Κάρυ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Μικροβελτιώσεις.-
Γραμμή 27:
 
==Ετυμολογία==
Το κάρυ υιοθετήθηκε και αγγλοποιήθηκε από την [[Ταμίλ γλώσσα|Ταμίλ]] λέξη ''ka<u>r</u>i'' (கறி) που σημαίνει «σάλτσα»,<ref>{{cite web|url=http://dsal.uchicago.edu/cgi-bin/philologic/getobject.pl?c.0:1:705.hobson |title=University of Chicago |publisher=Dsal.uchicago.edu |date=1 September 2001 |accessdate=8 June 2009}}</ref> η οποία συνήθως νοείται να σημαίνει λαχανικά και/ή κρέας μαγειρεμένα με μπαχαρικά, με ή χωρίς σάλτσα ''(gravy)''.<ref>{{cite web|url=http://www.cookeryonline.com/India/INDIA4.html#K |title=Indian Cookery Terms |publisher=Cookeryonline.com |date=24 February 2007 |accessdate=8 June 2009}}</ref>{{refn|group="Σημ."| Το ''gravy'' είναι μια παχύρρευστη σάλτσα, συχνά από τους χυμούς των κρεάτων οι οποίοι ρέουν φυσικά κατά το μαγείρεμα και συμπυκνώνονται με [[αλεύρι|άλευρο]] [[σιτάρι|σίτου]] ή [[άμυλο]] [[αραβόσιτος|αραβοσίτου]] για την προσθήκη υφής. Στις [[Ηνωμένες Πολιτείες]], ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε μια ευρύτερη ποικιλία σαλτσών. Το ''gravy'' μπορεί να είναι περαιτέρω χρωματισμένo και αρωματισμένo με ''gravy'' [[άλας|άλατος]] (ένα απλό μείγμα από αλάτι και χρωστικής ουσίας καραμέλας τροφίμων) ή ''gravy'' αμαύρωσης (''gravy'' άλατος διαλυμένο σε [[νερό]]) ή έτοιμους κύβους και σκόνες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατο για τα εκχυλίσματα φυσικού κρέατος ή [[λαχανικό|λαχανικού]]. Κονσερβοποιημένα ''gravy'' είναι επίσης διαθέσιμα. Το ''gravy'' συνήθως σερβίρεται με ψητά, ρολό, ρύζι και πουρέ πατάτας[[πατάτα]]ς.{{refn|group="Παρ. Σημ."| [http://www.realcajunrecipes.com/recipes/cajun/rice-gravy/119.rcr Real Cajun Recipes : : Rice and Gravy<!-- Bot generated title -->]}}}} Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το ''kari'' συναντάται για πρώτη φορά στα μέσα του 17ου αιώνα, από μέλη της [[Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών|Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών]] σε συναλλαγή με τους εμπόρους [[Ταμίλ (λαός)|Ταμίλ (Ινδίας)]], κατά μήκος της Ακτής ''Coromandel''{{refn|group="Σημ."| Η Ακτή του ''Coromandel'' είναι η νοτιοανατολική παραλιακή περιοχή στην [[Ινδική υποήπειρος|Ινδική υποήπειρο]], μεταξύ των Ανατολικών Γκατς ''(Eastern Ghats)'' και του [[Κόλπος της Βεγγάλης|Κόλπου της Βεγγάλης]] στον [[Ινδικός Ωκεανός|Ινδικό Ωκεανό]]. Ετυμολογικά, η γη της Δυναστείας των ''Chola'' ονομαζόταν στα Ταμίλ ''Cholamandalam'' (சோழ மண்டலம்), το οποίο κυριολεκτικά μεταφράζεται ως το βασίλειο των ''Cholas'', από το οποίο οι [[Πορτογαλία|Πορτογάλοι]] άντλησαν την ονομασία ''Coromandel''.{{refn|group="Παρ. Σημ."| ''The Land of the Tamulians and Its Missions'', by Eduard Raimund Baierlein, James Dunning Baker}}{{refn|group="Παρ. Σημ."| South Indian Coins - Page 61 by T. Desikachari - Coins, Indic - 1984}}{{refn|group="Παρ. Σημ."| Indian History - Page 112}}{{refn|group="Παρ. Σημ."| ''Annals of Oriental Research'' - Page 1 by University of Madras - 1960}}{{refn|group="Παρ. Σημ."| ''The Periplus of the Erythræan Sea'' by Wilfred Harvey Schoff}}}} της νοτιοανατολικής Ινδίας,<ref name = "SahniCur">Sahni, Julie. ''Classic Indian Cooking.'' (New York, NY: William Morrow and Company, Inc., c.1980), p.39-40.</ref> ιδιαίτερα στο Οχυρό Άγιος Γεώργιος{{refn|group="Σημ."| Το Οχυρό Άγιος Γεώργιος (''Fort St George'' ή ιστορικά, ''White Town''), είναι το όνομα του πρώτου Αγγλικού (αργότερα Βρετανικού) φρουρίου στην [[Ινδία]], που ιδρύθηκε το 1644, στην παραθαλάσσια πόλη του [[Μαντράς]], τη σύγχρονη πόλη του [[Τσεννάι]]. Η κατασκευή του φρουρίου έδωσε την ώθηση για περαιτέρω εγκατάσταση και εμπορική δραστηριότητα, σε ό, τι ήταν αρχικά μια ακατοίκητη περιοχή.{{refn|group="Παρ. Σημ."| {{cite book|author=James Talboys Wheeler|title=The History of India from the Earliest Ages|url=https://books.google.com/books?id=Vk1HAQAAMAAJ&pg=PA489|year=1881|publisher=N. Trübner|pages=489–}}}}{{refn|group="Παρ. Σημ."| Roberts, J: "History of the World" (Penguin, 1994)}}{{refn|group="Παρ. Σημ."| {{cite news|last=Muthiah |first=S |title=A centenary's links with Chennai |publisher=The Hindu |date=12 August 2002 |url=http://www.thehindu.com/thehindu/mp/2002/08/12/stories/2002081200230300.htm |accessdate=September 6, 2002 |deadurl=yes |archiveurl=https://web.archive.org/web/20031028141848/http://www.thehindu.com/thehindu/mp/2002/08/12/stories/2002081200230300.htm |archivedate=October 28, 2003 }}}}}} (που αργότερα ονομάστηκε σε [[Μαντράς]] και το 1996, μετονομάστηκε σε [[Τσεννάι]]). Εδώ, εξοικειώθηκαν με το ''«μείγμα καρυκεύματος που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιάτων ΄kari΄ ... που ονομάζονται ΄kari podi΄ ή σκόνη κάρι.»''.<ref name = "SahniCur" /> Η εξήγηση που προτάσσεται στο «Οι Γεύσεις της Ιστορίας» ''(«The Flavours of History»)'', ισχυριζόμενη ότι η προέλευση της λέξης είναι από τα Μεσαία Αγγλικά, όπως καταγράφηκε για πρώτη φορά στο ''«The Forme of Cury»'' (π. 1390),{{refn|group="Σημ."| Το ''«The Forme of Cury»'' («Η Μέθοδος του Μαγειρέματος ''Cury''», είναι από το Μεσαίο Γαλλικό ''cuire'': να μαγειρέψουν), είναι μια εκτεταμένη συλλογή από μεσαιωνικές Αγγλικές συνταγές από τον 14ο αιώνα. Αρχικά, με τη μορφή του κυλινδρικού χάρτου, οι συντάκτες της αναφέρονται ως «οι επικεφαλής Μάστερ Μάγειροι του Βασιλιά [[Ριχάρδος Β΄ της Αγγλίας|Ριχάρδου του Β΄]]».
Είναι από τα παλαιότερα Αγγλικά βιβλία μαγειρικής και το πρώτο που αναφέρει το [[ελαιόλαδο]], τις νεροκολοκύθες και μπαχαρικά, όπως το [[μασίς]] και τα [[γαρίφαλο|γαρίφαλα]].{{refn|group="Παρ. Σημ."| "Thys fourme of cury ys compyled of þe mayster cokes of kyng Richard þe secund ... by assent of Maysters of physik and of phylosophye".--"Things sweet to taste: selections from the Forme of Cury". 1996 ISBN 0-86373-134-1}}{{refn|group="Παρ. Σημ."| {{cite book |last1=Wright |first1=Clarissa Dickson |authorlink=Clarissa Dickson Wright |title=A History of English Food |date=2011 |publisher=Random House |isbn=978-1-905-21185-2 |pages=46, 50–52}}}}}}<ref name=flavours>{{cite book|title=The Flavours of History |author=Peter & Colleen Grove |publisher=Godiva Books |year=2011 }}</ref> είναι εσφαλμένη, καθώς ''«cury»'' κατ' αυτήν την έννοια, σημαίνει απλώς «μαγείρεμα» (πρβλ. [[Γαλλική γλώσσα|Γαλλικά]] ''cuire'', να μαγειρεύω).
 
Γραμμή 77:
Τα κάρυ είναι γνωστά ως ''vindaloo'' και έχουν γίνει ευρέως γνωστά στη [[Μεγάλη Βρετανία]], [[Αμερική]] και αλλού, όπου η ονομασία, συνήθως χρησιμοποιείται απλά για να δείξει ένα καυτερό [[πιάτο]] [[αρνί]] ή [[κοτόπουλο]] συχνά περιλαμβάνονται και [[Πατάτα|πατάτες]]. Τέτοια πιάτα απέχουν μακράν από τα πρωτότυπα της [[Γκόα]].
 
Η ονομασία ''«vindaloo»'' προέρχεται από το [[Πορτογαλία|Πορτογαλικό]] ''vinha d'alhos'' ή οίνος (''(vinho)'') και [[σκόρδο]] (''(alho)''), τα δύο οριστικά γευστικά συστατικά. Αρχικά, το πιάτο παρασκευαζόταν με [[χοίρος|χοιρινό]], που δεν ήταν απαγορευτικό στους Πορτογάλους [[Χριστιανισμός|Χριστιανούς]]. Η συμπερίληψη των πατατών, ήταν μεταγενέστερη Ινδική προσθήκη, πιστεύεται ότι είναι το αποτέλεσμα της σύγχυσης με την [[Χίντι]] λέξη ''«aloo»'', για την [[πατάτα]].
 
==== Καρνάτακα ====
Γραμμή 102:
Το πιο σημαντικό κάρυ στην κουζίνα των [[Μαλδίβες|Μαλδίβων]] είναι γνωστό ως ''mas riha'' και μαγειρεύεται με φρέσκους κύβους [[τόνος (ψάρι)|τόνου]]. Το ''kukulhu riha'' (κάρυ [[κοτόπουλο]]), μαγειρεύεται με ένα διαφορετικό μείγμα μπαχαρικών.<ref>{{cite web|url=https://www.academia.edu/4398927/Eating_on_the_Islands_-_As_times_have_changed_so_has_the_Maldives_unique_cuisine_and_culture|title=Eating on the Islands - As times have changed, so has the Maldives' unique cuisine and culture|author=Xavier Romero-Frias|work=academia.edu}}</ref>
 
Στις Μαλδίβες τα παραδοσιακά κάρυ λαχανικών, περιλαμβάνουν στα κύρια συστατικά τους, εκείνα τα οποία χρησιμοποιούν ''bashi'' ([[μελιτζάνα]]), ''tora'' ([''Luffa aegyptiaca''] - [[αγγούρι]] [[Αίγυπτος|Αιγύπτου]]), ''barabō'' (νεροκολοκύθα), ''chichanda'' ''(Trichosanthes cucumerina)'' και ''muranga'' (''([[Moringa oleifera]])''), πράσινες άγουρες [[μπανάνα|μπανάνες]] καθώς και ορισμένα φύλλα. Τεμάχια από ψάρια Μαλδίβων{{refn|group="Σημ."| Τα ψάρια Μαλδίβων ([[Ντιβέχι γλώσσα|Ντιβέχι]]: ވަޅޯމަސް), είναι παστωμένα ψάρια [[τόνος (ψάρι)|τόνου]] που παραδοσιακά παράγονται στις [[Μαλδίβες]]. Είναι μια βασική τροφή στις κουζίνες των Μαλδίβων, [[Σρι Λάνκα]] καθώς και των νοτίων τμημάτων του Ινδικού κρατιδίου [[Ταμίλ Ναντού]] (όπου δεν είναι βασική τροφή, αλλά περισσότερο μια λιχουδιά) και κατά το παρελθόν ήταν μία από τις κύριες εξαγωγές των Μαλδίβων προς τη Σρι Λάνκα, όπου είναι γνωστά ως ''masikaruvadu'' (மாசி கருவடு) ''umbalakaḍa'' (උම්බලකඩ).{{refn|group="Παρ. Σημ."| Xavier Romero-Frias, ''The Maldive Islanders, A Study of the Popular Culture of an Ancient Ocean Kingdom'', Barcelona 1999, ISBN 84-7254-801-5}}}} συνήθως προστίθενται για να δώσουν στο κάρυ λαχανικών μια συγκεκριμένη γεύση.<ref name="ReferenceA">Xavier Romero-Frias, ''The Maldive Islanders, A Study of the Popular Culture of an Ancient Ocean Kingdom'', Barcelona 1999, ISBN 84-7254-801-5</ref>
 
===Νεπάλ===
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Κάρυ"