Επίγραμμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 37.6.247.17 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό [[Χρήστη...
Γραμμή 6:
Για το επίγραμμα χρησιμοποιήθηκε το ελεγειακό δίστιχο, δηλ. ένας στίχος σε δακτυλικό (ηρωϊκό) εξάμετρο κι ένας σε δακτυλικό πεντάμετρο. Ο πρώτος, ο στίχος των Ομηρικών επών, μπορούμε γενικά να πούμε ότι ήταν, στα επιτύμβια επιγράμματα, ένα θριαμβικό προανάκρουσμα σχετικά με τις αρετές και τη δόξα του νεκρού.<ref>[http://www.mani.org.gr/moirol/ Τραγούδια θρηνητικά]</ref> Ο δεύτερος ήταν ο στίχος του θρήνου• με τις τομές που είχε, η φωνή διακοπτόταν έτσι που να δίνεται η εντύπωση του λυγμού.
 
Με τον καιρό το επίγραμμα ξέφυγε από τα στενά πλαίσια της αποκλειστικά επιτάφιας επιγραφής. Και κατ’ αρχάς, με την πρόφαση του επιταφίου, γράφτηκαν εκατοντάδες επιγράμματα χωρίς καν να προορίζονται για επιτάφιες επιγραφές• γιατί τα 150 πρώτα επιγράμματα του VII βιβλίου της [[Παλατινή Ανθολογία|Παλατινής Ανθολογίας]] για παράδειγμα, δεν χαράχτηκαν βέβαια πάνω στον τάφο του Ορφέα, του Ομήρου, του Αίαντα και των άλλων. Εξ άλλου, το επίγραμμα έπαψε να είναι αποκλειστικά επιτάφιο• έγινε και ερωτικό, αφιερωματικό, σατυρικό, επιδεικτικό.
Η αλλαγή με τον καιρό προχώρησε βαθύτερα κι εκτός από την διεύρυνση των θεμάτων άλλαξε κι ο τρόπος έκφρασης. Ο [[Βάλτερ Κράντς]] γράφει ότι τα επιγράμματα του Ε΄ π.Χ. αιώνα είναι «αυστηρά επιτάφια που περισσότερο κρύβουν παρά εκφράζουν το συναίσθημα» ενώ «στα επιτάφια επιγράμματα της Ελληνιστικής εποχής χαρακτηριστικό είναι ότι σ’ αυτά η καρδιά του θλιμμένου ανοίγει, η αγάπη προς τον νεκρό ξεχειλίζει ελεύθερα, τα λόγια αναβρύζουν πιο πλούσια».<ref>Walther Kranz, ''Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας'', μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου, εκδοτικός οίκος Παπαδημητρίου, 1953, τόμος Β΄ σελ. 45</ref> Βλέπουμε λοιπόν ότι στα επιγράμματα του Ε΄ αιώνα (κυρίως του [[Σιμωνίδης ο Κείος|Σιμωνίδη]]) αλλά και σε πολλά νεώτερα, δεν εκφράζει ο ίδιος ο ποιητής τον πόνο του άμεσα, αλλά τον προκαλεί σ’ αυτούς που τον διαβάζουν με λόγια κατάλληλα διαλεγμένα. Αντίθετα, χαρακτηριστικό των επιγραμμάτων της ελληνιστικής εποχής αλλά και της μετέπειτα είναι η άμεση έκφραση της θλίψης, το ξεχυμένο συναίσθημα• τα επιγράμματα αυτά είναι μοιρολόγια. Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα επιγράμματα της κλασσικής και σ’ αυτά της ελληνιστικής περιόδου είναι ανάλογή με την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην ερμηνεία των υποκριτών του αρχαίου θεάτρου και των συγχρόνων ηθοποιών, ανάμεσα δηλαδή στο παίξιμο με μάσκες και χωρίς μάσκες. Είναι επίσης η διαφορά τους ανάλογη μ’ αυτήν του κλασικισμού από τον ρομαντισμό, ο λόγος, το νόημα, το άριστον μέτρον από τη μια μεριά και η φαντασία, το συναίσθημα, το πάθος από την άλλη.<ref>Λεκατσάς, ο.π.</ref> Γενικά στα επιγράμματα της ελληνιστικής περιόδου εμφανίζεται μια κομψότητα και χάρη (κυρίως στα ερωτικά)<ref>''"μια μινιατούρα ποιήματος"'', [[Άρης Δικταίος]], ''Anthologia Graeca η λεγομένη Παλατίνη'', Γκοβόστης, 1980, τ. Α΄σ. 150.</ref> καθώς και μια έμφαση σε καθημερινά θέματα κι ένα αντιηρωικό κλίμα, αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από τα ιδανικά Ομηρικά πρότυπα και τα ένδοξα βιώματα των Περσικών πολέμων (κυρίως στα αναθηματικά για τους φτωχούς δουλευτές που αφιερώνουν τα σύνεργά τους στους θεούς).<ref>''"Το μεγαλειώδες και το μεγαλοπρεπές παραχωρούν τώρα τη θέση τους στο καθημερινό"'', Δικταίος, ο.π. σ. 54.</ref>
 
Ακολουθεί μια περίοδος παρακμής. Η έμπνευση φαίνεται νά ’χει στερέψει και οι επιγραμματοποιοί επιδεικνύουν τεχνική στιχοπλόκου και όχι τέχνη ποιητή. Ο [[Λεωνίδας ο Αλεξανδρεύς]] γράφει επιγράμματα ισόψηφα (κάθε δίστιχο δίνει το ίδιο άθροισμα αν τα γράμματά του υπολογιστούν σαν -ελληνικοί- αριθμοί) και ο [[Νικόδημος ο Ηρακλεώτης]] ανακυκλικά (που διαβάζονται με το ίδιο μέτρο και νόημα κι από το τέλος προς την αρχή).