Ευάγγελος Παντόπουλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 48:
*«Ο γενικός γραμματέας» (1893) [[Ηλίας Καπετανάκης]]
*«Ο γέρο-ξούρης» (1893) [[Νίκος Κοτσελόπουλος]]
*«Πικ-νικ (1895) [[Νικόλαος Λάσκαρης]]-[[Γεώργιος Πωπ]]
*«Η νύφη της κούλουρης» (1895) Ευάγγελος Παντόπουλος
*«Λίγο απ' όλα» (η πρώτη επιθεώρηση)(1895) Λάμπρος Μίκιος
*«Σιδηροδρομικός επιθεωρητής» (1900) του Γάλλου Μπισσόν
<ref>Τα έργα αυτά τα έπαιξε πολλές φορές. Εδώ σημειώνεται η χρονολογία της πρώτης παράστασης</ref>
 
Γραμμή 56:
===Ο Ξενόπουλος για τον Παντόπουλο===
Ο Ξενόπουλος στο άρθρο του για τον καλλιτέχνη στο περιοδικό Εστία, το [[1893]] γράφει: ''....ευθύς εξαρχής κατενόησα ότι είχα να κάμω με ηθοποιόν αληθή. Είδα πως ήτο κύριος της σκηνής – και τότε ακόμη, σημειώσατε, δεν ήτο ούτε θιασάρχης ούτε εκ των κυριωτέρων μελών του θιάσου – πως ήξευρε να σταθή, να ομιλήση, να χειρονομήση, ζωηροτάτην αποτελών αντίθεση, προς τα ξόανα, τα παλαιά ή τα νέα, τα ένδοξα ή άδοξα, τα οποία τον περιστοίχιζον. Διάπλασις χαρακτήρος αμίμητος, κωμικός χρωματισμός ανυπέρβλητος, ενότης υποκρίσεως, στιγμαί δράσεως ωραίαι, αναπαράστασις του φυσικού εντελής......αλλάζει το πρόσωπον, αλλάζει το σώμα, αλλάζει τας κινήσεις και το ήθος μεθ' εκάστης περιβολής. Μόνον την φωνήν του δεν ειμπορεί πάντοτε ν' αλλάζει, την ελαφρώς υπέρρινον και στερεοτύπως συρμένην. Αλλά πόσας κυμάνσεις, πόσους χρωματισμούς δεν κατώρθωσε να δώση δια της επιμονής και εις την δύσχρηστον αυτήν φωνήν, όπως και κάμψεις και στροφάς εις το σώμα του, επίσης βαρύ και δυσκίνητον....''
==Το τέλος==
Από το 1900 και μετά, τα πράγματα αλλάζουν στην θεατρική Αθήνα. Η εμφάνιση της [[Νέα Σκηνή|«Νέας Σκηνής»]] και του Βασιλικού θεάτρου, εκτός του ότι συγκέντρωσε όλους τους άξιους ηθοποιούς της εποχής, συγκέντρωσε και το ενδιαφέρον του κοινού. Ο Παντόπουλος με έναν μέτριο θίασο- εξαιρουμένου του [[Αιμίλιος Βεάκης|Αιμίλιου Βεάκη]], που συνεργάστηκε μαζί του στα πρώτα του βήματα- δεν κατάφερε να προσελκύσει τους Αθηναίους. Αρχίζει να γίνεται πικρόχολος, τσακώνεται με τους θεατρικούς συγγραφείς, αφού αρνείται την αξία τους-, τον επιτιμούν και οι δημοσιογράφοι.<br />
Απογοητευμένος από την αδιαφορία του κοινού, το [[1905]] εγκαταλείπει την Αθήνα. Τον βρίσκουμε το [[1908]] στη Θεσσαλονίκη με το θίασο του Διονύση Ταβουλάρη. Απο εκεί θα συνεχίσει τις εμφανίσεις του σε Καβάλα, Μυτιλήνη και Σμύρνη, όπου θα γνωρίσει και πάλι τον θρίαμβο. Από τη Σμύρνη, πήγε στη Κρήτη, στο Ηράκλειο, πέρασε εκεί τον χειμώνα, και την άνοιξη του [[1909]] γυρίζει στην Αθήνα. Για μερικά χρόνια και μέχρι το θάνατό του, το [[1913]], θα παίζει αποτραβηγμένος σε συνοικιακά θέατρα, κυρίως στον Πειραιά, αφού το μεσουράνημα της Κυβέλης και της Κοτοπούλη στην Αθήνα, δεν άφηνε χώρο για κανέναν άλλον.<br />
Τον Απρίλη του 1913, άρρωστος, μεταφέρθηκε στο Δημοτικό νοσοκομείο των Αθηνών όπου και μετά από λίγους μήνες, στις 14 Οκτώβριου 1913, και σε ηλικία 53 ετών, πέθανε.
 
 
==Βιβλιογραφία==