Βασίλειο της Βουλγαρίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: μεγάλη προσθήκη
Γραμμή 37:
Αν και επιτυχέστερη από ό, τι στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη, η Βουλγαρική γεωργία εξακολουθούσε να υποφέρει από τα μειονεκτήματα της πεπαλαιωμένης τεχνολογίας και κυρίως του αγροτικού υπερπληθυσμού και της μεγάλης διασποράς του κλήρου (λόγω της παραδοσιακής πρακτικής των αγροτών να ισομοιράζουν τη γη τους σε όλους τους επιζώντες γιους τους). Και όλες οι γεωργικές εξαγωγές είχαν θιγεί από την έναρξη της [[Παγκόσμια οικονομική ύφεση 1929|Μεγάλης Ύφεσης]]. Από την άλλη πλευρά, ως υπανάπτυκτη οικονομία η Βουλγαρία είχε μικρό πρόβλημα με το χρέος και τον πληθωρισμό. Ξένες εταιρείες κατείχαν κατά τι λιγότερο από το μισό της βιομηχανίας, σε αντίθεση με το σχεδόν 80% της ρουμανικής βιομηχανίας.
 
Δεδομένου ότι ο πληθυσμός ήταν 85% Βούλγαροι, υπήρχε σχετικά μικρή κοινωνική διαμάχη πέρα ​​από τη σύγκρουση μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Σόφιας διατηρεί στενούς δεσμούς με την ύπαιθρο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε ένα ρήγμα μεταξύ των αγροτών και της αστικής τάξης (δηλαδή της Σόφιας έναντι όλων των άλλων), αν και εν μέρει αυτό ήταν το αποτέλεσμα της σκόπιμης χειραγώγησης από τους πολιτικούς που επιδίωκαν να επωφεληθούν από την παραδοσιακή δυσπιστία των αγροτών για τους "θηλυπρεπείς απατεώνες της πόλης". Κυρίως όμως αυτό οφειλόταν σε μια διαμάχη μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Περίπου 14% του πληθυσμού ήταν μουσουλμάνοιΜουσουλμάνοι, κυρίως Τούρκοι (δηλαδή το υπόλοιπο της τάξης των γαιοκτημόνων), αλλά και μια χούφτα των λεγόμενων Πομάκων (Βούλγαρων που είχαν ασπασθεί το Ισλάμ). ΟΟι Μουσουλμανικός πληθυσμός είχε αποξενωθεί από τους κυρίαρχους Ορθόδοξους Χριστιανούς τόσο για θρησκευτικούς όσο καιιστορικούςκαι ιστορικούς λόγους. Ούτε πίεζαν για μειονοτικά δικαιώματα, ούτε προσπάθησαν να δημιουργήσουν τα δικά τους σχολεία, αντίθετα δεν ζητούσαν τίποτα περισσότερο από το να τους αφήσουν να κάνουν τη δουλειά τους. Η Βουλγαρική κυβέρνηση υποχρεούται εκτός από μια μεγάλη προθυμία να τους βοηθήσει να μεταναστεύσουν στην Τουρκία.
 
Σε σύγκριση με την οικονομία, το εκπαιδευτικό σύστημα της Βουλγαρίας ήταν άκρως επιτυχημένο και οι αναλφάβητοι ήταν λιγότεροι από το ήμισυ του πληθυσμού. Οκτώ χρόνια σχολικής εκπαίδευσης ήταν υποχρεωτικά και πάνω από το 80% των παιδιών τα παρακολουθούσαν. Για τους λίγους μαθητές που ξεχώριζαν και συνέχιζαν μετά το δημοτικό σχολείο, τα γυμνάσια βασίστηκαν στο Γερμανικό γυμνάσιο. Γίνονταν διαγωνιστικές εξετάσεις για να κριθούν οι υποψήφιοι για ανώτερες σχολές και η Βουλγαρία είχε μια σειρά από τεχνικές και εξειδικευμένες σχολές εκτός από το Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Πολλοί Βούλγαροι πήγαιναν επίσης φοιτητές στο εξωτερικό, κυρίως στη Γερμανία και την Αυστρία (οι εκπαιδευτικοί δεσμοί με τη Ρωσία τερματίστηκαν το 1917). Γενικά η εκπαίδευση έφτανε στις κατώτερες τάξεις περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά από την άλλη πλευρά πάρα πολλοί φοιτητές έπαιρναν πτυχία σε καλές τέχνες και άλλα αφηρημένα αντικείμενα και μπορούσαν να βρουν δουλειά μόνο στην κρατική γραφειοκρατία. Πολλοί από αυτούς προσελκύονταν από το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
 
Η Βουλγαρική κυβέρνηση είχε το ίδιο μειονέκτημα με τις περισσότερες συνταγματικές μοναρχίες, που ήταν η ασαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ των εξουσιών του βασιλιά και εκείνων του Κοινοβουλίου. Το σύνταγμα του 1879 είχε ως στόχο να μεταφέρει την εξουσία στα χέρια του δεύτερου, αλλά επέτρεπε ακόμη σε ένα αρκετά έξυπνο μονάρχη να αποκτήσει τον έλεγχο της κυβέρνησης. Τέτοια ήταν η περίπτωση του πανούργου Τσάρου Φερδινάνδου, που όμως είχε αναγκαστεί να παραιτηθεί μετά τις διαδοχικές απώλειες των Βαλκανικών και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε ο γιος του Μπόρις τον διαδέχθηκε στο θρόνο, αλλά ο νεαρός βασιλιάς δεν μπορούσε να αντικαταστήσει την πατρική εξουσία που είχε διαμορφωθεί μέσα από δεκαετίες ίντριγκας. Ως εκ τούτου το Κοινοβούλιο επικράτησε όταν ο Μπόρις διόρισε πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Σταμπολίσκι. Το Αγροτικό Κόμμα του Σταμπολίσκι κυριάρχισε σύντομα στο Κοινοβούλιο με πάνω από τις μισές έδρες. Τις υπόλοιπες έδρες πήρε το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα της χώρας και το μόνο άλλο σημασίας (υπήρχαν μια ντουζίνα ή έτσι μικρών κομμάτων, αλλά δεν είχαν καμία εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο ή οποιαδήποτε πραγματική σημαντικό). Το Αγροτικό Κόμμα εκπροσωπούσε κυρίως τους αγρότες, και ιδιαίτερα εκείνους που ήταν δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση στη Σόφια, καθώς επί της βασιλείας του Φερδινάνδου υπήρξε εκτεταμένη διαφθορά και την κλοπή χρημάτων από τους αγρότες. Επίσης, ενώ οι περισσότερες από τις κατώτερες τάξεις στη Βουλγαρία υποστήριζαν την προσάρτηση της Μακεδονίας, ήταν δυσαρεστημένοι από το βαρύ φόρο αίματος που κατέβαλαν σε δύο ανεπιτυχείς πολέμους για να την ξαναπάρουν. Πράγματι, ο Σταμπολίσκι πέρασε τα χρόνια του πολέμου στη φυλακή λόγω της σφοδρής κριτικής του για αυτό. Όσο για την BΚΚ, είχε στελεχωθεί κυρίως από διανοούμενους και αστούς επαγγελματίες, αλλά κυρίως ψηφοφόροι του ήταν οι φτωχότεροι αγρότες και άλλες μειονότητες, ενώ το AΚ εκπροσωπούσε τους πλουσιότερους αγρότες. Υπό αυτό το κλίμα ο Σταμπολίσκι θέσπισε βιαστικά μια αγροτική μεταρρύθμιση το 1920, που σχεδιάστηκε για να διανείμει μερικά κρατικά κτήματα, γαίες της εκκλησίας καθώς και των πλουσιότερων αγροτών. Όπως ήταν αναμενόμενο αυτό του έδωσε ευρεία υποστήριξη και ανάγκασε το ΒΚΚ σε μια συμμαχία μαζί του, κυρίως για να αποκτήσει φωνή στο Κοινοβούλιο.
 
Ωστόσο, Stamboliyski ήταν πεπεισμένος αντι-κομμουνιστική και προσπάθησε να δημιουργήσει ένα διεθνές κίνημα για την καταπολέμηση του μαρξισμού. Αυτή ήταν η λεγόμενη «Πράσινη International" του, σε αντίθεση με την κομμουνιστική "Red International". Ταξίδεψε σε πρωτεύουσες της Ανατολικής Ευρώπης προωθώντας την άποψή του για μια συμμαχία των αγροτών. Αλλά το πρόβλημα άρχισε όταν προσπάθησε να εξαπλωθεί στη Γιουγκοσλαβία, μια χώρα που είχε πολύ παρόμοιες συνθήκες στη Βουλγαρία (δηλαδή πολύ μικρή βιομηχανία και μια μεγάλη κομμουνιστική παρουσία). Stamboliyski ήταν καλά άρεσε στο Βελιγράδι εξαιτίας της υποστήριξης μιας ειρηνικής λύσης στο πρόβλημα της πΓΔΜ. Επίσης, υποστήριξε ενώνοντας όλες τις σλαβόφωνους έθνη της Ανατολικής Ευρώπης σε ένα μεγάλο Γιουγκοσλαβική συνομοσπονδία. Αλλά πήρε σε μπελάδες εξαιτίας της μαχητικής παράταξης ΕΜΕΟ στο σπίτι. Πολλοί ηγέτες Μακεδονικό είχε ζήσει στη Σόφια από την απέτυχε το 1903 εξέγερση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και τώρα ενώθηκαν με άλλους που εγκατέλειψαν τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση (η οποία διατήρησε ως επίσημη θέση της ότι οι Μακεδόνες ήταν Σέρβων). Δεδομένου ότι η Βουλγαρία είχε αναγκαστεί να περιορίσει το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεών της μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ΕΜΕΟ οπλαρχηγοί απέκτησε τον έλεγχο της ένα μεγάλο μέρος της περιοχή στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία.
 
Τον Μάρτιο του 1923, Stamboliyski υπέγραψε συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία αναγνωρίζοντας τα νέα σύνορα και συμφωνώντας να καταστείλει VMRO. Αυτό προκάλεσε μια εθνικιστική αντίδραση, και στις 9 Ιουνίου υπήρχε ένα πραξικόπημα που οργανώθηκε από την ΕΜΕΟ μετά το AP ελέγχεται το 87% του Κοινοβουλίου στις εκλογές του ίδιου έτους. Η βουλγαρική κυβέρνηση θα μπορούσε να συγκεντρώσει μόνο μια χούφτα των στρατευμάτων να αντισταθεί, και ακόμη χειρότερα ήταν ένας όχλος αγροτών χωρίς όπλα κινητοποιήθηκαν από Stamboliyski. Παρ 'όλα αυτά, οι δρόμοι της Σόφιας ξέσπασε το χάος και η δύσμοιρη πρωθυπουργός κατακρεούργησε εκτός από τις επιθέσεις σε άοπλους χωρικούς. Η όλη υπόθεση tarbrushed σοβαρά τη διεθνή εικόνα της Βουλγαρίας. Μια δεξιά κυβέρνηση υπό Aleksandar Τσάνκοφ ανέλαβε την εξουσία, που υποστηρίζεται από τον Τσάρο, τον στρατό και