Αρμένιοι της Κύπρου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Μεταφορά στους Εξωτ. συνδέσμου (-διπλοεγγρ -βίντεο στο vimeo που έχουν κατέβει.)
αφαίρεση bold (έχει κι άλλα πολλά ...)
Γραμμή 3:
Οι '''Αρμένιοι της Κύπρου '''ή''' Αρμενοκύπριοι''' ([[Αρμενική γλώσσα|Αρμενικά]]: Կիպրահայեր, [[Αγγλική γλώσσα|Αγγλικά]]: Armenian-Cypriots, [[Τουρκική γλώσσα|Τουρκικά]]: Kıbrıs Ermenileri) είναι [[Αρμένιοι|αρμενική]] εθνοτική μειονότητα με παρουσία στην [[Κύπρος|Κύπρο]]. Η σχέση των Αρμενίων με την Κύπρο και η παρουσία τους στο νησί είναι πολύ παλιά και έχει υπάρξει μια αμοιβαία οικονομική και πολιτιστική συνάφεια για πολλούς αιώνες. Οι Αρμένιοι της Κύπρου είναι μια δομημένη κοινότητα με μακρά ιστορία και η παρουσία τους έχει εμπλουτίσει το νησί με αρκετούς τρόπους· αποτελούν αναγνωρισμένη μειονότητα με τη δική της γλώσσα, σχολεία, εκκλησίες, κοιμητήρια, μνημεία, μέσα ενημέρωσης, κοινωνικούς φορείς, έθιμα, παραδόσεις και πολιτιστική ζωή. Κατά τα τελευταία 55-60 χρόνια, ο αριθμός των Αρμενίων της Κύπρου έχει μειωθεί λόγω μεταναστεύσεων σε άλλες χώρες και ενσωμάτωση στην ευρύτερη κυπριακή κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων μεικτών γάμων· ο αριθμός της σήμερα είναι μικρότερος απ' ό,τι ήταν πριν από 80 ή 90 χρόνια πριν. Από οικονομική άποψη, οι Αρμενοκύπριοι έχουν την τάση να είναι αυτοεργοδοτούμενοι επιχειρηματίες/έμποροι, επαγγελματίες και τεχνίτες.
 
Παρά το σχετικά μικρό αριθμό Αρμενίων που ζουν στην Κύπρο, η αρμενοκυπριακή κοινότητα είχε σημαντικό αντίκτυπο στην [[Αρμενία#Διασπορά|Αρμενική Διασπορά]] και το [[Αρμένιοι|αρμενικό έθνος]] γενικότερα: κατά το [[Μεσαίωνας|Μεσαίωνα]], η Κύπρος είχε μια εκτεταμένη σύνδεση με το '''[[Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας]]''', ενώ η '''μονήΜονή του Καντσβώρ''' είχε σημαντική παρουσία στην [[Αμμόχωστος|Αμμόχωστο]]· κατά την Τουρκοκρατία, η '''εκκλησίαΕκκλησία της Παρθένου Μαρίας''' και το '''Αρμενομονάστηρο''' ήσαν πολύ διαπρεπή. Σε πιο πρόσφατες εποχές, το βραχύβιο '''Εθνικό Εκπαιδευτήριο-Ορφανοτροφείο''' και το '''Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Μελκονιάν''' άσκησαν μεγάλη επιρροή, όπως ήταν και η παρουσία της '''Αρμενικής Λεγεώνας''' στην Κύπρο, ενώ η μετανάστευση μεγάλου αριθμού Αρμενοκυπρίων στο [[Ηνωμένο Βασίλειο]] ουσιαστικά διαμόρφωσε τη σημερινή αρμενική παροικία της Βρετανίας. Ορισμένοι Αρμενοκύπριοι υπήρξαν ή είναι πολύ εξέχοντες σε παναρμενικό ή διεθνές επίπεδο και το γεγονός ότι, για σχεδόν μισό αιώνα, οι επιζώντες της [[Γενοκτονία των Αρμενίων|Αρμενικής Γενοκτονίας]] συνεργάζονταν και συνυπήρχαν μαζί με τους Τουρκοκύπριους, ίσως ένα μοναδικό φαινόμενο σε ολόκληρη την [[Αρμενία#Διασπορά|Αρμενική Διασπορά]]. Επιπρόσθετα, η ιστορία και οι διάφορες άλλες πτυχές της αρμενικής κοινότητας της Κύπρου είναι εξαιρετικά καλά τεκμηριωμένες. Τέλος, η Κύπρος υπήρξε η πρώτη χώρα που έφερε το ζήτημα της αναγνώρισης της [[Αρμενική Γενοκτονία|Αρμενικής Γενοκτονίας]] στην ολομέλεια της [[Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών|Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ]] το 1965 και η δεύτερη χώρα στον κόσμο που αναγνώρισε την Αρμενική Γενοκτονία το 1975.
 
 
Γραμμή 33:
Η Πτώση της Σις τον Απρίλιο του 1375 έθεσε τέρμα στο Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας• στον τελευταίο του Βασιλιά, [[Λέων Ε΄ της Αρμενίας|Λέοντα Ε’]], παραχωρήθηκε ασφαλής διέλευση στην Κύπρο και πέθανε σε εξορία στο [[Παρίσι]] το 1393, αφού αξίωσε μάταια άλλη μια Σταυροφορία. Το 1396 ο τίτλος του και τα προνόμιά του μεταφέρθηκαν στον εξάδελφό του, Βασιλιά [[Ιάκωβος Α΄ της Κύπρου|Ιάκωβο Α’ Λουζινιανό]], στον [[Τέμενος Σελιμιγιέ Λευκωσίας|καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας]]• στη συνέχεια, ο βασιλικός θυρεός της δυναστείας των Λουζινιανών έφερε επίσης το λέοντα της Αρμενίας. Έτσι τέλειωσε η τελευταία πλήρως ανεξάρτητη αρμενική οντότητα του Μεσαίωνα, μετά από σχεδόν τρεις αιώνες κυριαρχίας και άνθισης• τον τίτλο του «Βασιλιά της Αρμενίας» διατηρούσε διαμέσου των αιώνων μέχρι τη σύγχρονη εποχή ο [[Οίκος της Σαβοΐας]], μέσω του γάμου της Βασίλισσας [[Καρλόττα της Κύπρου|Καρλόττας της Κύπρου]] με το Λουδοβίκο της Σαβοΐας. Παρόλον ότι οι Αιγύπτιοι [[Μαμελούκοι]] είχαν καταλάβει την Κιλικία, δεν ήταν σε θέση να συνεχίσουν να την κρατούν• εν τέλει τουρκικά φύλα κινήθηκαν προς την περιοχή και εγκαταστάθηκαν εκεί, οδηγώντας στην κατάκτηση της Κιλικίας από τον [[Ταμερλάνος|Ταμερλάνο]]. Ως αποτέλεσμα, 30.000 Αρμένιοι έφυγαν από την [[Κιλικία]] το 1403 και εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, που συνέχισε να κυβερνάται από τη δυναστεία των Λουζινιανών μέχρι το 1489 <ref name="Hadjilyras-2">{{cite web|url=http://www.hayk.net/docs/The_Armenians_of_Cyprus.pdf|title=Book The Armenians of Cyprus|last=Hadjilyra|first=Alexander-Michael|date=May 2009|publisher=Kalaydjian Foundation|accessdate=16 May 2010}}</ref>.
 
Κατά τη Φραγκοκρατία και την Ενετοκρατία (1192-1489 και 1489-1570, αντίστοιχα), υπήρχαν αρμενικές εκκλησίες στη Λευκωσία, την Αμμόχωστος|Αμμόχωστο, το Σπαθαρικό ['''''Σουρπ Σαρκίς''''' (''Άγιος Σέργιος'') και '''''Σουρπ Βαρβαρέ''''' (Αγία Βαρβάρα)], τον Κορνόκηπο ['''''Σουρπ Χρεσνταγκαμπέτκ''''' (''Αγίοι Αρχάγγελοι'')], το Πλατάνι ['''''Σουρπ Κεβόρκ''''' (''Άγιος Γεώργιος'')], το Μπελλα-Πάις και αλλού ['''''Σουρπ Παρσέγ''''' (''Άγιος Βασίλειος''). Οι Αρμένιοι συγκαταλέγονταν ανάμεσα στις εφτά σημαντικότερες θρησκευτικές ομάδες στην Κύπρο, κατείχαν δε αποθήκες και καταστήματα στα λιμάνια της Αμμοχώστου, της Λεμεσού και της [[Πάφος|Πάφου]], καθώς επίσης και στην πρωτεύουσα Λευκωσία, ελέγχοντας έτσι ένα μεγάλο τμήμα του εμπορίου. Επιπρόσθετα, η [[Αρμενική γλώσσα|Αρμενική]] ήταν ανάμεσα στις έντεκα επίσημες γλώσσες του Βασιλείου της Κύπρου και μια από τις πέντε επίσημες γλώσσες της ενετικής αποικιακής διοίκησης της Κύπρου.
 
Σύμφωνα με τους χρονικογράφους [[Λεόντιος Μαχαιράς]] (1369-1458), [[Γεώργιος Βουστρώνης|Γεώργιο Βουστρώνιο]] (1430-1501) και Φλώριο Βουστρώνιο (1500-1570), οι Αρμένιοι της [[Λευκωσία]]ς είχαν τη δική τους Μητρόπολή και ζούσαν στη δική τους συνοικία, που ονομαζόταν ''Αρμενία'' ή ''Αρμενογειτονιά''. Αρχικά είχαν τρεις εκκλησίες: '''''Σουρπ Κεβόρκ''''' (''Άγιος Γεώργιος''), '''''Σουρπ Μπογός-Πετρός''''' (''Άγιοι Παύλος και Πέτρος'') και '''''Σουρπ Χατς''''' (''Τίμιος Σταυρός'') - που πιστεύεται ότι είναι το σημερινό τζαμί Αραπλάρ ή Σταυρός του Μισσιρίκου. Στην Αμμόχωστο ιδρύθηκε Επισκοπή στα τέλη του 12ου αιώνα και οι Αρμένιοι ζούσαν γύρω από τη συριακή ενορία. Ιστορικά έγγραφα υποδηλώνουν την παρουσία ενός σημαντικού μοναστικού και θεολογικού κέντρου εκεί, όπου λέγεται ότι είχε σπουδάσει ο Άγιος Νερσής ο Λαμπροναίος (1153-1198)• από τις τρεις αρμενικές εκκλησίες της περιτειχισμένης Αμμοχώστου ['''''Σουρπ Αστβατζατζίν''''' (''Παναγίας''), '''''Σουρπ Σαρκίς''''' (''Αγίου Σεργίου'') και '''''Σουρπ Χατς''''' (''Τιμίου Σταυρού'') - που πιστεύεται ότι είναι η αταύτιστη εκκλησία ανάμεσα στην εκκλησία των Καρμελιτών και της Αγίας Άννας], μόνο η εκκλησία του Καντσβώρ διασώζεται, κτισμένη το 1346.
 
 
Γραμμή 74:
 
 
Η λήξη του απελευθερωτικού αγώνα της [[ΕΟΚΑ]] (1955-1959) βρήκε τους Αρμενοκύπριους να είχαν σφυρηλατήσει ισχυρούς δεσμούς με τους υπόλοιπους Κύπριους. Η Ανεξαρτησία του 1960 έφερε μια νέα εποχή για τους Αρμένιους της Κύπρου, οι οποίοι - μαζί με τους [[Μαρωνίτες της Κύπρου|Μαρωνίτες]] και τους Λατίνους - αναγνωρίστηκαν ως «''θρησκευτική ομάδα''» από το Σύνταγμα ('''Άρθρο 2 § 3''') και αντιπροσωπεύονταν πλέον από εκλελεγμένο Εκπρόσωπο - αρχικά μέλος της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης ('''Άρθρο 109''') και, από το 1965, μέλος της [[Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου|Βουλής των Αντιπροσώπων]] ('''''Νόμος 12/1965'''''). Το μέγεθος της κοινότητας, ωστόσο, είχε μειωθεί λόγω της μετανάστευσης περίπου 900 Αρμενοκυπρίων προς το [[Ηνωμένο Βασίλειο]], λόγω της έκτακτης κατάστασης που προκλήθηκε από τον απελευθερωτικό αγώνα της [[ΕΟΚΑ]] (1955-1959) και της κακής κατάστασης της τοπικής οικονομίας. Ένας δεύτερος παράγοντας που συνέβαλε στη μείωση του μεγέθους της κοινότητας ήταν η μετανάστευση περίπου 600 Αρμενοκυπρίων προς τη [[Αρμενία|Σοβιετική Αρμενία]], ως μέρος του παναρμενικού κινήματος για «επαναπατρισμό» κατά την περίοδο 1962-1964 (''νερκάγτ'') <ref name="Gibrahayer4">{{cite web|url=http://www.gibrahayer.com/index.php5?&page_id=150&path=150|title=From the past of the community: Nerkaght|date=April 2011|accessdate=18 September 2011}}</ref>.
 
Κατά τις [[Κυπριακό πρόβλημα#Η Συνταγματική Κρίση και οι Διακοινοτικές Ταραχές|διακοινοτικές ταραχές του 1963-1964]], η αρμενοκυπριακή κοινότητα υπέστη σοβαρότητες απώλειες, καθώς η αρμενική συνοικία της Λευκωσίας καταλήφθηκε από εξτρεμιστές Τουρκοκύπριους: καταλήφθηκαν το κτίριο της Μητρόπολης, η μεσαιωνική εκκλησία της Παρθένου Μαρίας, το σχολείο Μελικιάν-Ουζουνιάν, το ιστορικό Μνημείο της Γενοκτονίας, τα οικήματα της Αρμενικής Λέσχης, της ΑΫΜΑ και του AGBU, καθώς και η Αρμενική Ευαγγελική εκκλησία• καταλήφθηκε επίσης η μεσαιωνική εκκλησία του Καντσβώρ στην Αμμόχωστο. Συνολικά, 231 αρμενοκυπριακές οικογένειες κατέστησαν τουρκόπληκτες ή/και έχασαν τα καταστήματα και τις επιχειρήσεις τους. Ως αποτέλεσμα, εκατοντάδες Αρμενοκύπριοι έφυγαν για τη [[Μεγάλη Βρετανία]], τον [[Καναδάς|Καναδά]], την [[Αυστραλία]] και τις [[Ηνωμένες Πολιτείες]] <ref name="Gibrahayer5"/>. Μετά την [[τουρκική εισβολή στην Κύπρο|τουρκική εισβολή του 1974]], η αρμενοκυπριακή κοινότητα υπέστη επιπρόσθετες απώλειες: προσφυγοποιήθηκαν 4-5 οικογένειες που ζούσαν στην [[Κερύνεια]], περίπου 30 οικογένειες στη Λευκωσία και 40-45 οικογένειες στην Αμμόχωστο, ενώ μια Αρμενοκύπρια (η Ρόζα Μπακαλιάν) είναι έκτοτε αγνοούμενη• το φημισμένο Αρμενομονάστηρο στον [[Πενταδάκτυλος|Πενταδάκτυλο]] καταλήφθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα, ο κοιτώνας των αγοριών του Μελκονιάν βομβαρδίστηκε από την Τουρκική Αεροπορία, ενώ το αρμενικό κοιμητήριο του [[Άγιος Δομέτιος Λευκωσίας|Αγίου Δομετίου]] πλήγηκε από όλμους και περιήλθε εντός της νεκρής ζώνης. Ως αποτέλεσμα, δεκάδες Αρμενοκύπριοι αποδήμησαν, κυρίως προς τη Μεγάλη Βρετανία - συνολικά, περίπου 1.300 Αρμενοκύπριοι έφυγαν από την Κύπρο κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, επιπρόσθετα με αυτούς που μετανάστευσαν στη [[Αρμενία#Ιστορία#Σοβιετική Αρμενία|Σοβιετική Αρμενία]] <ref name="Hadjilyras-1"/>.
Γραμμή 80:
[[File:Armenian compound-Nicosia.jpg|thumb|left|Το αρμενικό σύμπλεγμα στο [[Στρόβολος|Στρόβολο]], Λευκωσία]]
 
Με την αδιάλειπτη αρωγή της κυβέρνησης, η μικρή αλλά εργατική αρμενική κοινότητα της Κύπρου σταδιακά κατάφερε να αναπληρώσει τις απώλειές της και συνέχισε να ευημερεί στις υπόλοιπες αστικές περιοχές, συμβάλλοντας πολιτιστικά και κοινωνικοοικονομικά στην ανάπτυξη της πατρίδας της. Στις 24 Απριλίου 1975, η Κύπρος έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα (και η δεύτερη παγκοσμίως, μετά την [[Ουρουγουάη]]) που αναγνώρισε την Αρμενική Γενοκτονία με το '''Ψήφισμα 36/1975'''• ακολούθησαν δύο άλλα ψηφίσματα, το '''Ψήφισμα 74/1982''' και το '''Ψήφισμα 103/1990''', με το τελευταίο να ανακηρύσσει την 24η Απριλίου ως ''Εθνική Ημέρα Μνήμης της Αρμενικής Γενοκτονίας'' στην Κύπρο. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η δυναμική της αρμενοκυπριακής κοινότητας έχει αλλάξει με τον αυξημένο αριθμό γάμων με [[Ελληνοκύπριοι|Ελληνοκύπριους]] και άλλους μη Αρμένιους, και την άφιξη κατά τα τελευταία 30-35 χρόνια χιλιάδων Αρμενίων πολιτικών και οικονομικών μεταναστών λόγω του εμφυλίου πολέμου στο Λίβανο (1975-1990), των εξεγέρσεων στη Συρία (1976-1982), της [[ιρανική επανάσταση|ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν]] και του [[Πόλεμος Ιράν-Ιράκ|πολέμου Ιράν-Ιράκ]] (1978-1988), καθώς επίσης και μετά το σεισμό του Σπιτάκ (1988) και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1991)• μερικοί από αυτούς έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στην Κύπρο. Σύμφωνα με τον '''[[Ευρωπαϊκός χάρτης των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών|Ευρωπαϊκό Χάρτη Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών]]''' του [[Συμβούλιο της Ευρώπης|Συμβουλίου της Ευρώπης]], η [[Αρμενική γλώσσα]] - η μητρική γλώσσα της συντριπτικής πλειοψηφίας των Αρμενοκυπρίων - αναγνωρίστηκε ως μειονοτική γλώσσα της Κύπρου από την 1η Δεκεμβρίου 2002. Σήμερα, εκτιμάται ότι οι Αρμένιοι που ζουν στην Κύπρο αριθμούν πέραν των 3.500 ατόμων• εκτός από τις χώρες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, στην Κύπρο υπάρχει επίσης μικρός αριθμός Αρμενίων που προέρχονται από την Αιθιοπία, την Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Κουβέιτ και την Τουρκία <ref>[http://www.hayk.net/destinations/cyprus/]{{Dead link|date=June 2015}}</ref>.
 
==Δημογραφία==
Γραμμή 88:
[[File:Geographical distribution of Armenian-Cypriots.jpg|thumb|right|Γεωγραφική κατανομή των Αρμενοκυπρίων]]
 
Φαίνεται ότι κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1570-1878), είχαν παραμείνει στην Κύπρο περίπου 20.000 από τους 40.000 στρατολογημένους Οθωμανοαρμένιους. Ο αριθμός τους, ωστόσο, μειώθηκε δραματικά, λόγω της σκληρότητας και της καταπίεσης του καθεστώτος, της επαχθούς φορολογίας και των φυσικών καταστροφών: σύμφωνα με το Λατίνο Επίσκοπο της Πάφου, Pietro Vespa, το '''1630''' υπήρχαν μόνο 2.000 Αρμένιοι στην Κύπρο (σε σύνολο πληθυσμού 56.350 - που ζούσαν κυρίως στις αγροτικές περιοχές), καθώς ένας σημαντικός αριθμός μετανάστευσε αλλού και πολλοί άλλοι ασπάστηκαν το Ισλάμ ή έγιναν ''[[Λινοβάμβακοι]]'' ([[Κρυπτοχριστιανοί]]). Ο Φραγκισκανός μισσιονάριος Giovanni Battista da Todi κατέγραψε μόνο 200 Αρμένιους στη Λευκωσία το '''1647''', ενώ το '''1660''' κατέγραψε πέραν των 300 Αρμενίων στο νησί. Ο Καρδινάλιος Bernardino Spada, αντιπρόσωπος της [[Propaganda Fide]], ανέφερε επίσης 200 Αρμένιους στη Λευκωσία το '''1648''', σε σύνολο 3.000 κατοίκων, αναφέροντας επίσης ότι η εκκλησία τους ήταν η μεγαλύτερη στην πρωτεύουσα, με 3 ιερείς. Μέχρι και τα μέσα του 18ου αιώνα, παρά την περιορισμένη άφιξη Οθωμανοαρμενίων και Περσοαρμενίων, ο αριθμός τους ήταν αρκετά μικρός. Ο Ρώσσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ, ο οποίος επισκέφθηκε το νησί το '''1727''' και το '''1735''', αναφέρει “μερικούς Αρμένιους” που ζούσαν στη Λευκωσία. Επισκεπτόμενος την Κύπρο το '''1738''', ο Βρετανός περιηγητής Richard Pococke αναφέρει “πολύ λίγους Αρμένιους, ωστόσο διαθέτουν μια αρχαία εκκλησία [στη Λευκωσία]”, ενώ για το νησί ως σύνολο κάνει αναφορά σε “μικρό αριθμό Αρμενίων, οι οποίοι είναι πολύ φτωχοί, αν και έχουν Αρχιεπίσκοπο και μοναστήρι στην εξοχή”. Ωστόσο, μέχρι την εποχή που επισκέφθηκε την Κύπρο ο Ιταλός Αββάς Giovanni Mariti το '''1760''' και το '''1767''', είχαν προφανώς καταστεί “το πλουσιότερο τμήμα των κατοίκων [της Λευκωσίας]”, γι' αυτό και νόμισε ότι “υπάρχουν πολλοί Αρμένιοι [στο νησί]”. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, μετά από διάφορα κύματα εξελληνισμού (ειρηνικής αφομοίωσης) και εκτουρκισμού (εξαναγκαστικού προσηλυτισμού), ο αριθμός των Αρμενοκυπρίων κυμαινόταν ανάμεσα σε 150-200.
 
[[File:Armenians in Cyprus (1935 and 1956).jpg|thumb|right|Γεωγραφική κατανομή των Αρμενίων στην Κύπρο (1935 και 1956)]]
 
Όταν ο Άγγλος Πλοίαρχος John MacDonald Kinneir επισκέφθηκε την Κύπρο το '''1814''', υπολόγισε περίπου 40 αρμενικές οικογένειες στη Λευκωσία (γύρω στα 200 άτομα) - σε σύνολο 2.000 οικογενειών (περίπου 10.000 άτομα), όπως υπολόγισαν και ο Βρετανός Πρόξενος Niven Kerr και ο Έλληνας Υποπρόξενος Δημήτριος Μαργαρίτης το '''1844''' και το '''1847''', αντίστοιχα. Η πρώτη μεγάλης κλίμακας οθωμανική απογραφή το '''1831''', υπό την εποπτεία του Μουχασίλη Χαλίλ Εφέντη, μέτρησε 114 μη Μουσουλμάνους άρρενες στην αρμενική ενορία της Λευκωσίας και 13 στο Αρμενομονάστηρο (με συνολικό αρσενικό πληθυσμό 45.365). Επομένως, ο αριθμός των Αρμενίων στην Κύπρο θα ήταν γύρω στους 200 (σε σύνολο περίπου 88.500). Επισκεπτόμενος την Κύπρο το '''1835''', ο Αμερικανός ιεραπόστολος Αιδ. Lorenzo Warriner Pease γράφει “ο αριθμός των Αρμενίων [στη Λευκωσία] είναι ανάμεσα σε 30 και 40 οικογένειες”. Το '''1841''', ζούσαν περίπου 200 Αρμένιοι στο νησί (σε σύνολο 108.600), εκ των οποίων περίπου 150-160 διέμεναν στη Λευκωσία (με πληθυσμό 12.000) - σύμφωνα με την καταγραφή πληθυσμού από το Μουχασίλη Ταλαάτ Εφέντη και τα γραπτά των Γάλλων ιστορικών και περιηγητών Louis Lacroix και Κόμη Louis de Mas Latrie. Ο Λατίνος Γενικός Βικάριος Paolo Brunoni επίσης ανέφερε 200 Αρμένιους στη Λευκωσία το '''1848''', καθώς και μερικούς άλλους στο Αρμενομονάστηρο. Το '''1874''' ο Βέλγος περιηγητής Edmond Paridant-van der Cammen υπολόγισε 190 Αρμένιους στη Λευκωσία (σε σύνολο 13.530). Αν και αναξιόπιστος για τον αρμενικό πληθυσμό της Λευκωσίας (αναφέρει μόνο 20 οικογένειες το '''1875'''), ο μελετητής Φίλιππος Γεωργίου κατέγραψε 6-8 αρμενικές οικογένειες γύρω από το Αρμενομονάστηρο και 5 αρμενικές οικογένειες στη Λάρνακα. Το '''1877''', ο νεοαφιχθείς ιερέας Χοβαννές Σιαχινιάν κατέγραψε 152 Αρμένιους που ζούσαν στην Κύπρο, ενώ η πρώτη σύγχρονη απογραφή πληθυσμού της Λευκωσίας, που διενεργήθηκε το '''1879''' από τον Επαρχιακό Διοικητή, Υποστράτηγο Sir Robert Biddulph, καταμέτρησε 166 Αρμένιους - σε σύνολο 11.197 κατοίκων.
 
[[File:Table showing the Armenian-Cypriot population between 1881 and 1960.jpg|thumb|right|Πίνακας με τη γεωγραφική κατανομή των Αρμενοκυπρίων (1881-1960)]]