Γατόπαρδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 79.131.79.85 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό [[Χρήστ...
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 19:
| subdivision = ''Acinonyx jubatus hecki''<br />''Acinonyx jubatus jubatus''<br />''Acinonyx jubatus raineyi''<br />''Acinonyx jubatus soemmeringii''<br />''Acinonyx jubatus venaticus''
}}
Ο '''Γατόπαρδος''' είναι [[σαρκοφάγα|σαρκοφάγο]] [[θηλαστικά|θηλαστικό]] της [[οικογένεια|οικογενείας]] των [[αιλουρίδες|αιλουριδών]]. Ανήκει στην [[οικογένεια (βιολογία)|υποοικογένεια]] των [[αιλουρίνες|αιλουρινών]] και εντάσσεται ανάμεσα στα μέλη μιας «ομάδας» που απαρτίζουν τις αποκαλούμενες ''αγριόγατες'', που περιλαμβάνει διάφορα [[γένος (βιολογία)|γένη]] και της οποίας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μέλη. Το [[είδος]] έχει την επιστημονική ονομασία ''Acinonyx jubatus'', απαντά αποκλειστικά στην [[Αφρική]] και στο [[Ιράν]] και περιλαμβάνει 5 [[υποείδος|υποείδη]]. <ref>http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=183813</ref>
 
Ο γατόπαρδος, ένα από τα λιγοστά ζώα της επονομαζομένης ''Χαρισματικής Μεγαπανίδας'' (''Charismatic Megafauna''), αποτελεί άμεσα αναγνωρίσιμο είδος, με το χαρακτηριστικό μοτίβο από μαύρες κηλίδες στο ξανθό-μπεζ υπόστρωμα του τριχώματος και τις λεπτές, μαύρες γραμμώσεις (''δακρυικές λωρίδες'') στις πλευρές του προσώπου του. Πολλές φορές, ιδιαίτερα από κάποια απόσταση συγχέεται με την [[λεοπάρδαλη]] λόγω παρόμοιου χρωματισμού στο τρίχωμα, η οποία όμως έχει εντελώς διαφορετικό σωματότυπο και οι κηλίδες που διαθέτει είναι ''ροζέτες'' και όχι απλές στίξεις.
*Ο γατόπαρδος θεωρείται από τα πλέον δημοφιλή και αγαπητά [[αιλουροειδή]], λόγω του ευγενικού «χαρακτήρα» του -είναι το μόνο μεγάλο αιλουροειδές που μπορεί να εξημερωθεί και δεν έχει καταγραφεί να επιτίθεται στον άνθρωπο <ref>Schuhmacher</ref>-, γι’ αυτό και είναι από τα πλέον μελετημένα, ως προς την ηθολογία τους, σαρκοφάγα. Ωστόσο, ο γατόπαρδος είναι κυρίως διάσημος λόγω της εκπληκτικής ταχύτητας την οποία μπορεί να αναπτύξει κατά την καταδίωξη της λείας του, στοιχείο που οφείλεται αποκλειστικά στην εξειδικευμένη του σωματοδομή, και τού έχει αποδώσει, δικαίως, τον τίτλο του ''ταχύτερου χερσαίου οργανισμού'' στον Πλανήτη (βλ. Μορφολογία, Ταχύτητα). Επίσης, θετική εντύπωση δημιουργεί στους ερευνητές η αφοσίωση που δείχνουν μεταξύ τους τα αρσενικά, όταν σχηματίζουν τις σφιχτοδεμένες ομάδες που μένουν μαζί, συχνά για όλη τους τη ζωή (βλ. Ηθολογία).
 
Πέρα από την αναμφισβήτητη οικολογική σπουδαιότητά του, ο γατόπαρδος είναι από εκείνα τα ζώα πάνω στα οποία στηρίζεται η τουριστική «βιομηχανία» πολλών αφρικανικών χωρών. Τα περισσότερα σαφάρι που οργανώνονται περιλαμβάνουν στο «μενού» τους, μία από τις σπουδαιότερες εμπειρίες που μπορεί να βιώσει κάποιος, την παρακολούθηση αυτού του εκπληκτικού ζώου να κυνηγάει, κάτι που έχει αποτυπωθεί αμέτρητες φορές στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
*Ο γατόπαρδος έχει ''ασυνήθιστα χαμηλή γενετική ποικιλότητα'', η οποία συνδυάζεται με πολύ χαμηλό αριθμό, μικρή κινητικότητα και παραμορφωμένα μαστίγια σπερματοζωαρίων. Επικρατεί η θεωρία ότι, το είδος πέρασε από μια παρατεταμένη περίοδο ''ενδογαμίας'' (''inbreeding'') μετά από εκτεταμένη ''γενετική συμφόρηση'' (''genetic bottleneck'') κατά τη διάρκεια της τελευταίας [[Εποχή των Παγετώνων|εποχής των παγετώνων]]. Ωστόσο, ο ''γενετικός μονομορφισμός'' (''genetic monomorphism'') δεν εμπόδισε το είδος να πετύχει εξελικτικά σε δύο ηπείρους για χιλιάδες χρόνια.
==Τάση παγκόσμιου πληθυσμού==
*Καθοδική ↓ http://www.iucnredlist.org/details/219/0
==Ονοματολογία==
Η επιστημονική ονομασία του [[γένος (βιολογία)|γένους]] ''Acinonyx'' είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής λέξης ''Ακινόνυξ'', η οποία παράγεται από τα επί μέρους συνθετικά ''α'' (στερητ.) + ''κινώ'' + ''όνυξ'', «ο έχων ακίνητους όνυχες».
*Η σημασία του όρου είναι μεν προφανής, ωστόσο η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, διότι οι όνυχες του γατόπαρδου είναι ''συσταλτοί'', όπως και στα άλλα αιλουροειδή (βλ. Μορφολογία).
Η λατινική λέξη ''jubatus'' προέρχεται από το ''juba'' «χαίτη, λοφίο» <ref>http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=juba</ref> και, εκ πρώτης όψεως, δεν δικαιολογείται. Ωστόσο, τα κουτάβια του γατόπαρδου φέρουν χαρακτηριστική σειρά από τρίχες στην περιοχή του τραχήλου (''dorsal crest''/ ''mantle''), η οποία εκτείνεται μέχρι την αρχή της ράχης και μοιάζει με επίμηκες λοφίο, τύπου '' Μοχώκ'' (sic), εξ ου και η προέλευση του όρου. <ref>cats.org</ref>
===Άλλες ονομασίες===
Η λόγια λέξη ''Γατόπαρδος'' με την οποία αποδίδεται ευρέως στα ελληνικά το θηλαστικό, προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά ''γάτα/-ος'' + ''πάρδος''. Η λέξη ''πάρδος'', με τη σειρά της, είναι το αρσενικό της λέξης ''πάρδαλις'' (βλ. παρακάτω) η οποία έχει πρωτογενή σημασία και σημαίνει «λεοπάρδαλη», ζώο που ήταν ευρύτατα διαδεδομένο και αγαπητό στην αρχαιότητα. Επομένως, οποιαδήποτε επιστημονική ονομασία περιλαμβάνει αυτούσια την λέξη ή κάποια επί μέρους συνθετικά της, έχει τη σημασία της [[λεοπάρδαλη]]ς. Ακόμη και η λέξη «παρδαλός» είναι μεταγενέστερη και σημαίνει «αυτός που έχει στίξεις ή κηλίδες σαν της λεοπάρδαλης». <ref>Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 48:456</ref>
 
Σήμερα αναγνωρίζονται 5 υποείδη, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η συστηματική του γατόπαρδου έχει επιλυθεί. Μέχρι πρόσφατα, οι εξαφανισμένοι σήμερα πληθυσμοί ενός ''taxon'' που εμφάνιζαν διαφορετικές κηλίδες στο σώμα (ροζέτες σαν της λεοπάρδαλης), θεωρείτο ως [[είδος|υποείδος]] υπό την ονομασία ''Acinonyx rex'' «βασιλικός γατόπαρδος». Αργότερα αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη «ανωμαλία» ήταν απλώς μια ''παραλλαγή'' (''variation'') που οφειλόταν σε ενιαίο [[αλληλόμορφα γονίδια|υπολειπόμενο γονίδιο]]
Η λέξη ''pardus'' «πάρδος» είναι το αρσενικό της λέξης «πάρδαλις», και είναι μεταγενέστερη. Ο όρος ''πάρδαλις'' είναι παλαιά λόγια ονομασία που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την [[λεοπάρδαλη]] και προέρχεται από την αρχαία λέξη ''πόρδαλις''. Το Λεξικό [[Απολλώνιος ο Σοφιστής|Απολλωνίου του Σοφιστού]], αναφέρεται με σαφήνεια: ''πόρδαλις: ο άρσην, η δε θήλεια πάρδαλις''. Πρόκειται για [[ετυμολογία|δάνεια]] λέξη που, πιθανόν, έχει ανατολική προέλευση και συνδέεται με την ιρανική ''Pwrδηκ'', την [[περσική γλώσσα|περσική]] ''palang'' και την αρχ. [[ινδική γλώσσα|ινδική]] ''prdãku-''. Ωστόσο το επίθημα ''-αλις'' δεν εξηγείται ετυμολογικά. <ref>Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 48:456</ref>
 
Ο όρος ''γατόπαρδος'' «πέρασε» σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και αποτελεί, όπως και στην ελληνική, την κύρια λαϊκή ονομασία του ζώου. Ενδεικτικά αναφέρονται: ''Gepard'' (γερμ.), ''ghepardo'' (ιταλ.), ''guepardo'' (ισπαν.), ''gepárd'' (ουγγρ.), ''guépard'' (γαλλ.), ''gepardi'' (φινλανδ.), κ.ο.κ. Στα ολλανδικά, το ζώο αποκαλείται ''jachtluipaard'' «κυνηγετική λεοπάρδαλη».
 
Τέλος, μεγάλη απήχηση στην ελληνική γλώσσα είχε η ονομασία ''κυναίλουρος'', ιδιαίτερα στα παλαιότερα συγγράματα. Ο όρος προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά ''κύων'' + ''αίλουρος'' και ονομαζόταν έτσι, επειδή θεωρείτο ότι το θηλαστικό αποτελούσε μεταβατική μορφή «μεταξύ κυνός και γαλής». <ref>Πάπυρος Λαρούς, 1963, 9:76</ref>
 
Η επίσημη λόγια αγγλική ονομασία του γατόπαρδου είναι ''cheetah'' «τσίτα» {{Ref_label|I|i|none}} και ο όρος φαίνεται να έχει ρίζα από την ινδική γλώσσα [[χίντι]], όπου αναφέρεται ως ''cītā''. Αυτή η λέξη, με τη σειρά της, προέρχεται από την [[σανσκριτική γλώσσα|σανσκριτική]] ''citrakāyah'' «ποικίλος, πολύμορφος, κηλιδωτός» και, μάλλον, πρωταρχικά αναφερόταν στην [[τίγρη]]. <ref>http://dictionary.reference.com/browse/cheetah</ref>
==Συστηματική ταξινομική==
Το [[είδος]] περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γιόχαν Σρέμπερ (Johann Christian Daniel von Schreber, 1739-1810), το 1775, ως ''Felis jubata''. Μεταφέρθηκε στο μονοτυπικό γένος ''Acinonyx'' από τον Άγγλο ανατομικό και φυσιοδίφη Τζόσουα Μπρουκς (Joshua Brookes, 1761-1833), το 1775. <ref>cats.org</ref>
 
Ο γατόπαρδος πιθανώς εξελίχθηκε στην Αφρική κατά την Μειόκαινο Εποχή (2,6 έως 7,5 εκατ. χρόνια πριν), προτού περάσει στην Ασία. Παλαιότερα, οι γατόπαρδοι θεωρούνταν ιδιαίτερα αρχέγονα αιλουροειδή και ότι είχαν εξελιχθεί, περίπου 18 εκατομμύρια χρόνια πριν. Πρόσφατη έρευνα έχει τοποθετήσει τον τελευταίο κοινό πρόγονο όλων των υφιστάμενων πληθυσμών, να έχει ζήσει στην Ασία, 11 εκατ. χρόνια πριν, κάτι το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αναθεώρηση και βελτίωση των υφιστάμενων θεωριών σχετικά με την [[φυλογένεση]] του θηλαστικού. <ref>Johnson et al</ref> Από τους πλησιέστερους αρτίγονους «συγγενείς» του, το [[πούμα]] (''Puma concolor'') και το ''γιαγουαρούντι'' (''Puma yaguaroundi), διαχωρίστηκε περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια πριν. <ref>Mattern & Mclennan</ref> Τα συγκεκριμένα αιλουροειδή δεν έχουν μεταβληθεί αισθητά, όπως φαίνεται από τα καταγεγραμμένα απολιθώματα.
 
Το -εξαφανισμένο σήμερα- [[είδος]] ''Acinonyx pardinensis'', που έζησε κατά την Πλειόκαινο Εποχή, ήταν πολύ μεγαλύτερο από ό, τι το σύγχρονο είδος και εξαπλωνόταν στη Ευρώπη, την Ινδία και την Κίνα. Το είδος ''Acinonyx intermedius'' έζησε κατά την Μέση Πλειστόκαινο και υπήρχε στις ίδιες περιοχές. Το εξαφανισμένο [[γένος (βιολογία)|γένος]] ''Miracinonyx'' ήταν σε μεγάλο βαθμό παρόμοιο με το σημερινό, αν και πρόσφατη ανάλυση DNA έδειξε ότι τα είδη ''Miracinonyx inexpectatus'', ''M. studeri'' και ''M. trumani'' (αρχές έως τέλη της Πλειστόκαινου Εποχής), από τη [[Βόρεια Αμερική]], δεν ήταν «πραγματικοί» γατόπαρδοι και, μάλλον, συνδέονται φυλογενετικά με το σημερινό [[πούμα]] (''Puma concolor''). <ref>Mattern & Mclennan</ref>
*Ο γατόπαρδος έχει ''ασυνήθιστα χαμηλή γενετική ποικιλότητα'', η οποία συνδυάζεται με πολύ χαμηλό αριθμό, μικρή κινητικότητα και παραμορφωμένα μαστίγια σπερματοζωαρίων. <ref>O'Brien et al</ref> Επικρατεί η θεωρία ότι, το είδος πέρασε από μια παρατεταμένη περίοδο ''ενδογαμίας'' (''inbreeding'') μετά από εκτεταμένη ''γενετική συμφόρηση'' (''genetic bottleneck'') κατά τη διάρκεια της τελευταίας [[Εποχή των Παγετώνων|εποχής των παγετώνων]]. Ωστόσο, ο ''γενετικός μονομορφισμός'' (''genetic monomorphism'') δεν εμπόδισε το είδος να πετύχει εξελικτικά σε δύο ηπείρους για χιλιάδες χρόνια. <ref>Young & Harcourt</ref>
 
Σήμερα αναγνωρίζονται 5 υποείδη, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η συστηματική του γατόπαρδου έχει επιλυθεί. Μέχρι πρόσφατα, οι εξαφανισμένοι σήμερα πληθυσμοί ενός ''taxon'' που εμφάνιζαν διαφορετικές κηλίδες στο σώμα (ροζέτες σαν της λεοπάρδαλης), θεωρείτο ως [[είδος|υποείδος]] υπό την ονομασία ''Acinonyx rex'' «βασιλικός γατόπαρδος». Αργότερα αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη «ανωμαλία» ήταν απλώς μια ''παραλλαγή'' (''variation'') που οφειλόταν σε ενιαίο [[αλληλόμορφα γονίδια|υπολειπόμενο γονίδιο]] (βλ. Μορφές και ποικιλίες).
==Γεωγραφική εξάπλωση υποειδών==
[[Αρχείο: Cheetah_range_-_2.png|thumb|right|300px|Γεωγραφική εξάπλωση του είδους ''Acinonyx jubatus''. Κόκκινο = υψηλή προς μέση πυκνότητα, Καφέ = χαμηλή πυκνότητα, Μπεζ = Πολύ χαμηλή πυκνότητα, Ροζ = παλαιότερη, ιστορική εξάπλωση]]
Ο γατόπαρδος απαντά αποκλειστικά στην [[αφρική|αφρικανική]] ήπειρο, σε διάσπαρτους πληθυσμούς που, ανάλογα με το [[είδος|υποείδος]] κυμαίνονται από ικανοποιητικοί έως χαμηλοί. Επίσης, απαντά και σε κάποιες περιοχές του Β., ΒΚ. Ιράν, αλλά σε πολύ χαμηλούς αριθμούς. <ref>http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=219</ref>
 
Oι εναπομείναντες πληθυσμοί της Β. Αφρικής επιβιώνουν κυρίως στη Ν. Αλγερία και στον Β. Νίγηρα, ενώ η υποσαχάρια κατανομή είναι πλέον σοβαρά κατακερματισμένη, ιδίως στη Δυτική Αφρική, όπου η συνολική πυκνότητα είναι πολύ χαμηλή. Τα δύο κύρια τμήματα του ολικού πληθυσμού βρίσκονται στην Α. και Ν. Αφρική. Ενδιαφέρον είναι ότι, οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί βρίσκονται έξω από τις μεγάλες περιοχές διατήρησης (Εθνικά Πάρκα, Καταφύγια κ.λ.π.). Αυτό, πιθανώς οφείλεται στο γεγονός ότι επειδή άλλα μεγάλα αρπακτικά ζώα, ιδιαίτερα τα λιοντάρια, φθάνουν σε σχετικά υψηλές πυκνότητες μέσα σε πάρκα και καταφύγια, οι γατόπαρδοι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν αυτά τα ισχυρά ζώα. Αν και σώζονται σε σχετικά μεγάλο μέρος της πρώην ζώνης εξάπλωσής τους, οι αριθμοί τους είναι πολύ μειωμένοι και συνεχίζουν να μειώνονται. Οι πιο σημαντικοί πληθυσμοί επιβιώνουν σήμερα στην Κένυα και την Τανζανία στην Α. Αφρική και, στη Ναμίμπια και την Μποτσουάνα στη Ν. Αφρική.
==Ιστορική κατανομή==
Παλαιότερα, το θηλαστικό εξαπλωνόταν σε ολόκληρη σχεδόν την Αφρική με εξαίρεση τα κεντρικά τροπικά δάση βροχής, καθώς και σε ευρεία ζώνη της Ασίας, που ξεκινούσε από την Α. Τουρκία στα δυτικά και, διά μέσου της Εγγύς και Μέσης Ανατολής και της Αραβικής χερσονήσου, έφθανε ανατολικά μέχρι τα σύνορα της Ινδίας με το [[Μιανμάρ]] και βόρεια μέχρι το Ν. Καζακστάν και το Τατζικιστάν. Παρά το γεγονός ότι ήταν πολυάριθμος κατά τον 18ο αιώνα στην Ινδία, ο γατόπαρδος άρχισε να σπανίζει όλο και περισσότερο κατά τον 19ο αιώνα, με τις τελευταίες αξιόπιστες καταγραφές στην Ινδία να είναι στη δεκαετία του 1960. <ref>Chavda</ref> Στη δεκαετία του 1970, εξακολουθούσε να υπάρχει σε άνυδρες περιοχές του Τουρκμενιστάν, στα βορειοδυτικά σύνορα του Αφγανιστάν, και το ανατολικό μισό του Ιράν (IUCN 1976).
 
Σήμερα, εκτιμάται ότι ότι η απώλεια του ιστορικού εύρους κατανομής του γατόπαρδου στην Αφρική ξεπερνάει το 76%, <ref>Ray et al</ref> ενώ σε όλο το εύρος στην Ασία έχει εξολοθρευτεί ή είναι στα πρόθυρα της εξαφάνισης. <ref>Kingdon</ref>
{| class="wikitable"
|-
! Αρ.
! Υποείδος
! Περιοχή εξάπλωσης
! Σημειώσεις
! Κατάσταση πληθυσμού
|-
| 1 || ''Acinonyx jubatus hecki'' ||ΝΔ [[Αλγερία]], Β. [[Νίγηρας]], [[Μάλι]] (;), [[Τόγκο]] (;), [[Μπενίν]] (;) και [[Μπουρκίνα Φάσο]] || Πιθανότατα εξαφανισμένο από [[Μαρόκο]], [[Τυνησία]], [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]], [[Σενεγάλη]], [[Μαυριτανία]] και [[Καμερούν]] || '''Κρισίμως Κινδυνεύον''' ('''CR''')
|-
| 2 || ''Acinonyx jubatus jubatus'' || [[Ανγκόλα]], [[Μποτσουάνα]], [[Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό|Κονγκό]], [[Μοζαμβίκη]], [[Μαλάουι]] (;), [[Νότια Αφρική]], [[Τανζανία]], [[Ζάμπια]], [[Ζιμπάμπουε]] και [[Ναμίμπια]] || Είναι το πιο κοινό υποείδος στην Αφρική με σχετικά σταθερούς, υγιείς πληθυσμούς || Ευάλωτο (VU)
|-
| 3 || ''Acinonyx jubatus raineyi'' || [[Κένυα]], [[Ουγκάντα]], [[Τανζανία]] και [[Ουγκάντα]] || || Ευάλωτο (VU)
|-
| 4 || ''Acinonyx jubatus soemmeringii'' || [[Νίγηρας]], [[Νιγηρία]] (;), [[Καμερούν]] (;), [[Κεντροαφρικανική Δημοκρατία]], [[Τσαντ]], [[Σουδάν]], [[Αιθιοπία]] || || Ευάλωτο (VU)
|-
| 5 || ''Acinonyx jubatus venaticus'' || Β και ΒΚ [[Ιράν]] [Νταστ-ε Καβίρ (Dasht-e Kavir)] || Είναι το ασιατικό υποείδος, με τα λιγότερα άτομα από όλα τα υποείδη || '''Κρισίμως Κινδυνεύον''' ('''CR''')
|}
<ref>Wozencraft</ref><ref>http://dpipwe.tas.gov.au/Documents/Cheetah-Species-Profile.pdf</ref>
===Σημειώσεις επί των υποειδών===
*(1) Ονομάζεται ανεπίσημα ''γατόπαρδος της ΒΔ. Αφρικής'' (''Northwestern African cheetah'') και διαφέρει σημαντικά από τα υπόλοιπα υποείδη. Είναι μικρότερος σε μέγεθος και το τρίχωμά του είναι πολύ κοντό, σε σημείο να θυμίζει «κουρεμένη» ''αγριόγατα'' και, ''σχεδόν λευκού χρώματος'', με κηλίδες που ποικίλλουν από «ξεθωριασμένο» μαύρο στην ράχη μέχρι ανοικτό καφέ στα πόδια. Το πρόσωπο έχει λίγες ή καθόλου κηλίδες, οι δε δακρυικές λωρίδες (βλ. Μορφολογία) συχνά λείπουν. Είναι εξαιρετικά ανθεκτικός στην ξηρασία και, πολλές φορές, καλύπτει τις ανάγκες του σε νερό από το αίμα και τα υγρά των θηραμάτων του. <ref>http://www.bigcats.com/cheetahsworkshop.php?C=1</ref>
 
Στις ερημικές περιοχές Τέρμιτ (Termit) του Νίγηρα, ζουν όχι περισσότερα από 10 άτομα. Στην Αλγερία υπολογίζεται ότι ζουν άλλα 50 άτομα, ενώ ο συνολικός αριθμός του υποείδους δε φαίνεται να ξεπερνά τα 250 άτομα. Το 2010 κυκλοφόρησαν σπάνιες φωτογραφίες του στο διαδίκτυο, τραβηγμένες από ''κάμερες παγίδευσης'' (σημ. φωτογραφικές μηχανές προτοποθετημένες σε στρατηγικά σημεία και ενεργοποιούμενες από την κίνηση μπροστά στον φακό). Οι περιοχές στις οποίες περιπλανάται είναι τόσο μεγάλες και αφιλόξενες που, οι επιστήμονες θεωρούν πρακτικά αδύνατο να το δουν και εναποθέτουν τις ελπίδες τους στις ''κάμερες παγίδευσης''. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει το παρατσούκλι «το φάντασμα της Σαχάρας».<ref>http://news.bbc.co.uk/earth/hi/earth_news/newsid_9306000/9306399.stm</ref>
[[Αρχείο:Acinoyx jubatus venaticus.jpg|thumb|right|400px|Ο εξαιρετικά σπάνιος ασιατικός γατόπαρδος (υποείδος ''A. j. venaticus'']]
*(5) Ονομάζεται ανεπίσημα ''Ασιατικός γατόπαρδος'' (''Asiatic cheetah'') ή ''Ινδικός γατόπαρδος'' -αν και δεν υπάρχει πλέον στην Ινδία. Μέχρι τον Μάρτιο του 2013, μόνον 20 άτομα -εκ των οποίων 7 θηλυκά- είχαν καταγραφεί, αν και απέμεναν κάποιοι επί μέρους θύλακες προς διερεύνηση. Τα στοιχεία βασίστηκαν στην εξέταση φωτογραφιών από κάμερες παγίδευσης. <ref>Khosravifard</ref><ref>http://www.wildlifeextra.com/go/news/iran-cheetah-population013.html#cr</ref> Από την περιοχή του [[Βαλουχιστάν]] στο [[Πακιστάν]], υπήρχαν κάποιες καταγραφές, ωστόσο κάτοικοι αυτής της επαρχίας ανέφεραν ότι δεν έχουν δει το ζώο εδώ και 15 χρόνια. Τα ίδια ισχύουν και για κάποιες περιοχές στην Ινδία, όπου όμως οι αναφορές θεωρούνται αναξιόπιστες. Στο Ιράν, απαντούν κυρίως στις θαμνώδεις στέπες των κεντρικών οροπεδίων, διάσπαρτων με χορτολιβαδικές εκτάσεις, όπου είναι απλωμένο το σημαντικότερο οικιστικό δίκτυο των πόλεων της χώρας. <ref>Nowell & Jackson</ref>
==Βιότοπος==
Οι γατόπαρδοι απαντούν κυρίως σε ''όλες τις ξηρές περιοχές της υποσαχάριας Αφρικής, με πολύ μεγάλα ανοικτά πλατώματα'', όπου τα θηράματα είναι άφθονα. Κάθε μεγάλος πληθυσμός από μικρά ή μέσου μεγέθους οπληφόρα θηλαστικά μπορεί να υποστηρίξει τους γατόπαρδους, με την προϋπόθεση η βλάστηση να μην είναι πολύ πυκνή ή το έδαφος πολύ «σπασμένο» (πέτρες, ογκόλιθοι, κ.ο.κ). Τα οικοσυστήματα αυτά χαρακτηρίζονται ως ημι-ερημικά, με μικρό ύψος βροχής, και υπεροχή στην χαμηλή βλάστηση τύπου [[σαβάνα]]ς, πόες, θάμνους και όχι πολλά δένδρα. Ωστόσο, έχουν ευελιξία ενδιαιτημάτων όπως στη Ναμίμπια, όπου απαντούν σε λιβάδια, σαβάνες, πυκνότερη βλάστηση καθώς και σε ορεινό ανάγλυφο του εδάφους. Στα οροπέδια της Αιθιοπίας φθάνουν μέχρι τα 1500 μ., <ref>Nowell & Jackson</ref> ενώ υπάρχουν αναφορές για περιοχές του όρους Κένυα, στα 4.000 μ. <ref>Young & Evans</ref>
 
Ιδανικός βιότοπος είναι ένα ''μωσαϊκό αραιών δασικών εκτάσεων και βοσκοτόπων''. Δεν συνδέονται, γενικά, με πυκνές δασικές περιοχές, γι’ αυτό ''απουσιάζουν από την ζώνη των πυκνών δασών'' της Δ. Αφρικής ('' Sudano-Guinean Forest Zone''). Ωστόσο, αν και παρατηρούνται συχνότερα στις ανοικτές πεδιάδες με γρασίδι, μπορούν επίσης να κάνουν εκτεταμένη χρήση θάμνων και αραιών δασών, όπου, μάλιστα οι παρατηρήσεις δείχνουν ότι δαπανούν λιγότερη ενέργεια στο κυνήγι. Τέτοιες περιοχές είναι τα οικοσυστήματα με την τοπική ονομασία ''miombo'', στα οποία κυριαρχούν αραιές συστάδες δένδρων της [[οικογένεια (βιολογία)|οικογενείας]] (''Fabaceae/Leguminosae''), κυρίως των [[γένος (βιολογία)|γενών]] ''Brachystegia, Julbernardia'' και ''Isoberlinia''. Αυτές οι ημι-άνυδρες υποτροπικές περιοχές βρίσκονται από την Τανζανία και το Ζαΐρ στα βόρεια, μέχρι την Α. Ανγκόλα, την Ζιμπάμπουε και την Μοζαμβίκη στα νότια. <ref> http://www.animalinfo.org/glossm.htm#miombo</ref>
 
Στο Ιράν, οι κύριοι οικότοποι είναι ερημικοί, με λιγότερα από 100 χιλιοστά κατακρημνισμάτων ετησίως. Η μορφολογία του εδάφους κυμαίνεται από πεδιάδες και αλυκές, σε διαβρωμένες πλαγιές και απόκρημνες περιοχές της ερήμου που φθάνουν τα 2.000-3.000μ. Η βλάστηση, εάν υπάρχει, αποτελείται από αραιή κάλυψη θάμνων, οι περισσότεροι λιγότερο από ένα (1) μέτρο ψηλοί, των [[γένος (βιολογία)|γενών]] ''Salsola'', ''Artemisia'', ''Zygophyllum'', ''Astragulus'', ''Aphaxis'', κ.α. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/219/0</ref>
==Μορφολογία==
Οι γατόπαρδοι χωρίς να έχουν ιδιαίτερα εντυπωσιακές διαστάσεις, εν τούτοις, θεωρούνται μεγάλα αιλουροειδή, με τους ερευνητές να λένε χαρακτηριστικά ότι είναι οι ''μεγαλύτερες αγριόγατες και οι μικρότεροι πάνθηρες'', κάτι που αντικατοπτρίζει απολύτως την πραγματικότητα. Όλες, σχεδόν, οι σωματικές δομές του ζώου αντανακλούν και υπηρετούν, άμεσα ή έμμεσα, το κύριο στοιχείο που χαρακτηρίζει τον γατόπαρδο: την ''ταχύτητα''.
Γραμμή 106 ⟶ 43 :
Για να γίνει κατανοητή η δομή και λειτουργία των νυχιών του γατόπαρδου, πρέπει να γίνει αναφορά στο πώς λειτουργούν τα νύχια σε μια «απλή» γάτα. Το νύχι της γάτας αναπτύσσεται στην τελευταία φάλαγγα -''ονυχοφόρο''- κάθε δακτύλου, στην οποία καταφύονται δύο μικροί τένοντες.
#Με την έλξη του άνω τένοντα προκαλείται «συστολή» του νυχιού προς τα πάνω και πίσω, με ταυτόχρονη αναδίπλωση και συστροφή όλης της ονυχοφόρου φάλαγγας πίσω και πάνω από το άκρο της δεύτερης φάλαγγας, η οποία βρίσκεται ακριβώς πίσω από την ονυχοφόρο. Το νύχι οδηγείται σε ειδική δερματική ''θήκη'' (''sheath'') και δεν είναι ορατό πλέον, ενώ με την ταυτόχρονη έλξη της ονυχοφόρου φάλαγγας το πόδι «χάνει» σε εμβαδόν και δείχνει μικρότερο. Ο κάτω τένοντας χαλαρώνει.
#Με την έλξη του κάτω τένοντα εκτείνεται η ονυχοφόρος φάλαγγα προς τα εμπρός, ενώ το νύχι βγαίνει από τη θήκη και προβάλλει. Το πόδι «κερδίζει» σε εμβαδόν και δείχνει μεγαλύτερο. Ο πάνω τένοντας χαλαρώνει. <ref>Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 16:221</ref>
*Στον γατόπαρδο '''δεν''' υπάρχει η ειδική θήκη κάλυψης του νυχιού. Αυτό σημαίνει ότι το πόδι «δείχνει» πάντοτε τα νύχια του, που μοιάζουν «ακίνητα» -ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι- εξ ου και η ονομασία του [[γένος (βιολογία)|γένους]] (βλ. Ονοματολογία). Οι διφορούμενες απόψεις έγκεινται στο ότι, άλλοι ερευνητές θεωρούν τους γαμψώνυχες του γατόπαρδου ''ημι-συσταλτούς'', <ref>Caro</ref> ενώ άλλοι, τους θεωρούν ''πλήρως συσταλτούς'', <ref>http://www.curioustaxonomy.net/etym/misnamed.html</ref> αλλά η έλλειψη της ειδικής θήκης τούς αφήνει εκτεθειμένους. {{Ref_label|I|ii|none}}
 
Ωστόσο, όποια και αν είναι η αιτία, τα νύχια του γατόπαρδου έρχονται πάντοτε σε επαφή με το έδαφος, γεγονός που παρέχει στο ζώο ισχυρή πρόσφυση και μεγάλο [[τριβή|συντελεστή τριβής]] όταν καταδιώκει το θήραμα (βλ. Κυνήγι).
Γραμμή 129 ⟶ 66 :
 
vi) Ολόκληρο το σώμα, σε διατομή, εμφανίζεται λεπτό και αεροδυναμικό (''streamlined''), με βαθύ και στενό στήθος.
 
vii) Μεγάλες ρινικές κοιλότητες καταλαμβάνουν σημαντικό τμήμα του κρανιακού θόλου και επιτρέπουν την μέγιστη πρόσληψη αέρα κατά την καταδίωξη.
 
viii) Οι υπερμεγέθεις πνεύμονες και ο μεγάλος καρδιακός μυς, δέχονται και κατανέμουν τις τεράστιες ποσότητες Ο<sub>2</sub> που απαιτούνται γιa να «τροφοδοτήσουν» τις υψηλές ταχύτητες. <ref>The Anatomy of Speed, NGM, November 2012</ref> Οι αρτηρίες είναι μεγάλες με ισχυρά τοιχώματα.
==Ταχύτητα==
===Ζώο-δρομέας===
Ο γατόπαρδος ανήκει στα ζώα ''δρομείς'' (''cursorial animals''), τα οποία διανύουν μεγάλες αποστάσεις, ή τρέχουν γρήγορα στο έδαφος και, συνήθως, είναι και καλοί ''άλτες''. Τα χαρακτηριστικά των ''δρομέων'' είναι η ''ταχύτητα'', η ''αντοχή'', η ''επιτάχυνση'' και η ''ικανότητα ελιγμών.''. <ref>Παυλίδης</ref> Απο αυτά, ο γατόπαρδος διαθέτει σε ύψιστο βαθμό όλα, εκτός από το δεύτερο που εμφανίζεται εξαιρετικά μειωμένο. Η ικανότητά του να διατηρεί υψηλές ταχύτητες εμφανίζεται μόνο για μικρές αποστάσεις, ενώ τα περισσότερα άλλα αρπακτικά τρέχουν πιο αργά αλλά για μεγαλύτερες αποστάσεις.
 
Σημαντική συνιστώσα είναι το ''μήκος των κάτω άκρων'': όσο μακρύτερα είναι τα κάτω άκρα, τόσο μεγαλύτερες ταχύτητες επιτυγχάνονται. Ωστόσο, αυτό ισχύει ''μέχρις ενός ορίου μεγέθους σώματος'', διότι για παράδειγμα, η καμηλοπάρδαλη έχει πολύ μακρύτερα άκρα από τον γατόπαρδο αλλά δεν τρέχει με τέτοιες ταχύτητες (50-60 χλμ/ώρα). Οι γατόπαρδοι εμφανίζουν ικανοποιητικό λόγο/αναλογία ολικού μήκους σώματος και ύψους κάτω άκρων. Η σύγκριση αυτών των στοιχείων σε μια [[λιοντάρι|λέαινα]] λ.χ. δείχνει ότι ο γατόπαρδος έχει μικρότερο μέγεθος και ψηλότερα κάτω άκρα.
Γραμμή 141 ⟶ 73 :
Επίσης, η ταχύτητα εξαρτάται και από το «ενεργό» μήκος του κάτω άκρου, δηλαδή το κατά πόσο μπορεί να «αυξηθεί» το μήκος του κάτω άκρου, μέσω της δομής που εφάπτεται στο έδαφος. Εάν η δομή είναι το ίδιο το πόδι (''πελματοβάμονα'' ζώα), η «ενεργός» αύξηση είναι μικρή, εάν η δομή είναι τα δάκτυλα (''δακτυλοβάμονα'') είναι μεγαλύτερη και όταν η δομή που εφάπτεται στο έδαφος είναι τα νύχια (''ονυχοβάμονα''), τότε η «ενεργός» αύξηση γίνεται μέγιστη. Έτσι εξηγείται, κατά μεγάλο ποσοστό, η μεγάλη ταχύτητα που μπορούν να αναπτύξουν τα οπληφόρα φυτοφάγα θηλαστικά (αντιλόπες, γαζέλες, ζέβρες, άλογα, κ.λ.π.). Οι γατόπαρδοι είναι μεν δακτυλοβάμονα ζώα, αλλά στην υψηλή τους ταχύτητα συμμετέχουν και άλλοι παράγοντες.
 
Ο πλήρης «κύκλος» της κίνησης ενός ζώου που περπατάει ή τρέχει περιλαμβάνει την φάση που ονομάζεται ''διασκελισμός'' ή ''βήμα'' (''stride'') και εξαρτάται από δύο παραμέτρους, το ''μήκος διασκελισμού'' και την ''συχνότητα'' ή ''ρυθμό'' (αριθμός διασκελισμών/μονάδα χρόνου). Όσο μεγαλύτερες είναι αυτές οι παράμετροι, τόσο ταχύτερο είναι το ζώο. Συνήθως, διατηρούνται σε ισορροπία, όπως για παράδειγμα σε ένα [[καγκουρό]], το οποίο κινείται με μεγάλα άλματα (μεγάλο μήκος διασκελισμού) και ικανοποιητική συχνότητα. Οι ταχύτητες που επιτυγχάνουν αυτά τα μαρσιποφόρα φθάνουν τα 71 χλμ/ώρα, αν και για μικρές αποστάσεις. <ref>http://en.wikipedia.org/wiki/Fastest_animals</ref> Σε άλλους δρομείς είναι μικρός ο διασκελισμός αλλά εξαιρετικά αυξημένος ο ρυθμός, όπως για παράδειγμα στους λαγούς, μερικοί από τους οποίους μπορούν να τρέξουν μέχρι και 64 χλμ/ώρα. <ref> http://animals.nationalgeographic.com/animals/mammals/jackrabbit/</ref> Στον γατόπαρδο, ωστόσο, οι δύο αυτές παράμετροι έχουν πολύ μεγάλο μέγεθος, οπότε εξηγείται η υψηλή ταχύτητα που επιτυγχάνεται.
 
Τέλος, σημαντικές δομικές προσαρμογές αποτελούν η μορφή της [[κλείδα]]ς, η θέση της [[ωμοπλάτη]]ς σε σχέση με το στήθος και η κατάφυση των μυών που συμμετέχουν στην κίνηση σε σχέση με με την άρθρωση. Στους δρομείς υψηλών ταχυτήτων, επομένως και στον γατόπαρδο, η ''κλείδα είναι υπολειμματική'', η ωμοπλάτη βρίσκεται στο ''πλαϊνό τμήμα ενός βαθέος και στενού θώρακα'' και οι μύες των κάτω άκρων ''καταφύονται σχετικά κοντά στην σύστοιχη άρθρωση'', ώστε να μπορούν να την κινήσουν σε μεγαλύτερες γωνίες. <ref>Παυλίδης</ref> Σε αυτές τις προσαρμογές, εμπλέκονται πολύπλοκα συστήματα [[μοχλός|μοχλών]] και [[μοχλός|υπομοχλίων]] τα οποία λειτουργούν υπό αυστηρούς φυσικούς νόμους και καθορίζουν την δύναμη η οποία ασκείται κατά την κίνηση και, άρα, την επίτευξη υψηλών ταχυτήτων.
===Κίνητρο===
Ο γατόπαρδος, όπως και όλα τα ζώα στην καθημερινότητά τους, χρειάζεται ''κίνητρο'' (''motivation'') για την επίτευξη υψηλών ταχυτήτων και αυτό συμβαίνει μόνον σε δύο περιπτώσεις: ''όταν καταδιώκει το θήραμά του και όταν προσπαθεί να διαφύγει από πιθανούς θηρευτές''. {{πηγή}}
 
Αυτό κατεδείχθη περίτρανα, στο σημαντικότερο επιστημονικό πείραμα που έγινε μέχρι σήμερα, τα αποτελέσματα του οποίου δημοσιεύτηκαν το 2012. Στο πείραμα αυτό «συμμετείχαν» 9 γατόπαρδοι (6 από τον ζωολογικό κήπο του Ντάνσταμπλ στο Ηνωμένο Βασίλειο και 3 από το Κέντρο Γατόπαρδου Βαν Ντάικ της [[Πρετόρια]] στη Νότια Αφρική) και 6 λαγωνικά ''γκρέιχαουντς'' (''greyhounds''), δηλαδή σκύλοι που συμμετέχουν σε κυνοδρομίες, από τα ταχύτερα ζώα στον κόσμο. Σκοπός ήταν να μετρηθούν βασικά ''χωρο-χρονικά'' (''spatio-temporal'') και ''κινητικά'' (''kinetic'') χαρακτηριστικά από τα δύο [[είδος|είδη]] και να γίνει σύγκρισή τους, κυρίως το ''μήκος διασκελισμού/βήματος'' (''length stride'') και η ''δύναμη που αναπτύσσεται στα κάτω άκρα'' (''limb force''). Οι μετρήσεις έγιναν σε ζώα παρομοίου μεγέθους και βάρους και χρησιμοποιήθηκαν δύο σύνολα από κάμερες, οι οποίες είχαν συγχρονιστεί με δορυφορικούς εντοπιστές θέσης (GPS), για υψηλή ακρίβεια στις μετρήσεις. Τα ζώα έτρεξαν σε διαφορετικές κούρσες, σε διάδρομο 90 μέτρων, με «δόλωμα» που χρησιμοποιείται στις κυνοδρομίες το οποίο κυνηγούσαν, έτσι ώστε να υπάρχει «κίνητρο».
*Τα αποτελέσματα, πέραν από τις χρησιμότατες μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν, έδειξαν ότι οι «συμμετέχοντες» γατόπαρδοι έτρεχαν με ταχύτητες ανάλογες εκείνων των λαγωνικών και, μάλιστα, σε κάποιες κούρσες τα λαγωνικά έτρεχαν γρηγορότερα. Επειδή ήταν ήδη γνωστό ότι μπορούν να τρέξουν πολύ ταχύτερα, οι επιστήμονες οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι οι γατόπαρδοι, ''δεν είχαν το απαραίτητο κίνητρο'' γι’ αυτό -κάτι που, σίγουρα, ''δεν'' ήταν το μηχανικό «δόλωμα». <ref>Hudson et al</ref>
===Στοιχεία και αριθμοί===
Η ικανότητα του γατόπαρδου να αναπτύσσει ταχύτητες μεγαλύτερες από κάθε άλλο χερσαίο οργανισμό, προκαλούσαν ανέκαθεν τον θαυμασμό. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο όρος «ταχύτητα» αντιμετωπίζεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων με μεγάλη ασάφεια, όχι μόνον στην περίπτωση του γατόπαρδου αλλά και σε πολλές ανάλογες. Έτσι, διάφοροι αριθμοί για την ταχύτητα του αιλουροειδούς, με τον τρόπο που παρουσιάζονται σε διάφορα συγγράμματα «ευρείας κατανάλωσης», όπως και σε αμφίβολης αξιοπιστίας ιστοτόπους, δεν μπορούν να ελεχθούν για την επιστημονική τους αξιοπιστία και είναι αναπόδεικτοι. <ref>http://www.speedofanimals.com/animals/cheetah</ref>
 
Επίσης, ακόμη και οι πλέον αξιόπιστες πειραματικές μετρήσεις που έγιναν από επιστημονικούς φορείς, πραγματοποιήθηκαν σε συνθήκες «εργαστηρίου» και δεν είναι δυνατόν να καταγραφούν οι επιδόσεις του ζώου σε πραγματικές συνθήκες. {{Ref_label|I|iii|none}}.
Πέραν των ανακριβειών που έχουν γραφεί ή αναφερθεί, τα τεκμηριωμένα στοιχεία είναι τα εξής:
 
*Πολλά είναι τα ζώα που τρέχουν με υψηλές ταχύτητες αλλά ο γατόπαρδος είναι μακράν το ''μοναδικό σαρκοφάγο'' που ξεπερνά τα 100 χλμ/ώρα, με τα υπόλοιπα να υστερούν πολύ και να μη ξεπερνούν τα 72-75 χλμ/ώρα. Τα μοναδικά ζώα που μπορούν να φθάσουν ή να ξεπεράσουν τα 100 χλμ/ώρα είναι η ινδική αντιλόπη ''μπλάκμπακ'' (''Antilope cervicapra'') και η αμερικανική [[αντιλοκάπρα]] ή ''πρόγκχορν'' (''Antilocapra americana''), τα οποία είναι φυτοφάγα και, μάλιστα, μπορούν να διατηρήσουν αυτές τις οριακές ταχύτητες για περισσότερο χρόνο από ότι οι γατόπαρδοι. <ref>http://www.biology.ucr.edu/people/faculty/Garland/GarlandJanis1993.pdf</ref>
[[Αρχείο: Gepardjagt1 (Acinonyx jubatus).jpg|thumb|right|400px|Οι γατόπαρδοι επιταχύνουν κατά τρόπο που, δεν υπάρχει παρόμοιος στο ζωικό βασίλειο]]
*Το εντυπωσιακό στοιχείο στον γατόπαρδο δεν είναι τόσο η [[ταχύτητα]] την οποία μπορεί να αναπτύξει, αλλά η [[επιτάχυνση|επιτάχυνσή]] του, δηλαδή το πόσο γρήγορα αλλάζει η ταχύτητά του σε δεδομένο χρονικό διάστημα ''dt'', ή αλλιώς η ''μεταβολή της ταχύτητας στη μονάδα του χρόνου''. Μπορεί η ταχύτητά του να είναι λίγο μεγαλύτερη από εκείνη που αναπτύσσουν τα πολύ γρήγορα φυτοφάγα (βλ. παραπάνω), αλλά στο φυσικό μέγεθος της επιτάχυνσης, ο γατόπαρδος δεν έχει «αντίπαλο» να τον συναγωνιστεί. Άλλωστε, αυτός είναι ο κύριος λόγος που συλλαμβάνει τα θηράματά του. Επιταχύνει τόσο γρήγορα που ''δεν τους επιτρέπει'' να αποκτήσουν υψηλή ταχύτητα.
 
*H μεγαλύτερη -επίσημα καταγεγραμμένη- ταχύτητα είναι 29 μ./δευτερόλεπτο, <ref>Sharp</ref><ref>Hudson et al</ref> που αντιστοιχεί σε 104,4 χλμ/ώρα. Αυτός ο αριθμός, ωστόσο, είναι η ''μέση ωριαία ταχύτητα'' που καταγράφηκε στην ''συγκεκριμένη'' μέτρηση και για διάστημα 200 μέτρων περίπου <ref>Hudson et al</ref>
 
*Η μεγαλύτερη -επίσημα καταγεγραμμένη- επιτάχυνση καταγράφηκε το 2012 από έναν νεαρό αρσενικό γατόπαρδο, τον “Tommy T”, ο οποίος έτρεξε από θέση εκκίνησης, τα 100 μέτρα σε 5,95 δευτερόλεπτα, σε διαμορφωμένο χώρο στον ζωολογικό κήπο Τσιντσινάτι των ΗΠΑ. <ref>The Anatomy of Speed, NGM, November 2012</ref> Η μέση ωριαία ταχύτητα ήταν «μόλις» 16,8 μ./δευτερόλεπτο, αλλά σκοπός της κούρσας ήταν να μετρηθεί η επιτάχυνση του ζώου που υπολογίστηκε στα 100 χλμ/ώρα σε λιγότερο από 3 δευτερόλεπτα, κάτι που πετυχαίνουν μόνο τα αυτοκίνητα αγώνων. <ref>The Anatomy of Speed, NGM, November 2012, p. 114</ref> Σε παρόμοια μελέτη που εκπονήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο δείχθηκε ότι ο γατόπαρδος επιταχύνει με 10 χλμ/ώρα σε κάθε έναν (1) από τους πρώτους διασκελισμούς του, κάτι που τον καθιστά πιο γρήγορο στα πρώτα μέτρα από οποιοδήποτε αγωνιστικό αυτοκίνητο. <ref>http://www.bbc.com/news/science-environment-22861142</ref>
 
*Το ''μήκος διασκελισμού'' ενός γατόπαρδου που έχει αναπτύξει ταχύτητα, είναι 7,6 μέτρα, κατά μέσον όρο, δηλαδή η κίνηση του ζώου γίνεται με άλματα αυτής της τάξης μεγέθους. <ref>The Anatomy of Speed, NGM, November 2012, p. 114</ref>
 
*Η παραγομένη [[ισχύς]] ανά κιλό μάζας φθάνει τα 120 W (βάτ). Για σύγκριση ο ταχύτερος -αγωνιζόμενος- άνθρωπος, [[Γιουσέιν Μπολτ]] παράγει ισχύ 25W/κιλό μάζας, ένα άλογο του πόλο παράγει 30W/κιλό μάζας και ένα λαγωνικό κυνοδρομιών παράγει 60W/κιλό μάζας. <ref>http://www.bbc.com/news/science-environment-22861142</ref>
 
*Η ''μέση ωριαία ταχύτητα'' είναι εντελώς διαφορετική από την ''μέγιστη ταχύτητα'' που μπορεί να επιτευχθεί σε κάποιο σημείο της διαδρομής. Για παράδειγμα ο Γ. Μπολτ, όταν κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στα 100 μέτρα, με 9,58 δευτερόλεπτα είχε μέση ωριαία ταχύτητα 37,58 χλμ/ώρα, αλλά η μέγιστη ταχύτητα που πέτυχε ήταν, όταν δεν μπορούσε να επιταχύνει άλλο, περίπου στο διάστημα μεταξύ 60 και 80 μέτρων, τα οποία διήνυσε με ταχύτητα 44,72 χλμ/ώρα. <ref>http://en.wikipedia.org/wiki/Usain_Bolt#cite_ref-225</ref> Για να βρεθεί αυτός ο αριθμός, χρησιμοποιήθηκαν τα βίντεο της κούρσας και έγινε εξειδικευμένη ανάλυση καρέ-καρέ. Κατ΄αντιστοιχίαν, η ''μέση ωριαία ταχύτητα'' του γατόπαρδου (104,4 χλμ/ώρα) δεν αντιστοιχεί στην ''μέγιστη'', η οποία ''προφανώς είναι μεγαλύτερη''. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να γίνει καταγραφή και ανάλυση στην άγρια φύση, εκεί όπου το ζώο έχει «κίνητρο», οπότε οι επίσημες ταχύτητες υπό πειραματικές συνθήκες, είναι μικρότερες από εκείνες που μπορεί να πετύχει πραγματικά.
 
Από τα παραπάνω καταγεγραμμένα στοιχεία γίνεται σαφές ότι, κατά την αναφορά διαφόρων πηγών στην «ταχύτητα» του γατόπαρδου πρέπει να διευκρινίζεται για το τί «είδους» ταχύτητα πρόκειται, κάτι που στην πλειονότητα των περιπτώσεων παραλείπεται. Έτσι αναφορές για ταχύτητες πάνω από τα 110 χλμ/ώρα <ref>cats.org</ref><ref>http://www.speedofanimals.com/animals/cheetah</ref><ref>http://www.biology.ucr.edu/people/faculty/Garland/GarlandJanis1993.pdf</ref> αποτελούν, πιθανότατα, υποθέσεις για την «μέγιστη ταχύτητα» που μπορεί να πετύχει το ζώο και δεν μπορούν να αποδειχθούν.
==Τροφή==
[[Αρχείο: Acinonyx jubatus walking edit.jpg|thumb|right|400px|Ενήλικος γατόπαρδος (υποείδος ''A. j. raineyii'']]
Οι [[αντιλόπη|αντιλόπες]] και, ειδικότερα, οι [[γαζέλα|γαζέλες]] αποτελούν την πλειονότητα των θηραμάτων του γατόπαρδου. Στην Α. Αφρική, τα προτιμώμενα [[είδος|είδη]] είναι η ''γαζέλα του Τόμσον'' (''Eudorcas thomsonii'') στις πεδιάδες (π.χ. στο Σερενγκέτι) και το ''ιμπάλα''(''Aepyceros melampus'') στις δασώδεις περιοχές. Στις άγονες εκτάσεις σαβάνας της Β. Κένυας, το ''μικρό κούντου'' (''Tragelaphus imberbis''), το ''γκέρενουκ'' (''Litocranius walleri'') και το ''ντικ-ντικ'' (''Madoqua spp.'') έχουν αναγνωριστεί ως τα σημαντικότερα θηράματα. Στη νότια Αφρική, σημαντικά θηράματα αποτελούν το ''σπρίνγκμποκ'' (''Antidorcas marsupialis'') (BA. Μποτσουάνα, Ναμίμπια, Νότια Αφρική), τα μικρά του ''μεγάλου κούντου'' (''Tragelaphus strepsiceros''), o [[φακόχοιρος ο Κοινός|αφρικανικός φακόχοιρος]] (''Phacochoerus africanus'') (Ναμίμπια), το ''ιμπάλα'' και το ''πούκου'' (''Kobus vardonii''). Οι γατόπαρδοι, είναι επίσης γνωστό ότι, συλλαμβάνουν και μικρότερα θηράματα, κυρίως [[λαγός|λαγούς]]. Ωστόσο, εάν στο κυνήγι πάρουν μέρος πολλά αρσενικά, συχνά συλλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερα θηράματα, όπως [[γκνου]] (''Connochaetes spp.''). Στο Νίγηρα, τα θηράματα περιλαμβάνουν ''γαζέλες του Άριελ'' (''Gazella dorcas''), τις πολύ σπάνιες νεαρές ''γαζέλες ντάμα'' (''Nanger dama''), ''βερβερικά πρόβατα'' (''Ammotragus lervia'') και λαγούς. <ref>Claro & Sissler</ref>
 
Στην Ινδία, οι γατόπαρδοι κυνηγούσαν κυρίως αντιλόπες ''μπλάκμπακ'' (''Antilope cervicapra'') και γαζέλες ''τσινκάρα'' (''Gazella bennettii'') αλλά ήταν επίσης γνωστό ότι επιτίθεντο σε αντιλόπες ''νιλγκάι'' (''Boselaphus tragocamelus'') καθώς και σε οικόσιτα αιγοπρόβατα. Στο Τουρκμενιστάν κυνηγούσαν ''γαζέλες με μαύρη ουρά'' (''Gazella subgutturosa'') και η εξαφάνισή τους από την περιοχή αυτή συνδέεται στενά με τη μείωση των γαζελών, στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
 
Στο Ιράν, οι σημερινοί εναπομείναντες γατόπαρδοι -εκτός των προστατευομένων περιοχών με πληθυσμούς γαζέλας- λυμαίνονται κυρίως λαγούς, μια άφθονη πηγή τροφής, επειδή συνήθως δεν τρώγονται από τους ντόπιους μουσουλμάνους κυνηγούς. <ref>Nowell & Jackson</ref>
==Κυνήγι==
Ενώ οι άλλες μεγάλες «γάτες» συχνά κυνηγούν τη νύκτα, ο γατόπαρδος είναι κυνηγός που δραστηριοποιείται κατά τη διάρκεια της ημέρας, συνήθως νωρίς το πρωί, οπότε δεν επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες. Αυτή η στρατηγική θεωρείται μέρος της εξελικτικής προσαρμογής του ζώου, καθώς θα ήταν αδύνατον να επιβιώσει με την παρουσία άλλων μεγάλων αρπακτικών, στο κυνήγι μαζί τους. <ref>Caro</ref> Ωστόσο, επειδή βασίζεται αποκλειστικά στην όραση, ο γατόπαρδος κυνηγάει και κατά τις φεγγαρόλουστες νύκτες, ειδικά όταν έχει πανσέληνο. <ref>Hunter & Hamman</ref>
 
Το θήραμα «κατοπτεύεται» μέχρι την απόσταση των 10-30 μ. και στη συνέχεια εκδηλώνεται η επίθεση, που συνήθως δεν διαρκεί περισσότερο από ένα (1) λεπτό, όποια και αν είναι η κατάληξη. Το ποσοστό επιτυχίας είναι της τάξης του 50%, <ref>Hunter & Hamman</ref> αριθμός αρκετά υψηλός για ένα αρπακτικό που δεν διαθέτει εναλλακτικά μέσα στο «οπλοστάσιό» του. Η καταδίωξη του θηράματος σε τέτοιες ταχύτητες -τις υψηλότερες που συναντώνται σε χερσαία ζώα- ασκεί τεράστιες μεταβολικές «πιέσεις» στο σώμα του γατόπαρδου. Μία από αυτές είναι η ταχύτατη ''άνοδος της θερμοκρασίας'' του σώματος. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που, όταν η επίθεση αποτύχει, ο γατόπαρδος δεν επιμένει και εγκαταλείπει την προσπάθεια, μερικές φορές για να ξεκουραστεί για μισή ώρα ή περισσότερο. Η διαδικασία θήρευσης αναστέλλεται όταν η θερμοκρασία του σώματος τους φτάσει τους 40,5°C.
 
Όταν ο γατόπαρδος πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής το θήραμα, παίρνει θέση στην οπίσθια πλευρά του ζώου και το ανατρέπει, βάζοντάς του «τρικλοποδιά» (sic) απλώνοντας το ένα από τα μπροστινά του πόδια, ανάμεσα στα πισινά πόδια του θηράματος. Η θανάτωση επέρχεται με δάγκωμα στο κάτω μέρος του λαιμού για να επέλθει ασφυξία, ή για να διατρηθεί κάποια ζωτική αρτηρία. Άλλωστε, το μυικό σύστημα του γατόπαρδου δεν είναι αρκετά ισχυρό για να σπάσει τον λαιμό του θηράματος. Στη συνέχεια, ο γατόπαρδος προχωράει στην άμεση κατανάλωση της λείας, το συντομότερο δυνατόν πριν η θανάτωση γίνει αντιληπτή από άλλα αρπακτικά, στην αντιπαράθεση με τα οποία, ο γατόπαρδος βγαίνει πάντοτε χαμένος (βλ. Ανταγωνισμός με άλλα αρπακτικά)
[[Αρχείο: Cheetah with impala.jpg |thumb|right|400px|Η θανάτωση της λείας πραγματοποιείται με στραγγαλισμό]]
Αντίθετα από ότι πιστεύεται, η επιτυχία του γατόπαρδου στο κυνήγι ''δεν εξαρτάται τόσο από την ταχύτητά'' του. Πολλά ζώα, ιδιαίτερα οι γαζέλες και άλλα οπληφόρα θηλαστικά, μπορούν να αναπτύξουν πολύ μεγάλες ταχύτητες, αρκετά μάλιστα από αυτά εκτελούν πολύ μεγάλα άλματα, υπερπηδώντας εμπόδια ανυπέρβλητα για τον γατόπαρδο ή αλλάζουν πορεία ταχύτατα. Γι’ αυτό οι γατόπαρδοι προτιμούν να κυνηγάνε σε ανοικτές εκτάσεις χωρίς φυσικά εμπόδια.
 
Στην διαδικασία του κυνηγιού τον μεγαλύτερο ρόλο παίζουν η '' ουρά και τα νύχια'' του γατόπαρδου. Το αιλουροειδές αναπτύσσει ταχύτητα ''μόνο για να προσεγγίσει το θύμα'', αλλά η καταδίωξη εξαρτάται πολύ λίγο από αυτήν. Η ικανότητα ελιγμών του θηράματος αντισταθμίζεται από την δυνατότητα αλλαγής πορείας του γατόπαρδου που πραγματοποιείται με την χρήση της ''ισχυρής, μακριάς ουράς η οποία λειτουργεί ως πηδάλιο''. Ωστόσο, αυτό μόνο δεν θα έφθανε εάν ο κυνηγός ολίσθαινε στο ξερό, γυμνό από βλάστηση έδαφος της σαβάνας. Τότε, τον σημαντικότερο ρόλο διαδραματίζουν τα νύχια του ζώου (βλ. Γαμψώνυχες), τα οποία βρίσκονται πάντοτε σε επαφή με το έδαφος, ''αυξάνοντας καθοριστικά τον συντελεστή τριβής''. Σε εκπονηθείσες μελέτες, οι περισσότερες καταδιώξεις εμπλέκουν την ''εξαιρετική ευελιξία'' (αλλαγή κατεύθυνσης) παρά την ''ακραία ταχύτητα'' στην ευόδωση του κυνηγιού. Μάλιστα, σύμφωνα με τις ίδιες μελέτες, ο γατόπαρδος δεν είναι μόνον ο ''ταχύτερος χερσαίος κυνηγός αλλά και ο πιο ευέλικτος''. <ref>http://www.bbc.com/news/science-environment-22861142</ref>
 
*Οι ''μέσες ταχύτητες'' που επιτυγχάνει ο γατόπαρδος όταν κυνηγάει είναι πολύ μικρότερες από εκείνες που καταγράφονται στις πειραματικές μετρήσεις ή από εκείνες που -δυνητικά- μπορεί να πετύχει και, κυμαίνονται στα 60-65 χλμ/ώρα. <ref>http://www.bbc.com/news/science-environment-22861142</ref>
==Ανταγωνισμός με άλλα αρπακτικά==
Παρά την ταχύτητά τους και την ικανότητά τους στο κυνήγι, οι γατόπαρδοι, κυρίως λόγω του ήπιου χαρακτήρα τους, υπερκεράζονται σε μεγάλο βαθμό από άλλα αρπακτικά ζώα στο μεγαλύτερο εύρος κατανομής τους. Μάλιστα, αυτά τα αρπακτικά δεν είναι απαραίτητα οι δύο μεγάλοι πάνθηρες ([[λιοντάρι]], [[λεοπάρδαλη]]) με τους οποίους πολλές φορές συναντάται, αλλά και σαρκοφάγα μικρότερου μεγέθους ([[ύαινα|ύαινες]], σκύλοι, αετοί), από τους οποίους σχεδόν πάντοτε χάνει το θήραμα. Επειδή οι γατόπαρδοι έχουν εξελιχθεί για εκρήξεις ακραίας ταχύτητας, χάνουν σε μυική ισχύ και αδυνατούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους έναντι των περισσοτέρων άλλων αρπακτικών. Συνήθως αποφεύγουν τις μάχες και, ενώ «έχουν κάνει όλη τη δουλειά», θα παραδώσουν την λεία αμέσως, ακόμη και αν πρόκειται για μία (1) μόνον [[ύαινα]], χάνοντας την τροφή τους, αλλά αποφεύγοντας τον κίνδυνο τραυματισμού.
*Επειδή οι γατόπαρδοι βασίζονται αποκλειστικά στην ταχύτητα για να συλλάβουν τα θηράματα, το μυοσκελετικό τους σύστημα πρέπει να διατηρείται άθικτο, διότι τυχόν τραυματισμός καθιστά απαγορευτική την επίτευξη των ακραίων ταχυτήτων κατά την καταδίωξη, κάτι που θα μπορούσε, ουσιαστικά, να απειλήσει την ίδια τους τη ζωή.
 
Ο γατόπαρδος έχει πιθανότητα 50% να χάσει το σκοτωμένο θήραμα από άλλα αρπακτικά ζώα, <ref> O'Brien et al</ref> γι’ αυτό και προσπαθεί να το καταναλώσει αμέσως μετά τη θανάτωση. Μάλιστα, λόγω της μείωσης των διαθεσίμων οικοτόπων στην Αφρική, οι γατόπαρδοι τα τελευταία χρόνια έχουν αντιμετωπίσει μεγαλύτερη πίεση στον ανταγωνισμό τροφής από άλλα ιθαγενή αρπακτικά της Αφρικής. {{πηγή}}
 
Τέλος, σημαντικές δομικές προσαρμογές αποτελούν η μορφή της [[κλείδα]]ς, η θέση της [[ωμοπλάτη]]ς σε σχέση με το στήθος και η κατάφυση των μυών που συμμετέχουν στην κίνηση σε σχέση με με την άρθρωση. Στους δρομείς υψηλών ταχυτήτων, επομένως και στον γατόπαρδο, η ''κλείδα είναι υπολειμματική'', η ωμοπλάτη βρίσκεται στο ''πλαϊνό τμήμα ενός βαθέος και στενού θώρακα'' και οι μύες των κάτω άκρων ''καταφύονται σχετικά κοντά στην σύστοιχη άρθρωση'', ώστε να μπορούν να την κινήσουν σε μεγαλύτερες γωνίες. Σε αυτές τις προσαρμογές, εμπλέκονται πολύπλοκα συστήματα [[μοχλός|μοχλών]] και [[μοχλός|υπομοχλίων]] τα οποία λειτουργούν υπό αυστηρούς φυσικούς νόμους και καθορίζουν την δύναμη η οποία ασκείται κατά την κίνηση και, άρα, την επίτευξη υψηλών ταχυτήτων.
[[Αρχείο: Gepardjagt1 (Acinonyx jubatus).jpg|thumb|right|400px|Οι γατόπαρδοι επιταχύνουν κατά τρόπο που, δεν υπάρχει παρόμοιος στο ζωικό βασίλειο]]
==Ηθολογία==
Η κοινωνική ζωή των γατόπαρδων παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, διότι είναι διαφορετική για τα αρσενικά και τα θηλυκά, με τα πρώτα να είναι πολύ δεμένα μεταξύ τους.