. Τον χτύπησα τότε κι εγώ με τη ράβδο μου και έπεσε από το αμάξι και μετά χτύπησα και φόνευσα και τους άλλους... Και αν αυτός ήταν ο Λάιος τότε εγώ ο τρισκατάρατος πρέπει να φύγω με τον νόμο που εγώ θέσπισα, και θα αναγκαστώ να βρω καταφύγιο μονάχα στην Κόρινθο, όπου όμως φοβάμαι μήπως σκοτώσω τον πατέρα μου Πόλυβο και παντρευτώ τη μητέρα μου.»
 
Ο Χορός τον παρηγορεί να μη βγάζει τρομερά συμπεράσματα μέχρι να έρθει ο βοσκός. Όντως ο Οιδίπους έχει μια ισχνή ελπίδα ότι αν ο βοσκός είδε παραπάνω από έναν ληστή, τότε δεν ήταν εκείνος ο φονιάς. Αν όμως πει ότι ένας σκότωσε και τους τέσσερις άνδρες, τότε το πιθανότερο είναι πια ο δράστης να είναι ο Οιδίπους. Η Ιοκάστη λέει ότι ο βοσκός και πρώην υπηρέτης δεν μπορεί να ανακαλέσει όσα είπε (για τους πολλούς δράστες) και ότι επιπλέον ο χρησμός μιλούσε για τον γιο του βασιλιά Λαΐου, οπότε δεν μπορεί να αληθεύει κι ας μη στενοχωριούνται άδικα με ανόητους χρησμούς που δεν ευσταθούν.
Γραμμή 220:
και δεν θα γνωρίσω εκείνους που έχω ανάγκη"(ίσως τους γονείς). <br>
Από την ευτυχία τους τίποτα δεν έμεινε παρόν, <br>
κανένα δεν έλειπε από όλα τα κακά του κόσμου πούχουνπού χουν όνομα.}}
Όπως περιγράφεται, ψάχνει μετά κάποιον να τον βγάλει έξω από την πόλη, αποκαλώντας τον εαυτό του τρισκατάρατο, που τον μισούν θεοί και άνθρωποι «που καλύτερα να πέθαινα στον Κιθαιρώνα βρέφος, να μη γινόμουν ό,τι έγινα, αν υπάρχει κάτι χειρότερο απ΄ όσα έπαθα, θα με βρει κι αυτό». Και πάλι παρακαλεί κάποιον να τον οδηγήσει έξω από τη Θήβα ή να τον ρίξει στη θάλασσα και:
{{απόσπασμα|