Γκαμπριέλ Φωρέ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
GünniX (συζήτηση | συνεισφορές)
ISBN
34kor34 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Βύνδεσμος
Γραμμή 26:
Με τη νόμιμη γυναίκα του απέκτησε δύο γιούς, το 1883 τον Εμμανουέλ Φωρέ-Φρεμιέ (με διπλό επώνυμο κατ' απαίτηση της συζύγου του), που εξελίχθηκε σε διεθνούς φήμης βιολόγο<ref>Willmer, E. N. [http://www.jstor.org/stable/769659 "Emmanuel Fauré-Fremiet, 1883–1971"], ''Biographical Memoirs of Fellows of the Royal Society'', Vol. 18 (November 1972), pp. 187–221, The Royal Society, accessed 7 September 2010</ref>, και τον Φιλίπ το 1889<ref name=grove/>. Για τον βιοπορισμό τους ο Φωρέ διηύθυνε την εκκλησιαστική χορωδία της Μαντλέν καθημερινά, ενώ παρέδιδε μαθήματα πιάνου και αρμονίας. Οι συνθέσεις του δεν απέφεραν αξιόλογα ποσά, καθώς ο εκδότης τις αγόραζε για 50 φράγκα την καθεμιά, χωρίς να του αποδίδει πνευματικά δικαιώματα. Απ' αυτή την περίοδο προέρχονται αρκετά -μεγάλης κλίμακας- έργα, καθώς και πολλά κομμάτια για πιάνο και τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία τα κατέστρεψε μετά από μερικές παραστάσεις, κρατώντας μόνο κάποια ως πηγή ιδεών<ref name=grove/>.
 
Ως νεαρός, ο Φωρέ υπήρξε πολύ εύθυμος· στα λόγια ενός φίλου, ήταν "''γεμάτος από νεανικό, ακόμη και παιδικό, κέφι''"<ref>Jones, p. 31</ref>. Ο διαλυμένος του αρραβώνας, σε συνδυασμό με την ανεπιτυχή του καριέρα, επέφεραν σημάδια κατάθλιψης, τα οποία ο ίδιος περιέγραφε ως "χολή". Στη δεκαετία του 1890, ωστόσο, τα πράγματα βελτιώθηκαν. Με τον θάνατο το 1892 του [[Ερνέστ Ζιρώ]], καθηγητή σύνθεσης στο [[Ωδείο των Παρισίων]] (Conservatoire de Paris) , ο Σαιν-Σανς τον παρότρυνε να αιτηθεί της κενής θέσης. Η συντηρητική διοίκηση του Ωδείου θεωρούσε τον Φωρέ «επικίνδυνα μοντέρνο» και ο διευθυντής, [[Αμπρουάζ Τομά]], απέτρεψε την πρόσληψη διαμηνύοντας: "''Ο Φωρέ; Ποτέ! Αν διοριστεί εδώ, εγώ παραιτούμαι''"<ref>Nectoux (1991), p. 224</ref>. Εντούτοις, ο Φωρέ αναλαμβάνει μια άλλη θέση που κατείχε ο Ζιρώ, αυτή του επιθεωρητή ωδείων και μουσικών σχολών ανά τη γαλλική επαρχία· το πόστο περιλαμβάνει συχνά και μακρόχρονα ταξίδια σ' ολόκληρη τη χώρα, αλλά βέβαια του παρέχει ένα σταθερό εισόδημα, που καθιστούν τα ιδιαίτερα μαθήματα πλέον περιττά<ref>Jones, p. 65</ref>.
 
Το 1896 ο Αμπρουάζ Τομά πεθαίνει και τη διεύθυνση του Ωδείου αναλαμβάνει ο Τεοντόρ Ντυμπουά, τον οποίον ο Φωρέ με τη σειρά του διαδέχεται ως κύριος οργανίστας της Μαντλέν. Η διεύθυνση υπό τον Ντυμπουά δεν ήταν άνευ συνεπειών: ο Ζυλ Μασνέ, καθηγητής σύνθεσης του Ωδείου, περίμενε να διαδεχθεί τον Τομά, ωστόσο επέμενε στην ισόβια ανάληψη της θέσης<ref>Jones, p. 78</ref>. Καθώς απορρίφθηκε, τη θέση κατέλαβε ο Ντυμπουά και ο Μασνέ παραιτήθηκε οργισμένος<ref>Nectoux (1984), pp. 224–25</ref>. Εν τέλει ο Φωρέ αναλαμβάνει την τάξη της σύνθεσης, από την οποία θα περάσουν αρκετοί μετέπειτα γνωστοί συνθέτες, μερικοί από τους οποίους περιλαμβάνουν τους [[Μωρίς Ραβέλ]], [[Λουί Ωμπέρ]], [[Τζόρτζε Ενέσκου]] και τη [[Νάντια Μπουλανζέ]]<ref name=grove/>. Κατά την άποψη του Φωρέ, οι μαθητές χρειάζονταν μια στιβαρή βάση με τα στοιχειώδη, έργο που ανέθεσε με χαρά στον ικανότατο βοηθό του, [[Αντρέ Ζεντάλζ]]<ref>Nectoux (1991), p. 246</ref>· η δική του συνεισφορά εστιαζόταν στο πώς να βοηθήσει τον κάθε μαθητή να εφαρμόσει αυτά τα στοιχειώδη στα προσωπικά του μέτρα και αισθητική. Ένας μαθητής του, ο [[Ζαν Ροζέρ-Ντυκάς]], έγραφε αργότερα, πως "''διόρθωνε την κάθε εργασία, επικαλούμενος τους κανόνες της φόρμας... και ανατρέχοντας πάντα σε κάποιο παράδειγμα από τους μεγάλους συνθέτες''"<ref>Nectoux (1991), p. 307</ref>. Ο Ραβέλ, από την άλλη, πάντα ενθυμούνταν το «ανοιχτό μυαλό» του δασκάλου του, ο οποίος -βλέποντας για πρώτη φορά το κουαρτέτο εγχόρδων του Ραβέλ- δεν έδειξε ιδιαίτερο ενθουσιασμό· μετά από μερικές μέρες, ξανακοιτώντας του δήλωσε "''μπορεί και να είχα κάνει λάθος [εκτίμηση]''"<ref>Nichols, p. 103</ref>. Στα λόγια του μουσικολόγου Ανρί Πρυνιέρ, "''αυτό που ο Φωρέ ανέπτυξε στους μαθητές του ήταν το αισθητικό κριτήριο, την αρμονική ευαισθησία, την αγάπη για τις καθαρές γραμμές, τις απρόσμενες και χρωματιστές μετατροπίες· ποτέ όμως δεν τους ώθησε να γράφουν στο δικό του ύφος και γι' αυτόν τον λόγο κατάφεραν όλοι τους να βρουν το δικό τους προσωπικό μονοπάτι, συχνά σε αντιδιαμετρικές κατευθύνσεις''"<ref>Copland, ''quoting'' Henri Prunières</ref>.