Ιστορία μιας κάλπικης λίρας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
- 10 κατηγορίες; + 12 κατηγορίες (με το HotCat)
→‎3η Ιστορια: (τυπογραφικό λάθος: εξισώσεις -> εξώσεις)
Γραμμή 51:
Η τρίτη ιστορία ξεκινά με μία φτωχή οικογένεια, η οποία ζούσε ευτυχισμένη από τη δουλειά του Αναστάση, που ήταν μπογιατζής, αλλά και ο άντρας μίας οικογένειας. Η οικογένεια είχε και μία κόρη, τη Φανίτσα. Ο Αναστάσης, όποτε δεν είχε δουλειά, προσφερόταν στους καταστηματάρχες, όπου χρωστούσε, να τους μπογιατίσει το μαγαζί για να πατσίσουν. Ο μόνος που δεν ήθελε άσπρισμα για να πατσίσουν, ήταν ο σπιτονοικοκύρης του, ο Μαυρίδης, ο οποίος τον απειλούσε με έξωση. Όταν, ο Μαυρίδης τον απείλησε ότι θα φωνάξει κλητήρα, και η Φανίτσα δεν έτρωγε το φαγητό της, την τρομοκράτησε ο πατέρας του ότι, αν δε φάει το φαγητό της, θα έρθει ο Μαυρίδης να τη φάει εκείνη. Έτσι, η Φανή μέχρι και εφιάλτες έβλεπε με τον Μαυρίδη και στο παιδικό της μυαλό φαινόταν πιο φοβερός και από δράκο παραμυθιού.
 
Η Φανίτσα, πλέον, όποτε τον έβλεπε άρχιζε να στριγγλίζει, χωρίς εκείνος να ξέρει το γιατί. Μία μέρα η οικογένεια Μαυρίδη είχε τραπέζι στον Κώστα, τον ανιψιό του Μαυρίδη. Ο Μαυρίδης τότε άρχισε να φωνάζει στη γυναίκα του για το πόσο ακριβό είναι το κρέας, ενώ εκείνη άρχισε να του κάνει παράπονά για αυτό το ελάττωμα, τη φιλαργυρία του, και, δείχνοντάς του, την οικογένεια του Αναστάση, που έπαιζε με τη Φανή, του είπε ότι αυτοί είναι πιο "πλούσιοι" από αυτούς, γιατί είναι ευτυχισμένοι. Με τον Κώστα (τον ανιψιό του) συζητούσαν για τις εξισώσειςεξώσεις που προτίθεται να κάνει, όμως η γυναίκα του, τον παρακάλεσε να μην κάνει έξωση στον Αναστάση για το κοριτσάκι τους, έτσι θα πήγαινε ξανά να τους ζητήσει το νοίκι. Εκεί συνάντησε μόνο τη Φανίτσα, η οποία από τον τρόμο της πήγε κάτω από το κρεβάτι για να σωθεί. Ο Μαυρίδης τη ρώτησε γιατί αντιδράει έτσι, και εκείνη του είπε ό,τι άκουγε από τους μεγάλους: «ότι τρώει ανθρώπους», «ότι τους ρουφάει το αίμα» «ότι θα πεθάνει και θα τα πάρει μαζί του», και άλλα τέτοια. Ο Μαυρίδης έγινε έξαλλος από αυτά που άκουσε και, τελικά, τους πήγε δικαστικώς, με απόφαση, αν έως το τέλος του μήνα δεν πληρώσουν, θα τους πετάξει έξω.
 
Η μοίρα όμως ''έπαιξε περίεργο παιχνίδι στον Αναστάση'', και πέθανε πριν προλάβει να ξεχρεώσει. Έτσι η μητέρα ξεκίνησε να πλένει ρούχα, κι αφού αρρώστησε κι αυτή, η Φανίτσα έκλεβε λουλούδια από τους τάφους του Νεκροταφείου για να τα πουλήσει. Ωστόσο, έφτασαν τα Χριστούγεννα και η Φανίτσα σκεφτόταν τον πατέρα της, που της είχε πάρει μία κούκλα δώρο. Η τύχη, παρ'όλα αυτά, την έφερε στη λίρα που είχε χάσει ο ζητιάνος και, δείχνοντάς την στη μητέρα της, της είπε εκείνη να πάει να της την χαλάσουν, όμως κανείς δεν ήθελε γιατί ήταν κάλπικη. Επιστρέφοντας στο σπίτι βουρκωμένη την είδε ο Μαυρίδης, και αναρωτήθηκε γιατί κλαίει. Τότε εκείνη του είπε όλη την ιστορία, κι ακόμη ότι η λίρα είναι κάλπικη, τότε εκείνος της την χάλασε τη λίρα, έτσι κι αλλιώς, και της έδωσε και τα ψώνια που είχε για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, με μοναδικό αντάλλαγμα ένα φιλί. Τέλος, τον είδε η γυναίκα του ακόμα έξω από το σπίτι κι εκείνη, ζητώντας φλουρί για τη βασιλόπιτα, εκείνος της έδωσε, εκείνη την κάλπικη λίρα, την οποία την κέρδισε ένα νιόπαντρο ζευγάρι, η Αλίκη και ο Παύλος.