Ξύλινα Σπαθιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 11:
}}
 
Τα '''Ξύλινα Σπαθιά''' ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα μουσικά συγκροτήματα της Ελλάδας, προερχόμενο από τη ΒεροιαΒέροια, που τη δεκαετία του 1990 ξεχώρισε για τον ιδιαίτερο ήχο του, ο οποίος ήταν πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής.
 
Η μουσική τους συνδυάζει στοιχεία από την pop, τη rock, και την electronica, διατηρώντας ταυτόχρονα ένα ελληνικό μελωδικό "χρώμα", ενώ οι έντονα προσωπικοί και βιωματικοί στίχοι του Παύλου Παυλίδη διακρίνονται για την ποιητικότητα και την εικονοπλαστικότητά τους. Γενικότερα, στα τραγούδια των Ξύλινων Σπαθιών κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα συναισθηματικής φόρτισης, που εκφράζεται άλλοτε με εξωστρέφεια και έντονους ρυθμούς και άλλοτε με μια ήρεμη εσωτερικότητα.
Γραμμή 32:
Το 1996, το «Πέρα απ' τις πόλεις της ασφάλτου» γίνεται χρυσό. Τα Ξύλινα Σπαθιά δίνουν συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και αποκτούν ένα ευρύ ακροατήριο. Το «Λιωμένο παγωτό» και το «Φωτιά στο λιμάνι» είναι τα super hits της ελληνικής νεολαίας.
 
Το 1997, κυκλοφορεί το album «Μια ματιά σαν βροχή» από τη Virgin. Ο δίσκος περιλαμβάνει 10 τραγούδια που ηχογραφήθηκαν από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο του 1997 στο studio Magnanimοus, με ηχολήπτες τους Χρήστο Χαρμπίλα και Τίτο Καρυωτάκη. Ως σημαντικότερα από το album ξεχωρίζουν τα «Βροχοποιός», «Δεν έχει τέλος», «Ένα παράξενο τραγούδι», «Στο βράχο» και «Αλλάζει πρόσωπα η θλίψη» με κορυφαίο το εκρηκτικό «Ρομπότ». Το «ΜιάΜια ματιά σαν βροχή» είναι το αρτιότερο album των Ξύλινων Σπαθιών και ίσως η σημαντικότερη -καλλιτεχνικά- από όλες τις κυκλοφορίες τους. Εδώ γίνονται πλέον ξεκάθαρες οι προθέσεις της μπάντας να πειραματιστεί σε πιο ηλεκτρονικά ηχητικά μονοπάτια και το synthesizer του Βασίλη Γκουνταρούλη αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στις συνθέσεις, τις οποίες υπογράφουν πλέον όλα τα μέλη του γκρουπ. Όσον αφορά τα κείμενα, ο Παύλος Παυλίδης έχει ωριμάσει στιχουργικά και καταθέτει τραγούδια-ποιήματα όπως το «Μόνο αυτό» και το «Στο βράχο». Σε μια συνέντευξη, εκείνης της εποχής, δηλώνει: «''Αυτό που μ' ενδιέφερε από την αρχή, είναι ένα συγκρότημα που εάν πετύχαινε, να προχωρούσε και παραπέρα. 'Όταν βρεθήκαμε μαζί με τα παιδιά, κατάλαβα ότι είμαστε ένα καλό group, με απρόβλεπτη συνέχεια. Τώρα, στο υλικό του τρίτου δίσκου, η δουλειά είναι συνολική και οι ιδέες ξεπηδάνε από παντού...''» Την ίδια χρονιά τα Ξύλινα Σπαθιά συνεχίζουν τις συναυλίες σε Ελλάδα και Κύπρο, με αποκορύφωμα το Φεστιβάλ Βύρωνα όπου συγκεντρώνουν 8.000 άτομα, ενώ, στο τέλος του χρόνου, έπειτα από πρόσκληση του MTV, εμφανίζονται στο H.Q. club του Λονδίνου. Αυτή είναι και η πρώτη ζωντανή τους εμφάνιση χωρίς τον Πάνο Τόλιο, ο οποίος αποχωρεί οριστικά από το συγκρότημα και τη θέση του στα τύμπανα παίρνει ο Τάκης Καννέλος των Mode Plagal.
 
Το 1998, ο «Πέρα απ' τις πόλεις της ασφάλτου» γίνεται πλατινένιο ενώ το «Μια ματιά σαν βροχή» χρυσό. Οι εμφανίσεις τους στα club «Ρόδον» της Αθήνας και «Μύλος» της Θεσσαλονίκης γίνονται sold out. Τον Ιούλιο εμφανίζονται στο Rockwave Festival '98 και το Σεπτέμβρη ανοίγουν τη συναυλία των Rolling Stones στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ο Παύλος Παυλίδης δηλώνει: «''...είναι τρελή και μόνο η ιδέα να τραγουδάς μπροστά σε 80.000 κόσμο. Όταν τελειώσαμε, ο μάνατζερ των Stones μου είπε: «είστε από τους λίγους που δε φάγατε μπουκάλια. Στις περιοδείες μας έχουμε ειδικό συνεργείο για να καθαρίζει τη σκηνή από τα μπουκάλια που τρώει το κάθε support group. Σήμερα το συνεργείο θα ξεκουραστεί». Όταν τον ρώτησα ποια άλλα συγκροτήματα γλίτωσαν τα μπουκάλια μου απάντησε: «Αυτά που μπορώ να θυμηθώ είναι οι Smashing Pumpkins και οι Red Hot Chili Peppers»...''» Στα τέλη του χρόνου τα Ξύλινα Σπαθιά επισκέπτονται και πάλι τη Μεγάλη Βρετανία και εμφανίζονται στο ιστορικό Hacienda Manchester. Ο Τάκης Κανέλλος δε μπορεί να αντεπεξέλθει στο φορτωμένο συναυλιακό πρόγραμμα της μπάντας, αποχωρεί, και τη θέση του στα τύμπανα παίρνει ο Γιάννης Μήτσης.
 
Το 1999, κυκλοφορεί το cd single «Τροφή για τα θηρία» από τη Virgin. Ο δίσκος περιλαμβάνει 4 τραγούδια που ηχογραφήθηκαν από τον Απρίλιο ως τον ΜάϊοΜάιο του 1999 στο studio Αγροτικόν του Νίκου Παπάζογλου στη Θεσσαλονίκη, με ηχολήπτη το Χρήστο Μέγα. Τα τραγούδια αυτά είναι ενδεικτικά της διπλής ηχητικής κατεύθυνσης που είχε πάρει πλέον η μπάντα. Από τη μία ήρεμες και ατμοσφαιρικές συνθέσεις («Διαστημόπλοια» και «Χάθηκα») και στον αντίποδα, εκρηκτικοί χορευτικοί ρυθμοί και ηλεκτρονικοί ήχοι («Τροφή για τα θηρία» και «Τώρα αρχίζω και θυμάμαι»). Το single αυτό ήταν ουσιαστικά ο προπομπός του επόμενου και τελευταίου studio album του συγκροτήματος που θα κυκλοφορούσε ένα χρόνο αργότερα. Εν τω μεταξύ, τα Ξύλινα Σπαθιά συνεχίζουν με επιτυχία τις ζωντανές εμφανίσεις τους και στη σύνθεση της μπάντας προστίθεται ένα νέο μέλος, ο Κώστας Παντέλης που παίζει κιθάρα.
 
Το 2000, κυκλοφορεί το album «Ένας κύκλος στον αέρα» από τη Virgin. Ο δίσκος περιλαμβάνει 10 τραγούδια που ηχογραφήθηκαν από τον Μάιο ως τον Ιούνιο του 2000 στο studio Magnanimοus, με ηχολήπτες τους Χρήστο Μέγα και Martin Ekman. Ως σημαντικότερα από το album ξεχωρίζουν τα «Η τελευταία φορά», «Τι περιμένουν», «Ο ναυαγός», «Σαν εσένα» και «Χάρτινος ουρανός» με κορυφαίο το «Πάρε με μαζί σου», το τελευταίο τραγούδι των Ξύλινων Σπαθιών που έτυχε μεγάλης απήχησης. Νωρίτερα, το χειμώνα της ίδιας χρονιάς, ο Παύλος Παυλίδης είχε αποσυρθεί στην Αμοργό, όπου, στο home studio που δημιούργησε εκεί, έγραψε τα περισσότερα από τα τραγούδια που περιλήφθηκαν στο album. Το «Ένας κύκλος στον αέρα» είναι ίσως το πιο διχασμένο -δημιουργικά- album της μπάντας, καθώς εδώ γίνονται εντονότερες οι αντιφατικές μουσικές κατευθύνσεις που είχαν ακολουθήσει στο «Τροφή για τα θηρία». Έτσι δίπλα σε έντονα, χορευτικά τραγούδια όπως το «Τι περιμένουν» συνυπάρχουν αργές, σχεδόν ψιθυριστές, συνθέσεις όπως το «Ο ναυαγός». Ωστόσο τα Ξύλινα Σπαθιά δείχνουν ότι διανύουν την περίοδο της ωριμότητας τους καταθέτοντας ένα δίσκο ο οποίος μπορεί να μην έχει την αρτιότητα και την πληθωρικότητα του «Μια ματιά σαν βροχή» ή την ορμή του «Ξεσσαλονίκη» αλλά διατηρείται σε υψηλό επίπεδο και αποτελεί προϊόν ενός συνόλου που επί πολλά χρόνια έχει δουλέψει τον ήχο του και, κλείνοντας τον κύκλο του, παραμένει δημιουργικό και απρόβλεπτο.