Ρογήρος Α΄ της Σικελίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 2:
|όνομα = Ρογήρος Α'
|τίτλος_ευγένειας =
|εικόνα =
|μέγεθος_εικόνας =
|περιγραφή_εικόνας =
|λεζάντα =
Γραμμή 32:
==Βιογραφία==
Έφθασε στην Ιταλία το 1057.<ref name=R2>Edmund Curtis, Roger of Sicily and the Normans in lower Italy, 1016-1154 (London; New York: G. P. Putnam's Sons; The Knickerbocker Press, 1912), p. 57</ref> Ο μοναχός Γοδεφρείδος Μαλατέρα περιγράφει το μεγαλύτερο αδελφό του [[Ροβέρτος Γυισκάρδος|Ροβέρτο]]
Τότε σκέφθηκαν την κατάκτηση της Σικελίας, που ο πληθυσμός της ήταν κυρίως Έλληνες Χριστιανοί της Ρωμαίκής Αυτοκρατορίας, που είχαν κατακτηθεί και εδιοικούντο από Μουσουλμάνους.<ref name=R5> Galfredus Malaterra; Kenneth Baxter Wolf, The deeds of Count Roger of Calabria and Sicily and of his brother Duke Robert Guiscard (Ann Arbor: University of Michigan Press, 2005), p. 17</ref> Οι Άραβες ηγέτες είχαν γίνει ανεξάρτητοι του σουλτάνου της Τύνιδας. Το 1061 τα δύο αδέλφια πέρασαν από το Ρήγιο (Ρέτζιο) στη Μεσσήνη (Μεσίνα), που την κατέκτησαν.<ref name=R5/> To 1063 στη μάχη του Σεράμι νίκησαν 35.000 Σαρακηνούς. Όταν το 1072 κατέλαβαν το Παλέρμο, ο Ροβέρτος γυισκάρδος, σαν να ήταν φεουδαρχικός επικυρίαρχος, περιέβαλε τον Ρογήρο Α' με το αξίωμα του κόμη της Σικελίας.<ref name=R6> Edmund Curtis, Roger of Sicily and the Normans in lower Italy, 1016-1154 (London; New York: G. P. Putnam's Sons; The Knickerbocker Press, 1912), p. 68</ref> Κράτησε για τον εαυτό του το Παλέρμο, το ήμισυ της Μεσσήνης και το ΒΑ μέρος της νήσου (την κοιλάδα Ντεμόνε).<ref name=R6/> Ο Ρογήρος δεν μπόρεσε να συνεχίσει την κατάκτηση ως το 1085. Το 1086 παραδόθηκαν οι Συρακούσες και το 1081 παραδόθηκε η νοτιότερη πόλη Νότο· η κατάκτηση της νήσου ήταν πλήρης από τον Ροβέρτο και οφειλόταν στην υποστήριξη του Ρογήρου Α'.<ref>Roger II of Sicily: Rex, Basileus, and Khalif? Identity, Politics, and Propaganda in the Cappella Palatina, Karen C. Britt, Mediterranean Studies, Vol. 16, (2007), 23. JSTOR</ref> Ο τελευταίος υποστήριξε έπειτα το Ρογήρο Μπόρσα, υιό του Ροβέρτου γυϊσκάρδου εναντίον των Νορμανδών εκείνων που εξεγέρθηκαν. Γι' αυτό ο Ρογήρος Μπόρσα παρέδωσε το μερίδιό του στην Καλαβρία (το ήμισυ των κάστρων) το 1085 και στο Παλέρμο το 1091 στον θείο του Ρογήρο Α'.
[[File:RobertGuiscardAndRoger.JPG|thumb|left|
Η κυριαρχία του Ρογήρου Α' στη Σικελία ήταν πιο απόλυτη από εκείνη του αδελφού του στην ηπειρωτική Ν. Ιταλία. Στο νησί μετανάστευσαν Λομβαρδοί και Νορμανδοί,
==Η κατάκτηση της Μάλτας==
Προκειμένου να αποφύγει μα επίθεση από την Τυνησία, σάλπαρε με στόλο για τη Μάλτα. Όταν έφθασε εκεί, οι υπερασπιστές της υποχώρησαν και ο Ρογήρος Α' βάδισε προς την πρωτεύουσα Μαντίνα.
==Κύριος της Σικελίας==
[[File:Roger I of Sicily.jpg|thumb|150px|Ο Ρογήρος Α' κόμης της Σικείας]]
Ο πάπας, ευχαριστημένος που ο Ρογήρος Α΄' ανέκτησε τη Σικελία από τη Μουσουλμανική διοίκηση και που
==Οικογένεια==
Ο Ρογήρος Α' είχε δύο νόθα τέκνα:
* Ιορδάνης, γενν. μετά το 1055 - 1092. Απεβίωσε πριν από τον πατέρα του
* Γοδεφρείδος νόθος ή υιός της 1ης ή της 2ης συζύγου του. Ως λεπρός δεν μπορούσε να τον διαδεχθεί.
[[File:Roger I of Sicily and Judith d'Evreux.jpg|thumb|150px|Ο πρώτος γάμος του Ρογήρου Α' με την Ιουδήθ Νορμανδίας]]
Νυμφεύτηκε το 1061 πρώτα την Ιουδήθ Νορμανδίας, κόρη του Γουλιέλμου κόμη του Εβρέ. Είχε τέσσερεις κόρες, από τις οποίες η
* Ματθίλδη 1062 - πριν το 1094 παντρεύθηκε για 2η φορά, τον [[Ραϋμόνδο Δ΄ της Τουλούζης]].
Γραμμή 58:
* [[Σίμων της Σικελίας|Σίμων]] 1093 - 1105, διαδέχθηκε τον πτέρα του ως κόμης της Σικελίας
* [[Ρογήρος Β΄ της Σικελίας|Ρογήρος Β']] 1095 - 1154, διαδέχθηκε τον αδελφό του Σίμωνα ως κόμης της Σικελίας. Έγινε δούκας της Απουλίας και Καλαβρίας και βασιλιάς της Σικελίας (που περιελάμβανε τη Ν. Ιταλία). Πατέρας του [[Γουλιέλμος Α΄ της Σικελίας|Γουλιέλμου Α']] βασιλιά της Σικελίας
* Μαξιμίλλα/Ματίλντα, παντρεύθηκε τον [[Κορράδο Β΄ της Γερμανίας|Κορράδο Β' Σαλίων]] δούκα της Κάτω Λωρραίνης, βασιλιά της Γερμανίας
==Πηγές==
*Norwich, John Julius. The Normans in the South 1016–1130. London: Longmans, 1967.
|