Το '''αφτίαυτί''' ('''ους''' στην αρχαία ελληνική) είναι το όργανο [[ακοή|ακοής]] του ανθρώπου και των ζώων, αλλά και σημαντικό όργανο για την ισορροπία. Οι άνθρωποι και τα [[σπονδυλωτά]] έχουν δυο αφτιάαυτιά συμμετρικά τοποθετημένα σε αντίθετες πλευρές του κεφαλιού.
Αποτελείται από το εξωτερικό αφτίαυτί το οποίο έχει τέτοια κατασκευή ώστε να βελτιώνεται η ακοή (το αφτίαυτί που είναι ορατό εξωτερικά και ο ακουστικός πόρος), το [[Μέσο ους|μέσο αφτίαυτί]] (μετά το τύμπανο) και το [[Έσω ους|εσωτερικό αφτί]] (με κύριο όργανο τον λαβύρινθο).
== Ετυμολογία ==
Σύμφωνα με τις απόψεις του γλωσσολόγου Γ. Χατζιδάκι, το αρχικό {{πολυτονικό|οὖς}} δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει τύπο αυτί. Το νεοελληνικό αφτίαυτί προήλθε, κατά την άποψή του, ως εξής: από το υποκοριστικό {{πολυτονικό|ὠτίο}} και ειδικότερα από τον πληθυντικό του {{πολυτονικό|τὰ ὠτία}} προήλθε στη συμπροφορά του τύπου {{πολυτονικό|ταουτία}}, ο οποίος φωνητικώς εξελίχθηκε σε ταφτίαταυτία (το ου προφέρθηκε φ). Από τον τύπο ταφτίαταυτία περάσαμε στο τ' αφτιάαυτιά, από όπου μετά ο ενικός τ' αφτίαυτί. Ο αρχικός τύπος {{πολυτονικό|οὖς}} δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον τύπο αυτί.<ref>Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δρανδάκη, τ. Στ', σελ. 363</ref>