Βυζαντινή Αυτοκρατορία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 14:
|ύμνος =
| γλώσσες = [[Λατινικά]]<small> (επίσημη μέχρι το 620)</small><br>[[Μεσαιωνική ελληνική γλώσσα|Ελληνικά]]<small> (επίσημη μετά το 620)</small>
| πρωτεύουσα = [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]]
| πολίτευμα = [[Απόλυτη Μοναρχία]]
|Ίδρυση = 11 Μαΐου 330
Γραμμή 33:
- 1204 μ.Χ περ. 9.000.000</small><br>}}
 
H '''Βυζαντινή Αυτοκρατορία''', '''Βυζάντιο''', '''Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Ρωμανία''' ήταν αυτοκρατορία με [[πρωτεύουσα]] την [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]], ήταν η συνέχεια της [[Ρωμαϊκή αυτοκρατορία|ρωμαϊκής αυτοκρατορίας]] καθώς οι αυτοκράτορες (από τον Ηράκλειο και μετά) είχαν τον τίτλο "Βασιλεύς Ρωμαίων". Τα χρονικά όρια της Βυζαντινής-Ρωμαικής αυτοκρατορίας ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις [[11 Μαΐου]] του [[330]] και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την ''[[Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)|άλωση]]'' από τους [[Οθωμανοί|Οθωμανούς]], στις [[29 Μαΐου]] του [[1453]].<ref>''Ιστορία του Ελληνικού έθνους'', τόμ. Ζ', σελ. 6</ref> Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν την Ιταλική χερσόνησο, τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία καθώς και μικρό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου.
 
Από τη [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]], γεννήθηκε το ''«εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της ανατολής» ''με κύριο μέλημα την ανασύσταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επί της δυναστείας του [[Ηράκλειος|Ηράκλειου]] μεταμορφώθηκε στην'' «[[Εξελληνισμός|εξελληνισμένη]] αυτοκρατορία της χριστιανικής ανατολής»'' και τέλος, κυρίως από το [[1204]] και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από το βενετσιάνικο στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, γεννήθηκε η '' «ελληνική βυζαντινή-ρωμαική αυτοκρατορία» ''<ref>''Ιστορία του Ελληνικού έθνους'', τόμ. Ζ', σελ. 5</ref>.
Γραμμή 71:
 
[[Αρχείο:Byzantine imperial flag, 14th century.svg|thumb|right|150px|Το λεγόμενο «βασιλικό φλάμουλο» επί Παλαιολόγων, στα μέσα του 14ου αιώνος, όπως περιγράφεται από τον [[Γεώργιος Κωδινός|ψευδο-Κωδινό]] και τον ισπανικό άτλαντα ''Conoscimento de todos los reinos''.<ref>Γεώργιος Κωδινός, ''Περί των Οφφικίων'', Bonn Ed. 1839, σελ. [http://books.google.com/books?id=nTUbAAAAIAAJ&pg=PA28#v=onepage&q&f=false 28]</ref><ref>{{cite web | title =Other Byzantine flags shown in the "Book of All Kingdoms" (14th century) | url=http://flagspot.net/flags/gr_byz.html#oth | publisher=Flags of the World | accessdate=07-08-2010}}</ref>]]
Η περίοδος των [[Δυναστεία Παλαιολόγων|Παλαιολόγων]] ([[1258]]-[[1453]]) που ακολούθησε, χαρακτηριζόταν από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφειλόταν κυρίως στους εμφυλίους του 14ου αιώνα και στις κατακτήσεις των [[Οθωμανοί Τούρκοι|Οθωμανών Τούρκων]], πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του [[Αίμος|Αίμου]]. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίστηκε η λατινοκρατία, ενώ στην [[Ήπειρος|Ήπειρο]] και στην [[Τραπεζούντα]], διατηρήθηκαν ανεξάρτητα από την [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]] κράτη.
 
Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο είχε χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίστηκε στην Ανατολική [[Μακεδονία]] και τη [[Θράκη]] και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της ''Πόλης'' και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του [[Αιγαίο]]υ και στο λεγόμενο [[Δεσποτάτο του Μυστρά]].
Γραμμή 129:
Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώνεται με τη δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Επιπλέον, σε ορισμένα μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της [[γοτθική τέχνη|γοτθικής αρχιτεκτονικής]] που οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις οξυκόρυφες αψίδες. Οι εικονογραφίες της εποχής ακολουθούν τα πρότυπα της μεσοβυζαντινή εποχής, ενώ παράλληλα εμπλουτίζονται προοδευτικά με θέματα από την παιδική ηλικία και τα πάθη του [[Ιησούς Χριστός|Χριστού]] ή το βίο της Παναγίας. Στη ζωγραφική αυτής περιόδου, εμφανίζονται πιο έντονα φυσιοκρατικά στοιχεία, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες επιδιώκουν σταδιακά μία περισσότερο υποκειμενική απόδοση των παραδοσιακών θεμάτων που αναπτύσσουν, με αποτέλεσμα να τονίζονται οι εκφράσεις των προσώπων ή οι κινήσεις των μορφών που απεικονίζονται. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο η τέχνη της φορητής εικόνας φτάνει στη μεγαλύτερή της ακμή, με πολλές εικόνες να σώζονται μέχρι σήμερα. Η [[Δυναστεία Παλαιολόγων|Δυναστεία των Παλαιολόγων]] που ξεκινά το [[1259]], αποτελεί ίσως την τελευταία άνθηση της βυζαντινής τέχνης, κυρίως διότι κατά αυτή την περίοδο εντείνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.
 
Η [[βυζαντινή μουσική]] είναι η μουσική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που μεταφράζεται κι απαρτίζεται αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα ως μελωδία<ref>[The Columbia Electronic Encyclopedia, 6th ed. 2007] Βυζαντινή Μουσική</ref>. Έλληνες και ξένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτές οι μελωδίες, οι εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το όλο σύστημα της βυζαντινής μουσικής, συνδέεται στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα.<ref>[http://www.ec-patr.net/en/psaltai/index.htm Οικουμενικό Πατριαρχείο], Επίσημη Ιστοσελίδα.</ref><ref>[http://www.musicportal.gr/byzantine_music?lang=en Κέντρο Μουσικής Πληροφόρησης]</ref> Οι αρχές της χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]] στην [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]] από το [[Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας|Μέγα Κωνσταντίνο]]. Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολο της εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό, και προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η [[ελληνική γλώσσα|ελληνική]]. Ο βυζαντινός ύμνος, του οποίου υπήρξαν τρεις τύποι, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους.
 
== Θέματα βυζαντινής ιστοριογραφίας ==
Γραμμή 135:
{{δείτε|Ονομασίες των Ελλήνων}}
 
Ο όρος «'''βυζαντινός'''» είναι ένας νεολογισμός που εισήγαγε το [[1562]] ο ιστορικός [[Ιερώνυμος Βολφ]] (Hieronymus Wolf, [[1516]]-[[1580]]), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών [[Fugger]] στην [[Άουγκσμπουργκ|Αυγούστα]] (Augsburg). Ο Βολφ, ο οποίος επέδειξε μεγάλο ζήλο τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους κλασικούς συγγραφείς, είδε τη βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής [[ιστορία]]ς και συνέλαβε την ιδέα ενός ''Corpus Historiae Byzantinae'' (''Σώμα βυζαντινής ιστορίας'') που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του [[Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας|Κωνσταντίνου του Μέγα]], μέχρι τον [[Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος|Κωνσταντίνο Παλαιολόγο]]. Κατόπιν, τον όρο «βυζαντινός» καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός [[Γαλλία|Γάλλος]] λόγιος και εκδότης, ο [[Ιησουίτες|Ιησουίτης]] [[Φίλιππος Λαμπέ]], [[1607]]-[[1667]], ο οποίος προλόγισε το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: ''"De Byzantinae historiae scriptoribus..."''. Όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος αυτής της συλλογής, δημοσίευσε μια έκκληση προς όλους τους λάτρεις της βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία τόνιζε τη σημασία της ιστορίας της Ανατολικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας «''της τόσο εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία και τόσο αξιόλογης για την μακραίωνή της διάρκεια''». Στα [[1680]] ο Γάλλος [[ιστορικός]], [[Φιλολογία|φιλόλογος]], [[Αρχαιολογία|αρχαιολόγος]], [[Νομισματολογία|νομισματολόγος]] και εκδότης [[Δουκάγγιος|Κάρολος Δουκάγγιος]] χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο ''Historia Byzantina'', που πραγματευόταν την ιστορία του κράτους της [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]]ς.
 
Η προέλευση αυτής της ονομασίας αυτής βρίσκεται στο ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίστηκε από τον [[Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας|Μέγα Κωνσταντίνο]] στη θέση του αρχαίου [[Βυζάντιο|Βυζαντίου]], της αρχαίας πόλης της νοτιοανατολικής [[Θράκη]]ς στο [[Βόσπορος|Βόσπορο]], που είχε ιδρυθεί το [[659]] π.Χ. από ομάδα [[Μέγαρα|Μεγαρέων]] αποικιστών με αρχηγό το [[Βύζας|Βύζαντα]], στον οποίο η πολη όφειλε και την ονομασία της. Οι αρχαΐζοντες Βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν ''Βυζάντιο'' την [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]], όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου «Βυζάντιο», δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης.
 
Η ορολογία αυτή, ωστόσο, δε χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια ύπαρξης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι κάτοικοί της ονόμαζαν τους εαυτούς τους ''Ρωμαίους'', το κράτος τους ονομαζόταν «[[Ρωμανία]]», «Ρωμαΐς», {{εκκρεμεί παραπομπή|«Ρωμαίων κράτος» ή «Ρωμαίων πολιτεία»|σχόλιο=26 Ιουνίου 213}}, ο εκάστοτε αυτοκράτορας ''Βασιλεύς Ῥωμαίων'', ενώ η πρωτεύουσά τους ήταν γνωστή και ως ''Νέα Ρώμη''.<ref name=Kaldellis42>{{harvnb|Kaldellis|2007|p=42}}</ref>
Γραμμή 151:
O καθηγητής [[Άρνολντ Τόινμπι]] ([[1889]]–[[1975]]) υποστήριξε ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έσβησε κατά τα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα και μια νέα αυτοκρατορία αναπτύχθηκε ως απάντηση της [[Χριστιανισμός|χριστιανικής]] Ανατολής στην απειλή των μουσουλμάνων. Από την άλλη, ο Βρετανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός [[Τζων Μπάγκνελ Μπιούρυ]] [[1861]]–[[1927]]) αρνήθηκε ότι το Βυζάντιο γνώρισε ποτέ γενέθλια ημέρα. Υποστήριξε ότι «''η Βυζαντινή αυτοκρατορία με δική της υπόσταση ουδέποτε υπήρξε, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν έληξε μέχρι το [[1453]]''».<ref>J. Β. Bury, ''A History of the Later Roman Empire'', τόμ. 1 (London: Macmillan, 1889), σελ. V</ref>''
 
Κάθε μία από τις παραπάνω απόψεις, παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Όσοι πάντως πιστεύουν ότι η βυζαντινή ιστορία αρχίζει απ' τη μονοκρατορία του [[Κωνσταντίνος Α' ο Μέγας|Μεγάλου Κωνσταντίνου]] και τη θεμελίωση της [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]]ς το [[324]] (ή από τα επίσημα εγκαίνια της το [[330]]), θεωρούν ότι η χρονολογία αυτή εμπεριέχει γεγονότα-ορόσημα για το βυζαντινό κράτος:
 
:''α)'' μετάθεση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή,
Γραμμή 162:
{{Κύριο|Βυζάντιο και Δύση}}
 
Παρά το γεγονός ότι το Ανατολικό και το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αποτελέσει μέρη του ίδιου κράτους, της [[Ρωμαϊκή αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας]], αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους της Δύσης, υπήρξε μια διαρκής αντιπαράθεση, η οποία κατά τη διάρκεια της [[Δ' Σταυροφορία|Τέταρτης Σταυροφορίας]] κορυφώθηκε με την κατάληψη της [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]]ς, το έτος [[1204]]. Ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, η αποξένωση και, στη συνέχεια, η αμοιβαία εχθρότητα των δύο κόσμων ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως συνέπεια, οι Δυτικοί να παρακολουθήσουν με πλήρη σχεδόν αδιαφορία την πτώση της ανατολικής αυτοκρατορίας.<ref>Ιωάννης Καραγιαννόπουλος 1988, σελ. 225</ref>
 
Στην πραγματικότητα, ακόμα και το όνομα της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ότι η δυτική ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα «Βυζάντιο», συσχετίζοντας τη ''Νέα Ρώμη'', την [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]], απλώς με μια [[Βυζάντιο|αρχαία ελληνική αποικία]], προκειμένου να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση<ref>Χρήστος Γιανναράς, ''Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα'', (Αθήνα: Δόμος, 2003), σ.σ. 15-16</ref> και να περιγράψει με τον τρόπο αυτό, την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης.<ref>Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ 1992, σελ. 22</ref> Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας.<ref>Ζακ Λε Γκοφ στο ''Βυζάντιο και Ευρώπη'', Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σελ. 93</ref>
 
Είναι βέβαιο ότι, το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το [[Σχίσμα του 1054|Σχίσμα]] των δύο εκκλησιών, [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξης]] και [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία|Ρωμαιοκαθολικής]], όμως, μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δυτικό Μεσαίωνα, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε δύο διακριτά, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη,<ref>Μάριος Μπέγζος 2004, σελ. 65</ref> τα οποία περιγράφουν, αυτονόητα και φυσικά, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές.<ref>Νίκος Α. Ματσούκας, ''Ιστορία της Φιλοσοφίας'', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 292</ref> Η μοιρασμένη στα δύο, αυτοκρατορία, από τον [[Θεοδόσιος Α'|Θεοδόσιο Α']] το [[395]], ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις δύο μεσαιωνικές δυνάμεις.