Αρχαία Αλεξάνδρεια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Asiatologist (συζήτηση | συνεισφορές)
Διορθώσεις
Asiatologist (συζήτηση | συνεισφορές)
Διορθώσεις
Γραμμή 61:
* Το Εμπορείον: Κέντρο εμπορικών συναλλαγών. Εικάζεται ότι η πόλη διέθετε δύο αγορές (όπως και στην περίπτωση του Πειραιά), εκ των οποίων η μία ήταν καθαρά αστική και προστατευόταν από την προσέγγιση ξένων ακαθορίστου προέλευσης. Η άλλη βρισκόταν στο λιμάνι και προοριζόταν για τους ναυτικούς και τις ελευθέριες γυναίκες.
 
* Το Καισάρειο,: πίσω από το Εμπορείον· ναόςΝαός που κτίστηκε από την Κλεοπάτρα πίσω από το Εμπορείον προς τιμήν του Ιούλιου Καίσαρα και μετατράπηκε τον 4ο αιώνα σε πατριαρχική εκκλησία. Κοντά στο Καισάρειο υπήρχαν δύο οβελίσκοι που έχουν μεταφερθεί στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο (είναι γνωστοί σήμερα ως «Βελόνες της Κλεοπάτρας»).
 
* Οι Αποστάσεις: αποθήκες και πιθανώς μαγαζιά.
Γραμμή 67:
* Τα νεώρια:<ref>Στην αρχαιότητα η λέξη «νεώριο» δεν σήμαινε «ναυπηγείο», αλλά ναύσταθμο ή παραθαλάσσια περιοχή όπου φυλάσσονταν πλοία, κυρίως πολεμικά.</ref> Λιμενικές εγκαταστάσεις-ναύσταθμος δυτικά του Τιμώνειου κατά μήκος της ακτογραμμής.
 
* Το Γυμνάσιο και η Παλαίστρα: Οι μελετητές τα τοποθετούν στο ανατολικό μέρος της πόλης. Η ακριβής τοποθεσία παραμένει άγνωστη.
 
* Ο ναός του Κρόνου.
 
* Tα μαυσωλεία των Πτολεμαίων και του Αλέξανδρου. Το τελευταίο αποκαλούνταν (Σώμα ή Σήμα) και ητων Πτολεμαίων: Η αρχική τουτους τοποθεσία βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, κοντά στη διασταύρωση των κυρίων οδών.<ref>Polyzoides Apostolos, ''Alexandria: City of Gifts and Sorrows: From Hellenistic Civilization to Multiethnic Metropolis'', Sussex Academic Press, Eastbourne, East Sussex 2014. σσ: 61-67. ISBN 1782841547, 9781782841548a</ref>
[[Αρχείο:Ancient Alexandria (1878) - TIMEA.jpg|μικρογραφία|400x400εσ|Αναπαράσταση του 19ου αιώνα που απεικονίζει περιοχή της αρχαίας πόλης]]Παρότι διαθέτουμε μαρτυρίες για την ύπαρξη πολυάριθμων εκκλησιών στην Αλεξάνδρεια, η ακριβής θέση τους παραμένει άγνωστη. Οι αρχαιότερες από αυτές είναι το Μαρτύριο του Αγίου Μάρκου στο ανατολικό μέρος της πόλης<ref>Chugg Andrew Michael, ''The Quest for the Tomb of Alexander the Great, Lulu.com,'' 2007, σσ. 188-199.</ref> και η εκκλησία του επισκόπου Θεωνά στις δυτικές παρυφές της.<ref>Christopher Haas, ''Alexandria in Late Antiquity: Topography and Social Conflict'', JHU Press, Baltimor and London 2006, σσ. 209-210.</ref> Η πρώτη πρέπει να βρισκόταν στον τόπο ταφής του Αγίου Μάρκου. Η δεύτερη κτίστηκε γύρω στο 300 από τον διάδοχο του Θεωνά Πέτρο Α΄, πιθανώς στη θέση του μετέπειτα δυτικού τζαμιού. Το συγκεκριμένο τζαμί  δεν σώζεται σήμερα, αλλά είναι γνωστό ότι ενσωμάτωνε ως δομικά στοιχεία κίονες με χριστιανικά διακοσμητικά σχέδια.<ref>McKenzie Judith, ''The Architecture of Alexandria and Egypt'', New Haven 2007, σ. 240.</ref> Μια άλλη εκκλησία, αυτή του Διονύσιου, έλαβε το όνομά της από τον ομώνυμο επίσκοπο, ή ίσως ανεγέρθηκε από αυτόν.<ref>McKenzie Judith, ''The Architecture of Alexandria and Egypt'', New Haven 2007, σ. 244.</ref>
 
Γραμμή 82:
 
== Γράμματα ==
Από τα χρόνια του Πτολεμαίου Σωτήρα (332-283 Π.Κ.Ε.) είχαν συγκεντρωθεί στην Αλεξάνδρεια τα βιβλία, οι θρησκείες, οι λόγιοι και οι φιλοσοφίες όλου του κόσμου και είχε αναπτυχθεί έντονη πνευματική ζωή. Η πόλη είχε δύο διάσημες βιβλιοθήκες που βρίσκονταν η μία στο Μουσείο (στο βασιλικό διαμέρισμα του Βρουχείου) και η άλλη στο Σαράπειο (η λεγόμενη «Θυγάτηρ Βιβλιοθήκη»).<ref>Μουτσούλας Ηλίας Δ., «Τό “Περὶ μέτρων καὶ σταθμῶν” ἔργον Ἐπιφανίου τοῦ Σαλαμῖνος». Εἰσαγωγή-Κριτικὴ ἔκδοσις-Σχόλια (Ε´) [σελ. 157-209], ΘΕΟΛΟΓΙΑ Τόμος ΜΔ´ (1973) Τεύχος 1&2, σ. 171, γρ. 325.</ref><ref>Progymnasmata, επιμ. H. Rabe, Aphthonii progymnasmata [Rhetores Graeci 10. Leipzig: Teubner, 1926]: σσ. 1-51., 40. 4.</ref> Ο δανεισμός επιτρεπόταν αποκλειστικά στην τελευταία και γι’ αυτό τον λόγο περιείχε κυρίως πλεονάζον υλικό της βιβλιοθήκης του Μουσείου. Πολλοί σημαντικοί Έλληνες λόγιοι διετέλεσανδιατέλεσαν διευθυντές της [[Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας|Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας]]. Μεταξύ τους διακρίνονται ο λογοτέχνης και κριτικός [[Ζηνόδοτος ο Εφέσιος]], ο ειδικός στα [[Ομηρικά Έπη]] [[Αριστοφάνης ο Βυζάντιος|Αριστοφάνης ο Βυζαντινός]], ο επίσης ομηριστής [[Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ|Αρίσταρχος]] από τη Σαμοθράκη και ο μαθηματικός−μαθηματικός- γεωγράφος [[Ερατοσθένης ο Κυρηναίος]], που εφηύρε τον σφαιρικό αστρολάβο.
 
[[Αρχείο:Spherical astrolabe 2.jpg|μικρογραφία|Σφαιρικός Αστρολάβος, παρόμοιος με αυτόν του Ερατοσθένη του Κυρηναίου.]]
Σημαντικές υπηρεσίες στη Βιβλιοθήκη προσέφερε και ο ποιητής [[Καλλίμαχος ο Κυρηναίος]] που συνέταξε τον κατάλογο των χειρογράφων της (ο κατάλογος είναι σήμερα γνωστός με την ονομασία «Πίνακες») σε 120 παπύρους. Σύμφωνα με τον [[Ιωάννης Τζέτζης|Τζέτζη]] ο [[Καλλίμαχος]] είχε καταγράψει 400.000 «συμμιγείς ή συμμείκτους βίβλους» (παπύρους) και 90.000 αμιγείς.<ref>Prolegomena de comoedia, ed. Korster, σ. 32.</ref> Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι 40.000 πάπυροι του Σαράπειου. Με την άοκνη προσπάθεια των διαπρεπών διευθυντών της Βιβλιοθήκης επιτεύχθηκε η συστηματοποίηση της καταγραφής, της ταξινόμησης και της κατάταξης των έργων σε λογοτεχνικά είδη. Στον κύκλο των δραστηριοτήτων της περιλαμβάνονταν επίσης οι μεταφράσεις, η φιλολογική κριτική των αρχαίων κειμένων (με την οποία ασχολήθηκε ο Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ) και η κατάρτιση εξειδικευμένων λεξικών. Μάλιστα, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (περ. 275-180 π.Χ.) θεωρείται ο ιδρυτής της επιστημονικής λεξικογραφίας και θεμελιωτής της φιλολογικής επιστήμης. Σε αυτόν αποδίδεται η εισαγωγή των τονικών σημείων [οξείες, βαρείες, δασείες κ.ο.κ.] στα έως τότε άτονα κεφαλαιογράμματα των αρχαίων κειμένων, που αποσκοπούσε στην πιστότερη απεικόνιση του μέτρου στο έργο του Ομήρου. Είναι κατά συνέπεια προφανές ότι οι οφειλές της εν λόγω επιστήμης στους αλεξανδρινούς λογίους είναι μεγάλες. ΕπισημαίνεταιΔιάφορες πηγές επισημαίνουν εξάλλου απόότι διάφορεςοι πηγέςΠτολεμαίοι ότιδεν πέραπεριορίζονταν από τασε ελληνικά έργα οι Πτολεμαίοιαλλά επεδίωκαν τη συλλογή γνώσης από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της χώρας των φαραώ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Πτολεμαίος Α' προσκάλεσε Έλληνες λόγιους και τους ανάθεσε τη συγγραφή της ιστορίας της Αιγύπτου. Ανάμεσά στους τελευταίους ήταν και ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης<ref>Διόδ. Ι. 46.8.</ref> που έγγραψε τα ''Αιγυπτιακά''. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη στο ίδιο εγχείρημα συμμετείχε ο Αιγύπτιος πολυμαθής αρχιερέας Μανέθωνας, ο οποίος συνέλεξε στοιχεία από τα ιερά αρχεία των ναών και συνέθεσε μια αιγυπτιακή ιστορία στα Ελληνικά που αφιέρωσε στον Πτολεμαίο Β΄.<ref>Διόδ. 1.87.1-5 και 88.4.</ref> Ο Πλίνιος σημειώνει επίσης ότι ο Έρμιππος συνέταξε ένα πολύτομο έργο 2.000.000 στίχων που αφορούσε τον ζωροαστρισμό<ref>Plinius secundus Naturalis Historia: book 30 section 4.</ref> (''Περί Μάγων''). Εάν ο Λατίνος συγγραφέας εννοούσε τον Καλλιμάχειο Έρμιππο,<ref>Ως συγγραφέας του έργου έχει προταθεί και ο Έρμιππος ο Βηρύτιος.</ref> ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη σύνταξη ενός τόσο μεγάλου έργου χωρίς να έχει πρόσβαση σε σχετικά έργα της Βιβλιοθήκης. Πιθανή θεωρείται επίσης η ύπαρξη βουδιστικών και άλλων ινδικών κειμένων ως απόρροια των γενικότερων πολιτισμικών ανταλλαγών μεταξύ του Ασόκα και του Πτολεμαίου Φιλάδελφου καθώς και της δράσης βουδιστικών ιεραποστολών.<ref>Hultzsch Eugen, ''Corpus Inscriptionum Indicarum,vol 1: Inscriptions of Aśoka''. New Delhi: The Director-General Archaeological Survey of India. Oxford Univ. Press, Oxford 1925, ανατύπ. 1996, σ. 48 (XIII Rock-Edict: Kalsi).</ref><ref>Rackham H., Pliny Natural History, William Heinemann LTD, London 1961, σ. 383 (VI. xxi. 58-61).</ref>
 
Φαίνεται ότι ο ζήλος που επεδείκνυαν οι Πτολεμαίοι όσον αφορά τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης με ξένα συγγράμματα, γρήγορα εξελίχθηκε σε εμμονή. Όπως αναφέρει ο [[Γαληνός]], ο [[Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης|Πτολεμαίος Γ' ο Ευεργέτης]] είχε διατάξει τις λιμενικές αρχές να κατάσχουν όσα βιβλία ανακάλυπταν σε ελλιμενιζόμενα πλοία και να τα αντικαθιστούν με αντίγραφα.<ref>Γαληνός ''β΄, υπομνημ. εις το Γ΄, ιπποκρ. Επιδημ.''</ref> Η ύπαρξη ξενόγλωσσων βιβλίων στη Βιβλιοθήκη πρέπει να θεωρείται περισσότερο από πιθανή για τους εξής λόγους: α) Πολλά από αυτά βρίσκονταν σε σειρά αναμονής για να μεταφραστούν. β) Οι υπεύθυνοι της βιβλιοθήκης όφειλαν να φυλάσσουν όσατα μεταφρασμένα πρωτότυπα είχανχάριν ήδητων μεταφραστείαλλοδαπών τόσομελετητών, για λόγους τεκμηρίωσης όσοαλλά και για ναλόγους βρίσκονταιτεκμηρίωσης στητης διάθεση των αλλοδαπών μελετητώνμετάφρασης και γ) Επειδή η ύπαρξη παραλλαγών, λαθών, δυσανάγνωστων περιοχών κλπ. είναιαποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο σε χειρόγραφα κείμενα, είναι επιθυμητή η σύγκριση μεταξύαποθήκευση και η ταξινόμησή των αντίγραφωναντιγράφων τους ώστε να διαπιστώνονταικαθίσταται οιδυνατή διαφορέςη μεταξύ τους σύγκριση.
 
Φαίνεται ότι ο ζήλος που επεδείκνυαν οι Πτολεμαίοι όσον αφορά τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης με ξένα συγγράμματα, γρήγορα εξελίχθηκε σε εμμονή. Όπως αναφέρει ο [[Γαληνός]], ο [[Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης|Πτολεμαίος Γ' ο Ευεργέτης]] είχε διατάξει τις λιμενικές αρχές να κατάσχουν όσα βιβλία ανακάλυπταν σε ελλιμενιζόμενα πλοία και να τα αντικαθιστούν με αντίγραφα.<ref>Γαληνός ''β΄, υπομνημ. εις το Γ΄, ιπποκρ. Επιδημ.''</ref> Η ύπαρξη ξενόγλωσσων βιβλίων στη Βιβλιοθήκη πρέπει να θεωρείται περισσότερο από πιθανή για τους εξής λόγους: α) Πολλά από αυτά βρίσκονταν σε σειρά αναμονής για να μεταφραστούν. β) Οι υπεύθυνοι της βιβλιοθήκης όφειλαν να φυλάσσουν όσα πρωτότυπα είχαν ήδη μεταφραστεί τόσο για λόγους τεκμηρίωσης όσο και για να βρίσκονται στη διάθεση των αλλοδαπών μελετητών και γ) Επειδή η ύπαρξη λαθών, δυσανάγνωστων περιοχών κλπ. είναι συνηθισμένο φαινόμενο σε χειρόγραφα κείμενα, είναι επιθυμητή η σύγκριση μεταξύ των αντίγραφων ώστε να διαπιστώνονται οι διαφορές.
== Επιστήμες και τέχνες ==
[[Αρχείο:Hero of Alexandria, Belopoiika, Paris, Graec. 2442.jpg|μικρογραφία|Σελίδα από το βιβλίο ''Βελοποιικά του'' Φίλωνα του Βυζάντιου (θέμα του η περιγραφή βαλλιστικών όπλων). ]]
Το Μουσείο λειτουργούσε ως ανώτατο μορφωτικό και ερευνητικό κέντρο και ήταν εφοδιασμένο με διάφορα εργαστήρια, ζωολογικό και βοτανικό κήπο, αστεροσκοπείο και ξενώνες για τους επισκέπτες μελετητές. Στις εγκαταστάσεις του εργάστηκαν σημαντικοί επιστήμονες, όπως ο αστρονόμος Αρίσταρχος, ο Μαθηματικός Ευκλείδης, ο γεωγράφος Ερατοσθένης (ιδρυτής της επιστημονικής γεωγραφίας και της τοπογραφίας) και ο ιατρός και ανατόμος Ηρόφιλος ο Χαλκηδόνιος ο οποίος θεωρείται μαζί με τον διάδοχό του [[Ερασίστρατος|Ερασίστρατο]] θεμελιωτής της μεγάλης ιατρικής σχολής της Αλεξάνδρειας. Η φήμη της τελευταίας προσέλκυσε τον Γαληνό ο οποίος συμπλήρωσε τις ανατομικές σπουδές του κοντά στον Ηρακλειανό, γιο του ανατόμου Νουμισιανού και στη συνέχεια επέστρεψε στην πατρίδα του την Πέργαμο το 157 σε ηλικία 28 ετών.
 
Στον τομέα της εφαρμοσμένης μηχανικής διέπρεψαν οι εφευρέτες Ήρων ο Αλεξανδρεύς, Κτησίβιος και Φίλων ο Βυζάντιος που κατασκεύασαν πολεμικές μηχανές, βαρούλκα, αντλίες, αυτόματες πνευματικές μηχανές κ.α.<ref>Δημαρόγκωνας Ανδρέας, ''Μαθήματα ιστορίας της τεχνολογίας'', τόμ. 1ος, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα 2000, σσ. 180-304.</ref> Ένας από τους τελευταίους Έλληνες μαθηματικούς που εργάστηκαν στην Αλεξάνδρεια ήταν ο Πάππος που γεννήθηκε εκεί κατά τον 4ο μ.Χ αιώνα. Σταδιακά, αρχής γενομένης από την πυρκαγιά του 47 που εικάζεται ότι κατέκαψε το Βρουχείο και ακολούθως με την ισοπέδωσή του τελευταίου από τον Αυρηλιανό κατά την αντιπαράθεσή του με τη βασίλισσα Ζηνοβία, οι βιβλιοθήκες υπέστησαν μεγάλες καταστροφές.
Γραμμή 96 ⟶ 97 :
Το 391 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος απαγόρευσε τη δημόσια λατρεία στα ιδρύματα της αρχαίας θρησκείας<ref>Codex Theodosianus 16.10.11.</ref> και στη συνέχεια συνέστησε την καταστροφή των ναών και των συμβόλων της ως το προσφορότερο μέσο για την καταστολή της.<ref>Amidon Philip R., μτφρ., Rufinus of Aquilea, The Church History of Rufinus of Aquileia: Books 10 and 11, Oxford University Press, New York 1997, σ. 80 (Rufinus ''Historia Ecclesiastica'' 11.22).</ref> Μεταξύ των δυσμενών επακόλουθων που επέφερε το εν λόγω διάταγμα ήταν η ισοπέδωση της «ακρόπολης» του Σαραπείου από Ζηλωτές μοναχούς και Ρωμαίους στρατιώτες.<ref>Giangrande G. (επιμ.), ''Eunapii Vitae Sophistarum'', Istituto Poligrafico dello Stato, Rome 1956, 6.11.2.</ref><ref>Amidon Philip R., μτφρ., Rufinus of Aquilea, ''The Church History of Rufinus of Aquileia: Books 10 and 11'', Oxford University Press, New York 1997, σσ. 85 (Rufinus Book 11.26-28), 103 σημ. 38.</ref> Στη θέση του παλιού ναού και της βιβλιοθήκης του οι χριστιανοί κατασκεύασαν μεγάλη εκκλησία που περιείχε τα λείψανα του προφήτη Ελισαίου και του Ιωάννη του Βαπτιστή, καθώς και μοναστήρι με πολλούς μοναχούς που επιτηρούσαν την περιοχή για να αποτρέψουν συγκαλυμμένες εκδηλώσεις λατρείας των παγανιστών. Ακολούθησε η κατάληψη της Αλεξάνδρειας από τους Άραβες το 642 και η καταστροφή των βιβλίων της Βιβλιοθήκης με εντολή του χαλίφη Ομάρ.<ref>De Sacy, ''Relation de l’Egypte par Abd al-Latif'', Paris, 1810, σσ. 183, 240-44, σημ. 55.</ref><ref>Abu'l-Faraj (Bar hebraeus), ''Historia compendiosa dynastiarum historiam complectens universalem, etc''., επιμ. E. Pococke (Oxford, 1663), μτφρ., σ. 114; αραβικό κείμενο, σσ. 180 κ.εξ.</ref> Ωστόσο, αρκετοί μεταγενέστεροι μελετητές αμφισβητούν τις σχετικές μαρτυρίες λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε πριν την καταγραφή τους καθώς και των ενδεχόμενων πολιτικών κινήτρων των συγγραφέων.<ref>Βλ. για παράδειγμα: MacLeod Roy, ''The Library of Alexandria: Centre of Learning in the Ancient World'' (2η εκδ.), I.B.Tauris London 2004, σ. 71. <nowiki>ISBN 978-1850435945</nowiki></ref>
== Θρησκείες ==
Η Αλεξάνδρεια θεωρείται γενέτειρα της χριστιανικής θεολογίας και ο ρόλος της στηεστία διαμόρφωσηδιαμόρφωσης παράλληλωνσυγκρητιστικών απόψεων μεταξύ των χριστιανών, των νεοπλατωνικών και των Γνωστικών είναι τεκμηριωμένος. Εκεί αντιπαρατέθηκαν Εβραίοι,οι χριστιανοί,οπαδοί Γνωστικοίτων καικυριότερων θρησκευτικών παγανιστέςομάδων και έδρασαν σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης<ref>Μαυράκης Νίκος, ''Ανατολικές επιρροές στην ελληνική σκέψη και τον δυτικό πολιτισμό''. Σοκόλης, (Αθήνα 2016), σ. 534, [[Ειδικό:ΠηγέςΒιβλίων/9786185139322|<u><font color="#0066cc">ISBN 978-618-5139-32-2</font></u>]]</ref> και ο Φίλων ο Ιουδαίος που επηρέασε τη χριστιανική θεολογία ταυτίζοντας τον Λόγο των Στωικών με τη θεϊκή σοφία δια της οποίας κτίστηκε ο κόσμος. [[File:Gentile e giovanni bellini, predica di san marco in alessandria 01.jpg|thumb|Κήρυγμα του Αγίου Μάρκου στην Αλεξάνδρεια|420x420εσ]]Αποτέλεσμα του αναπόφευκτου συγκρητισμού ήταν η δημιουργία διάφορων θεολογικών σχολών και αιρέσεων όπως ο μονοφυσιτισμός (Κόπτες), ο αρειανισμός και ο βασιλειδιανισμός. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τυχαίο το γεγονός ότι η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά (γνωστής ως «Mετάφραση των Eβδομήκοντα») έλαβε χώρα στην Αλεξάνδρεια. Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της πόλης ενισχυόταν και από την συνεχή εισροή βουδιστών μοναχών και Ινδών εμπόρων. ΜερικοίΟρισμένοι μελετητές μάλιστα υποστηρίζουν ότι τα πρώτα μέλη του κοινοβίου των Θεραπευτών στην Μαρεώτιδα λίμνη είχαν σταλεί από τον Ασόκα κατά την εποχή του Πτολεμαίου Β΄. Λέγεται επίσης ότι η ονομασία της εν λόγω μοναχικής κοινότητας προέρχεται από τον εξελληνισμό του βουδιστικού όρου Thera-putta (-γιος–γιος του γηραιού-γηραιού– στη διάλεκτο Πάλι).<ref>Zacharias P. Thundy, Buddha and Christ: Nativity Stories & Indian Traditions, Brill Publishers, Leiden 1993, σ. 245 κ.εξ.</ref><ref>Μαυράκης Νίκος, ''Ανατολικές επιρροές στην ελληνική σκέψη και τον δυτικό πολιτισμό''. Σοκόλης, (Αθήνα 2016), σ. 218. [[Ειδικό:ΠηγέςΒιβλίων/9786185139322|<u><font color="#0066cc">ISBN 978-618-5139-32-2</font></u>]]</ref> Ιδρυτής της αλεξανδρινής Εκκλησίας θεωρείται ο [[Απόστολος Μάρκος|Απόστολος Μάρκος.]] Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση ο [[Απόστολος Μάρκος|Μάρκος]] ήρθε στην Αλεξάνδρεια το έτος [[42]] και παρέμεινε επίσκοπός της επί 22 έτη. Λέγεται ότι το 62 χειροτόνησε τον πρώτο επίσκοπο της πόλης, τον Ανιανό, καθώς και τρεις πρεσβυτέρους, τους Σαβίνο, Κέρδωνα και Μηλαίο. Εντούτοις, δεν διαθέτουμε αξιόπιστες πηγές για τους χριστιανούς της πόλης πριν από τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. Εκείνη την εποχή ανέλαβε τη διεύθυνση της Θεολογικής Σχολής της Αλεξάνδρειας ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς  και την οργάνωσε στα πρότυπα των παγανιστικών φιλοσοφικών σχολών.<ref>Ιδρυτής της Θεολογικής Σχολής της Αλεξάνδρειας θεωρείται ο Πάνταινος, ο οποίος αναμόρφωσε και προήγαγε την υπάρχουσα Κατηχητική Σχολή.</ref> Ο Κλήμης, ένας από τους σπουδαιότερους θεολόγους της αρχαιότητας, επιχείρησε να δημιουργήσει μια σύνθεση του ελληνισμού και του χριστιανισμού. Ο μαθητής του Κλήμη και επίσης εξέχων θεολόγος Ωριγένης (185-254) απεδείχθη άξιος διάδοχός του, ωστόσο οι απόψεις του ήταν αμφιλεγόμενες επειδή περιείχαν πολλά στοιχεία από τη θεολογία των Γνωστικών.<ref>Μαυράκης Νίκος, ''Ανατολικές επιρροές στην ελληνική σκέψη και τον δυτικό πολιτισμό''. Σοκόλης, Αθήνα 2016, σσ. 494, 518, 534-537. <nowiki>ISBN 978-618-5139-32-2</nowiki>.</ref> Από τον τρίτο αιώνα εμφανίζονται αναφορές που αφορούν διωγμούς εναντίον των χριστιανών στην Αλεξάνδρεια. Αυτό ουσιαστικά συνεπάγεται ότι ο αριθμός των προσήλυτων εκείνη την εποχή ήταν ήδη σημαντικός. Μεταξύ των παραγόντων που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στη στροφή των Αλεξανδρινών προς τον χριστιανισμό ήταν ο κλονισμός της πίστης του εγχώριου πληθυσμού στις ζωόμορφες θεότητες που υπόκειντο στον χλευασμό των Ελλήνων, η απομάκρυνση των τελευταίων από τους δώδεκα θεούς που υποτίθετο ότι ζούσαν μεταξύ τους και ο συγχρωτισμός των λογίων τους με τους ήδη εκχριστιανισμένους πλατωνικούς Ιουδαίους.
 
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή η Αλεξάνδρεια θεωρούνταν το τρίτο σημαντικότερο κέντρο του χριστιανισμού, μετά τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη. Ο Πάπας της ήταν δεύτερος τη τάξη μετά από τον επίσκοπο Ρώμης ενώ στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας εντάσσονταν το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής. Μετά τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας, που συγκλήθηκε στο ομώνυμο προάστιο της Κωνσταντινούπολης το 451 με κύριο στόχο την καταδίκη της αιρέσεως του μονοφυσιτισμού, η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας υπέστη σχίσμα και χωρίστηκε σε δύο μέρη, τους μονοφυσίτες και τους Μελκίτες (τους «βασιλικούς»). Οι πρώτοι προχώρησαν στη συγκρότηση της Κοπτικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας ενώ οι Μελκίτες συνέστησαν την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Αλεξάνδρειας.<ref>Ο όρος «Κόπτης» ετυμολογείται από την συγκεκομμένη μορφή της λέξης «Αιγύπτιος». Η ονομασία «Αίγυπτος» προέρχεται με τη σειρά της από το “Hak-ka-Ptah”, που μεταφράζεται ως «ο ναός του πνεύματος του Ptah».</ref> Κατά τον 8ο, τον 9ο και τον 11ο αιώνα ξέσπασαν διωγμοί εναντίον των Κοπτών κατά τους οποίους καταστράφηκαν πολυάριθμες εκκλησίες τους ενώ πολλοί πιστοί εξαναγκάστηκαν σε βίαιο εξισλαμισμό και καταστράφηκαν πολυάριθμες εκκλησίες τους.
 
== Φιλοσοφία ==
Γραμμή 108 ⟶ 109 :
</ref> Τα ηνία της σχολής ανέλαβε αργότερα ο Έλληνας φιλόσοφος Αμμώνιος, γιος του Ερμείου (περ. 440-520 μ.Χ.) που είχε σπουδάσει στην Αθήνα κοντά στον Πρόκλο.
 
Ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε εκείνη την εποχή είναι η μαρτυρία του Δαμάσκιου, ο οποίος παραδίδει με σκωπτική διάθεση ότι κατά το διωγμό των παγανιστών στην Αλεξάνδρεια, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 480, ο Αμμώνιος ενέδωσε σε παραχωρήσεις προς τις χριστιανικές αρχές (προφανώς ως προς τις δοξασίες που επιτρεπόταν να διδάξει). Μαθητές του Αμμώνιου υπήρξαν ο Ολυμπιόδωρος, ο Ασκληπιός από τις Τράλλεις, ο Ιωάννης Φιλόπονος, ο Δαμάσκιος και ο Σιμπλίκιος. <ref>Πελεγρίνης Θεοδόσης, ''Νεοπλατωνισμός: Το λυκόφως της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας'', Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.</ref> Άλλοι γνωστοί φιλόσοφοι της αλεξανδρινής νεοπλατωνικής σχολής ήταν ο μαθητής της Υπατίας Συνέσιος από την Κυρήνη, ο Ασκληπιόδωρος ο Αλεξανδρεύς, ο Ιεροκλής και ο Στέφανος ο Αλεξανδρεύς με τον οποίο θεωρείται ότι έληξε η δράση της. Παρ' όλα αυτά ο τελευταίος συνέχισε τη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, μεταφέροντας κατά κάποιον τρόπο το πνεύμα της σχολής στο Βυζάντιο. Οι επιρροές της αλεξανδρινής σχολής στην αραβική φιλοσοφία είναι κάτι παραπάνω από ευκρινείς.<ref>Vallat Philippe, "Alexandrian Tradition into Arabic: Philosophy" στο Lagerlund Henrik (Ed.), ''Encyclopedia of Medieval Philosophy, Philosophy between 500 and 1500'', τόμ. 1, Springer, Dordrecht, Heidelberg, London, New York, σσ. 66-73.</ref>
 
==Η μυθολογία ως εργαλείο πολιτισμικής διασύνδεσης των δύο λαών==
Το θέμα της έλλειψης μυθικών ηρώων φαίνεται ότι απασχολούσε τόσο τους βασιλείς όσο και τους λογίους της Αλεξάνδρειας. Οι τελευταίοι επιχείρησαν να καλύψουν το κενό χρησιμοποιώντας παλιούς ελληνικούς μύθους, στους οποίους υπήρχαν αναφορές στην Αίγυπτο. Όπως θα ήταν αναμενόμενο ο Όμηρος και η ποίησή του ήταν πρώτοι στις προτιμήσεις τους. Για παράδειγμα, ο επικός ποιητής συνδέθηκε με την ίδρυση της πόλης και τον ίδιο τον Αλέξανδρο μέσω ενός ονείρου του Έλληνα στρατηλάτη στο οποίο ένας ασπρομάλλης άνδρας με σεβάσμιο παρουσιαστικό παρουσιάστηκε δίπλα του και απήγγειλε τους εξής στίχους: «Υπάρχει ένα νησί στην τρικυμισμένη θάλασσα μπροστά στην Αίγυπτο. Οι άνθρωποι το ονομάζουν Φάρο». Αμέσως ο Αλέξανδρος ξύπνησε και πήγε στη Φάρο που ήταν ακόμη νησί. Όταν αντιλήφτηκε τα φυσικά πλεονεκτήματα της περιοχής είπε ότι ο Όμηρος δεν ήταν μόνο θαυμάσιος από όλες τις άλλες απόψεις, αλλά επίσης ο σοφότερος των αρχιτεκτόνων και εκπόνησε το σχέδιο της πόλης του προσαρμόζοντάς το στη συγκεκριμένη τοποθεσία.<ref>Πλούταρχος ''Αλέξ''. 26.5-7.</ref> Μεταξύ των ομηρικών αφηγήσεων και των λιγότερο γνωστών παραλλαγών τους που χρησίμευσαν στην εγγραφή της Αλεξάνδρειας εντός της υπάρχουσας ελληνικής ή/και αιγυπτιακής πολιτισμικής παράδοσης, κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτισαν οι περιπέτειες διαφόρων ηρώων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, όπως λ.χ. της Ελένης, του Μενέλαου, του Πρωτέα και του Κάνωπου. Στην ελληνική μυθολογία ο Κάνωπος ή Κάνωβος ήταν ένας Αμυκλαίος, γνωστός από τη συμμετοχή του στην Τρωική Εκστρατεία ως πλοίαρχος και πλοηγός του Μενελάου. Μετά την άλωση της Τροίας το πλοίο του βρέθηκε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε επί πέντε χρόνια. [[File:Helen and Priam at the Scaen Gate.jpg|thumb|Η Ελένη και ο Πρίαμος στις Σκαιές Πύλες.]]Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος περιγράφει σε ποίημά του τις συνθήκες υπό τις οποίες ο Κάνωπος βρήκε τραγικό θάνατο από δάγκωμα φιδιού ενώ κοιμόταν στην ακτή. Αμέσως μετά παίρνει τη σκυτάλη ο ψευδο-Ερατοσθένης που καταχωρίζει τον τελευταίο μεταξύ εκείνων που έγιναν αστέρες, ενώ λίγο αργότερα ο Κόνων, αστρονόμος στην αυλή του Πτολεμαίου Β΄, προσθέτει νέες λεπτομέρειες: Η Θεονόη, κόρη του βασιλιά της Αιγύπτου Πρωτέα, τον είχε ερωτευθεί χωρίς ανταπόκριση και, όταν πέθανε, ο Μενέλαος και η Ελένη τον έθαψαν στο μέρος που σήμερα φέρει το όνομά του. Η εκδοχή της ιστορίας της Ελένης που κατά τα φαινόμενα προτιμήθηκε από τους αλεξανδρινούς ποιητές απαντά αρχικά στην περίφημη Παλινωδία του Στησίχορου,<ref>Πλάτ. ''Φαίδρ''. 243a: «Δεν είναι αληθινός τούτος εδώ ο λόγος· / ούτε μπήκες στα καλοφτιαγμένα πλοία με τα γερά κουπιά, / ούτε έφθασες ποτέ στα τείχη της Τροίας». </ref> επαναλαμβάνεται στις ''Ιστορίες'' του Ηρόδοτου<ref>Ηρόδοτος ''Ιστορίες'', 2.112-120.</ref> και αποτελεί τη βάση για την τραγωδία του Ευριπίδη ''Ελένη''. Σύμφωνα με τον Ευριπίδη, η γυναίκα που έφερε στην Τροία ο Πάρις δεν ήταν η Ελένη αλλά το είδωλό της. Η πραγματική Ελένη βρέθηκε στην Αίγυπτο όπου ο γνωστός για τη σοφία του βασιλιάς της Πρωτέας περιφρούρησε την τιμή της μέχρι την άφιξη του Μενέλαου (στην Οδύσσεια ο Πρωτέας είναι ο «Γέροντας της θάλασσας», ένας προφήτης που βόσκει τις φώκιες του στη Φάρο· αλλού, παρουσιάζεται ως ιδρυτής και βασιλιάς της θρακικής Παλλήνης). Σε άλλη σχετική διασκευή της Οδύσσειας η Πολυδάμνα, γυναίκα του Αιγύπτιου βασιλιά Θώνος, στέλνει την Ελένη στο νησί Φάρος για να την προφυλάξει από τις ορέξεις του συζύγου της. Ωστόσο την εφοδιάζει με το βότανο ελένιον για να την προστατεύσει από τα δαγκώματα των φιδιών. Η πλέον λεπτομερής περιγραφή των περιπετειών της Ελένης απαντά στην ''Αλεξάνδρα'' του Λυκόφρονα. Εδώ ο Πρωτέας παντρεύεται μια νύμφη στην Παλλήνη της Θράκης, αλλά στη συνέχεια αισθάνεται αποστροφή για την ανομία που μαστίζει την περιοχή και επιστρέφει στην Αίγυπτο όπου σώζει την Ελένη από τον απαγωγέα της Πάρη. Στο 18ο ''Ειδύλλιο'' ο Θεόκριτος μας παραδίδει ένα επιθαλάμιο για την Ελένη και τον Μενέλαο στο οποίο η μυθική βασίλισσα με την ασύγκριτη ομορφιά έχει αποκτήσει ημιθεϊκό χαρακτήρα και, όπως ο Αλέξανδρος στο ομώνυμο ''Ρομάντζο'', καταλήγει να λειτουργεί ως τοπική ηρωίδα. Το σύνολο αυτών των ψηφίδων συνθέτει την προσωπικότητα μιας νέας Ελένης που συνδέει τους δύο τόπους και συνιστά κατάλληλο πρότυπο για τις βασίλισσες των Πτολεμαίων. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Θεόκριτος χρησιμοποιεί για τον ίδιο σκοπό ελληνικές και αιγυπτιακές θεότητες με παρεμφερή χαρακτηριστικά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συσχετίζει την Ίσιδα με την Αφροδίτη ως προστάτρια του γάμου. Αλλού προβάλλεται το ζεύγος της Ίσιδας και του Όσιρι ως θετικότερο σύμβολο για τους βασιλείς από το ζεύγος Δία- Ήρας.<ref>Stephens Susan A., ''Seeing Double: Intercultural Poetics in Ptolemaic Alexandria'', University of California Press, Berkeley and Los Angeles, California 2003, σσ. 155, 168.</ref> Στην αρχή της ελεγείας του για τη νίκη του άρματος της Βερενίκης στη Νεμέα ο Καλλίμαχος χρησιμοποιεί τις παραπάνω ιστορίες για να σφυρηλατήσει συνδετικούς κρίκους μεταξύ της Ελλάδας και της Αιγύπτου και να τονίσει την ελληνοαιγυπτιακή συγγένεια αίματος. Η σύνδεση επιτυγχάνεται μέσω αναφορών στη «νήσο της Ελένης» (της Φάρου), στον Παλλήνιο μάντη ( τον Πρωτέα) και στη γη του Δαναού (την Αίγυπτο, όπου έφτασαν τα νέα της νίκης). Ο Δαναός είναι ελληνοαιγύπτιος (όπως και ο Αλέξανδρος στο ''Ρομάντζο του Αλέξανδρου''). Προγονή του ήταν η Αργεία Ιώ την οποία μεταμόρφωσε σε αγελάδα ο Δίας για να παραπλανήσει την Ήρα. Κυνηγημένη από την θεά η Ιώ έφτασε στην Αίγυπτο όπου γέννησε τον Έπαφο. Απόγονοι τέταρτης γενιάς του τελευταίου ήταν οι αδελφοί Δαναός και Αίγυπτος που θεωρούνται πρόγονοι των Ελλήνων και των Αιγυπτίων, αντίστοιχα. Στον ''Ύμνο στον Απόλλωνα'' ο Καλλίμαχος πλάθει στενούς δεσμούς μεταξύ του πρώτουΑπόλλωνα και του Πτολεμαίου Φιλάδελφου. Με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής δημιουργεί συνειρμούς που παραπέμπουν στην ταυτότητα του Πτολεμαίου Φιλάδελφου με τον Αιγύπτιο θεό Ώρο, ο οποίος ταυτιζόταν με τον Απόλλωνα και απεικονίζονταν ως γεράκι. Άλλωστε, το εν λόγωο πτηνόιέραξ αποτελούσε κοινό σύμβολο για τον Απόλλωνα και τον Φιλάδελφο.<ref>Stephens Susan A., ''Seeing Double: Intercultural Poetics in Ptolemaic Alexandria'', University of California Press, Berkeley and Los Angeles, California 2003, σσ. 55-159.</ref> Καθίσταται προφανές ότι οι εν λόγω ποιητές, στο σύνολό τους, επεδίωκαν τη σύνδεση της Αλεξάνδρειας και του περιβάλλοντος χώρου της με το απώτερο ελληνικό παρελθόν μέσω μύθων που περιείχαν κοινά στοιχεία των δύο παραδόσεων. Από τη μυθολογική σκοπιά οι δύο πολιτισμοί δεν παρουσιάζονται εκ διαμέτρου αντίθετοι, όπως στον Ηρόδοτο, αλλά σχετίζονται πλέον με δεσμούς αίματος.
 
== Πολιτισμικός συγκρητισμός στην πτολεμαϊκή Αλεξάνδρεια ==
Γραμμή 123 ⟶ 124 :
</ref> Οι έποικοι είχαν επίσης την τάση να συνδυάζουν δύο θεούς βάσει των συγγενικών χαρακτηριστικών τους και να δημιουργούν κράματα, όπως π.χ. τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, τον Ηλιοσέραπη και τον Ερμάνουβη.<ref>Fowden Garth, ''The Egyptian Hermes: A Historical Approach to the Late Pagan Mind'', Princeton University Press, New York 1993, σ. 18.</ref> Όπως θα ήταν αναμενόμενο οι αυτόχθονες αντιπαθούσαν αυτά τα «μισό-ελληνικά επινοήματα»<ref name=":4">Fowden Garth, ''The Egyptian Hermes: A Historical Approach to the Late Pagan Mind'', Princeton University Press, New York 1993, σ. 20.</ref> και αποστασιοποιήθηκαν από τη λατρεία τους.
 
Φαίνεται ότι η εναντίσταση λόγωτου διαφοροποίησηεγχώριου στηστοιχείου νοοτροπίαστον ίσχυεθρησκευτικό συγκρητισμό επεκτεινόταν και στον τομέα των εικαστικών τεχνών: Όπως επισημαίνει ο R. S. Bianchi<ref>Bianchi, R.S., "The Cultural Transformation of Egypt as Suggested by a Group of Enthroned Male Figures from the Faiyum." στο Johnson, J.H. (επιμ.). ''Life in a Multi-cultural Society: Egypt from Cambyses to Constantine and Beyond''. Studies in Ancient Oriental Civilization 51. Chicago 1992· Bianchi, R.S. (επιμ.), ''Cleopatra’s Egypt: Age of the Ptolemies''. Brooklyn Museum. Exhibition Catalogue, New York 1988.</ref><ref>Bianchi, Robert Steven. «''Pharaonic Egyptian Elements in the Decorative Arts'' of Alexandria during the Hellenistic and Roman Periods» στο Getty J. Paul Museum, ''Alexandria and Alexandrianism''':''' Papers Delivered at a Symposium Organized by The J. Paul Getty Museum and The Getty Center for the History of Art and the Humanities and Held at the Museum'', April 22–25, 1993, Getty Publications, Santa Monica CA 1996, σσ. 191-209, κυρίως 194-195.
</ref> τα ελληνιστικά μνημεία υιοθετούσαν συχνά ιθαγενή στοιχεία ενώ το αντίθετο σπάνιζε. Στην πρώην φαραωνική πρωτεύουσα Μέμφιδα, μια πόλη που διατηρούσε τον αιγυπτιακό της χαρακτήρα, ο Σάραπης ήταν απλώς ένα ακόμη όνομα για τον Οσίρ-Άπι. Οι ελληνικές επιδράσεις στην αναπαράσταση αυτής της θεότητας και γενικότερα στο τελετουργικό τυπικό και τον κλήρο ήταν ελάχιστα διακριτές. Μάλιστα, το ιερατείο της Μέμφιδας είχε τοποθετήσει σε δημόσιο χώρο την επιγραμμένη Στήλη της Ροζέττας διαμε τηςτην οποίαςοποία ανακοίνωνεδιακήρυττε τη θέσπιση εκδηλώσεων προς τιμήν του Πτολεμαίου Ε΄, οι οποίες σε κάθε περίπτωση όφειλαν να συνάδουν με τα αιγυπτιακά έθιμα.<ref name=":3" /> Στην αντίπερα όχθη, η συμπάθεια των Πτολεμαίων προς τις κλασικές δημιουργίες των εγχώριων καλλιτεχνών εκφράστηκε από την επιλογή τους να διακοσμήσουν την Αλεξάνδρεια με αιγυπτιακά γλυπτά μνημειακών διαστάσεων που μεταφέρθηκαν από άλλες πόλεις.<ref>Baines John, «Egyptian Elite Self-Presentation in the Context of Ptolemaic Rule» στο Harris W.V. and Ruffini Giovanni (επιμ.), ''Ancient Alexandria between Egypt and Greece'' . — (Columbia studies in the classical tradition; τομ. 26), 2004, σσ. 30-61, κυρίως σ. 39.</ref><ref>[[Γκετζέλ Κοέν|Getzel M. Cohen]], ''The Hellenistic Settlements in Syria, the Red Sea Basin, and North Africa''''',''' University of California Press, Berkeley and Los Angeles CA 2006, σ. 418.</ref> Η παρουσία του εγχώριου στοιχείου στο Σαράπειο έχει επιβεβαιωθεί από την ανακάλυψη δύο προτομών του Ψένπταις, αρχιερέα του Πτα στη Μέμφιδα, καθώς και πολλών αιγυπτιακών αγαλμάτων που τοποθετούνται από τους αρχαιολόγους στις εγκαταστάσεις του.<ref name=":4" /><ref name=":5" /> Προς την κατεύθυνση της γεφύρωσης του πολιτισμικού χάσματος μεταξύ των δύο λαών κινήθηκαν και οι διάσημοι ποιητές Καλλίμαχος, Θεόκριτος και Απολλώνιος. Η ένταξη του πολιτισμού και της γεωγραφίας της Αιγύπτου στους στίχους τους καθώς και η δημιουργία ενός νέουκοινού ελληνοαιγυπτιακού μυθολογικού τοπίου γίνεται άμεσα αντιληπτή και τεκμηριώνεται σε σχετικές μελέτες.<ref>Τσιραμπίδου Αγγελική, “Πολιτικές Προεκτάσεις στα επιγράμματα του Ποσειδίππου” (Πάπυρος Μιλάνου Vogl. VIII 309). Πρωτεύουσα Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ιούνιος 2007</ref><ref>Για την εστίαση του Καλλιμάχου σε αλεξανδρινά και γενικότερα σε αιγυπτιακά τοπωνύμια βλ. Σιστάκου, Ε., ''Η Γεωγραφία του Καλλιμάχου και η Νεωτερική Ποίηση των Ελληνιστικών Χρόνων'', ΜΙΕΤ Αθήνα 2005, σσ. 51-57: Ο χώρος του βίου και της πολιτικής.</ref><ref>Η Σούζαν Στέφενς υποστηρίζει ότι κατά την πτολεμαϊκή εποχή οι ποιητές Καλλίμαχος, Θεόκριτος και Απολλώνιος διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στη γεφύρωση της απόστασης μεταξύ των δύο διαφορετικών (και κάποτε εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτισμών): Stephens, S. A., ''Seeing Double. Intercultural Poetics in Ptolemaic Alexandria'', University of California Press, Berkeley-Los Angeles-London 2003, σσ. 55-159.
</ref><ref>Βλ.[[Αρχαία Αλεξάνδρεια#Η μυθολογία ως εργαλείο πολιτισμικής διασύνδεσης των δύο λαών| Η μυθολογία ως εργαλείο πολιτισμικής διασύνδεσης των δύο λαών.]]</ref> Εξάλλου, η δεκτικότητα των Ελλήνων αρχιτεκτόνων σε τοπικές αιγυπτιακές επιρροές προκάλεσε το ερέθισμα για την ανάπτυξη της πρωιμότερης αρχιτεκτονικής Μπαρόκ με την εισαγωγή καινοτόμων δομικών χαρακτηριστικών, όπως θλαστών αετωμάτων, κεκλιμένων γείσων και τοξοτών ή κοίλων θριγκών.<ref>McKenzie Judith, ''The Architecture of Alexandria and Egypt, C. 300 B.C. to A.D. 700'', Yale University Press, New Haven and London 2007, σ. 113.</ref> Το σύνολο των ποικίλων αλεξανδρινών μορφών Μπαρόκ χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια σε κτίρια της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.<ref>Μερικά παραδείγματα αυτού του τύπου είναι η πύλη της Αγοράς της Μιλήτου, το πρόπυλον του Σεβαστείου στην Αφροδισιάδα, η Βιβλιοθήκη του Κέλσου στην Έφεσο, ο ναός της Αφροδίτης στο Μπάαλμπεκ του Λιβάνου, ο ναός του Αδριανού στην Έφεσο και η «Κάνωπος», η πισίνα με τη μπαρόκ κιονοστοιχία στη βίλα του Αδριανού (Τίβολι), που σχεδιάστηκε για να θυμίζει τον κανωπικό κλάδο του Νείλου στην Κάνωπο, όπου βρίσκεται το ιερό του Όσιρι.</ref> Ο ελληνοαιγυπτιακός συγκρητισμός είναι εμφανής και στις όψιμες τοπικές ταφικές συνήθειες. Πράγματι, στις αλεξανδρινές νεκροπόλεις ο ελληνικός αρχιτεκτονικός σχεδιασμός συνοδευόταν κατά κανόνα από αιγυπτιακά διακοσμητικά σχέδια<ref>McKenzie, J., ''The Architecture of Alexandria and Egypt, c. 300 B.C. to A.D. 700'', Λονδίνο 2007.</ref> ενώ οι σοροί των τελευταίων Πτολεμαίων ταριχεύονταν<ref>Kurtz, D. C. and Boardman, J., ''Greek burial customs'',Λονδίνο 1971, σ. 306.</ref> σύμφωνα με τα αιγυπτιακά έθιμα. Φαίνεται ότι στο τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. τα όρια μεταξύ των πολιτισμικών παραδόσεων των δύο λαών είχαν γίνει εξαιρετικά δυσδιάκριτα, αφού, σύμφωνα με το χαρακτηριστικό σχόλιο του Τίτου Λίβιου,<ref>Livi, xxxviii.17.11.</ref> «οι Μακεδόνες [...] είχαν εκφυλιστεί σε Αιγύπτιους» <ref>Σύμφωνα με τα παραπάνω η Αλεξάνδρεια ήταν πόλη μεταναστών η οποία, κατά τη θεώρηση εκείνης της εποχής, δεν αποτελούσε μέρος της Αιγύπτου. Σε κάθε εθνική ομάδα το μέγεθος των πολιτισμικών διαφοροποιήσεων που προέκυψαν λόγω συγκρητισμού ποίκιλε ανάλογα με το σθένος με το οποίο οι μέτοικοι υπερασπίζονταν την παράδοσή τους και τη δεκτικότητά τους στην απορρόφηση ξένων εθίμων. Τα υπάρχοντα τεκμήρια δείχνουν ότι οι Έλληνες δεν επιχείρησαν να επιβάλλουν τα πολιτισμικά και θρησκευτικά τους πρότυπα στους Αιγύπτιους· αντίθετα, αφενός προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια κοινή πολιούχο θεότητα και αφετέρου αποδέχθηκαν αμφιλεγόμενα έδικτα του ιερατείου, όπως αυτό της Στήλης της Ροζέττας το οποίο καθόριζε ότι τα αγάλματα και οι εκδηλώσεις προς τιμήν του Πτολεμαίου Ε΄, όφειλαν να συνάδουν με τα αιγυπτιακά έθιμα. Εξάλλου, πολλοί Έλληνες λάμβαναν μέρος σε καθαρά αιγυπτιακές θρησκευτικές εκδηλώσεις όχι μόνο στην Αλεξάνδρεια αλλά και στη Μέμφιδα. Στην προσπάθεια γεφύρωσης της απόστασης μεταξύ των δύο πολιτισμών συμμετείχαν οι ποιητές Καλλίμαχος, Θεόκριτος και Απολλώνιος κ.ά., αφενός μέσω της ένταξης της γεωγραφίας και του πολιτισμού της χώρας του Νείλου στην ποίησή τους και αφετέρου με την ενσυνείδητη δημιουργία μιας ελληνοαιγυπτιακής μυθολογίας.
 
Γραμμή 136 ⟶ 137 :
 
Στη συνέχεια, μια γερμανική αποστολή ανακάλυψε το 1898–1899 στο βορειοανατολικό διαμέρισμα της πόλης αρχαίες οδούς και κατάλοιπα πτολεμαϊκής κιονοστοιχίας. Υπολείμματα στοάς με δωρικούς κίονες υπάρχουν επίσης στην κύρια οδό, στο κέντρο της πόλης.<ref>McKenzie Judith, ''The Architecture of Alexandria and Egypt'', New Haven 2007, σσ. 23, 69.</ref> Σημαντικά ευρήματα ήρθαν στο φως το 1892 όταν ο Τζουζέπε Μπότι, ο πρώτος διευθυντής του Ελληνορωμαϊκού Μουσείου, ανακάλυψε μαζί με τον Έλληνα αρχαιολόγο Τάσσο Νερούτσο τις κατακόμβες του Κομ Ελ Σουκάφα (Λόφου των Οστράκων). Πρόκειται για υπόγεια νεκρόπολη που αποτελείται από τρεις ορόφους και διαθέτει αίθουσα εστιάσεων, το λεγόμενο «νεκρικό τρικλίνιο», όπου οι συγγενείς παρέθεταν δείπνο προς τιμήν των νεκρών.<ref>Abdel -Fattah Ahmed, ''The Question of the Presence of Pharaonic Antiquities in the City of Alexandria and its Neighboring Sites.'' στο Brock Lyla Pinch, Zahi A. Hawass (επιμ.), «Egyptology at the Dawn of the Twenty-first Century: Proceedings of the Eighth International Congress of Egyptologists, Cairo, 2000», Τόμος 2, American Univ. in Cairo Press, Cairo New York 2003, σσ. 63-66. ISBN 20039774247140, 9789774247149.
</ref> Ο Μπότι και η ομάδα του συνέχισαν τις ανασκαφές το 1895 και το 1896 στην περιοχή της στήλης του Πομπήιου και αποκάλυψαν τις υποδομές μεγάλου κτιρίου με τεράστιους υπόγειους χώρους. Βάσει του μεγέθους και της έκτασης των εν λόγω θεμελίων καθώς και των στοιχείων που προέκυψαν από την αξιολόγηση των υπόλοιπων ευρημάτων ο Μπότι υποστήριξε ότι πρόκειται για το Σαράπειο. Η άποψή του ενισχύεται από την ανακάλυψη πολλών αιγυπτιακών αγαλμάτων στην ευρύτερη περιοχή.<ref name=":5">McKenzie Judith, ''The Architecture of Alexandria and Egypt'', New Haven 2007, σσ. 53–55.</ref> Σε αυτό τον ναό πιστεύεται ότι ανήκε ένας ταύρος από βασάλτη που συντηρείται σήμερα στο μουσείο. Εξάλλου, μια ομάδα αρχαιολόγων και ιστορικών του Πολωνικού Κέντρου Μεσογειακής Αρχαιολογίας που διενεργεί έρευνες από το 1960 στον λόφο Κομ ελ Ντίκα έφερε στο φως κατάλοιπα από την ρωμαϊκή περιόδο. ΚατάΣύμφωνα με τα πορίσματα των εν λόγω ερευνών, κατά τον πρώτο αιώνα υπήρχαν εκεί κατοικίες με περίτεχνα μωσαϊκά και περιστύλια. Στην ύστερη αρχαιότητα ο χαρακτήρας της συνοικίας άλλαξε. Κτίστηκαν θερμά λουτρά και ένα μικρό θέατρο. Η εξέλιξη της δόμησης υποδεικνύει μικροαστικά πληθυσμιακά στρώματα με εργαστήρια εντός του καθιστικού. Υπήρχαν επίσης εγκαταστάσεις για την επεξεργασία υάλου.
 
Η Ρωμαϊκή πόλη ήταν κατά τι μεγαλύτερη από την πτολεμαϊκή και ήταν επικεντρωμένη κατά κύριο λόγο στην περιοχή της ανατολικής νεκρόπολης. Οι δρόμοι της ήταν εν μέρει κοσμημένοι με κιονοστοιχίες πράγμα που επιβεβαιώνεται από αρχαιολογικά και φιλολογικά τεκμήρια. Σε πολλές διασταυρώσεις οδών είχαν ανεγερθεί τετράστηλα και όπως τεκμηριώνεται από νομισματικές μαρτυρίας υπήρχαν θριαμβικές αψίδες.<ref>McKenzie Judith, ''The Architecture of Alexandria and Egypt,'' New Haven 2007, σ. 188–191.</ref> Αξίζει να αναφερθεί σχετικά ότι κατά την εποχή του Αυγούστου χτίστηκε το προάστιο της Νικόπολης (απέχει περί τα 5 χμ. από τα ανατολικά όρια της πόλης), που αποτέλεσε έδρα των ρωμαϊκών λεγεώνων.