Οιδίπους Τύραννος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
<<ποιος>> δεν τονίζεται
Γραμμή 11:
Η [[τραγωδία]] '''«Οιδίπους Τύραννος»''' είναι έργο του [[Σοφοκλής|Σοφοκλή]]. Η χρονολογία συγγραφής του έργου θεωρείται άγνωστη. Εικάζεται ότι παρουσιάστηκε τελικά για πρώτη φορά το 428 π.Χ.<ref>μόνον εικασίες γίνονται, του τύπου κυρίως ότι η: http://www.jstor.org/discover/10.2307/292475?uid=3738128&uid=2&uid=4&sid=21104259762661</ref> Πολλοί κριτικοί, συμπεριλαμβανομένου και του [[Αριστοτέλης|Αριστοτέλους]], θεωρούν τον ''Οιδίποδα Τύραννο'' ως την κορυφαία τραγωδία που έχει γραφεί ποτέ. Βασίζεται στον Θηβαϊκό δραματικό κύκλο ή κύκλο των Λαβδακιδών. Κεντρική ιδέα είναι η θέση πως ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να ξεφύγει από το πεπρωμένο του.
[[Αρχείο:Sophocles pushkin.jpg|thumb|right|Ο [[Σοφοκλής]] στο μουσείο Πούσκιν της [[Μόσχα]]ς]]
Ο Λάιος, βασιλιάς της [[Αρχαία Θήβα|Θήβας]], είχε πάρει χρησμό πως το παιδί που θα γεννούσε με την [[Ιοκάστη]] θα σκότωνε τον πατέρα του και θα παντρευόταν τη μητέρα του. Έτσι, όταν ο γιος τους γεννήθηκε, τρύπησαν τα πόδια του και τον άφησαν έκθετο στον [[Κιθαιρώνας|Κιθαιρώνα]]. Κάποιος βοσκός βρήκε το βρέφος, το έσωσε και το έδωσε σε άλλο βοσκό, που το παρέδωσε στον αφέντη του, τον βασιλιά της Κορίνθου. Αυτός το μεγάλωσε σαν παιδί του. Όταν ο Οιδίπους μεγάλωσε, αμφιβάλλοντας για την καταγωγή του, πήγε στο μαντείο των Δελφών, όπου πληροφορήθηκε πως υπήρχε χρησμός σύμφωνα με τον οποίο έμελλε να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί τη μητέρα του. Θέλοντας να αποφύγει την πραγματοποίηση του φοβερού αυτού χρησμού, δεν επέστρεψε στην Κόρινθο και σ' εκείνους που θεωρούσε γονείς του. Στον δρόμο του όμως συνάντησε και αμυνόμενος σκότωσε τον Λάιο, αγνοώντας πως είναι πατέρας του. Όταν έφτασε στην Θήβα, έλυσε το [[αίνιγμα της Σφίγγας]] και κέρδισε τη βασιλεία της πόλεως, παίρνοντας την Ιοκάστη γυναίκα του και αποκτώντας μαζί της τέσσερα παιδιά. Την Θήβα έπληξε όμως φοβερός λοιμός, υπεύθυνος για τον οποίο είναι ο δολοφόνος του Λαΐου. Ο Οιδίπους αναλαμβάνει να τον βρει και να σώσει την πόλη. Στην πορεία αναζήτησης του δολοφόνου, ο ήρωας ανακαλύπτει ποιόςποιος είναι πραγματικά ο ίδιος. Όχι μόνο είναι ο φονέας του προηγούμενου βασιλιά της Θήβας, αλλά και δολοφόνος του πατέρα του και σύζυγος της μητέρας του. Ύστερα από την αποκάλυψη της τραγικής αλήθειας, η Ιοκάστη απαγχονίζεται και ο Οιδίπους αυτοτυφλώνεται, εκλιπαρώντας για εξορία και ανησυχώντας για την τύχη των παιδιών του.
 
==Πρόλογος ==
Γραμμή 78:
Ο [[Οιδίποδας]] τον κατηγορεί ότι είναι βαλτός από τον Κρέοντα και ο μάντις λέει ότι δεν χρειάζεται να τον βλάψει ο Κρέων και βλάπτει μονάχος του τον εαυτό του. Εν τούτοις ο Οιδίποδας συνεχίζει να στενοχωριέται που εκείνος που θεωρούσε φίλο και συγγενή του, δηλαδή ο Κρέων, συνωμοτεί από φθόνο εναντίον του, χρησιμοποιώντας ως όργανό του τον «μηχανορράφο απατεώνα ψευτοπροφήτη, που έχει μάτια για παράδες αλλά είναι τυφλός στη μαντική» Και επιτίθεται ξανά στον Τειρεσία «πες μου πότε ήσουν μάντις της προκοπής, κι αν ήσουν ποτέ κάτι, γιατί δεν έβρισκες σωτηρία από την Σφίγγα. Ολα τα κάνεις γιατί νομίζεις ότι θα έχεις μεγαλύτερη εξουσία αν έρθει στα πράματα ο Κρέοντας. Σαν να μου φαίνεται ότι τους καθαρμούς της πόλης από το μίασμα θα τους κάνετε εσύ κι ο Κρέων με τα κλάματά σας».
 
Παρεμβαίνει ο χορός που συνιστά και στους δύο ψυχραιμία, αφού το ζητούμενο είναι να βρεθεί λύση με τον χρησμό. Όμως ο [[Τειρεσίας]] θυμωμένος πια κι από την στάση του Οιδίποδος, λέει ότι δεν είναι δούλος του κι ουτεούτε χρειάζεται για προστάτη του τον Κρέοντα επειδή έχει τον [[Απόλλωνας|Απόλλωνα]].
[[Αρχείο:Genealogical tree of Antigone (Ödipus).svg|thumb|right|Η οικογένεια]]
«Εσύ με κατηγορείς για τυφλό, αλλά αφού είσαι ανοιχτομάτης πώς και δεν βλέπεις σε ποιόποιο σπίτι μένεις, ποιοίποιοι είναι οι συγγενείς σου, ποιάποια είναι η μάνα σου, ποιόςποιος ο πατέρας σου, δίχως να το ξέρεις, εχθρός των δικών σου είσαι, αυτών που είναι στον Άδη κι εκείνων που είναι ακόμα στον επάνω κόσμο και η γοργή στην καταδίωξη Αρά<ref>η Ερινύα, η ψυχή του δολοφονημένου, εξ ου κατά πάσα πιθανότητα και "'Αρειος Πάγος" για τις δίκες φόνου</ref> θα σε βρει και θα σε χτυπήσει κι από τις δυο μεριές, κι από της μητέρας σου την μεριά κι από του πατέρα σου, που τώρα βλέπεις νομίζεις τα σωστά, και μετά θα βλέπεις μόνο σκοτάδι...
{{απόσπασμα|
...Δεν θα υπάρχει λιμάνι ή βουνό που να μην αντηχήσει τους θρήνους σου, όταν συλλάβεις σε τι γάμο μπήκες,<br>
Γραμμή 164:
Στην επιμονή του η [[Ιοκάστη]] που έχει συνειδητοποιήσει την αλήθεια, τον παρακαλεί να μη δώσει συνέχεια: «φτάνει που υποφέρω εγώ, μην τα σκαλίζεις άλλο αν ενδιαφέρεσαι για την ζωή σου. Δυστυχισμένε, μακάρι να μη μάθεις ποτέ ποιος είσαι» λέει. «Δυστυχισμένε... άλλη λέξη δεν μπορώ πια να βρω για σένα αποχαιρετώντας σε και μετά από αυτή, ποτέ τίποτα» και μπαίνει στο ανάκτορο φανερά ταραγμένη.
 
Ο Χορός αναρωτιέται γιατί η Ιοκάστη έφυγε σχεδόν κλαίγοντας και ορμητικά και σκέφτεται μήπως από τη σιωπή της αυτή, ξεσπάσουν κι άλλα κακά. Ο Οιδίπους λέει αποφασιστικά: «Ας ξεσπάσει ό,τι θέλει! Εγώ θα μάθω ποιόςποιος είμαι! Εκείνη μπορεί να νοιώθει άσχημα για την ταπεινή ίσως καταγωγή μου, αλλά εγώ όχι. Θεωρούσα πάντα ότι ήμουν παιδί της [[Τύχη]]ς που μου χάρισε μεγάλη ευτυχία».
 
==Γ΄ Στάσιμο==
Γραμμή 236:
Με την πρώτη συνηγορεί όλο το έργο από την αρχή έως το τέλος, αφού ο Οιδίπους δεν μπορεί παρά να κάνει τις επιλογές που έκανε, σαν να ήταν όλες μονόδρομος. Δεν μπορεί να μην αναζητήσει τις ρίζες του, δηλαδή τους βιολογικούς του γονείς, δεν μπορεί να μη φύγει μακριά από τον πατέρα που αγαπά αφού του λένε οι ιερείς ότι μπορεί να τον σκοτώσει, δεν μπορεί να αποφύγει τη συνάντηση με τον Λάιο αφού το φέρνει η τύχη να διασταυρωθούν οι άμαξές τους, δεν μπορεί να μην αμυνθεί αφού του επιτίθενται οι συνοδοί του Θηβαίου βασιλιά, δεν μπορεί να τους αφήσει ζωντανούς ίσως γιατί θα τον κατατρέξουν, δεν μπορεί να σωπάσει και να αυτοκτονήσει στην [[Σφίγγα]] αλλά ούτε και σαν φυσιολογικός άνθρωπος να αρνηθεί μετά την τιμή να γίνει βασιλιάς σε μια χώρα.
 
Βαθύτερα όμως το ίδιο έργο δείχνει και προς την αντίθετη κατεύθυνση, αφού τίποτα δεν θα είχε συμβεί αν α) ο Οιδίποδας δεν πήγαινε στους Δελφούς να μάθει ποιοι είναι οι πραγματικοί γονείς του, αφού ήταν κουβέντα μέθυσου και οι γονείς του, το απέκλεισαν ή αν β) έστω και τότε, παίρνοντας τον χρησμό δεν εφησύχαζε (γιατί ο χρησμός του είπε ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του, εκείνος όμως δεν είχε ρωτήσει αυτό -είχε ρωτήσει ποιόςποιος ήταν ο πατέρας του). Μόλις όμως παίρνει το χρησμό αποφασίζει να ξεχάσει την βαθιά, αρχική απορία του για τους αληθινούς γονείς του και εστιάζεται στο πώς δεν θα σκοτώσει τον πατέρα του, οπότε φεύγει από τον Κόρινθο. Αν γ) δεν αποφάσιζε να λογομαχήσει για θέμα προτεραιότητας στη διασταύρωση της Δαυλείας οδού και υποχωρούσε, αν δ) έστω δεν επιτίθετο φονικά στους τέσσερις άνδρες, αλλά τους τραυμάτιζε και έφευγε, γιατί ένας άντρας δεν σκοτώνει τέσσερις χωρίς να μαίνεται, αν τέλος ε) ο Οιδίποδας δεν είχε τη φιλοδοξία να γίνει βασιλιάς, αφού και στην Κόρινθο βασιλόπουλο ήταν κι έφυγε και θα μπορούσε θεωρητικά να αρκεστεί σε μια σεμνή μοίρα.
 
Η μοίρα επίσης έχει διπλή ανάγνωση: α) ο θεατής και ο [[Σοφοκλής]] βέβαια, γνωρίζει ότι ο Οιδίπους θα πέθαινε μωρό στον Κιθαιρώνα αφού τον πέταξε εκεί δεμένο η ίδια η μάνα και ο πατέρας του. Το γεγονός ότι έζησε ήταν ήδη ένα θαύμα, όπως διπλό θαύμα ήταν πως η μοίρα τον έστειλε να γίνει βασιλόπουλο στην Κόρινθο επειδή ήταν άτεκνοι οι βασιλείς κι έψαχναν μυστικά για διάδοχο από άλλη μάνα. β) Από την άλλη βέβαια, η μοιρολατρική άποψη (που είναι και η επικρατέστερη) τεκμηριώνεται με πολύ απλό τρόπο: έπρεπε να βγει αληθινός ο χρησμός και να ακολουθήσει ο Οιδίποδας το γραμμένο ή το πεπρωμένο του, γι' αυτό και κρατήθηκε ζωντανός, κι έγινε βασιλόπουλο, και τα έβγαλε πέρα με την Σφίγγα, ώστε τελικά να σκοτώσει τον πατέρα του και να νυμφευτεί την μητέρα του.