Γιώργος Ζογγολόπουλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 29:
Το 1931 συμμετείχε ως γλύπτης στην αναδόμηση της πλατείας Ομονοίας ενώ το 1933 έλαβε το δεύτερο βραβείο για τη μελέτη του σχετικά με την ανέγερση μνημείου του Άγνωστου Ναύτη στην [[Ψυτάλλεια]]. Το 1939 συμμετείχε και στο σημαντικό διαγωνισμό για τον έφιππο ανδριάντα του
Γεωργίου Καραΐσκάκη ( ο διαγωνισμός ολοκληρώθηκε μεταπολεμικά με τον Ζογγολόπουλο να λαμβάνει το τρίτο βραβείο). Το
1938 συμμετείχε στην Α’ Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση στο [[Ζάππειον Μέγαρο|Ζάππειο]] (Μάρτιος-Απρίλιος 1938) με δύο γύψινα έργα, την «Κεφαλή κόρης» και το «Κορίτσι», εγκαινιάζοντας μια συνεχήμακρά συμμετοχή στις Πανελλήνιες Καλλιτεχνικές Εκθέσεις.<ref>Ο ηΓιώργος Ζογγολόπουλος πήρε μέρος σε έξι [[Πανελλήνιες εκθέσεις|Πανελλήνιες Καλλιτεχνικές Εκθέσεις]]. Συμμετείχε στις Πανελλήνιες των ετών 1938 (Πρώτη), 1939 (Δεύτερη), 1940 (Τρίτη), 1948 (εκτός αρίθμησης), 1965 (Όγδοη), καθώς και στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1987, με την οποία διακόπηκεεπιχειρήθηκε μόνοη επαναλειτουργία του θεσμού μετά από δώδεκα χρόνια διακοπής. Απείχε από το διαγωνισμό καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και κατά τη διάρκεια της [[Χούντα των Συνταγματαρχών|Δικτατορίας της 21ης Απριλίου]].</ref name=":2" />
 
Στην Β’ Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση (Μάρτιος-Απρίλιος 1939), ο γλύπτης παρουσίασε επίσης δύο έργα, ένα «Ανάγλυφο» σε γύψο, με την επισήμανση της μεταφοράς σε μάρμαρο, καθώς και ένα «Γυμνό» σε χαλκό και στην Γ’ Πανελλήνια (Μάρτιος-Απρίλιος 1940), εξέθεσε ένα έργο, τη χάλκινη «Κεφαλή γυναικός».
Γραμμή 47:
τέχνης (Κρατική Ελλήνων Καλλιτεχνών) στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της
Στοκχόλμης και η έκθεση των μελών της Ελληνογαλλικής Σχολής στο Γαλλικό
Ινστιτούτο Αθηνών. Την ίδια χρονιά εκλέχτηκε πρόεδρος του Συνεταιρισμού Ελλήνων Γλυπτών και αντιπρόεδρος του [[Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος|Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου]].<ref name=":2" /> Το 1947 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό για την ανέγερση μνημείου πεσόντων στο Κερατσίνι (συμμετείχε στο διαγωνισμό με μια μαρμάρινη προτομή της Αριάδνης Ξενάκη).<ref>{{Cite web|url=http://www.kathimerini.gr/841885/article/politismos/eikastika/h-agnwsth-ariadnh-twn-zwgrafwn|title=Η άγνωστη Αριάδνη των ζωγράφων|last=Πουρνάρα|first=Μαργαρίτα|date=12/12/2015|website=kathimerini.gr|publisher=Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ|accessdate=25/10/2016}}</ref> Την επόμενη χρονιά πραγματοποίησε την παρθενική ατομική του έκθεση στην αίθουσα «Ζαχαρίου» στην Αθήνα και συμμετείχε στην πρώτη μεταπολεμική πανελλήνια καλλιτεχνική έκθεση στο Ζάππειο όπου με το γύψινο έργο του «Αριάδνη» απέσπασε ένα από τα βραβεία του διαγωνισμού αλλά και τα θετικά σχόλια του [[Μανόλης Χατζηδάκης|Μανόλη Χατζηδάκη]].<ref name=":2" /><ref>{{Cite journal|url=http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin_ftr.asp?c=64&pageid=4549&id=-1&s=0&STEMTYPE=0&STEM_WORD_PHONETIC_IDS=ARiASXASLASLASXASTASkASYASXASdASTASXASa&CropPDF=0|title=Η Πανελλήνιος έκθεσις|last=Χατζηδάκης|first=Μανόλης|date=7/11/1948|journal=Ελευθερία|accessdate=25/10/2016|doi=|page=3}}</ref><ref>{{Cite journal|url=http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin_ftr.asp?c=64&pageid=5084&id=-1&s=0&STEMTYPE=0&STEM_WORD_PHONETIC_IDS=ARiASXASLASLASXASTASkASYASXASdASTASXASa&CropPDF=0|title=Υπομνήσεις...Αισιόδοξη προοπτική για την πορεία της ελληνικής τέχνης|last=Χατζηδάκης|first=Μανόλης|date=20/1/1949|journal=Ελευθερία|accessdate=25/10/2016|doi=|page=4}}</ref><ref name=":5">Παυλόπουλος 2007, σ. 48.</ref><ref name=":5" /> (πρώτο βραβείο δεν δόθηκε, κατά τη συνήθη τακτική της εποχής).
 
Ωστόσο, όπως
συνέβη και με τις υπόλοιπες βραβεύσεις της Πανελλήνιας, το βραβείο δεν
απονεμήθηκε στον καλλιτέχνη. Με αφορμή την απόδοση του πρώτου βραβείου
ζωγραφικής στο νεωτεριστή και πολιτικά φιλελεύθερο Κωνσταντίνο Παρθένη για την
«Αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου» και έχοντας λάβει χώρα σε κλίμα οξύτατης
ιδεολογικής και αισθητικής αντιπαράθεσης, η Πανελλήνια του 1948 χαρακτηρίστηκε
από την πρωτοφανή παρέμβαση των συντηρητικών, πολιτικά και καλλιτεχνικά, κύκλων
στις αποφάσεις της κριτικής επιτροπής, με αποκορύφωμα την ακύρωση όλων των
βραβείων.
 
=== Η δεκαετία του ’50 – αρχή της αφαίρεσης, το κενό και το πλήρες ===
Γραμμή 71 ⟶ 81 :
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 ο Ζογγολόπουλος συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις εντός και εκτός Ελλάδας όπως στη Γαλλία (το 1960 στο Διεθνές Σαλόνι Ελεύθερης Τέχνης<ref>{{Cite journal|url=http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin_ftr.asp?c=64&pageid=24779&id=-1&s=0&STEMTYPE=0&STEM_WORD_PHONETIC_IDS=ARiASXASLASLASXASTASkASYASXASdASTASXASa&CropPDF=0|title=Η Ελλάς εις το Διεθνές Σαλόνι Ελευθέρας Τέχνης|last=|first=|date=13/1/1960|journal=Ελευθερία|accessdate=31/10/2016|doi=|page=2}}</ref> και το 1961 και 1963 στο Μουσείο Ροντέν<ref name=":1" />), στο Ισραήλ (σε ομαδική έκθεση ελληνικής τέχνης του 1962 που παρουσιάστηκε σε [[Ιερουσαλήμ]], [[Χάιφα]] και [[Τελ Αβίβ]]<ref name=":1" /><ref>{{Cite journal|url=http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin_ftr.asp?c=64&pageid=28586&id=-1&s=0&STEMTYPE=0&STEM_WORD_PHONETIC_IDS=ARiASXASLASLASXASTASkASYASXASdASTASXASa&CropPDF=0|title=Οργανώνεται ομαδική έκθεσι Ελλήνων ζωγράφων στο Ισραήλ|last=|first=|date=1/7/1962|journal=Εελευθερία|accessdate=31/10/2016|doi=|page=2}}</ref>), στη Ρουμανία, στην Τουρκία, στην Ιταλία, στις ΗΠΑ κλπ.<ref name=":1" />
 
Το 1964 ενόψει της συμμετοχής του στη Μπιενάλε της Βενετίας δημιούργησε μια σειρά αφαιρετικών και γεωμετρικών ορειχάλκινων γλυπτών ένα από τα οποία, οι «Δελφοί», τοποθετήθηκε το 1989 στη συμβολή των οδών [[Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας|Βασιλίσσης Σοφίας]] και [[Λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου|Βασιλέως Κωνσταντίνου]] κοντά στο κτίριο της [[Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου|Εθνικής Πινακοθήκης]] στο κέντρο της [[Αθήνα|Αθήνας]].<ref name=":1" /><ref name=":2" /> Την επόμενη χρονιά πραγματοποίησε την πρώτη του παρουσία στην έκθεση του Salon de la Jeune Sculpture του Παρισιού (τα επόμενα χρόνια συμμετείχε στην έκθεση ανελλιπώς μέχρι το 1975) και συμμετείχε στην Όγδοη Πανελλήνια Έκθεση όπου απέσπασε θετικές κριτικές.<ref name=":6">Ε. Βακαλό, «''Η’ Πανελλήνιος Έκθεση, 3''», εφ. Τα Νέα, 30 Απριλίου 1965. Αναδημοσιεύεται στο Βακαλό 1996, τόμ. Α΄, σ. 348. Έ. Φερεντίνου, «''Η γλυπτική στην 8<sup>η</sup> Πανελλήνιο''», περ. Ζυγός, Β’ περίοδος, Μάιος 1965 (IV-65), σ. 26.</ref> Συγκεκριμένα ο Ζογγολόπουλος
εξέθεσε πέντε αφηρημένα έργα: «Το κάστρο» (1965, χαλκός), «Καλάβρυτα» (1963,
χαλκός), «Μυκήναι» (1963, χαλκός), «Λευκή φιγούρα» (1964, αλουμίνιο) και
«Δελφοί» (1964, χαλκός). Στο μεγάλο διάστημα
που μεσολάβησε από την τελευταία συμμετοχή του σε Πανελλήνια Έκθεση, έχει
συντελεστεί η μετατόπισή του από την παραστατική στην αφηρημένη γλυπτική.<ref name=":6" />

Το 1966 κέρδισε το πρώτο βραβείο της [[Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης|Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης]] για το έργο του «[[Γλυπτό ΔΕΘ|Cor-ten]]», ένα γλυπτό ύψους 17 μέτρων, φτιαγμένο από κράμα μετάλλου Cor-ten που αναπαριστά αφαιρετικά τη [[Νίκη της Σαμοθράκης]] και τοποθετήθηκε στη βόρεια πύλη της ΔΕΘ.<ref>{{Cite web|url=http://www.kathimerini.gr/864504/article/politismos/eikastika/to-tolmhro-alma-toy-zoggolopoyloy-ston-dhmosio-xwro|title=Το τολμηρό άλμα του Ζογγολόπουλου στον δημόσιο χώρο|last=Πουρνάρα|first=Μαργαρίτα|date=22/6/2016|website=kathimerini.gr|publisher=Η Καθημερινή|accessdate=31/10/2016}}</ref><ref>{{Cite journal|url=http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin_ftr.asp?c=64&pageid=38581&id=-1&s=0&STEMTYPE=0&STEM_WORD_PHONETIC_IDS=ARiASXASLASLASXASTASkASYASXASdASTASXASa&CropPDF=0|title=Γιγαντιαίο γλυπτό στην Θεσσαλονίκη|last=Αλεξανδρόπουλος|first=Α|date=20/4/1966|journal=Ελευθερία|accessdate=31/10/2016|doi=|page=2}}</ref> Το ίδιο έτος τιμήθηκε για την προσφορά του στην ελληνική Τέχνη από τον τότε βασιλιά [[Κωνσταντίνος Β΄ των Ελλήνων|Κωνσταντίνο Β΄]] με τον [[Τάγμα του Γεωργίου Α΄|Χρυσό Σταυρό του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α΄]], απέφυγε όμως να παραβρεθεί στη δεξίωση που πραγματοποιήθηκε και να παραλάβει το παράσημο.<ref name=":1" /> Από τα μέσα της δεκαετίας αρχίζει η μετατόπισή του από την παραστατική στην αφηρημένη γλυπτική. Άλλες δημιουργίες του εκείνης της δεκαετίας είναι οι δύο αφαιρετικές συνθέσεις<ref>{{Cite web|url=http://www.searchculture.gr/aggregator/edm/ZoggopoulosF/000041-64081/view;jsessionid=108247EE53700248859F8DA25E8FE503|title=Κυκλώπειο|last=|first=|date=|website=searchculture.gr|publisher=Ενιαία Αναζήτηση Ψηφιακού Περιεχομένου|accessdate=29/11/2016}}</ref> με την ονομασία «Κυκλώπειο» του 1966 (ένα ύψους 4,5 μέτρων φτιαγμένο από υλικό cor-ten και ένα ορειχάλκινο διαστάσεων 46 x 57 εκ),<ref name=":1" /> η «Ελιά» (1966), ο «Αλέξανδρος» (1968), το «Plexiglas και φως» (1969) κλπ. Επιπλέον συνεχίστηκε η παρουσία του καλλιτέχνη σε ομαδικές εκθέσεις του εξωτερικού.<ref name=":1" />
 
Από το 1960 ως το 1988 ήταν μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Société Européenne de Culture Prés la Biennale της Βενετίας στην οποία εντάχθηκε το 1953 και υπήρξε τακτικός συνεργάτης του περιοδικού της “Comprendre”. Ήταν μέλος του [[Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος|Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).]]
Γραμμή 90 ⟶ 107 :
 
Το 1986 εγκαινιάζεται η τριβή του Ζογγολόπουλου με το μοτίβο της ομπρέλας, ενός συνηθισμένου καθημερινού αντικείμενου για την προστασία από τα καιρικά φαινόμενα, το οποίο μετατρέπεται από τον καλλιτέχνη σε βασικό εικαστικό θέμα της δημιουργίας του.<ref name=":2" /> Το πρώτο του έργο είναι φτιαγμένο από ανοξείδωτο χάλυβα και έχει διαστάσεις 230 x 30 x 135 εκατοστά.<ref name=":1" />
 
Το 1987 συμμετείχε με το έργο «Φακός και Κύκλοι» (ανοξείδωτος χάλυβας και πλεξιγκλάς, ύψος: 136 εκ.) στην Πανελλήνια Έκθεση του 1997, όταν ο θεσμός αναβίωσε μετά από πρωτοβουλία του
[[Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος|Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας]] (ΕΕΤΕ) και την ανταπόκριση του Υπουργείου Πολιτισμού. ΒαδίζονταςΤο έργο του Ζογγολόπουλου παρουσίαζε βασικά χαρακτηριστικά της ώριμης παραγωγής του γλύπτη: τη χρήση βιομηχανικών υλικών, την ελάφρυνση της γλυπτικής μάζας, την έμφαση στο ρόλο του κενού ως ισοδύναμου συντελεστή της φόρμας, τις μεταβαλλόμενες τονικότητες των επιφανειών και τη διαφάνεια του υλικού. Όσον αφορά την Έκθεση, βαδίζοντας στο πρότυπο της Όγδοης Πανελλήνιας και με πολύ αυστηρότερα κριτήρια, η κριτική επιτροπή οργάνωσε την πιο ολιγάριθμη, σε καλλιτέχνες και έργα, Πανελλήνια, προκαλώντας την έντονη δυσαρέσκεια του ΕΕΤΕ και των αποκλεισμένων καλλιτεχνών, που έφταναν σχεδόν το 70% των υποψηφιοτήτων.<ref>«Κριτήρια και προσανατολισμοί της Κριτικής Επιτροπής της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Έκθεσης 1987», Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση 1987, κατάλογος έκθεσης, Υπουργείο Πολιτισμού. Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, Αθήνα 1987, σ. 19. Επίσης, στο ίδιο, σ. 287.</ref>
 
Το 1989 δημιούργησε το διαμέτρου 3,64 μέτρων υδροκινητικό γλυπτό «Ασπίδα», το οποίο κατασκευάστηκε από ανοξείδωτο χάλυβα και τοποθετήθηκε στο [[Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών]].<ref>{{Cite web|url=http://dp.iset.gr/artist/view.html?id=1452&tab=artworks&start=16&limit=8|title=Ζογγολόπουλος Γιώργος (1903 - 2004)|last=|first=|date=|website=iset.gr|publisher=Ψηφιακή Πλατφόρμα ΙΣΕΤ|accessdate=28/1/2017}}</ref>
Γραμμή 582 ⟶ 602 :
 
· 2001 Μέγαρο ΟΤΕ, Μαρούσι : έργο «Tel-Néant»
 
== Πανελλήνιες Εκθέσεις ==
 
Ο Γιώργος Ζογγολόπουλος πήρε μέρος σε έξι [[Πανελλήνιες εκθέσεις|Πανελλήνιες Καλλιτεχνικές Εκθέσεις]]. Συμμετείχε στις Πανελλήνιες των ετών 1938 (Πρώτη), 1939 (Δεύτερη), 1940 (Τρίτη), 1948 (εκτός αρίθμησης), 1965 (Όγδοη), καθώς και στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1987, με την οποία επιχειρήθηκε η επαναλειτουργία του θεσμού μετά από δώδεκα χρόνια διακοπής.
 
== Η συμμετοχή στις προπολεμικές Πανελλήνιες Εκθέσεις ==
Η Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση, ως κρατική διοργάνωση που τελούνταν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, θεσμοθετήθηκε από το μεταξικό καθεστώς το 1938, στο πλαίσιο μιας πολιτιστικής πολιτικής που ενθάρρυνε τις
ομαδικές εκθέσεις και την αγορά έργων τέχνης από δημόσιους φορείς. Λόγω της
προβολής του έργου των καλλιτεχνών και κυρίως λόγω της αυξημένης δυνατότητας
πωλήσεων, οι Πανελλήνιες Εκθέσεις των
ετών 1938-1940 προσέλκυσαν το ενδιαφέρον όχι μόνο της πλειοψηφίας των Ελλήνων καλλιτεχνών
αλλά και των ικανότερων ανάμεσά τους και αναδείχθηκαν σε μείζονα καλλιτεχνικά
γεγονότα της εποχής.
 
Ο Ζογγολόπουλος
συμμετείχε στην Α’ Πανελλήνια (Μάρτιος-Απρίλιος 1938), με δύο έργα σε γύψο, την
«Κεφαλή κόρης» και το «Κορίτσι». Στον κατάλογο της έκθεσης δηλώνεται ότι τα γύψινα
προπλάσματα προορίζονταν για μεταφορά σε χαλκό (ορείχαλκο/μπρούντζο).
 
Στην Β’ Πανελλήνια
Καλλιτεχνική Έκθεση (Μάρτιος-Απρίλιος 1939), ο γλύπτης παρουσίασε επίσης δύο
έργα, ένα «Ανάγλυφο» σε γύψο, με την επισήμανση της μεταφοράς σε μάρμαρο, καθώς
και ένα «Γυμνό» σε χαλκό.
 
Στην Γ’ Πανελλήνια
(Μάρτιος-Απρίλιος 1940), εξέθεσε ένα έργο, τη χάλκινη «Κεφαλή γυναικός».
 
Τα έργα των χρόνων
αυτών ακολουθούν τη μεταροντενική αρχαϊζουσα ανθρωποκεντρική παράδοση που
χαρακτηρίζει γενικότερα το έργο των Ελλήνων γλυπτών στο μεσοπόλεμο, με
σαφέστερη, στην περίπτωση του Ζογγολόπουλου, την επιρροή του γάλλου γλύπτη Σαρλ
Ντεσπιώ.
 
== Η Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1948 ==
Μετά από πολύχρονη διακοπή του θεσμού λόγω του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφύλιου που ακολούθησε, η επόμενη Πανελλήνια
διεξήχθη στα τέλη του 1948 (1 Νοεμβρίου-15 Δεκεμβρίου), με την εμφύλια σύγκρουση να διανύει την οξύτερη φάση της.
 
Ο Ζογγολόπουλος συμμετείχε στην έκθεση με τρία έργα: καταρχήν με την «Αριάδνη», όρθια γυναικεία μορφή σε γύψο, μεγαλύτερη του φυσικού, που προοριζόταν για το Μνημείο Πεσόντων του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου. Το έργο μεταφέρθηκε στη συνέχεια σε μάρμαρο και
τοποθετήθηκε το 1948 στην Πλατεία Αναστάσεως Κερατσινίου. Παρουσίασε ακόμη την
«Καθισμένη κοπέλλα», σε τερρακότα, και την «Κοπέλλα ξαπλωμένη», σε πέτρα.
 
Ο γλύπτης τιμήθηκε
με το δεύτερο βραβείο γλυπτικής για την «Αριάδνη»<ref name=":5">Παυλόπουλος 2007, σ. 48.</ref> (πρώτο βραβείο δεν δόθηκε, κατά τη συνήθη τακτική της εποχής). Ωστόσο, όπως
συνέβη και με τις υπόλοιπες βραβεύσεις της Πανελλήνιας, το βραβείο δεν
απονεμήθηκε στον καλλιτέχνη. Με αφορμή την απόδοση του πρώτου βραβείου
ζωγραφικής στο νεωτεριστή και πολιτικά φιλελεύθερο Κωνσταντίνο Παρθένη για την
«Αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου» και έχοντας λάβει χώρα σε κλίμα οξύτατης
ιδεολογικής και αισθητικής αντιπαράθεσης, η Πανελλήνια του 1948 χαρακτηρίστηκε
από την πρωτοφανή παρέμβαση των συντηρητικών, πολιτικά και καλλιτεχνικά, κύκλων
στις αποφάσεις της κριτικής επιτροπής, με αποκορύφωμα την ακύρωση όλων των
βραβείων.
 
== Από την Τέταρτη (Δ΄, 1952) έως την Έβδομη (Ζ΄, 1963) Πανελλήνια Έκθεση ==
Ο Ζογγολόπουλος δεν θα συμμετάσχει στις τέσσερις επόμενες Πανελλήνιες Εκθέσεις, δηλαδή θα απέχει από το θεσμό καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 και μέχρι τα μέσα της
δεκαετίας του ’60. Την ίδια περίοδο θα αναπτύξει έντονη δραστηριότητα<ref>Θα μελετήσει με κρατική υποτροφία τεχνικές χαλκοχυτικής στη Ρώμη, θα συμμετάσχει με επιτυχία σε διαγωνισμούς για την ανέγερση μνημείων και τη διαμόρφωση δημόσιων χώρων, θα εκθέσει στη Μπιενάλε της Βενετίας (1956, 1964) και του Σάο Πάολο (1957), θα πραγματοποιήσει ατομική έκθεση στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.</ref> και θα πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις γλυπτικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
 
== Η Όγδοη Πανελλήνια Έκθεση (1965) ==
Η Όγδοη Πανελλήνια σημείωσε μια τομή στην ιστορία του θεσμού.
Οι προηγούμενες εκθέσεις, και περισσότερο η τελευταία, η Ζ’ Πανελλήνια του
1963, είχαν δεχθεί αρνητική κριτική, με κύρια επιχειρήματα την πτώση της
ποιότητας και την αδυναμία συγκρότησης μιας αντιπροσωπευτικής εικόνας της
σύγχρονης ελληνικής τέχνης.<ref>Ε. Βακαλό, «''Η Ζ΄ Πανελλήνιος. Διαπιστώσεις και προτάσεις''», περ. Ζυγός, τεύχ. 90, Μάιος 1963, σ. 36, 74. Ν. Ζίας, «Ανασκόπηση των προηγούμενων εκθέσεων», περ. Ζυγός, Β’ περίοδος, Μάιος 1965 (IV-65), σ. 81.</ref> Για να αντιμετωπιστούν οι ανεπάρκειες αυτές, η οργανωτική επιτροπή της Όγδοης
Πανελλήνιας προχώρησε στην αλλαγή της δομής της κριτικής επιτροπής,
προβλέποντας για πρώτη φορά τη συμμετοχή τεχνοκριτών δίπλα στους καλλιτέχνες,
και στην επιλογή καλλιτεχνών-κριτών με νεωτερικό, κατά βάση, αισθητικό
προσανατολισμό. Το αποτέλεσμα ήταν μία Πανελλήνια με αισθητική αρτιότητα και
πρωτοποριακά χαρακτηριστικά, καθώς αυξήθηκαν παράλληλα σημαντικά οι συμμετοχές
νέων καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων και των νέων Ελλήνων του εξωτερικού.
 
Ο Ζογγολόπουλος
εξέθεσε πέντε αφηρημένα έργα: «Το κάστρο» (1965, χαλκός), «Καλάβρυτα» (1963,
χαλκός), «Μυκήναι» (1963, χαλκός), «Λευκή φιγούρα» (1964, αλουμίνιο) και
«Δελφοί» (1964, χαλκός).
 
Στο μεγάλο διάστημα
που μεσολάβησε από την τελευταία συμμετοχή του σε Πανελλήνια Έκθεση, έχει
συντελεστεί η μετατόπισή του από την παραστατική στην αφηρημένη γλυπτική. Η
συμμετοχή του στην Όγδοη Πανελλήνια σχολιάστηκε θετικά από την κριτική.<ref name=":6">Ε. Βακαλό, «''Η’ Πανελλήνιος Έκθεση, 3''», εφ. Τα Νέα, 30 Απριλίου 1965. Αναδημοσιεύεται στο Βακαλό 1996, τόμ. Α΄, σ. 348. Έ. Φερεντίνου, «''Η γλυπτική στην 8<sup>η</sup> Πανελλήνιο''», περ. Ζυγός, Β’ περίοδος, Μάιος 1965 (IV-65), σ. 26.</ref>
 
== Η Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1987 ==
Δώδεκα χρόνια μετά την τελευταία Πανελλήνια (1975) ο θεσμός αναβίωσε με πρωτοβουλία του
[[Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος|Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας]] (ΕΕΤΕ) και την ανταπόκριση του Υπουργείου Πολιτισμού. Βαδίζοντας στο πρότυπο της Όγδοης Πανελλήνιας και με πολύ αυστηρότερα κριτήρια, η κριτική επιτροπή οργάνωσε την πιο ολιγάριθμη, σε καλλιτέχνες και έργα, Πανελλήνια, προκαλώντας την έντονη δυσαρέσκεια του ΕΕΤΕ και των αποκλεισμένων καλλιτεχνών, που έφταναν σχεδόν το 70% των υποψηφιοτήτων.<ref>«Κριτήρια και προσανατολισμοί της Κριτικής Επιτροπής της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Έκθεσης 1987», Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση 1987, κατάλογος έκθεσης, Υπουργείο Πολιτισμού. Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, Αθήνα 1987, σ. 19. Επίσης, στο ίδιο, σ. 287.</ref>
 
Ο Ζογγολόπουλος εξέθεσε ένα έργο, το «Φακός και Κύκλοι» (ανοξείδωτος χάλυβας και πλεξιγκλάς, ύψος: 136 εκ.). Το έργο συγκεντρώνει βασικά χαρακτηριστικά της ώριμης παραγωγής του γλύπτη: τη χρήση βιομηχανικών υλικών, την ελάφρυνση της γλυπτικής μάζας, την έμφαση στο ρόλο του κενού ως ισοδύναμου συντελεστή της φόρμας, τις μεταβαλλόμενες τονικότητες των επιφανειών και τη διαφάνεια του υλικού.
 
== Παραπομπές ==