Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 131:
===Αρχή===
[[File:Nikola Pasic.jpg|thumb|upright|Μεταξύ 1918 και 1926 ο [[Νικόλα Πάσιτς]] έγινε Πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας τρεις φορές.]]
Αμέσως μετά τη διακήρυξη της 1ης Δεκεμβρίου διαπραγματεύσεις μεταξύ του [[Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων|Εθνικού Συμβουλίου των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων]] και της Σερβικής κυβέρνησης κατέληξαν σε συμφωνία για τη νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής το [[Νικόλα Πάσιτς]]. Ωστόσο, όταν η συμφωνία αυτή υποβλήθηκε προς έγκριση στον αντιβασιλέα, Αλέξανδρο Καραγεώργεβιτς, απορρίφθηκε, παράγοντας την πρώτη κυβερνητική κρίση του νέου κράτους. Πολλοί θεώρησαν αυτή την απόρριψη ως παραβίαση των κοινοβουλευτικών αρχών, αλλά το θέμα λύθηκε όταν ο αντιβασιλέας πρότεινε την αντικατάσταση του Πάσιτς με το [[Στόγιαν Πρότιτς]], ηγετικό στέλεχος του Ριζοσπαστικού Κόμματος του Πάσιτς. Το Εθνικό Συμβούλιο και η Σερβική κυβέρνηση συμφώνησαν και η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1918.
 
Σε αυτή την περίοδο πριν από την εκλογή της Συντακτικής Συνέλευσης, ως κοινοβούλιο λειτούργησε μια Προσωρινή Αντιπροσωπεία, που σχηματίστηκε από εκπροσώπους των διαφόρων εκλεγμένων οργάνων που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κράτους. Μια συμπόρευση κομμάτων που συνένωσε πολλά μέλη της σερβικής αντιπολίτευσης με πολιτικά κόμματα από την πρώην Αυστροουγγαρία οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου κόμματος, του Δημοκρατικού Κόμματος, που κυριάρχησε στην Προσωρινή Αντιπροσωπεία και την κυβέρνηση.
 
Επειδή το Δημοκρατικό Κόμμα με επικεφαλής το [[Λιούμπομιρ Νταβίντοβιτς]] προώθησε ένα πολύ συγκεντρωτικό πρόγραμμα μια σειρά από Κροάτες αντιπροσώπους μεταπήδησαν στην αντιπολίτευση. Ωστόσο και οι ριζοσπάστες δεν ήταν ευχαριστημένοι που είχαν μόνο τρεις υπουργούς έναντι 11 του Δημοκρατικού Κόμματος και στις 16 Αυγούστου 1919, ο Πρότιτς υπέβαλε την παραίτησή του. Ο Νταβίντοβιτς στη συνέχεια σχημάτισε συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες. Αυτή η κυβέρνηση είχε την πλειοψηφία, αλλά η απαρτία της Προσωρινής Αντιπροσωπείας ήταν το μισότων ψήφων συν μία. Η αντιπολίτευση στη συνέχεια άρχισε να μποϊκοτάρει το κοινοβούλιο. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την παρουσία όλων των υποστηρικτών της, κατέστη αδύνατο να υπάρξει μια συνεδρίαση σε απαρτία του κοινοβουλίου. Ο Νταβίντοβιτς σύντομα παραιτήθηκε, αλλά καθώς κανένας άλλος δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση έγινε και πάλι πρωθυπουργός. Καθώς η αντιπολίτευση συνέχισε το μποϊκοτάζ της, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να κυβερνά με διατάγματα. Αυτό καταγγέλθηκε από την αντιπολίτευση ο οποίος άρχισε να αυτοαποκαλείται Κοινοβουλευτική Κοινότητα. Ο Νταβίντοβιτς συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση ήταν αδιέξοδη και ζήτησε από το βασιλιά να προχωρήσει αμέσως σε εκλογές για Συντακτική Συνέλευση. Όταν ο βασιλιάς αρνήθηκε θεώρησε ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παραιτηθεί.
 
Η Κοινοβουλευτική Κοινότητα σχημάτισε τώρα μια κυβέρνηση με επικεφαλής το Στόγιαν Πρότιτς, που δεσμεύτηκε για την αποκατάσταση των κοινοβουλευτικών κανόνων και την άμβλυνση του συγκεντρωτισμού της προηγούμενης κυβέρνησης. Τους ένωσε επίσης η αντίθεσή τους στο πρόγραμμα ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης της προηγούμενης κυβέρνησης. Καθώς πολλές μικρές ομάδες και μεμονωμένοι άλλαξαν στρατόπεδο ο Πρότιτς τώρα είχε ακόμη μια μικρή πλειοψηφία. Ωστόσο το Δημοκρατικό Κόμμα και οι Σοσιαλδημοκράτες μποϊκόταραν τώρα αυτοί το κοινοβούλιο και ο Πρότιτς δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσει απαρτία. Εξ ου και η Κοινοβουλευτική Κοινότητα, τώρα στην κυβέρνηση, αναγκάστηκε να κυβερνά με διατάγματα.
 
Για την Κοινοβουλευτική Κοινότητα το να παραβιάζει έτσι τη βασική αρχή γύρω από την οποία είχε σχηματιστεί την έφερνε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Τον Απρίλιο του 1920 ξέσπασαν εκτεταμένες εργατικές ταραχές και μια απεργία των σιδηροδρομικών. Σύμφωνα με το Γκλιγκορίγεβιτς αυτό άσκησε πίεση στα δύο μεγάλα κόμματα να λύσουν τις διαφορές τους. Μετά την επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων ο Πρότιτς παραιτήθηκε για να ανοίξει ο δρόμος για μια νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον ουδέτερο σχήμα του Μιλένκο Βέσνιτς. Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν ακολούθησαν το Δημοκρατικό Κόμμα, πρώην συμμάχους τους, στην κυβέρνηση επειδή ήταν αντίθετοι με τα αντικομμουνιστικά μέτρα που έλαβε η νέα κυβέρνηση.
 
Οι αντιπαραθέσεις που είχαν διαιρέσει τα κόμματα πρωτύτερα ήταν ακόμα πολύ ζωντανές. Το Δημοκρατικό Κόμμα συνέχισε να προωθεί το συγκεντρωτικό του πρόγραμμα και ακόμα επέμενε στην ανάγκη για ριζική αγροτική μεταρρύθμιση. Μια διαφωνία σχετικά με τον εκλογικό νόμο οδήγησε τελικά το Δημοκρατικό Κόμμα να ψηφίσει εναντίον της κυβέρνησης στη Βουλή και η κυβέρνηση ηττήθηκε. Αν και αυτή η συνεδρίαση δεν είχε απαρτία, ο Βέσνιτς τη χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για να παραιτηθεί. Η παραίτησή του είχε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: το Ριζοσπαστικό Κόμμα συμφώνησε να αποδεχθεί την ανάγκη για συγκεντρωτισμό και το Δημοκρατικό Κόμμα συμφώνησε να αποσύρει την εμμονή του για την αγροτική μεταρρύθμιση. Ο Βέσνιτς τέθηκε και πάλι επικεφαλής της νέας κυβέρνησης. Η Κροατική Κοινότητα και το Σλοβενικό Λαϊκό Κόμμα, ωστόσο, δεν ήταν ευχαριστημένοι με την αποδοχή του συγκεντρωτισμού των Ριζοσπαστών . Ούτε και ο Στόγιαν Πρότιτς, που αποσύρθηκε από την κυβέρνηση για το ίδιο θέμα.
 
Το Σεπτέμβριο του 1920 ξέσπασε στην Κροατία μια αγροτική εξέγερση , άμεση αιτία της οποίας ήταν η σήμανση των βοοειδών των αγροτών. Η Κροατική Κοινότητα κατηγόρησε ειδικότερα τη συγκεντρωτική πολιτική της κυβέρνησης και του υπουργού Σβέτοζαρ Πριμπίτσεβιτς .
 
==Διοικητική διαίρεση του Βασιλείου==