Πειρατεία στον αρχαίο μεσογειακό κόσμο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Nataly8 (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 94:
Σε τέσσερις λοιπόν αιώνες οι Ρωμαίοι κατέκτησαν δύο μεγάλες χερσονήσους, την ιταλική και τη βαλκανική, και περιόρισαν την πειρατεία που προερχόταν από αυτές, αλλά αυτό δε σημαίνει πως το φαινόμενο είχε εξαλειφθεί. Βασικό εμπόδιο αποτελούσε η έλλειψη ισχυρού πολεμικού ναυτικού, ικανού να καταστείλει όσους θύλακες βρίσκονταν σε απομακρυσμένα ή καλά οχυρωμένα σημεία. Παραδείγματος χάριν, μπορεί η Ιλλυρία να έγινε [[προτεκτοράτο]] το [[228 π.Χ.|228]] και να ενσωματώθηκε πλήρως ως [[Ρωμαϊκή επαρχία|επαρχία]] το [[168 π.Χ.]], όμως πολλά ιλλυρικά πειρατικά λημέρια στη [[Δαλματία]] έμειναν άθικτα, αφού οι Ρωμαίοι αδυνατούσαν να εισέλθουν στις δαιδαλώδεις ακτές της.
 
Ένας ακόμα λόγος που η πειρατεία παρέμενε διαχρονικά ισχυρή, είναι πως σε κάποιο βαθμό ήταν οικονομικά χρήσιμη!. Αφ' ενός έδινε διέξοδο σε ανθρώπους από φτωχές περιοχές, άγονες ή κατεστραμμένες από πολέμους, ώστε να πλουτίσουν οι ίδιοι και να βοηθήσουν τους συμπολίτες τους, αυτό που ο Θουκυδίδης παλαιότερα αποκαλούσε «να θρέψουν τους ασθενέστερους».<ref>Θουκυδίδης, §5</ref> Αφ' ετέρου τροφοδοτούσε τις πλουσιότερες οικονομίες με ένα «εμπόρευμα» που αποτελούσε τη βασική παραγωγική δύναμη του αρχαίου κόσμου: με δούλους. Η [[Δήλος]], το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο όλης της 1ης χιλιετίας π.Χ., μας δίνει ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ούτε η αθηναϊκή θαλασσοκρατία των κλασικών χρόνων ούτε η ρωμαϊκή επέκταση προς ανατολάς περιόρισαν την κίνηση στην αγορά του νησιού - αντίθετα την οδήγησαν σε νέες εκρήξεις. Με τη Ρώμη να επιζητεί συνέχεια νέους σκλάβους, περισσότερους από όσους αποσπούσαν οι λεγεώνες της, οι πειρατές που τροφοδοτούσαν τα σκλαβοπάζαρα είχαν επιπλέον κίνητρο να εντείνουν τις δραστηριότητές τους, είτε απάγοντας ανθρώπους από [[Βάρβαροι|βαρβαρικούς]] τόπους για να τους πουλήσουν, ή κλέβοντας ήδη δούλους από αδύναμες περιοχές και πουλώντας τους εκ νέου σε πιο πλούσιους αγοραστές.<ref>De Souza, σελ. 64-65</ref>
 
=== Πρώτες στοχευμένες προσπάθειες ===