Αρχιτεκτονική: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 27:
Η υπερβολή της αρχιτεκτονικής γλώσσας όπως εκφράστηκε από το [[Ροκοκό]] και η εκλαΐκευση των αρχών του [[Διαφωτισμός|Διαφωτισμού]], οδήγησαν τους αρχιτέκτονες του 18ου αιώνα στην αναζήτηση ενός αυθεντικού ύφους μέσα από μια ακριβή επανεκτίμηση της Αρχαιότητας.<ref>Kenneth Frampton, ''Μοντέρνα Αρχιτεκτονική – Ιστορία και κριτική'', εκδ. Θεμέλιο, 1999, σελ. 22, ISBN 9603100714.</ref>
 
Η αναζήτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα στη Γαλλία ένα από τα πρώτα θεωρητικά έργα του είδους το 1758, αυτό του Ζυλιέ Νταβίντ Λε Ρουά, με τίτλο ''Ερείπια Από τα πιο Όμορφα Μνημεία στην Ελλάδα'',<ref>[http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/btv1b2000057n ''Illustrations de Les Ruines des plus beaux monuments de la Grèce'']</ref> που αναδείκνυε την αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική. Στην Ιταλία αντιθέτως, το έργο του [[Τζοβάννι Μπατίστα Πιρανέζι]] ''Περί της μεγαλοπρέπειας και της αρχιτεκτονικής των Ρωμαίων''<ref>[http://digi.ub.uni-heidelberg.de/diglit/piranesi1761/0001/image?sid=e05fe43d8f9f4334c2f460325d264c38 ''Della magnificenza ed architettura de’ Romani'']</ref> το 1761, ήρθε ως απάντηση στο προηγούμενο, υποστηρίζοντας ότι οι [[Ετρούσκοι]] μαζί με τους [[Ρωμαίοι|Ρωμαίους]] διαδόχους τους ήταν αυτοί που εξύψωσαν το επίπεδο τελειότητας της αρχιτεκτονικής.<ref>Kenneth Frampton, ''Μοντέρνα Αρχιτεκτονική – Ιστορία και κριτική'', εκδ. Θεμέλιο, 1999, σελ. 23, ISBN 9603100714.</ref> Στην Αγγλία, η τάση αυτών των αναζητήσεων εκφράστηκε κυρίως μέσα από την διάθεση για αποφυγή της υπερβολής του [[Μπαρόκ]]: πρωτοεμφανίστηκε στη μεν «ρωμαϊκή» της εκδοχή σε μια εκ νέου έκφραση των αρχών του [[Αντρέα Παλάντιο]] στο έργο του Λόρδου Μπέρλινγκτον (1694 – 1753),<ref>Βλ. και Γ.Π. Λάββας, ''Σύντομη ιστορία της αρχιτεκτονικής, 19ος – 20ος αιώνας'', University Studio Press, 1996, σελ.32: «Το πρότυπο εδώ είναι ο Andrea Palladio […] που θ’ αποτελέσει για τους Άγγλους αρχιτέκτονες βασικό πόλο έλξεως.» ISBN 9601202420</ref> στη δε «ελληνική» στο έργο ''Οικιακά Έπιπλα και Διακόσμηση Εσωτερικών Χώρων''<ref>[http://archive.org/stream/Householdfurnit00Hope#page/n0/mode/2up ''Household Furniture and Interior Decoration'']</ref> του Τόμας Χόουπ το 1807.
 
=== Ιστορισμός - εκλεκτικισμός ===
Γραμμή 81:
[[Image:Epidauros Theater Panorama 02 2008-09-11.JPG|thumb|left|250px|Το αρχαίο [[θέατρο της Επιδαύρου]].]]
[[Image:Aegina, The Temple of Aphaia.jpg|thumb|right|250px|Ο [[ναός της Αφαίας]] στην [[Αίγινα]].]]
Από την [[αρχαϊκή εποχή|αρχαϊκή]] έως την [[ελληνιστική περίοδος|ελληνιστική]] φάση ([[8ος αιώνας π.Χ.|8ος]] – [[1ος αιώνας π.Χ.|1ος αι. π.Χ.]]), μέσα από μια αδιάκοπη διαδικασία εξέλιξης, επικρατούν δύο σαφείς τάσεις στην ελληνική ναοδομία: οι επιμήκεις κατόψεις βραχύνονται, με την αναλογία πλάτους/μήκους να τείνει περίπου στο ½<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.152, ISBN 9789601204840</ref> και οι βαριές σε αναλογίες προσόψεις αποκτούν όλο και λεπτότερα στοιχεία.<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.123, ISBN 9789601204840''</ref> Παράλληλα (και εν μέρει εξαιτίας των τάσεων αυτών<ref>Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ.263, ISBN 9607013166</ref>) αναπτύσσονται τρεις διαφορετικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί που έμελλε να επηρεάσουν ή να καθορίσουν σε τεράστιο βαθμό την αρχιτεκτονική που ακολούθησε για χιλιετίες: ο [[δωρικός ρυθμός|δωρικός]], ο [[ιωνικός ρυθμός|ιωνικός]] και αργότερα ο [[κορινθιακός ρυθμός|κορινθιακός]].<ref>Οι δύο πρώτοι αναπτύχθηκαν παράλληλα, ενώ ο κορινθιακός ρυθμός αναπτύχθηκε στον ελλαδικό χώρο κυρίως κατά την ελληνιστική περίοδο, δεν ευνοήθηκε τόσο από την ελληνική αρχιτεκτονική όσο από τους ρωμαίους συνεχιστές της. Βλ. Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.121, ISBN 9789601204840</ref> Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, μαζί με τη σχεδιαστική προσέγγιση μαθηματικών κανόνων ([[χρυσή τομή]])<ref>Βλ. Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.32: «''…παρόμοιες σαφείς αριθμητικές αναλογίες συναντώνται σε μια ολόκληρη σειρά αττικών οικοδομημάτων του 5ου αι. π.Χ….''», επίσης στο ίδιο σελ.34 παρ. «''Μετρικά συστήματα και σχέδιο» και σελ.121. ISBN 9789601204840''</ref> και την έμφαση σε μια οπτική<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.146-149, ISBN 9789601204840</ref> και κατασκευαστική τελειότητα,<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.76, ISBN 9789601204840</ref> απέδωσαν πολλές διαφορετικές μορφές ναών.<ref>Εκτός από τους περίστυλους ναούς, στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο απαντούν - πάντα με βάση την οργάνωση της κάτοψης - ο ναός εν παραστάσι, ο πρόστυλος, ο αμφιπρόστυλος, η θόλος (κυκλικής κάτοψης) κ.α. Βλ. ενδεικτικά Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ.264 - 265, ISBN 9607013166</ref> Δωρικού ρυθμού (όπως ο [[Παρθενώνας]] στην [[Ακρόπολη των Αθηνών]] και ο Γ’ ναός της Αφαίας στην [[Αίγινα]]), Ιωνικού (ο Γ’ ναός της Ήρας στη [[Σάμος|Σάμο]] και ο ναός της απτέρου Νίκης στην Ακρόπολη των Αθηνών), σε μικρότερο αριθμό Κορινθιακού (π.χ. ο [[ναός του Ολυμπίου Διός]] στην Αθήνα) και φυσικά συνδυασμού τους.<ref>Marie-Christine Hellmann, ''Η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική'', εκδ. Ζαχαρόπουλος Ι.,2003, σελ.190 – 191, ISBN 9789602273272</ref>
 
Το [[αρχαίο ελληνικό θέατρο|θέατρο]] είναι ένα ακόμη αρχιτεκτόνημα της περιόδου αυτής που προήλθε από τον ιερό χώρο.<ref>Wolfram Hoepfner, ''Ιστορία της κατοικίας 5000 π.Χ.- 500 μ.Χ.'', εκδ. University Studio Press, 2005, σελ.171, ISBN 9789601214078</ref> Το πρώτο μόνιμο θέατρο οικοδομήθηκε στην Αθήνα στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., αν και γιορτές που περιελάμβαναν θεατρικές παραστάσεις – όπως τα «εν άστει [[Μεγάλα Διονύσια|Διονύσια]]» – είχαν καθιερωθεί πολύ νωρίτερα.<ref>Πέτρος Μαρτινίδης, ''Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου'', εκδ. Νεφέλη, 1999, σελ.44 ISBN 9789602114230</ref> Οι παραστάσεις αυτές από τον 6ο αι. π.Χ. οδήγησαν στο να παγιωθεί η έκφραση σημαντικών νοημάτων,<ref>Πέτρος Μαρτινίδης, ''Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου'', εκδ. Νεφέλη, 1999, σελ.54 ISBN 9789602114230</ref> να καθιερωθεί ένα σταθερό λειτουργικό τυπικό<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.171, ISBN 9789601204840</ref> – άρα να ολοκληρωθεί η μορφή του: αυτή αποτελείται από την ''ορχήστρα'', τη ''σκηνή'', το ''προσκήνιον'', και το ''κοίλον'' – με τα εδώλια (καθίσματα) σε κυκλική διάταξη. Στο θέατρο γινόταν πολλές φορές η συνέλευση της [[Εκκλησία του Δήμου|Εκκλησίας του Δήμου]] ή της Βουλής, κάτι που φανερώνει την πλήρη ενσωμάτωσή του στην αστική ζωή.
Γραμμή 124:
=== Κεντρικός Μεσαίωνας ===
[[Αρχείο:Clocher_abbaye_cluny_2.JPG|thumb|left|230px|Το Αββαείο του Κλυνύ.]]
Την ίδια περίοδο που ο ισλαμικός κόσμος επεκτεινόταν από τη μια άκρη της νότιας Μεσογείου έως την άλλη, η μεσαιωνική Ευρώπη εκφυλιζόταν σταθερά υπό την πίεση των εξωτερικών επιδρομών, την αποδιοργάνωση της πρωτογενούς της παραγωγής και τη σταδιακή εγκατάλειψη των αστικών της κέντρων.<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ.282, ISBN 9789602040232</ref> Η [[ρομανική αρχιτεκτονική]] ξεπήδησε όμως από αυτή την Ευρώπη προς το τέλος του 9ου αιώνα για να επικρατήσει επί πολύ καιρό, έως την άνοδο του γοτθικού ρυθμού μετά το 1150 μ.Χ.<ref> John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.94, ISBN 9780002530408</ref> Επρόκειτο για ένα κράμα βυζαντινών, ρωμαϊκών, καρολίγγειων, ισλαμικών, σκανδιναβικών, κελτικών και σαρακήνικων επιρροών,<ref>John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.94, ISBN 9780002530408</ref> που αναπτύχθηκε υπό την ισχύ της χριστιανικής εκκλησίας<ref>Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 171, ISBN 9789602501443</ref> και των μοναστικών της ταγμάτων στην περιοχή της σημερινής Αγγλίας, Ιταλίας, Γερμανίας και Ισπανίας.<ref>Εκείνη την εποχή το νότιο τμήμα της Ισπανίας ανήκε στους Μαυριτανούς και επηρεάστηκε από την ισλαμική αρχιτεκτονική. Βλ. David Watkin, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2007, σελ.113 – 115, ISBN 9789602503676</ref>
 
Ο ρομανικός ρυθμός πρωτοεμφανίστηκε ίσως στη [[Λομβαρδία]] της Ιταλίας, περί τα τέλη του 9ου αι.<ref>John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.95, ISBN 9780002530408</ref>, αναπτύχθηκε περισσότερο στη Γαλλία<ref>David Watkin, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2007, σελ.122, ISBN 9789602503676</ref> και εφάρμοζε τη γεωμετρική λιτότητα και αυστηρότητα, με την ταυτόχρονη διεύρυνση της χρήσιμης στεγασμένης επιφάνειας των ναών.<ref>John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.96, ISBN 9780002530408</ref> Χαρακτηριστικά της οι ογκώδεις τοιχοποιίες με ενσωματωμένες σε αυτές ημικυκλικές αψίδες,<ref>Βλ. Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.141, ISBN 9789601211244</ref> οι βαριοί κίονες και οι πεσσοί, καθώς και η εξ’ ολοκλήρου λίθινη θολοδομία<ref>Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 175, ISBN 9789602501443</ref> – όλα συνδυασμένα σε συμπαγή συμμετρικά οικοδομήματα που τα πλαισίωναν ογκώδεις πύργοι, καμπαναριά και παρεκκλήσια. Σύντομα ο νέος ρυθμός εδραιώθηκε στη δυτική Ευρώπη και τα – ομολογουμένως, αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους – νέα κτήρια μπορεί να μην είχαν την αισθητική υποβλητικότητα ανάτασης των προγενέστερων βυζαντινών,<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ.288, ISBN 9789602040232</ref> αλλά δημιούργησαν για πρώτη φορά μια διεθνή ευρωπαϊκή τεχνοτροπία.<ref>Βλ. Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.143, ISBN 9789601211244</ref>
Γραμμή 134:
=== Ύστερος Μεσαίωνας ===
[[Αρχείο:Notre Dame buttress.jpg|thumb|right|230px|Οι εξωτερικές αντηρίδες της Παναγίας των Παρισίων.]]
Μετά την εδραίωση του ρομανικού ρυθμού, το βασικότερο πρόβλημα της εκκλησιαστικής τέχνης στη δυτική Ευρώπη έμοιαζε να είναι η γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο<ref>Βλ. Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.147, ISBN 9789601211244</ref>. Ειδικά στην αρχιτεκτονική, προέκυψε το πρόβλημα πως το μυστηριακό, υπερβατικό και ευσεβές κλίμα που επέτασσε το θείο ερχόταν σε αντιδιαστολή με τη σκοτεινή, χονδροειδή και στιβαρή εντύπωση του ναού ο οποίος το στέγαζε. Αυτό οδήγησε στη σταδιακή απόρριψη του ρομανικού ρυθμού, σε συμβολικό επίπεδο<ref> Otto Von Simson, ''The Gothic Cathedral – Origins of Gothic Architecture and the Medieval Concept of Order'', εκδ. Bollingen Foundation, 1962, σελ. 47 ISBN 0500278768 διαθέσιμο [http://www.scribd.com/doc/37246430/The-Gothic-Cathedral-1956 διαδικτυακά]{{dead link|date=June 2015}}</ref> και στην επικράτηση του γοτθικού ύφους. Η ανάγκη λοιπόν για τον νέο ρυθμό προέκυψε από θρησκευτικά κίνητρα<ref>John Fitchen, ''The Construction of Gothic Cathedrals – A Study of Medieval Vault Erection'', εκδ. The University of Chicago Press, 1981, σελ.2, ISBN 0226252035 διαθέσιμο [http://books.google.gr/books?id=XTHC6c_mCi0C&printsec=frontcover#v=onepage&q&f=false διαδικτυακά]</ref> αλλά η ανοικοδόμηση των νέων ναών στάθηκε δυνατή χάρη σε τρία θεμελιώδη μορφολογικά στοιχεία της εποχής: τα σταυροθόλια, τις αντηρίδες και την οξυκόρυφη αψίδα<ref> Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 186, ISBN 9789602501443</ref> .
 
Τα σταυροθόλια ήταν ένα μηχανικό επίτευγμα της εποχής που επέτρεπε τη δημιουργία του βασικού σκελετού των θόλων από πέτρινες νευρώσεις και την συμπλήρωση των κενών με ελαφρύτερα υλικά.<ref>Για τον τρόπο κατασκευής βλ. Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting'', εκδ. Könemann, 2004, σελ.22, ISBN 3833111682</ref> Η πολύ ελαφρύτερη πλέον οροφή μοίραζε τις εντοπισμένες κατακόρυφες στατικές ωθήσεις της σε λεπτούς πεσσούς και τις αντίστοιχες οριζόντιες στις αντηρίδες εξωτερικά του ναού<ref>Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting'', εκδ. Könemann, 2004, σελ.24, ISBN 3833111682</ref>. Έτσι ελευθερώθηκαν πλέον οι τοίχοι από το υπερκείμενο βάρος, λέπτυναν και απέκτησαν διαφάνεια μέσα από τεράστια ανοίγματα με βιτρό.<ref> Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting'', εκδ. Könemann, 2004, σελ.23, ISBN 3833111682</ref> Ταυτόχρονα έγινε δυνατή η αύξηση των κατακόρυφων διαστάσεων μέσα από τη χρήση οξυκόρυφων αψίδων στα σταυροθόλια.<ref>Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting'', εκδ. Könemann, 2004, σελ.22, ISBN 3833111682</ref> Έτσι οι γοτθικοί ναοί απέκτησαν ελαφρότητα, άπλετο φως, μέγιστο ύψος<ref>John Fitchen, ''The Construction of Gothic Cathedrals – A Study of Medieval Vault Erection'', εκδ. The University of Chicago Press, 1981, σελ.4, ISBN 0226252035 διαθέσιμο στο [http://books.google.gr/books?id=XTHC6c_mCi0C&printsec=frontcover#v=onepage&q&f=false διαδικτυακά]</ref> και εξαΰλωση της μάζας τους.<ref>Βλ. Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.149, ISBN 9789601211244</ref>
 
Πολλά σημαντικά κτίρια αυτής της περιόδου κατασκευάστηκαν στη Γαλλία, που θεωρείται η γενέτειρα του νέου ρυθμού.<ref>John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.116, ISBN 9780002530408</ref> Ένα από αυτά είναι η ''[[Παναγία των Παρισίων]]'' (Notre-Dame de Paris, 1163 – 13ος αι. μ.Χ.) στη γαλλική πρωτεύουσα, σταυροειδούς κάτοψης και ευρέως αναγνωρισμένη ως ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα της γαλλικής γοτθικής αρχιτεκτονικής.<ref>Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting, Könemann'', εκδ. 2004, σελ.44, ISBN 3833111682</ref><ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, Β’ Τόμος'', εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ.368, ISBN 9789602040232</ref><ref>Bill Risebero, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Φόρμα, 1982, σελ.74, ISBN 9789602710012</ref> Είναι ένα από τα πρώτα κτίρια στον κόσμο που χρησιμοποίησαν τις «ιπτάμενες» εξωτερικές αντηρίδες για να στηρίξουν το βάρος της εξαμερούς θολωτής οροφής που βρίσκεται 35 μ. πάνω από το έδαφος.<ref>Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting'', εκδ. Könemann, 2004, σελ.44, ISBN 3833111682</ref> Η δυτική της όψη εντυπωσιάζει με τη διαφάνεια και τις αναλογίες των στοιχείων της – των πύργων, των πυλών, των παραθύρων και του ρόδακα – και τα αμέτρητα γλυπτά της. <ref>Bill Risebero,'' Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Φόρμα, 1982, σελ.74, ISBN 9789602710012</ref>
 
Ο ''[[καθεδρικός ναός της Κολωνίας]]'' (Kölner Dom) στην ομώνυμη γερμανική πόλη, είναι η μεγαλύτερη γοτθική εκκλησία της βόρειας Ευρώπης.<ref> Bill Risebero,'' Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Φόρμα, 1982, σελ.86, ISBN 9789602710012</ref> Η σταυροειδής του κάτοψη, με 144,5 μ. μήκος και 86,5 μ. πλάτος, ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1248 και διακόπηκε το 1473, ενώ ολοκληρώθηκε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. υπό το πνεύμα του [[ρομαντισμός|ρομαντισμού]] που επικρατούσε ήδη στην Ευρώπη από τα τέλη του 18ου αιώνα.<ref>Eric Hobsbawm, ''The age of revolution 1789-1848'', σελ.257 διαθέσιμο [http://libcom.org/files/Eric%20Hobsbawm%20-%20Age%20Of%20Revolution%201789%20-1848.pdf διαδικτυακά]</ref> Για πρώτη φορά, η έμφαση που δινόταν στη μορφολογία του ανατολικού τμήματος του ναού (πρακτική του γαλλικού γοτθικού ρυθμού), μεταφέρεται πλέον στη διαμόρφωση της δυτικής όψης.<ref>Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting'', εκδ. Könemann, 2004, σελ.202, ISBN 3833111682</ref> Σε αυτήν κυριαρχούν τα δύο κωδωνοστάσια ύψους 156 μ.,<ref>Bill Risebero, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Φόρμα, 1982, σελ.86, ISBN 9789602710012</ref> τα δεύτερα ψηλότερα του κόσμου.
 
=== Αναγέννηση ===