Αρκούδα των Άνδεων: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Spiros790 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ μικροδιορθώσεις
Γραμμή 3:
| εικόνα = Urso-de-óculos no Zoológico de Sorocaba.JPG
| πλάτος_εικόνας = 280px
| λεζάντα_εικόνας = Ενήλικη αρκούδα των Άνδεων
| status = VU
| status_system = iucn3.1
Γραμμή 12:
| familia = [[Αρκτίδες]] (''Arctidae'')
| subfamilia = [[Τρημαρκτίνες]] (''Tremarctinae'') (Fischer de Waldheim, 1817) <ref>http://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=14001134</ref>
| genus = '''Τρήμαρκτος''' (''Tremarctos'') (Gervais, 1855)
| species = '''''T. ornatus'''''
| binomial = ''Tremarctos ornatus'' '''(Τρήμαρκτος η κεκοσμημένη)'''
| binomial_authority = F. G. Cuvier, 1825
}}
Η '''Αρκούδα των Άνδεων''' είναι [[σαρκοφάγα|σαρκοφάγο]] [[θηλαστικά|θηλαστικό]] της [[οικογένεια|οικογενείας]] των [[αρκτίδες|Αρκτιδών]]. Το [[είδος]] έχει την επιστημονική ονομασία ''Tremarctos ornatus'', απαντά στην [[Νότια Αμερική]] και δεν περιλαμβάνει [[είδος|υποείδη]]. <ref>http://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=14000951</ref>
*Η αρκούδα των Άνδεων είναι η μοναδική εκπρόσωπος της [[οικογένεια (βιολογία)|οικογενείας]] των Αρκτιδών στην Νότια Αμερική, όπου αποτελεί και το βαρύτερο χερσαίο, ιθαγενές θηλαστικό μετά τον [[τάπιρος|τάπιρο]] <ref name=Nowak>Nowak</ref> (βλ. Μορφολογία).
==Κύρια διαγνωστικά στοιχεία==
*Χαρακτηριστικά ανοικτόχρωμαανοιχτόχρωμα σημάδια στο πρόσωπο, τον λαιμό και το στήθος.
==Τάση παγκόσμιου πληθυσμού==
*Καθοδική ↓ <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22066/0</ref>
==Ονοματολογία==
Η επιστημονική ονομασία του [[γένος (βιολογία)|γένους]] ''Tremarctos'', προέρχεται από τα συνθετικά ''trema'' + ''arctos'', εκλατινισμένες λέξεις της ελληνικής, που σημαίνουν «τρήμα» και «αρκούδα», αντίστοιχα. Η ονομασία παραπέμπει στην -ασυνήθιστη- οπή (τρήμα) που υπάρχει στο [[βραχιόνιο οστό]] του ζώου (βλ. Μορφολογία). Ο λατινικός όρος ''ornatus'' στην επιστημονκήεπιστημονική ονομασία του [[είδος|είδους]] σημαίνει «διακοσμημένος, στολισμένος» και αναφέρεται στα χαρακτηριστικά ανοικτόχρωμαανοιχτόχρωμα σημάδια, κυρίως του προσώπου, που διαθέτει το θηλαστικό και -κατά κάποιο τρόπο- το διακοσμούν.
 
Υπάρχουν δύο κύριες λαϊκές ονομασίες με βάση την αγγλική βιβλιογραφία, από την οποία δανείζεται τις αντίστοιχες ονομασίες η ελληνική γλώσσα. Η πρώτη είναι «spectacled bear» «διοπτροφόρος αρκούδα», από τα σημάδια στο πρόσωπο του ζώου που, κυρίως γύρω από τα μάτια, μοιάζουν με «διόπτρες» (γυαλιά). Η δεύτερη είναι «Andean bear» «αρκούδα των Άνδεων» (ή «Andean short faced bear» «αρκούδα των Άνδεων με κοντό πρόσωπο»), ονομασίες που σχετίζονται με την περιοχή εξάπλωσης του θηλαστικού ή/και την [[οικογένεια (βιολογία)|υποοικογένεια]] ''Tremarctinae'' («short faced bears»), της οποίας αποτελεί το μοναδικό μέλος.
 
Στην γλώσσα των ιθαγενών της περιοχής [[Αϊμάρα (Aymara)γλώσσα|Αϊμάρα]] και [[κέτσουα γλώσσες|Κέτσουα]] (Quechua), το θηλαστικό αποκαλείται ''jukumari'' και ''ukumari'' ή ''ukuku'', αντίστοιχα.
==Συστηματική ταξινομική==
Το [[είδος]] περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο φυσιοδίφη και ζωολόγο Ζ.[[Ζωρζ Κυβιέ]] (Jean Léopold Nicolas Frédéric Cuvier, 1769-1832), ως ''Ursus ornatus'' (Ours des cordiliéres du Chili, 1825). Μεταφέρθηκε στο [[γένος (βιολογία)]] ''Tremarctos'' από τον Γάλλο παλαιοντολόγο και εντομολόγο Π. Ζερβέζ (François Louis Paul Gervaise, 1816-1879), το 1855. <ref>http://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=14000951</ref>
 
Το γένος ''Tremarctos'' καταγράφεται ήδη στην [[Βόρεια Αμερική]], από τα τέλη του Μειόκαινου μέχρι τις αρχές του Πλειόκαινου, 4,3 έως 7,3 εκατομμύρια έτη πριν., ωστόσο, ο διαχωρισμός των δύο -υποτιθεμένων- ειδών πραγματοποιήθηκε μόλις στα τέλη του Πλειστόκαινου προς το Ολόκαινο, πριν από 130.000 χρόνια, περίπου. Έτσι, η αρκούδα των Άνδεων θεωρείται, εξελικτικά, πιθανόν το νεότερο είδος του συνόλου των αρτίγονων Αρκτιδών. <ref>Evolution, Phylogeny and Taxonomy. In: Shaenandhoa García-Rangel: Andean bear Tremarctos ornatus natural history and conservation. Mammal Review 42 (2), 2012; S. 90–91</ref> Τα παλαιότερα απολιθώματα περιλαμβάνουν ευρήματα από το σπήλαιο Chaquil στο βορειοανατολικό Περού, περίπου 7.000 ετών. <ref>Strucchi et al</ref>
 
Παρόλο που δεν διακρίνονται υποείδη, υπάρχουν -σχετικά- σημαντικές διαφορές στο χρωματισμό της γούνας μεταξύ των διαφόρων πληθυσμών της αρκούδας των Άνδεων. Γενετικές μελέτες δείχνουν ότι, τουλάχιστον στο βόρειο τμήμα του φάσματος κατανομής, υπάρχει μόνο μικρή γενετική ανταλλαγή μεταξύ των υπο-πληθυσμών, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία σε αυτούς. <ref>Garshelis</ref><ref>Genetics. In: Shaenandhoa García-Rangel: Andean bear Tremarctos ornatus natural history and conservation. Mammal Review 42 (2), 2012; S. 91–92.</ref>
==Γεωγραφική εξάπλωση==
[[Αρχείο: Tremarctos ornatus distribution.svg|thumb|right|300px|Γεωγραφική εξάπλωση του είδους ''Tremarctos ornatus'']]
Η αρκούδα των Άνδεων απαντά αποκλειστικά στην [[Νότια Αμερική]], στις δυτικές και βορειοδυτικές επικράτειες της υποηπείρου, συγκεκριμένα στην ΒΔ. [[Βενεζουέλα]], την [[Κολομβία]], το [[Εκουαδόρ]], το [[Περού]] και την [[Βολιβία]], κατά μήκος της ορεογραμμής των [[Άνδεις|Άνδεων]]. Το βόρειο όριο του φάσματος κατανομής είναι οι οροσειρές Sierra de Perijá, Macizo de El Tama και Cordillera de Mérida στην Κολομβία και Βενεζουέλα, ενώ προς νότον είναι οι ανατολικές και δυτικές πλαγιές των Άνδεων του Ισημερινού, τα τρία παρακλάδια των Άνδεων στο Περού, όπου περιλαμβάνεται τμήμα της παράκτιας ερήμου του Ειρηνικού και, τέλος, η ανατολική πλευρά των Άνδεων στη Βολιβία.
 
Ιστορικές αναφορές για εξάπλωση του θηλαστικού σε περιοχές του Παναμά (El Darien<ref>Bunnell</ref><ref>Jorgenson 1984</ref> και Caledonia <ref>Global Biodiversity Information Facility Data Portal 2008</ref>), μετά από πρόσφατες έρευνες, δεν επιβεβαιώθηκαν. <ref>Goldstein et al. 2007</ref> Επίσης, αναφορές για την παρουσία του θηλαστικού στην ΒΔ. [[Αργεντινή]], χρειάζονται περαιτέρω τεκμηρίωση, αν και είναι αρκετά πιθανή η εκεί παρουσία του. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22066/0</ref> Παλαιότερα, το θηλαστικό είχε ευρύτερο φάσμα κατανομής και με μεγαλύτερη ποικιλία ενδιαιτημάτων. Αναφέρεται ότι, ένας (1) και μόνον πληθυσμός αρκούδας στα σύνορα Περού-Εκουαδόρ κατείχε ενδιαιτήματα, αντίστοιχης ποικιλίας με όλους τους σημερινούς πληθυσμούς [[καφέ αρκούδα|καφέ αρκούδας]]. <ref name=Servheen>Servheen et al</ref>
==Βιότοπος==
[[Αρχείο: Spectacled Bear - Houston Zoo.jpg|thumb|right|300px|Ενήλικη αρκούδα των Άνδεων]]
Οι αρκούδες των Άνδεων καταλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία βιοτόπων, από ερημικούς θαμνότοπους, μέχρι δάση και λιβάδια μεγάλου υψομέτρου, από τα 250 έως τα 4.750 μέτρα. Έχουν αναφερθεί να κινούνται κατά μήκος της υψομετρικής διαβάθμισης μεταξύ διαφόρων τύπων οικοτόπων, ακολουθώντας τις εποχικές τάσεις των τροφικών πόρων. <ref>Peyton 1980</ref><ref>Suarez 1988</ref><ref>Velez 1999</ref><ref>Paisley 2001</ref><ref>Cuesta et al. 2003</ref> Στις πλαγιές των ανατολικών Άνδεων, οι πληθυσμοί αρκούδας κατανέμονται ψηλά από την γραμμή των χιόνωνχιονιών (snowline), μέχρι μικρά υψόμετρα, με κάτω όριο τα 300 μ. στο Εθνικό Πάρκο Tapo-Caparo της Βενεζουέλας, τα 1.200 μ. στην Κολομβία, τα 600 μ. στον Ισημερινό και το Περού, και τα 550 μ. στην Βολιβία. Μάλιστα, στις πλαγιές των δυτικών Άνδεων του Περού, κατεβαίνουν μέχρι τα 250 μ. <ref>Peyton 1999a</ref><ref>Goldstein 2006</ref>
 
Γενικά, με εξαίρεση τα ξηρά δάση θάμνων, στο παράκτιο Β. Περού, <ref>Peyton 1999b</ref> οι αρκούδες των Άνδεων κινούνται συνήθως σε μεγάλα υψόμετρα στα επονομαζόμενα δάση ''elfin'' -όπου κυριαρχούν οι [[φτέρη|φτέρες]] και τα επίφυτα-, στα ορεινά υγρά δάση βροχής και στις μεγάλες, υγρές χορτολιβαδικές εκτάσεις. <ref>Peyton 1987a, b</ref><ref>Velez 1999</ref><ref>Cuesta et al. 2003</ref><ref name=rios>Rios-Uzeda et al. 2005</ref> Μέσα σε αυτό το μεγάλο φάσμα, οι προτιμήσεις των ενδιαιτημάτων του θηλαστικού δεν μπορούν να καταγραφούν με βεβαιότητα. Σε τμήματα των κεντρικών Άνδεων στη Βολιβία, οι αρκούδες των Άνδεων έχουν αναφερθεί να επιλέγουν τα υγρά ορεινά δάση στους πρόποδες, σε μικρότερα υψόμετρα. <ref>Rumiz et al. 1999</ref> Στην Βολιβία, συνήθως επιλέγουν τα μεγάλα υγρά δάση «νέφους» (cloud fortests) των υψηλοτέρων πλαγιών των Άνδεων και σπάνια χρησιμοποιούν τα ξηρά ορεινά δάση. <ref>Rios-Uzeda et al. 2005<name=rios/ref>. Η παρουσία του ζώου μπορεί, εύκολα, να ταυτοποιηθεί στα λιβάδια μεγάλου υψομέτρου, επειδή η ορατότητα είναι μεγάλη και οι θέσεις τροφοδοσίας είναι εμφανείς, αλλά αυτά τα βοσκοτόπια δεν μπορούν να υποστηρίξουν τους πληθυσμούς όλο το έτος, χωρίς επί πλέον πρόσβαση στο δάσος. <ref>Suarez 1985</ref><ref>Paisley 2001</ref>
==Μορφολογία==
Η αρκούδα των Άνδεων, χωρίς να φθάνει τις εντυπωσιακές διαστάσεις της [[καφέ αρκούδα|καφέ αρκούδας]], εν τούτοις αποτελεί το μεγαλύτερο σαρκοφάγο θηλαστικό, στην [[Νότια Αμερική]]. Εν τούτοις, αυτό ισχύει μόνο «τεχνικά», διότι η αρκούδα των Άνδεων, μπορεί να κατατάσσεται στην [[τάξη (βιολογία)|τάξη]] των [[σαρκοφάγα|Σαρκοφάγων]], ωστόσο, μόνο το 5-7% της διατροφής της αποτελείται από ζωική ύλη. Υπό αυτή την έννοια, το μεγαλύτερο -υποχρεωτικό- σαρκοφάγο της Νότιας Αμερικής είναι ο [[ιαγουάρος]]. Σίγουρα, όμως, είναι το 3ο βαρύτερο χερσαίο ζώο της υποηπείρου, μετά τα δύο είδη [[τάπιρος|ταπίρων]], ''Tapirus bairdii'' και ''Tapirus terrestris''. <ref> name=Nowak</ref>
 
Το κρανίο είναι μικρό, για την ακρίβεια, το μικρότερο από όλες τις αρτίγονες αρκούδες. Επίσης, ο αριθμός των πλευρών είναι 14, σε αντίθεση με τις 13 πλευρές που διαθέτουν τα άλλα είδη. <ref>Bies</ref> Στον κόνδυλο του βραχιονίου οστού υπάρχει χαρακτηριστικό τρήμα –που έδωσε την ονομασία στο γένος-, το οποίο, ωστόσο, υπάρχει και στο [[γιγαντιαίο Πάντα|γιγαντιαίο πάντα]]. Το «χέρι» διαθέτει μια μορφή «ψευδοαντίχειρα» (false thumb), το οποίο χρησιμεύει στον χειρισμό της τροφής, δεν αποτελεί όμως πραγματική λαβή. Η αρκούδα των Άνδεων διαθέτει τους ''μεγαλύτερους ζυγωματικούς μασητήρες μυς'' σε σχέση με το μέγεθος του σώματός της, καθώς και το κοντύτερο ρύγχος από οποιαδήποτε σωζόμενη αρκούδα, υπερβαίνοντας ελαφρά το σχετικό μέγεθος του γιγάντιου πάντα στο συγκεκριμένο δομικό στοιχείο. <ref>Davis</ref><ref>Mondolfi, 1971</ref>
 
Η γούνα είναι, γενικά, μαυριδερή αν και υπάρχουν διάφοροι χρωματισμοί, από κατάμαυρο έως σκούρο καφέ και κοκκινωπό. Όμως, το σημαντικότερο διαγνωστικό γνώρισμα του είδους είναι τα ''ανοικτόχρωμαανοιχτόχρωμα μπεζ ή τζίντζερ σημάδια στο πρόσωπο, τον λαιμό και το πάνω μέρος του στήθους'', παρόλο που υπάρχουν άτομα χωρίς αυτό το χαρακτηριστικό. Ιδιαίτερα στην περιοχή των οφθαλμών, δημιουργούνται χαρακτηριστικές λεπτές γραμμές, που δίνουν την εντύπωση ότι, το ζώο «φοράει γυαλιά», κάτι που έδωσε μία από τις λαΙκέςλαϊκές ονομασίες στην αρκούδα (βλ. Ονοματολογία). Μάλιστα, το μοτίβο και η έκταση αυτών των σημαδιών είναι ελαφρώς διαφορετικά σε κάθε άτομο και οι αρκούδες μπορούν να διακριθούν μεταξύ τους, σαν να διαθέτουν «δακτυλικά αποτυπώματα». <ref>Roth</ref>
[[Αρχείο: Tremarctos ornatus (portrait).jpg|thumb|right|400px|Τα χαρακτηριστικά ωχρά σημάδια στο πρόσωπο της αρκούδας των Άνδεων, δίνουν την εντύπωση ότι το ζώο «φοράει γυαλιά»]]
Τα αρσενικά είναι κατά το 1/3 μεγαλύτερα από τα θηλυκά και, μερικές φορές, διπλάσια σε βάρος. <ref>Brown</ref> Η ουρά είναι πολύ μικρή ενώ, σε σύγκριση με άλλα είδη, οι αρκούδες αυτές έχουν πιο στρογγυλεμένο πρόσωπο και κοντό, αλλά πλατύ ρύγχος. Μάλιστα, σε ορισμένα εξαφανισμένα είδη της υποοικογένειας ''Tremarctinae'', αυτή η δομή του προσώπου πιστεύεται ότι ήταν προσαρμογή σε δίαιτα με ζωική ύλη, παρά τις διατροφικές προτιμήσεις των σύγχρονων ατόμων. <ref>http://www.brazilianfauna.com/spectacledbear.php</ref><ref>Burton & Burton</ref>
 
Η μόνιμη οδοντοφυίαοδοντοφυΐα του θηλαστικού περιλαμβάνει 42 συνολικά δόντια, με τον εξής οδοντικό τύπο: <math>\tfrac{3.1.4.2}{3.1.4.3}</math> Σε αντίθεση με τις άλλες [[αρκούδα|αρκούδες]] της οικογενείας ''Αρκτίδες'', των οποίων ο 4ος προγόμφιος έχει πιο ανεπτυγμένο πρωτοκωνίδιο (protoconid), -την παρειογλωσσικής περιοχής δομή του δοντιού για την κοπή σάρκας-, <ref> Kurtén</ref> ο 4ος προγόμφιος της αρκούδας των Άνδεων έχει αμβλέα επάρματα, με τρεις αύλακες αντί για δύο, και μπορεί να έχει τρεις ρίζες, αντί των δύο που χαρακτηρίζουν άλλες αρκούδες. Τόσο τα χαρακτηριστικά των δοντιών, όσο και η μυοφυσιολογία του στόματος, είναι σχεδιασμένα για να υποστηρίζουν και να αντέχουν την ισχυρή τάση που αναπτύσσεται εκεί, κατά την άλεση και σύνθλιψη πολύ σκληρών, ινωδών φυτικών τροφών, κάτι που συμβαίνει και στο [[γιγαντιαίο πάντα]]. <ref>Thenius</ref>
==Βιομετρικά στοιχεία==
*Μήκος σώματος: (120-) 150 έως 200 εκατοστά
*Ύψος μέχρι τον ώμο: 60-90 εκατοστά
*Μήκος ουράς: 7 εκατοστά
*Μήκος κρανίου: ♂ 23 έως 26 εκατοστά, ♀ 20 έως 21 εκατοστά
*Βάρος: ♂ 100 έως 200 κιλά, ♀ 35 έως 82 κιλά
==Τροφή==
Οι αρκούδες των Άνδεων, όπως και η πλειονότητα των άλλων ειδών [[αρκούδα]]ς, παρόλο που ανήκουν στα [[σαρκοφάγα]], εν τούτοις η διατροφή τους περιλαμβάνει φυτικό υλικό, οπότε θεωρούνται ''παμφάγα''. Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση της αρκούδας των Άνδεων είναι ότι, τρέφεται κατά 95%, περίπου, με φυτικό υλικό και μόνον το υπόλοιπο 5% είναι ζωική ύλη, κάτι που σημαίνει ότι, είναι η ''πλέον φυτοφάγος'' αρκούδα. Φρούτα και παχύφυτα, αποτελούν την συντριπτική αναλογία του διαιτολογίου, κυρίως τα σαρκώδη μέρη των φυτών των [[οικογένεια (βιολογία)|οικογενειών]] ''Bromeliaceae'' (''Puya ssp.'', ''Tillandsia ssp.'', ''Guzmania ssp.'') και ''Arecaceae'' (κυρίως μη-ανοιγμένα φύλλα). <ref>Peyton 1980</ref><ref>Suarez 1988</ref><ref>Mondolfi 1989</ref>. Επίσης, καρδιές από [[μπαμπού]], πόες ''Espeletia spp.'', βολβούς από ορχιδέες, ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκι. Ωστόσο, οι διατροφικές συνήθειες του θηλαστικού μπορεί να αλλάζουν από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα συγκεκριμένων πόρων. Επειδή το ζώο είναι κατά βάσιν δενδρόβιο (βλ. Ηθολογία), η αναζήτηση τροφής γίνεται κυρίως στην κόμη των δένδρων, ενώ η αναζήτηση ζωικής ύλης -κυρίως σφάγια-, πραγματοποιείται στο έδαφος. <ref>Goldstein 1991</ref><ref>Velez 1999</ref> Παρόλο που είναι μοναχικά ζώα, οι αρκούδες των Άνδεων έχουν παρατηρηθεί να τροφοδοτούνται κατά μικρές ομάδες, όταν οι πηγές τροφής είναι άφθονες. <ref>Bunnell</ref>
 
Το διαιτολόγιο της αρκούδας των Άνδεων, συμπληρώνεται κατά 5% (-7%) με ζωική ύλη, κυρίως μικρά ελάφια, κουνέλια, ποντίκια και άλλα τρωκτικά, πουλιά στη φωλιά τους (ειδικά εκείνα που φωλιάζουν στο έδαφος), αρθρόποδα και θνησιμαία. Σύμφωνα με υποθέσεις, κάποιες αρκούδες επιτίθενται στα ζώα κτηνοτροφίας ([[λάμα]], εγχώρια βοοειδή και άλογα), αλλά το πιο πιθανόν είναι να τα καταναλώνουν ως θνησιμαία. Πάντως, η παρουσία τους και μόνον στα κτήματα, προκαλεί την μήνιν των αγροτών, επειδή εκείνοι πιστεύουν ότι επιτίθενται σε ζωντανά άτομα και, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τις θανατώνουν επί τόπου.
==Ηθολογία==
Στα μεγάλα δάση βροχής των Άνδεων, οι αρκούδες μπορεί να είναι δραστήριες τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας, όσο και της νύχτας, αλλά στην [[Περού|περουβιανή]] έρημο αναφέρονται να προφυλάσσονται κάτω από στρώματα φυτικής βλάστησης, κατά την διάρκεια της ημέρας. Ωστόσο, το σημαντικότερο στοιχείο της ηθολογίας τους είναι η ''ικανότητά τους να σκαρφαλώνουν και να παραμένουν ακόμη και πάνω στα ψηλότερα δέντρα'' των Άνδεων. Μάλιστα, συνηθίζουν να αποφεύγουν την παρουσία του ανθρώπου, συχνά αναρριχώμενες στα δένδρα. <ref name=La Fee>La Fee</ref> Μόλις αναρριχηθούν, μπορούν συχνά να δημιουργήσουν μια «πλατφόρμα», που θα βοηθήσει στην κάλυψή τους, ή για να ξεκουραστούν και να αποθηκεύσουν τροφή πάνω της. <ref> name=La Fee</ref>
==Ζωτικός χώρος==
Παρά το γεγονός ότι, οι αρκούδες των Άνδεων είναι μοναχικά ζώα και τείνουν να απομονώνονται η μία από την άλλη για να αποφεύγουν τον ανταγωνισμό, δεν είναι εδαφικά ζώα. Τα αρσενικά αναφέρεται ότι κατέχουν μέση επιφάνεια ζωτικού χώρου 23 χμχλμ², κατά την διάρκεια της υγρής περιόδου και 27 χμχλμ², κατά την διάρκεια της ξηρής περιόδου. Τα θηλυκά αναφέρεται ότι κατέχουν 10 χμχλμ² και 7 χμχλμ² στις αντίστοιχες εποχές.
==Αναπαραγωγή==
Το ζευγάρωμα μπορεί να πραγματοποιηθεί σχεδόν σε οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, αλλά η δραστηριότητα κορυφώνεται συνήθως τον Απρίλιο και τον Ιούνιο, κατά την έναρξη της υγρής περιόδου και αντιστοιχεί με την κορύφωση της ωρίμανσης των καρπών. Το ζευγάρι μένει μαζί για 1-2 εβδομάδες, κατά τις οποίες συνευρίσκεται πολλαπλές φορές. Οι γεννήσεις συνήθως γίνονται στην εποχή της ξηρασίας, μεταξύ Δεκεμβρίου και Φεβρουαρίου. Η περίοδος κύησης είναι 5,5-8,5 μήνες.
 
Η γέννα περιλαμβάνει 1-3 (-4) κουτάβια, αν και 2 αρκουδάκια είναι ο μέσος όρος. Τα μικρά γεννιούνται με τα μάτια τους κλειστά και ζυγίζουν 300-330 γραμ., περίπου. Παρά το γεγονός ότι, η αρκούδα των Άνδεων δεν γεννά κατά την διάρκεια του κύκλου χειμερίου ύπνου, όπως κάνουν οι «βόρειες» αρκούδες, οι γεννήσεις συνήθως συμβαίνουν σε ένα μικρό λημέρι (den) και το θηλυκό περιμένει μέχρι τα μικρά να μπορούν να δουν και να περπατούν άνετα, πριν τα πάρει μαζί της. Το μέγεθος της γέννας έχει συσχετιστεί -θετικά- τόσο με το βάρος του θηλυκού, όσο και την αφθονία και ποικιλία των τροφικών πόρων, ιδιαίτερα στον βαθμό που η καρποφορία είναι χρονικά προβλέψιμη. <ref> name=Servheen et al</ref> Τα μικρά μένουν, συχνά, με την μητέρα τους για ένα (1) έτος προτού αρχίσουν να περιπλανώνται μόνα τους. Η αναπαραγωγική ωριμότητα εκτιμάται ότι επιτυγχάνεται μεταξύ 4-7 ετών και για τα δύο φύλα, αλλά αυτό έχει παρατηρηθεί αποκλειστικά σε αιχμάλωτα ζώα. <ref>Rosenthal</ref>
==Θηρευτές και προσδόκιμο ζωής==
Το μόνα αρπακτικά που απειλούν -κυρίως- τα μικρά κουτάβια είναι τα [[πούμα]] και, ενδεχομένως, άλλες αρσενικές αρκούδες των Άνδεων. <ref> name=Servheen et al</ref> Οι [[ιαγουάρος|ιαγουάροι]] φαίνεται να αποφεύγονται συστηματικά, άλλωστε έχουν σημαντικά διαφορετικές προτιμήσεις ενδιαιτημάτων, που δεν συμπίπτουν με εκείνες της αρκούδας στα υψόμετρα που ζει η τελευταία. Ακόμη και αν υπάρχει επικάλυψη των ενδιαιτημάτων, γύρω στα 900μ900 μ., αυτή είναι πολύ μικρή. <ref> name=Servheen et al</ref>
 
Σε γενικές γραμμές, η μόνη απειλή των ενήλικων ατόμων είναι ο άνθρωπος. Όταν συναντούν ανθρώπους, οι αρκούδες αντιδρούν με μειλίχιο και προσεκτικό τρόπο, εκτός και αν ο εισβολέας θεωρείται ως απειλή ή τα κουτάβια μιας μητέρας είναι σε κίνδυνο. Όπως και στα άλλα είδη, οι μητέρες είναι έντονα προστατευτικές στα μικρά τους και έχουν καταγραφεί επιθέσεις, ιδιαίτερα σε λαθροθήρες. Υπάρχει μόνο ένας (1) καταγεγραμμένος θάνατος ανθρώπου, που συνέβη ενώ το ζώο κινδύνευε από λαθροκυνηγούς. <ref> name=Servheen et al</ref>
 
Το μακροβιότερο άτομο σε αιχμαλωσία, στον Εθνικό Ζωολογικό Κήπο της [[ΟυάσιγκτονΟυάσινγκτον]], έζησε 36 χρόνια και 8 μήνες. Η διάρκεια ζωής στην άγρια φύση δεν έχει μελετηθεί επαρκώς, αλλά οι αρκούδες πιστεύεται ότι, συνήθως, ζουν έως 20 χρόνια ή και περισσότερο, εάν δεν υπάρξει ανάμιξη των ανθρώπων. <ref> name=Nowak</ref>
==Απειλές==
[[Αρχείο: Spectacled Bear Tennoji 2.jpg|thumb|right|300px|Ενήλικη αρκούδα των Άνδεων σε ζωολογικό κήπο στην Ιαπωνία]]
Η απώλεια και ο κατακερματισμός των οικοτόπων, η λαθροθηρία και η έλλειψη γνώσης σχετικά με την κατανομή και την κατάσταση της αρκούδας των Άνδεων είναι οι κυριότερες απειλές για το είδος αυτό. <ref>Peyton 1999a</ref><ref>Rodriguez et al. 2003</ref> Μεγάλο μέρος της επικράτειας της αρκούδας των Άνδεων έχει κατακερματιστεί από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, κυρίως από την επέκταση του γεωργικού «μετώπου». Σε ορισμένες περιοχές, τα ορυχεία, η ανάπτυξη οδικών δικτύων και η εκμετάλλευση πετρελαίου γίνονται ολοένα και μεγαλύτερη απειλή για τους πληθυσμούς του είδους. Αλλά και στις τοπικές κοινότητες, ο κίνδυνος έχει αυξηθεί λόγω απαλλοτριώσεων, απώλειας σύνδεσης των οικοτόπων ματαξύμεταξύ τους, καθώς και εξαιτίας της ρύπανσης του εδάφους και των υδάτων. <ref>Peyton 1999a</ref><ref>Young & Leon 1999</ref>
 
Πολλοί πληθυσμοί αρκούδας έχουν απομονωθεί σε μικρές ή μεσαίες «συστάδες» ανέπαφων ενδιαιτημάτων, ιδίως στο βόρειο τμήμα του φάσματος κατανομής. <ref>Yerena et al. 2003</ref><ref>Kattan et al. 2004</ref> Η κατάσταση τείνει να βελτιωθεί στο νότιο τμήμα της κατανομής, με μερικές μεγάλες «συστάδες» άγριας φύσης να παραμένουν. <ref>Peyton 1999a</ref> Παρόλ’Παρ' όλα αυτά, η αύξηση του πληθυσμού των ανθρώπων και τα εθνικά σχέδια ανάπτυξης σε όλες τις τροπικές Άνδεις, συνεχίζουν να αποτελούν σημαντική αιτία του κατακερματισμού των οικοτόπων και να απειλούν την συνδεσιμότητα μεταξύ των «συστάδων» άγριας ζωής.
 
Η λαθροθηρία αποτελεί σοβαρή απειλή σε όλο το φάσμα κατανομής της αρκούδας των Άνδεων. Πολλές αρκούδες, συχνά, σκοτώνονται μετά από καταστροφή καλλιεργειών, κυρίως καλαμποκιού, ή μετά από υποτιθέμενη επίθεση στο ζωικό κεφάλαιο. <ref>Goldstein 1991</ref><ref>Peyton 1999b</ref><ref>Rumiz & Salazar 1999</ref><ref>Suarez 1999</ref><ref>Castellanos 2002</ref><ref>Μorales 2003</ref> Επίσης, τμήματα του σώματος των ζώων, χρησιμοποιούνται για ιατρικούς ή τελετουργικούς σκοπούς και, σε ορισμένες περιοχές, το κρέας τους εκτιμάται ιδιαιτέρως. <ref>Yerena 1999</ref> Ζωντανές αρκούδες, επίσης, συλλαμβάνονται και πωλούνται. <ref>Jorgenson & Sandoval 2005</ref> Ακόμη, η ανθρωπογενής θνησιμότητα θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των μικρών εναπομεινάντων πληθυσμών.
Γραμμή 90:
(Πηγή: <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22066/0</ref>
==Κατάσταση πληθυσμού==
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, χαρτογραφήθηκε η κατανομή του είδους και, εκτιμήθηκε σε επιφάνεια, 260.000 χμχλμ², περίπου. Με την εφαρμογή των ελάχιστων και μέσων υπολογισμών πυκνότητας, με οδηγό την ''αμερικανική μαύρη αρκούδα'' (''Ursus americana''), <ref>Peyton et al. 1998</ref> ο πληθυσμός του είδους εκτιμήθηκε στα 20.000 άτομα, περίπου. Έκτοτε, επιχειρήθηκαν νέες μέθοδοι καταγραφής του ολικού πληθυσμού, αλλά το μέγεθος του στατιστικού δείγματος και η περιοχή κάλυψης ήταν πολύ μικρά για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22066/0</ref>
==Πρόγνωση==
Είναι πιθανό ότι οι πληθυσμοί της αρκούδας των Άνδεων θα μειωθούν κατά περισσότερο από 30% μέσα σε ένα διάστημα 30 ετών. Η απώλεια ενδιαιτημάτων συνεχίζεται με ρυθμό 2-4% ετησίως, και το επίπεδο της εκμετάλλευσης φαίνεται να είναι υψηλό σε πολλά μέρη του φάσματος κατανομής. Αυτές οι απειλές δεν έχουν σταματήσει, ούτε υπάρχουν ενδείξεις ότι θα μειωθούν στο εγγύς μέλλον. Ακόμα κι αν πολλές προστατευόμενες περιοχές έχουν ιδρυθεί τα τελευταία 20 χρόνια και ακόμη περισσότερες αναμένεται να προστεθούν κατά τα επόμενα λίγα χρόνια, οι περιοχές αυτές προστατεύουν μόνο ένα κλάσμα του συνολικού βιοτόπου. Επιπλέον, ακόμη και εντός των προστατευόμενων περιοχών, οι αρκούδες είναι ευάλωτες στην καταστροφή των ενδιαιτημάτων και την λαθροθηρία, επειδή πολλές περιοχές περιπολούνται ανεπαρκώς. Η ανάπτυξη του οδικού δικτύου και η επέκταση της γεωργίας λειτουργούν με ιδιαίτερα «ύπουλο» τρόπο, επειδή μειώνονται διαρκώς οι εκτάσεις των βιοτόπων, ενώ οι καλλιεργημένοι αγροί προσελκύουν αρκούδες, οι οποίες θανατώνονται από τους αγρότες. Η αύξηση της εξόρυξης μεταλλευμάτων και η εκμετάλλευση πετρελαίου δημιουργούν, επιπρόσθετα, σημαντικές απειλές για το είδος αυτό.
 
Με βάση τα παραπάνω, οι αρκούδες των Άνδεων έχουν δυσοίωνο μέλλον και είναι πιθανό να οδεύσουν προς εξαφάνιση. Μέχρι το 2030, προβλέπεται ότι τι είδος θα υποβαθμιστεί στην κατηγορία Κινδυνεύοντα (EN), από την κατηγορία Τρωτά (VU) που βρίσκεται σήμερα. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22066/0</ref>
 
==Παραπομπές==
Γραμμή 158:
*Yerena, E., Padron, J., Vera, R., Martinez, Z. and Bigio, D. 2003. ''Building consensus on biological corridors in the Venezuela Andes''. Mountain Research and Development 23: 215-218.
*Young, K and Leon, B. 1999. ''Peru’s humid eastern montane forests: an overview of their physical settings, biological diversity, human use, and conservation needs''. Center for research on the cultural and biological diversity of Andean rainforests (DIVA), Denmark.
 
 
{{Portal bar|Ζωολογία|Θηλαστικά}}
{{Authority control}}
 
[[Κατηγορία:Αρκτίδες]]
[[Κατηγορία:ΠανίδαΘηλαστικά της Νότιας Αμερικής]]
[[Κατηγορία:Πανίδα των Άνδεων]]