Κατακόμβες: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
[[Αρχείο:PanathinaikosΠαλαιοχριστιανικές BCκατακόμβες (2011στο logo)χωριό Τρυπητή στη Μήλο - Perilla Francesco - 1935.pngjpg|εναλλ.=μαρκουσ μπεργκ|μικρογραφία|215x215εσ200x200εσ|παναθηναικοσκατακομβες της BCρωμης]]
Οι '''Κατακόμβες''' ήταν υπόγεια [[Νεκροταφείο|νεκροταφεία]] και οστεοθήκες των χριστιανών και γενικά, κάθε βαθύς και σκοτεινός υπόγειος χώρος.
==Η προέλευση της ονομασίας==
Γραμμή 7:
Οι υπόγειοι τάφοι δεν είναι χριστιανική εφεύρεση, αλλά εντοπίζονται στην Ετρουρία και στο Λάτιο, αλλά και στην Παλαιστίνη φτιαγμένοι από τους Φοίνικες. Οι Ιουδαίοι είχαν κατακόμβες πριν τους Χριστιανούς στη Ρώμη.<ref>Ιάκωβος Αρχιτζικάκης, «Ο Χριστιανισμός και αι κατακόμβαι της Ρώμης», Νέα Σιών τομ.10, (1910), σελ. 454</ref>
 
==H προέλευσή τους OXI==
 
Άποψη πολλών αρχαιολόγων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνων ήταν πως οι κατακόμβες χρησιμοποιήθηκαν τα υπόγεια [[Ορυχείο|λατομεία]] που οι Εθνικοί γύρω από τη Ρώμη είχαν κατασκευάσει<ref>Π. Ρόκκος, «Αρχή και γέννησις των κατακομβών», Γρηγόριος Παλαμάς, τ/χ.4 (1920), σελ.627</ref>. Η άποψη όμως πως οι πρώτες κατακόμβες ήταν πρώην λατομεία αμφισβητείται για τους εξής λόγους: α) διαφέρουν στο εδαφικό στρώμα στο οποίο βρίσκονται τα μεν από τις δε: τα λατομεία σκάβονταν σε λιθοειδή στρώματα, ενώ οι κατακόμβες σε κοκκοειδή στρώματα, ακατάλληλα για οικοδομική χρήση. β)διαφέρουν ως προς την κατασκευή μεταξύ τους: οι διάδρομοι των λατομείων ήταν ευρύχωροι, ενώ των κατακομβών πολύ στενότεροι. Επίσης οι διάδρομοι στα λατομεία ήταν δημιουργημένοι όχι βάσει κάποιου σχεδίου αλλά ακανόνιστα, κάτι που δεν ίσχυε για τις κατακόμβες. Τέλος, η μετατροπή ορυχείου σε κατακόμβη απαιτούσε επιπλέον εργασίες.<ref>Παναγιώτης Τρεμπέλας, «Αι κατακόμβαι», στο:Εναίσιμα επί τη τριακοστή πέμπτη επετηρίδι της επιστημονικής δράσεως του Μακαριωτάτου Χρυσόστομου Παπαδόπουλου (επί. Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, εν Αθήναις 1931, σελ.440-442Π. Ρόκκος, «Αρχή και γέννησις των κατακομβών», Γρηγόριος Παλαμάς, τ/χ.4 (1920), σελ.628</ref>
Οι κατακόμβες χρησιμοποιούνταν ως τόποι ταφής των κατώτερων τάξεων που δεν ήταν σε θέση να αγοράσουν γη για το σκοπό αυτό - και αποτελούν από αυτήν την άποψη φαινόμενο οικονομικό: συγκέντρωσαν έναν μεγάλο αριθμό τάφων σε μικρό χώρο.<ref>Ιάκωβος Αρχιτζικάκης, «Ο Χριστιανισμός και αι κατακόμβαι της Ρώμης», Νέα Σιών τομ.10, (1910), σελ.460</ref>
 
==Η κατασκευή των κατακομβών ΜΠΟΡΕΙ==
Οι κατακόμβες λαξεύονταν σε πορώδες έδαφος περιέχοντας περίπλοκα συμπλέγματα διαδρόμων και κεντρικών θαλάμων στα τοιχώματα των οποίων ανοίγονται τάφοι σε επάλληλες σειρές και σε διάφορα σχήματα. Οι “κοπιάτες” (fessores) ήταν αυτοί οι οποίοι είχαν την επιμέλεια (εκσκαφή, συντήρηση, διαφύλαξη) των κατακομβών και ήταν ειδικευμένοι τεχνίτες που με το πέρασμα του χρόνου αποτέλεσαν και συντεχνίες<ref>Παναγιώτης Τρεμπέλας, «Αι κατακόμβαι», στο:Εναίσιμα επί τη τριακοστή πέμπτη επετηρίδι της επιστημονικής δράσεως του Μακαριωτάτου Χρυσόστομου Παπαδόπουλου (επί. Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, εν Αθήναις 1931, σελ.442</ref>.
Επρόκειτο για λαβύρινθο υπόγειων διαδρόμων και αλλεπέλληλων επιπέδων αποτελώντας διάφορα πατώματα ή ορόφους (piani) (έχουμε πέντε, έξι ή ακόμα και επτά ορόφους) Η μετάβαση από τον ένα στον άλλο όροφο γινόταν με εσωτερική κλίμακα κι όχι με βαθμιαία κλίση των διαδρόμων. Τα κατώτερα πατώματα είναι και τα μεταγενέστερα, χωρίς να αποκλείται οι οι ανώτεροι όροφοι να είναι μεταγενέστεροι. Συχνά οι κοπιάται, από φόβο μήπως καταρεύσει το έδαφος, άφηναν αρκετά συμπαγές έδαφος ενδιάμεσα από δύο ορόφους, αλλά διαπιστώνοτας στη συνέχεια τη στερεότητα του εδάφους, διάνοιγαν εκ των υστέρων εκεί άλλο διάδρομο.
Γραμμή 19:
Ως προς τον αερισμό τους κατά διάφορες αποστάσεις υπήρχαν αεραγωγοί που επικοινωνούσαν με την επιφάνεια, ενώ για το φωτισμό υπήρχαν λυχνίες από αργυρό ή ορύχαλκο: μάλιστα με τη χρήση αυτών των λυχνιών συνδέεται η συνήθεια καύσης καντηλιών ή ανάματος κεριών στις εκκλησίες σε ανάμνηση των δοκιμασιών των πρώτων χριστιανών.<ref>Π. Ρόκκος, «Αρχή και γέννησις των κατακομβών», Γρηγόριος Παλαμάς, τ/χ.4 (1920), σελ.711</ref>
 
==Η χρήση τους ΜΠΟΡΕΙ==
Οι κατακόμβες δεν ήταν τόπoι μυστικής σύναξης των χριστιανών, λατρείας ή τόποι καταφυγής σε περιόδους διωγμών, αλλά αποτελούσαν αποκλειστικά τόπους ταφής. Οι εσφαλμένες αντιλήψεις σχετικά με τη χρήση τους καλλιεργήθηκαν από λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα όπως Φαβιόλα, Κβό Βάντις και Χιτώνας. Λόγω της κατασκευής τους ήταν ακατάλληλοι χώροι για απόκρυψη και συγκέντρωση μεγάλου αριθμού χριστιανών. Οι λόγοι ήταν οι εξής: στενότητα χώρου, έλλειψη αερισμού και ανεπαρκής φωτισμός, ενώ η μαζική προσφυγή χριστιανών σε αυτές αυτομάτως θα κινούσε την περιέργεια των Ρωμαϊκών διωκτικών αρχών<ref>Παναγιώτης Παπαευαγγέλου, «Κατακόμβαι», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.7 (1965), στ.438</ref>
Ως προς την εποπτεία τους αυτή είχε ανατεθεί σε επτά διακόνους και ισάριθμους υποδιακόνους (liber pontificalis), καθώς όμως αυξάνονταν αυτές, αρμόδιοι ήταν οι εντεταλμένοι για τις ιεραπραξίες εφημέριοι. Στην Ρώμη υπήρχαν τόσες ενορίες όσες και οι κατακόμβες.<ref>Π. Ρόκκος, «Αρχή και γέννησις των κατακομβών», Γρηγόριος Παλαμάς, τ/χ.4 (1920), σελ.714</ref>
Γραμμή 26:
Μόλις το [[1578]] ανακαλύφθηκε η κατακόμβη της Αγίας Πρίσκιλλας από εργάτες που έψαχναν πορσελάνη γη.<ref>Κωνσταντίνος Καλλίνικος, «Αι κατακόμβαι των μαρτύρων», Εκκλησιαστικός Φάρος, τομ. 10 (1912), σελ.217</ref>
 
==Η χριστιανική τέχνη στις κατακόμβες OXI==
Η ζωγραφική των κατακομβών συνιστά την πρώτη μνημειακή ζωγραφική του Χριστιανισμού<ref>Κωνσταντίνος Καλοκύρης, Εισαγωγή εις την Χριστιανικήν και Βυζαντινήν Αρχαιολογίαν, εκδ. Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1970, σελ.123</ref>
Τα θέματα της ζωγραφικής των κατακομών είναι εθνικά και χριστιανικά. Εντοπίζονται στις οροφές των νεκρικών θαλάμων και στα μεταξύ των τάφων διαστήματα Όλες οι απεικονίσεις είναι νωπογραφίες. Τα θέματα είναι συμβολίκα και αντλούνται από την εθνική και χριστιανική παράδοση. Από την πρώτη έχουμε φυτικά και ζωϊκά θέματα: η ελιά (δηλώνει την ειρήνη), το αμπέλι (ο Χριστός, ''εγώ ειμί η άμπελος, Ιω.15, 1, αλλά και το μηστήριο της Θείας Ευχαριστίας), το πτηνό φοίνικας (νίκη κατά του θανάτου), το ελάφι (ο πόθος της ψυχής προς τον Χριστό). Αντικείμενα: ο φάρος (σωτηρία από το ναυάγιο της ζωής), το πλοίο (η Εκκλησία), η άγκυρα (σύμβολο ελπίδας). ΄Αλλα πάλι ζωικά θέματα απλά έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα (άλογα, κριάρια). Εξωβιβλικά σύμβολα είναι ακόμα: η Δεομένη Μορφή σε στάση προσευχής (πρβλ. Μινωική θεά με υψωμέα χέρια). Ο Ιχθύς, σύμβολο προϋπάρχων στη Συρία όπου και ιχθυολατρεία (στο Χριστιανισμό: η ακροστιχίδα ''Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ'' δηλώνει τη χριστιανική πίστη. Είναι σύμβολο ευχαριστίας και του Βαπτίσματος)<ref>Αθανάσιος Παλιούρας, «Κατακόμβες», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Θρησκείες, Εκδοτική Αθηνών, τομ.21 (1992), σελ.228-229, Παναγιώτης Παπαευαγγέλου, «Κατακόμβαι», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.7 (1965), στ.441-442</ref>
Χριστιανικά θέματα διακρίνονται σε Παλαιοδιαθηκικά και Καινοδιαθηκικά: και στα μεν πρώτα ανήκουν τα :Αμάρτημα και πτώση των πρωτοπλάστων, ο Νώε στην Κιβωτό, η θυσία του Αβραάμ, ο Μωυσής και καιόμενη βάτος, ο Μωυσής που χτυπά το βράχο και βγάζει νερό, η διατροφή των Ιουδαίων στην Έρημο, η Ανάληψη του προφήτη Ηλία, ο Ιώβ, οι Τρεις Παίδες στην κάμινο, ο Δανιήλ στα λιοντάρια, η Σωσάννα και οι Κριτές, η ιστορία του Ιωνά (πάνω από 130 τοιχογραφίες, αφοί ο Ιωνάς συμβολίζει την προτύπωση της τριήμερης ταφής και ανάστασης του Ιησού). Στα δε δεύτερα, έχουμε:την Προσκήνυση των Μάγων, τη Βάπτιση του Ιησού, το Θαύμα της Κανά, τη διατροφή των Πεντακισχιλίων, ο Χριστός και η Σαμαρείτιδα, η παραβολή των Δέκα Παρθένων, η θεραπεία του Παραλυτικού, η ανάβλεψη του τυφλού, η αιμορροούσα, η Ανάσταση του Λαζάρου, η άρνηση του Πέτρου, ο Χριστός και οι Απόστολοι, ο Χριστός και οι Κορυφαίοι Πέτρος και Παύλος.<ref>Αθανάσιος Παλιούρας, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Αρχαιολογία, εκδ.Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2000, σελ.22-23</ref>.
 
==Οι κυριότερες κατακόμβες ΝΑΙ==
 
Υπάρχουν 36 μεγάλες στη [[Ρώμη]]. Επίσης στη [[Νάπολη]], στη [[Σικελία]] (Συρακούσες, Παλέρμο), στην Αίγυπτο και Βόρειο Αφρική, στη Συρία, στη Μικρά Ασία και στα νησιά Μάλτα, Κύπρο και Μήλο<ref>Αθανάσιος Παλιούρας, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Αρχαιολογία, εκδ.Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2000, σελ.17</ref>.