Αρχαία Αλεξάνδρεια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Διορθώσεις |
Διορθώσεις |
||
Γραμμή 26:
Κατά τη διανομή του κράτους στους επιγόνους του Ιούλιου Καίσαρα ο [[Μάρκος Αντώνιος]] πήρε την Αίγυπτο και από το 41 π.Χ. συγκυβέρνησε με την [[Κλεοπάτρα Ζ']] που έμελλε να είναι η τελευταία βασίλισσα της πτολεμαϊκής δυναστείας. Ακολουθώντας την τακτική των προγόνων της η τελευταία εξόντωσε τους πολιτικούς αντιπάλους της (συμπεριλαμβανομένης της Αρσινόης) και με τη βοήθεια του Αντώνιου προσάρτησε αρκετά εδάφη. Το 31 π.Χ. ο [[Οκταβιανός Αύγουστος|Οκταβιανός]] (ο μετέπειτα Αύγουστος) νίκησε τον στόλο της Κλεοπάτρας στη [[ναυμαχία του Ακτίου]] και ύστερα από ένα χρόνο η Αλεξάνδρεια έγινε και επισήμως μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το τέλος του Αντώνιου. Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, τον Ολύμπιο, ο τραυματισμένος στρατηγός μεταφέρθηκε κοντά στην Κλεοπάτρα και πέθανε στα χέρια της. Η τελευταία, υπό το πρόσχημα προετοιμασίας Αιγυπτιακής κηδείας για τον σύντροφό της, κλείσθηκε σε ένα δωμάτιο του ανακτόρου της και αυτοκτόνησε με κάποιο δηλητήριο ή με δάγκωμα κόμπρας στο στήθος. [[Αρχείο:Personification of the city of Alexandria - Chronography of 354.png|μικρογραφία|Προσωποποίηση της Αλεξάνδρειας στην [[Χρονογραφία του 354]], 4ος αιώνας]]Η Αλεξάνδρεια ήταν τότε η μεγαλύτερη από τις επαρχιακές πρωτεύουσες (αριθμούσε 300.000 κατοίκους) και σημαντικό εμπορικό κέντρο από το οποίο εξάγονταν στη Ρώμη μεγάλες ποσότητες σιτηρών. Από την αρχή της ρωμαϊκής κατοχής μέχρι τη νομισματική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού είχε δικό της νόμισμα που διέφερε σημαντικά από το ρωμαϊκό. Η Επαρχία Αιγύπτου θεωρούνταν προσωπική ιδιοκτησία του αυτοκράτορα και οι εισπράξεις από την πρωτεύουσα έρρεαν κατευθείαν προς το θησαυροφυλάκιό του. Για την προστασία της ο τελευταίος διατηρούσε εκεί τρεις λεγεώνες επί μονίμου βάσεως.[[File:Nummi, Byzantine Alexandria, Justin I, 518-527.jpg|μικρογραφία|Νόμισμα της Αλεξάνδρειας κατά την βυζαντινή περίοδο, [[Ιουστίνος Α´]], 518-527|αριστερά|236x236εσ]]
Ενδεικτική του ειδικού καθεστώτος υπό το οποίο βρισκόταν η Αλεξάνδρεια ήταν συγκεκριμένη διάταξη βάσει της οποίας απαγορευόταν στους γερουσιαστές να την επισκεφθούν χωρίς προηγούμενη αυτοκρατορική έγκριση. Εξάλλου, σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους Αιγύπτιους, οι κάτοικοι της απολάμβαναν ειδικών προνομίων, όπως η απαλλαγή τους από τον κεφαλικό φόρο.<ref>Potter David S., ''The Roman Empire at Bay, AD 180–395'', Routledge, Νες Υορκ, ΝΥ 2014, σ. 54.</ref> Τον Ιούλιο του 69 μ.Χ. ο Έπαρχος Αιγύπτου Τιβέριος Ιούλιος Αλέξανδρος ανακήρυξε στην Αλεξάνδρεια τον Βεσπασιανό αυτοκράτορα και τον ίδιο μήνα επικυρώθηκε η αναγόρευσή του από τις λεγεώνες της Ιουδαίας. Ο Τάκιτος αναφέρει διάφορα εξαιρετικά περιστατικά, τα οποία ο Βεσπασιανός ερμήνευσε ως καλούς οιωνούς για την επικείμενη διακυβέρνησή του.<ref>Τάκιτος, ''Ιστορίες'', 2, 79; 4, 81-84.
</ref> Ο νέος αυτοκράτορας έχασε γρήγορα την εύνοια των Αλεξανδρινών που ανέμεναν να γίνουν αποδέκτες ειδικών προνομίων λόγω της προηγούμενης υποστήριξής τους. Αιτία τούτης της μεταστροφής ήταν η επιβολή νέων φόρων καθώς και η πώληση μεγάλων τμημάτων των ανακτόρων.<ref>Δίων Κάσσιος, ''Ρωμαϊκή Ιστορία'', 65, 8.</ref> Το 115 μ.Χ., επί [[Τραϊανός|Τραϊανού]], κατά τον λεγόμενο [[Πόλεμος του Κίτου|πόλεμο του Κίτου]] (παραφθορά του ονόματος του Λούσιου Κουίετου) καταστράφηκε μεγάλο μέρος της πόλης από τις μάχες με τους επαναστατημένους [[Εβραίοι|Εβραίους]]. Μετά την εξέγερση η εβραϊκή κοινότητα έπεσε σε παρακμή για να αναλάβει την προηγούμενη σημασία της μόλις στις αρχές του τέταρτου αιώνα. Ο διάδοχος του Τραϊανού [[Αδριανός]] μετέβη στην Αλεξάνδρεια το 130 και προχώρησε στη μερική ανακατασκευή της περιορίζοντας την έκτασή της στα τρία πέμπτα του παλαιότερου μεγέθους της. Κατά την εκεί παραμονή του απέδωσε τιμές στον τάφο του Πομπήιου, συνομίλησε με τους λόγιους του Μουσείου και αφιέρωσε ένα ναό, το Αδριάνειο, στην προσωπική του λατρεία
== Ύστερη αρχαιότητα ==
Στην ύστερη αρχαιότητα η Αλεξάνδρεια εξακολούθησε να θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μητροπόλεις της αυτοκρατορίας. Ωστόσο στις αρχές του τέταρτου αιώνα η αίγλη της μετριάστηκε όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε έδρα του αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μία άλλη σημαντική ανταγωνιστική πόλη στην Ανατολή παρέμεινε η Αντιόχεια παρά τον Ορόντη. Το μεγαλύτερο μέρος του τέταρτου αιώνα χαρακτηρίζεται από εντάσεις μεταξύ παγανιστών και χριστιανών που κατέληγαν συχνά σε αιματηρές συγκρούσεις. Αρκετές ενδοχριστιανικές διαμάχες οδηγούσαν επίσης σε βιαιοπραγίες. Η πρώτη εγκατάσταση εκκλησίας σε χώρο παγανιστικού ναού λέγεται ότι έγινε στην εποχή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Σύμφωνα με τον Ιωάννη, επίσκοπο Νικίου (7ος αιώνας), το Καισάρειο, ο κύριος ναός της αυτοκρατορικής λατρείας, διαμορφώθηκε τότε σε εκκλησία αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.<ref>Ιωάννης Νικίου, ''Παγκόσμιον χρονικόν'', 64.9.</ref> Ωστόσο αυτή η μετατροπή έχει αποδοθεί και στον Κωνστάντιο Β΄, πράγμα που θεωρείται πιθανότερο. Με τη συμπλήρωση των εργασιών το 356 η ως άνω εκκλησία λεηλατήθηκε από εθνικούς που υποκινήθηκαν από αρειανιστές.<ref>McKenzie Judith: ''The Architecture of Alexandria and Egypt''. New Haven 2007, σ. 242.</ref> Οι τελευταίοι ήταν οπαδοί του θεολόγου και πρωτοπρεσβύτερου Άρειου (περ. 250-336) ο οποίος έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 4ου αιώνα. Ο όρος αρειανισμός αναφέρεται στην ομώνυμη αίρεση που πρεσβεύει ότι ο Ιησούς ήταν δημιούργημα και όχι ομοούσιος του Θεού. Η αίρεση αυτή απέκτησε πολλούς οπαδούς μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν ο Κωνστάντιος Β΄.
Γραμμή 34:
Οι διαμάχες μεταξύ των χριστιανών και των εθνικών αποκορυφώθηκαν το 391 όταν λεηλατήθηκε το Σαράπειο και παραδόθηκε στις φλόγες το άγαλμα του θεού. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετά από το εν λόγω περιστατικό σημαντικός αριθμός παγανιστών προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό. Εξάλλου, το 414/415 σημειώθηκαν περεταίρω συγκρούσεις μεταξύ Εβραίων και χριστιανών, που ξεκίνησαν στο θέατρο και κατέληξαν σε αιματηρές επιθέσεις εναντίον χριστιανών. Την επομένη ο Κύριλλος τέθηκε επικεφαλής τεράστιου πλήθους και αφού εξεδίωξε τους Εβραίους από την πόλη ενθάρρυνε τους χριστιανούς να λαφυραγωγήσουν την εβραϊκή συνοικία και τις συναγωγές.<ref>Σωκράτης Σχολαστικός, ''Εκκλησιαστική ιστορία'', 7.13.</ref> Το 415 μαινόμενος χριστιανικός όχλος οδηγούμενος από τον Πέτρο τον Αναγνώστη επιτέθηκε στην παγανίστρια φιλόσοφο Υπατία και τη δολοφόνησε με άγριο τρόπο στο Καισάρειο.<ref>Σωκράτης Σχολαστικός, ''Εκκλησιαστική ιστορία'', 7.15.</ref> Μολαταύτα υπάρχουν μαρτυρίες για συνεχιζόμενη δράση παγανιστών στην κατά μεγάλο μέρος εκχριστιανισμένη πόλη του όψιμου πέμπτου αιώνα. Μια τέτοια περίπτωση ήταν αυτή του «φιλόσοφου» Ηραΐσκου που κηδεύτηκε γύρω στο 480 σύμφωνα με το αρχαίο αιγυπτιακό τελετουργικό.
Επιπρόσθετα από τις εντάσεις μεταξύ των χριστιανών και των παγανιστών υπήρχαν βίαιες διαμάχες οι οποίες οφείλονταν σε διαφωνίες επί θεολογικών θεμάτων που ανέκυπταν εντός των κόλπων της χριστιανικής εκκλησίας. Ένα τέτοιο σημαντικό ζήτημα ήταν το δόγμα περί ομοουσιότητας του Πατρός και του Υιού το οποίο θεωρούνταν αλεξανδρινό (με μια «πατριωτική» απόχρωση) λόγω της ισχυρής προάσπισής του από τον Αθανάσιο. Σε αντιδιαστολή με τούτο το δόγμα εμφανίστηκαν στην Αντιόχεια δύο διακριτές μεταξύ τους απόψεις που υποστήριζαν ότι οι φύσεις του πατέρα και του υιού είναι διαφορετικές. Ο ανερχόμενος αιγυπτιακός κοπτικός χριστιανισμός στον οποίο η θεία φύση του Χριστού θεωρείται κυρίαρχη επί της ανθρώπινης ανέπτυξε ισχυρό τοπικό-εθνικιστικό χαρακτήρα και αντέδρασε με σθεναρότητα στις παρεμβάσεις της Κωνσταντινούπολης. Η Αλεξάνδρεια παρέμεινε σημαντικό μορφωτικό κέντρο κατά το μεγαλύτερο μέρος του έκτου αιώνα. Το διάστημα αυτό αποτέλεσε ειρηνικό διάλλειμα στην ταραγμένη ιστορία της πόλης (με εξαίρεση την επανάσταση του Ισχυρίωνος εναντίον του αυτοκράτορα Μαυρίκιου τη δεκαετία του
Το 619 η Αλεξάνδρεια πέρασε στα χέρια των [[Αυτοκρατορία των Σασσανιδών|Σασσανιδών Περσών]]. Χάρη στη συμφωνία του αυτοκράτορα [[Ηράκλειος|Ηράκλειου]] με τον Πέρση στρατηγό Σαρβαραζά οι Βυζαντινοί την επανάκτησαν το 629 και την κράτησαν για δεκατρία ακόμη χρόνια. Το 641 ή το 642 η πόλη κατακτήθηκε από τον Άραβα στρατηγό Αμρ Ιμπ ελ Ας που έμεινε ενεός από ό,τι αντίκρισε: «κατέκτησα μια πόλη για την οποία μπορώ να πω μόνο ότι διαθέτει 4000 παλάτια, 4000 λουτρά, 400 θέατρα, 1400 καταστήματα μαναβικής και 40000 Εβραίους».
== Διοίκηση ==
Επί πτολεμαϊκής διακυβέρνησης υπήρχαν αρκετές ανώτερες διοικητικές θέσεις στην Αλεξάνδρεια, όπως αυτές του Εξηγητή και του Υπομνηματογράφου. Ο τελευταίος συγκαταλέγονταν στους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της εποχής
== Πολεοδομικός σχεδιασμός και κτίρια της αρχαίας πόλης ==
Γραμμή 59:
* Το Τιμώνειο: το ανάκτορο-αναχωρητήριο του Μάρκου Αντωνίου.
* Το Εμπορείον: Κέντρο εμπορικών συναλλαγών. Εικάζεται ότι η πόλη διέθετε δύο αγορές (όπως και στην περίπτωση του Πειραιά), εκ των οποίων η μία ήταν καθαρά αστική και προστατευόταν από την προσέγγιση ξένων ακαθορίστου προέλευσης
* Το Καισάρειο: Ναός που κτίστηκε από την Κλεοπάτρα πίσω από το Εμπορείον προς τιμήν του Ιούλιου Καίσαρα και μετατράπηκε τον 4ο αιώνα σε πατριαρχική εκκλησία. Κοντά στο Καισάρειο υπήρχαν δύο οβελίσκοι που έχουν μεταφερθεί στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο
* Οι Αποστάσεις:
* Τα νεώρια:<ref>Στην αρχαιότητα η λέξη «νεώριο» δεν σήμαινε «ναυπηγείο», αλλά ναύσταθμο ή παραθαλάσσια περιοχή όπου φυλάσσονταν πλοία, κυρίως πολεμικά.</ref> Λιμενικές εγκαταστάσεις-ναύσταθμος δυτικά του Τιμώνειου κατά μήκος της ακτογραμμής.
Γραμμή 78:
Σύμφωνα με τον Φίλωνα τον Ιουδαίο η πόλη ήταν διαιρεμένη σε πέντε περιοχές (Κλίματα) που προσδιορίζονταν από τα πέντε πρώτα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου.<ref>Εις Φλάκκον, 55</ref> Η εν λόγω γεωγραφική διαίρεση τεκμηριώνεται ήδη από το 3ο αιώνα π.Χ. και χρησιμοποιούνταν μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ.<ref>Haas Christopher, ''Alexandria in Late Antiquity: Topography and Social Conflict'', JHU Press, Baltimor and London 2006, σσ. 47-48.</ref> Στην περιοχή Α υπήρχαν οι δύο κύριοι λιμένες, τα νεώρια, οι Αποστάσεις και το Εμπορείον. Η περιοχή των Βασιλείων χαρακτηριζόταν με το γράμμα Β και ακριβώς δίπλα της υπήρχε η ελληνική συνοικία (η Νεάπολη). Στο κέντρο της πόλης βρίσκονταν η Αγορά, το Γυμνάσιο, το κτίριο των δικαστηρίων και τα πάρκα. Στα νοτιοδυτικά υπήρχε η αιγυπτιακή περιοχή Γ (της Ρακώτιδας) όπου δέσποζε ο μεγάλος ναός του Σάραπη. Ανατολικά των Βασιλείων βρισκόταν η περιοχή Δ στην οποία κατοικούσαν οι Εβραίοι. Οι τελευταίοι τελούσαν υπό καθεστώς αυτοδιοίκησης και είχαν δικό τους δημοτικό συμβούλιο. Οι μέτοικοι (ξένοι διαφόρων εθνικοτήτων) ζούσαν στην περιοχή Ε, νοτίως της εβραϊκής συνοικίας. Στις παραπάνω περιοχές προστέθηκαν αργότερα τα προάστεια της Ελευσίνας και της Νικόπολης που δημιουργήθηκαν σε μικρή απόσταση από τις ανατολικές παρυφές τις πόλης.<ref>Gabriele Höber-Camel: Alexandria. In: Kemet Issue 3/2004. Kemet Verlag 2004, ISSN 0943-5972</ref><ref>Η ακριβής θέση των περιοχών Α-Ε είναι άγνωστη. Ωστόσο υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για την κατανομή των ναών ανά περιοχή, από τις οποίες είναι δυνατό να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα. Βλ. Haas Christopher, ''Alexandria in Late Antiquity: Topography and Social Conflict'', JHU Press, Baltimor and London 2006, σσ. 47-48, 95, 141-142, 377, 400, 407, 425.</ref>
Στο συριακό ''Noticia'' (μετάφραση
</ref>
Γραμμή 85:
[[Αρχείο:Spherical astrolabe 2.jpg|μικρογραφία|Σφαιρικός Αστρολάβος, παρόμοιος με αυτόν του Ερατοσθένη του Κυρηναίου.]]
Σημαντικές υπηρεσίες στη Βιβλιοθήκη προσέφερε και ο ποιητής [[Καλλίμαχος ο Κυρηναίος]] που συνέταξε τον κατάλογο των χειρογράφων της (ο εν λόγω κατάλογος είναι σήμερα γνωστός με την ονομασία «Πίνακες») σε 120 παπύρους. Σύμφωνα με τον [[Ιωάννης Τζέτζης|Τζέτζη]] ο [[Καλλίμαχος]] είχε καταγράψει 400.000 «συμμιγείς ή συμμείκτους βίβλους» (παπύρους) και 90.000 αμιγείς.<ref>Prolegomena de comoedia, ed. Korster, σ. 32.</ref> Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι 40.000 πάπυροι του Σαράπειου. Με την άοκνη προσπάθεια των διαπρεπών διευθυντών της Βιβλιοθήκης επιτεύχθηκε η συστηματοποίηση της καταγραφής, της ταξινόμησης και της κατάταξης των έργων σε λογοτεχνικά είδη. Στον κύκλο των δραστηριοτήτων της τελευταίας περιλαμβάνονταν επίσης οι μεταφράσεις, η φιλολογική κριτική των αρχαίων κειμένων (με την οποία ασχολήθηκε ο Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ) και η κατάρτιση εξειδικευμένων λεξικών. Μάλιστα, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (περ. 275-180 π.Χ.) θεωρείται ο ιδρυτής της επιστημονικής λεξικογραφίας και θεμελιωτής της φιλολογικής επιστήμης. Σε αυτόν αποδίδεται η εισαγωγή των τονικών σημείων [οξείες, βαρείες, δασείες κ.ο.κ.] στα έως τότε άτονα κεφαλαιογράμματα των αρχαίων κειμένων, εγχείρημα που αποσκοπούσε στην πιστότερη απεικόνιση του μέτρου στο έργο του Ομήρου. Είναι κατά συνέπεια προφανές ότι οι οφειλές της εν λόγω επιστήμης στους αλεξανδρινούς λογίους είναι μεγάλες. Διάφορες πηγές επισημαίνουν εξάλλου ότι οι Πτολεμαίοι δεν περιορίζονταν σε ελληνικά έργα αλλά επεδίωκαν τη συλλογή γνώσης από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της χώρας των φαραώ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Πτολεμαίος Α' προσκάλεσε Έλληνες λόγιους και τους ανάθεσε τη συγγραφή της ιστορίας της Αιγύπτου. Ανάμεσά στους τελευταίους ήταν και ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης<ref>Διόδ. Ι. 46.8.</ref> που έγγραψε τα ''Αιγυπτιακά''. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη στο ίδιο εγχείρημα συμμετείχε ο Αιγύπτιος πολυμαθής αρχιερέας Μανέθωνας, ο οποίος συνέλεξε στοιχεία από τα ιερά αρχεία των ναών και συνέθεσε μια αιγυπτιακή ιστορία στα Ελληνικά που αφιέρωσε στον Πτολεμαίο Β΄.<ref>Διόδ. 1.87.1-5 και 88.4.</ref> Ο Πλίνιος σημειώνει επίσης ότι ο Έρμιππος συνέταξε ένα πολύτομο έργο 2.000.000 στίχων που αφορούσε τον ζωροαστρισμό<ref>Plinius secundus Naturalis Historia: book 30 section 4.</ref> (''Περί Μάγων''). Εάν ο Λατίνος συγγραφέας εννοούσε τον Καλλιμάχειο Έρμιππο,<ref>Ως συγγραφέας του έργου έχει προταθεί και ο Έρμιππος ο Βηρύτιος.</ref> ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη σύνταξη ενός τόσο μεγάλου έργου χωρίς να έχει πρόσβαση σε σχετικά έργα της Βιβλιοθήκης. Πιθανή θεωρείται επίσης η ύπαρξη βουδιστικών και άλλων ινδικών κειμένων ως απόρροια των γενικότερων πολιτισμικών ανταλλαγών μεταξύ του Ασόκα και του Πτολεμαίου Φιλάδελφου καθώς και της δράσης βουδιστικών ιεραποστολών.<ref>Hultzsch Eugen, ''Corpus Inscriptionum Indicarum,vol 1: Inscriptions of Aśoka''. New Delhi: The Director-General Archaeological Survey of India. Oxford Univ. Press, Oxford 1925, ανατύπ. 1996, σ. 48 (XIII Rock-Edict: Kalsi).</ref><ref>Rackham H., Pliny Natural History, William Heinemann LTD, London 1961, σ. 383 (VI. xxi. 58-61).</ref>
Φαίνεται ότι ο ζήλος που επεδείκνυαν οι Πτολεμαίοι όσον αφορά τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης με ξένα συγγράμματα, γρήγορα εξελίχθηκε σε εμμονή. Όπως αναφέρει ο [[Γαληνός]], ο [[Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης|Πτολεμαίος Γ' ο Ευεργέτης]] είχε διατάξει τις λιμενικές αρχές να κατάσχουν όσα βιβλία ανακάλυπταν σε ελλιμενιζόμενα πλοία και να τα αντικαθιστούν με αντίγραφα.<ref>Γαληνός ''β΄, υπομνημ. εις το Γ΄, ιπποκρ. Επιδημ.''</ref> Η ύπαρξη ξενόγλωσσων βιβλίων στη Βιβλιοθήκη πρέπει να θεωρείται περισσότερο από πιθανή για τους εξής λόγους: α) Πολλά από αυτά βρίσκονταν σε σειρά αναμονής για να μεταφραστούν. β) Οι υπεύθυνοι της βιβλιοθήκης όφειλαν να φυλάσσουν τα μεταφρασμένα πρωτότυπα χάριν των αλλοδαπών μελετητών, αλλά και για λόγους τεκμηρίωσης της μετάφρασης και γ) Επειδή η ύπαρξη παραλλαγών, λαθών, δυσανάγνωστων περιοχών κλπ. αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο σε χειρόγραφα κείμενα, είναι επιθυμητή η αποθήκευση και η ταξινόμησή των αντιγράφων τους ώστε να καθίσταται δυνατή η μεταξύ τους σύγκριση.
Γραμμή 97:
Το 391 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος απαγόρευσε τη δημόσια λατρεία στα ιδρύματα της αρχαίας θρησκείας<ref>Codex Theodosianus 16.10.11.</ref> και στη συνέχεια συνέστησε την καταστροφή των ναών και των συμβόλων της ως το προσφορότερο μέσο για την καταστολή της.<ref>Amidon Philip R., μτφρ., Rufinus of Aquilea, The Church History of Rufinus of Aquileia: Books 10 and 11, Oxford University Press, New York 1997, σ. 80 (Rufinus ''Historia Ecclesiastica'' 11.22).</ref> Μεταξύ των δυσμενών επακόλουθων που επέφερε το εν λόγω διάταγμα ήταν η ισοπέδωση της «ακρόπολης» του Σαραπείου από Ζηλωτές μοναχούς και Ρωμαίους στρατιώτες.<ref>Giangrande G. (επιμ.), ''Eunapii Vitae Sophistarum'', Istituto Poligrafico dello Stato, Rome 1956, 6.11.2.</ref><ref>Amidon Philip R., μτφρ., Rufinus of Aquilea, ''The Church History of Rufinus of Aquileia: Books 10 and 11'', Oxford University Press, New York 1997, σσ. 85 (Rufinus Book 11.26-28), 103 σημ. 38.</ref> Στη θέση του παλιού ναού και της βιβλιοθήκης του οι χριστιανοί κατασκεύασαν μεγάλη εκκλησία που περιείχε τα λείψανα του προφήτη Ελισαίου και του Ιωάννη του Βαπτιστή, καθώς και μοναστήρι με πολλούς μοναχούς που επιτηρούσαν την περιοχή για να αποτρέψουν συγκαλυμμένες εκδηλώσεις λατρείας των παγανιστών. Ακολούθησε η κατάληψη της Αλεξάνδρειας από τους Άραβες το 642 και η καταστροφή των βιβλίων της Βιβλιοθήκης με εντολή του χαλίφη Ομάρ.<ref>De Sacy, ''Relation de l’Egypte par Abd al-Latif'', Paris, 1810, σσ. 183, 240-44, σημ. 55.</ref><ref>Abu'l-Faraj (Bar hebraeus), ''Historia compendiosa dynastiarum historiam complectens universalem, etc''., επιμ. E. Pococke (Oxford, 1663), μτφρ., σ. 114; αραβικό κείμενο, σσ. 180 κ.εξ.</ref> Ωστόσο, αρκετοί μεταγενέστεροι μελετητές αμφισβητούν τις σχετικές μαρτυρίες λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε πριν την καταγραφή τους καθώς και των ενδεχόμενων πολιτικών κινήτρων των συγγραφέων.<ref>Βλ. για παράδειγμα: MacLeod Roy, ''The Library of Alexandria: Centre of Learning in the Ancient World'' (2η εκδ.), I.B.Tauris London 2004, σ. 71. <nowiki>ISBN 978-1850435945</nowiki></ref>
== Θρησκείες ==
Η Αλεξάνδρεια θεωρείται γενέτειρα της χριστιανικής θεολογίας και εστία διαμόρφωσης συγκρητιστικών απόψεων μεταξύ χριστιανών, νεοπλατωνικών και Γνωστικών. Εκεί αντιπαρατέθηκαν οι οπαδοί των κυριότερων θρησκευτικών ομάδων και έδρασαν σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης<ref>Μαυράκης Νίκος, ''Ανατολικές επιρροές στην ελληνική σκέψη και τον δυτικό πολιτισμό''. Σοκόλης, (Αθήνα 2016), σ. 534, [[Ειδικό:ΠηγέςΒιβλίων/9786185139322|<u><font color="#0066cc">ISBN 978-618-5139-32-2</font></u>]]</ref> και ο Φίλων ο Ιουδαίος που επηρέασε τη χριστιανική θεολογία ταυτίζοντας τον Λόγο των Στωικών με τη θεϊκή σοφία δια της οποίας κτίστηκε ο κόσμος. [[File:Gentile e giovanni bellini, predica di san marco in alessandria 01.jpg|thumb|Κήρυγμα του Αγίου Μάρκου στην Αλεξάνδρεια|420x420εσ]]Αποτέλεσμα του
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή η Αλεξάνδρεια θεωρούνταν το τρίτο σημαντικότερο κέντρο του χριστιανισμού, μετά τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη. Ο Πάπας της ήταν δεύτερος τη τάξη μετά από τον επίσκοπο Ρώμης ενώ στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας
== Φιλοσοφία ==
[[File:Plotinos.jpg|thumb|Πλωτίνος]]
Ο σημαντικός φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας και ιδρυτής του νεοπλατωνισμού Πλωτίνος (204-270) γεννήθηκε στην Λυκόπολη της Άνω Αιγύπτου και πήγε σε ηλικία είκοσι ετών στην Αλεξάνδρεια όπου πέρασε τα νεανικά του χρόνια. Άρχισε να ασχολείται με τη φιλοσοφία σε ηλικία 28 ετών κάτω από διάφορους δασκάλους, ωστόσο
Η ύστερη αλεξανδρινή νεοπλατωνική σχολή επικεντρώθηκε στη μελέτη της φιλοσοφίας και των μαθηματικών. Οι ρίζες της ανάγονται στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αιώνα και κύριοι εκπρόσωποί της υπήρξαν ο μαθηματικός Θέωνας και η κόρη του Υπατία που θανατώθηκε από όχλο φανατικών χριστιανών. Παρά τις περί του αντιθέτου εικασίες δεν υπάρχουν αποδείξεις για την άμεση αυτουργία των Παραβαλάνων στον φόνο της φιλοσόφου.<ref>Haas Christopher, ''Alexandria in Late Antiquity: Topography and Social Conflict'', JHU Press, Baltimor and London 2006, σσ. 234, 235, 315.
</ref><ref>Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για τη φυσική αυτουργία των Παραβαλάνων στον φόνο της Υπατίας. Η θέση των υποστηρικτών αυτής της άποψης θεμελιώνεται πάνω σε δύο έδικτα του Θεοδοσιανού κώδικα (του έτους 416) με τα οποία αφενός θεσπίζονται αυστηροί κανόνες που απαγορεύουν την παρουσία των Παραβαλάνων σε δημόσιες εκδηλώσεις και δικαστήρια και αφετέρου ορίζεται ο Αρμοστής ως διοικητής τους και ως το μοναδικό αρμόδιο όργανο για την επικοινωνία με τον Αυτοκράτορα. Βλ. Haas Christopher, ''Alexandria in Late Antiquity: Topography and Social Conflict'', JHU Press, Baltimor and London 2006, σ. 314. </ref> Οι τελευταίοι συγκροτούσαν
</ref> Τα ηνία της σχολής ανέλαβε αργότερα ο Έλληνας φιλόσοφος Αμμώνιος, γιος του Ερμείου (περ. 440-520 μ.Χ.) που είχε σπουδάσει στην Αθήνα κοντά στον Πρόκλο.
Ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε εκείνη την εποχή είναι η μαρτυρία του Δαμάσκιου, ο οποίος παραδίδει με σκωπτική διάθεση ότι κατά το διωγμό των παγανιστών στην Αλεξάνδρεια κατά τα τέλη της δεκαετίας του 480
==Η μυθολογία ως εργαλείο πολιτισμικής διασύνδεσης των δύο λαών==
Το θέμα της έλλειψης μυθικών ηρώων φαίνεται ότι απασχολούσε τόσο τους βασιλείς όσο και τους λογίους της Αλεξάνδρειας. Οι τελευταίοι επιχείρησαν να καλύψουν το κενό χρησιμοποιώντας παλιούς ελληνικούς μύθους στους οποίους υπήρχαν αναφορές στην Αίγυπτο. Όπως θα ήταν αναμενόμενο ο Όμηρος και η ποίησή του ήταν πρώτοι στις προτιμήσεις τους. Για παράδειγμα, ο επικός ποιητής συνδέθηκε με την ίδρυση της πόλης και τον ίδιο τον Αλέξανδρο μέσω ενός ονείρου του Έλληνα στρατηλάτη στο οποίο ένας ασπρομάλλης άνδρας με σεβάσμιο παρουσιαστικό παρουσιάστηκε δίπλα του και απήγγειλε τους εξής στίχους: «Υπάρχει ένα νησί στην τρικυμισμένη θάλασσα μπροστά στην Αίγυπτο. Οι άνθρωποι το ονομάζουν Φάρο». Αμέσως ο Αλέξανδρος ξύπνησε και πήγε στη Φάρο που ήταν ακόμη νησί. Όταν αντιλήφτηκε τα φυσικά πλεονεκτήματα της περιοχής είπε ότι ο Όμηρος δεν ήταν μόνο θαυμάσιος από όλες τις άλλες απόψεις, αλλά επίσης ο σοφότερος των αρχιτεκτόνων και εκπόνησε το σχέδιο της πόλης του προσαρμόζοντάς το στη συγκεκριμένη τοποθεσία.<ref>Πλούταρχος ''Αλέξ''. 26.5-7.</ref> Μεταξύ των ομηρικών αφηγήσεων και των λιγότερο γνωστών παραλλαγών τους που χρησίμευσαν στην εγγραφή της Αλεξάνδρειας εντός της υπάρχουσας ελληνικής ή/και αιγυπτιακής πολιτισμικής παράδοσης, κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτισαν οι περιπέτειες διαφόρων ηρώων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, όπως λ.χ. της Ελένης, του Μενέλαου, του Πρωτέα και του Κάνωπου. Στην ελληνική μυθολογία ο Κάνωπος ή Κάνωβος ήταν ένας Αμυκλαίος, γνωστός από τη συμμετοχή του στην Τρωική Εκστρατεία ως πλοίαρχος και πλοηγός του Μενελάου. Μετά την άλωση της Τροίας το πλοίο του βρέθηκε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε επί πέντε χρόνια. [[File:Helen and Priam at the Scaen Gate.jpg|thumb|Η Ελένη και ο Πρίαμος στις Σκαιές Πύλες.]]Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος περιγράφει σε ποίημά του τις συνθήκες υπό τις οποίες ο Κάνωπος βρήκε τραγικό θάνατο από δάγκωμα φιδιού ενώ κοιμόταν στην ακτή. Αμέσως μετά
== Πολιτισμικός συγκρητισμός στην πτολεμαϊκή Αλεξάνδρεια ==
Γραμμή 121:
[[File:Hermanubis.jpg|thumb|Ερμάνουβης BA Antiquities Museum]]
Μέσα σε αυτό το πολυπολιτισμικό περιβάλλον ο ελληνικός πολιτισμός έχασε την αμιγώς ελληνική του ταυτότητα<ref>Lewis, N., ''Greeks in Ptolemaic Egypt, Case studies in the social history of the Hellenistic world,'' Oxford 1986, σ. 1.</ref> αλλά διατήρησε τα στοιχεία που χαρακτήριζαν την ελληνική πόλη, όπως το θέατρο, την αγορά και το γυμναστήριο. Από την άλλη, οι ξένοι μέτοικοι έγιναν κοινωνοί των ελληνικών εθίμων και συμμετείχαν σε δημόσιες εκδηλώσεις που οργανώνονταν στην πόλη. Οι Πτολεμαίοι δεν επιχείρησαν να επιβάλλουν στους αυτόχθονες τη δική τους κουλτούρα ή το Δωδεκάθεο, αλλά αντίθετα προσπάθησαν να φέρουν κοντά τους δύο λαούς με τη δημιουργία
</ref> Οι έποικοι είχαν επίσης την τάση να συνδυάζουν δύο θεούς βάσει των συγγενικών χαρακτηριστικών τους και να δημιουργούν κράματα, όπως π.χ. τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, τον Ηλιοσέραπη και τον Ερμάνουβη.<ref>Fowden Garth, ''The Egyptian Hermes: A Historical Approach to the Late Pagan Mind'', Princeton University Press, New York 1993, σ. 18.</ref> Όπως θα ήταν αναμενόμενο οι αυτόχθονες αντιπαθούσαν αυτά τα «μισό-ελληνικά επινοήματα»<ref name=":4">Fowden Garth, ''The Egyptian Hermes: A Historical Approach to the Late Pagan Mind'', Princeton University Press, New York 1993, σ. 20.</ref> και αποστασιοποιήθηκαν από τη λατρεία τους.
Φαίνεται ότι η αντίσταση του εγχώριου στοιχείου
</ref> τα ελληνιστικά μνημεία υιοθετούσαν συχνά ιθαγενή στοιχεία ενώ το αντίθετο σπάνιζε. Στην πρώην φαραωνική πρωτεύουσα Μέμφιδα, μια πόλη που διατηρούσε τον αιγυπτιακό της χαρακτήρα, ο Σάραπης ήταν απλώς ένα ακόμη όνομα για τον Οσίρ-Άπι. Οι ελληνικές επιδράσεις στην αναπαράσταση αυτής της θεότητας και γενικότερα στο τελετουργικό τυπικό και τον κλήρο ήταν ελάχιστα διακριτές. Μάλιστα, το ιερατείο της Μέμφιδας είχε τοποθετήσει σε δημόσιο χώρο την επιγραμμένη Στήλη της Ροζέττας με την οποία διακήρυττε τη θέσπιση εκδηλώσεων προς τιμήν του Πτολεμαίου Ε΄, οι οποίες σε κάθε περίπτωση όφειλαν να συνάδουν με τα αιγυπτιακά έθιμα.<ref name=":3" /> Στην αντίπερα όχθη, η συμπάθεια των Πτολεμαίων προς τις κλασικές δημιουργίες των εγχώριων καλλιτεχνών εκφράστηκε από την επιλογή τους να διακοσμήσουν την Αλεξάνδρεια με αιγυπτιακά γλυπτά μνημειακών διαστάσεων που μεταφέρθηκαν από άλλες πόλεις.<ref>Baines John, «Egyptian Elite Self-Presentation in the Context of Ptolemaic Rule» στο Harris W.V. and Ruffini Giovanni (επιμ.), ''Ancient Alexandria between Egypt and Greece'' . — (Columbia studies in the classical tradition; τομ. 26), 2004, σσ. 30-61, κυρίως σ. 39.</ref><ref>[[Γκετζέλ Κοέν|Getzel M. Cohen]], ''The Hellenistic Settlements in Syria, the Red Sea Basin, and North Africa''''',''' University of California Press, Berkeley and Los Angeles CA 2006, σ. 418.</ref> Η παρουσία του εγχώριου στοιχείου στο Σαράπειο έχει επιβεβαιωθεί από την ανακάλυψη δύο προτομών του Ψένπταις, αρχιερέα του Πτα στη Μέμφιδα, καθώς και πολλών αιγυπτιακών αγαλμάτων που τοποθετούνται από τους αρχαιολόγους στις εγκαταστάσεις του.<ref name=":4" /><ref name=":5" /> Προς την κατεύθυνση της γεφύρωσης του πολιτισμικού χάσματος μεταξύ των δύο λαών κινήθηκαν και οι διάσημοι ποιητές Καλλίμαχος, Θεόκριτος και Απολλώνιος. Η ένταξη του πολιτισμού και της γεωγραφίας της Αιγύπτου στους στίχους τους καθώς και η δημιουργία ενός κοινού ελληνοαιγυπτιακού μυθολογικού τοπίου γίνεται άμεσα αντιληπτή και τεκμηριώνεται σε σχετικές μελέτες.<ref>Τσιραμπίδου Αγγελική, “Πολιτικές Προεκτάσεις στα επιγράμματα του Ποσειδίππου” (Πάπυρος Μιλάνου Vogl. VIII 309). Πρωτεύουσα Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ιούνιος 2007</ref><ref>Για την εστίαση του Καλλιμάχου σε αλεξανδρινά και γενικότερα σε αιγυπτιακά τοπωνύμια βλ. Σιστάκου, Ε., ''Η Γεωγραφία του Καλλιμάχου και η Νεωτερική Ποίηση των Ελληνιστικών Χρόνων'', ΜΙΕΤ Αθήνα 2005, σσ. 51-57: Ο χώρος του βίου και της πολιτικής.</ref><ref>Η Σούζαν Στέφενς υποστηρίζει ότι κατά την πτολεμαϊκή εποχή οι ποιητές Καλλίμαχος, Θεόκριτος και Απολλώνιος διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στη γεφύρωση της απόστασης μεταξύ των δύο διαφορετικών (και κάποτε εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτισμών): Stephens, S. A., ''Seeing Double. Intercultural Poetics in Ptolemaic Alexandria'', University of California Press, Berkeley-Los Angeles-London 2003, σσ. 55-159.
</ref><ref>Βλ.[[Αρχαία Αλεξάνδρεια#Η μυθολογία ως εργαλείο πολιτισμικής διασύνδεσης των δύο λαών| Η μυθολογία ως εργαλείο πολιτισμικής διασύνδεσης των δύο λαών.]]</ref> Εξάλλου, η δεκτικότητα των Ελλήνων αρχιτεκτόνων σε
Τα ως άνω συμπεράσματα δεν βρίσκουν σύμφωνο τον Andrew Erskine ο οποίος υποστηρίζει ότι «όσο περισσότερο εντρυφούσαν οι Έλληνες στα δικά τους πολιτισμικά πρότυπα, τόσο περισσότερο μπορούσαν να αποκλείουν τους Αιγύπτιους υπηκόους τους. Με την επαναβεβαίωση και την επιβολή του πολιτισμού τους αποσκοπούσαν στην καθυπόταξη της Αιγύπτου». Ο ίδιος προσθέτει ότι «η παρουσία στην Αλεξάνδρεια δύο ιδρυμάτων [του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης] αφιερωμένων στην διαφύλαξη και τη μελέτη του ελληνικού πολιτισμού, λειτουργούσε ως ισχυρό σύμβολο του αποκλεισμού και της υποδούλωσης των Αιγυπτίων. […] Μια ανάγνωση της αλεξανδρινής ποίησης θα ήταν αρκετή για να αποκομίσει κανείς την εντύπωση ότι οι Αιγύπτιοι ήταν ανύπαρκτοι· πράγματι ή ίδια η Αίγυπτος δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου, εκτός από τον Νείλο και τις πλημύρες του. […] Αυτός ο εξοστρακισμός της Αιγύπτου και των Αιγυπτίων από την ποίηση καλύπτει μια θεμελιώδη ανασφάλεια. Δεν είναι σύμπτωση ότι μία από τις λίγες ποιητικές αναφορές στους Αιγύπτιους τους παρουσιάζει ως κακοποιούς».
Γραμμή 137:
Στη συνέχεια, μια γερμανική αποστολή ανακάλυψε το 1898–1899 στο βορειοανατολικό διαμέρισμα της πόλης αρχαίες οδούς και κατάλοιπα πτολεμαϊκής κιονοστοιχίας. Υπολείμματα στοάς με δωρικούς κίονες υπάρχουν επίσης στην κύρια οδό, στο κέντρο της πόλης.<ref>McKenzie Judith, ''The Architecture of Alexandria and Egypt'', New Haven 2007, σσ. 23, 69.</ref> Σημαντικά ευρήματα ήρθαν στο φως το 1892 όταν ο Τζουζέπε Μπότι, ο πρώτος διευθυντής του Ελληνορωμαϊκού Μουσείου, ανακάλυψε μαζί με τον Έλληνα αρχαιολόγο Τάσσο Νερούτσο τις κατακόμβες του Κομ Ελ Σουκάφα (Λόφου των Οστράκων). Πρόκειται για υπόγεια νεκρόπολη που αποτελείται από τρεις ορόφους και διαθέτει αίθουσα εστιάσεων, το λεγόμενο «νεκρικό τρικλίνιο», όπου οι συγγενείς παρέθεταν δείπνο προς τιμήν των νεκρών.<ref>Abdel -Fattah Ahmed, ''The Question of the Presence of Pharaonic Antiquities in the City of Alexandria and its Neighboring Sites.'' στο Brock Lyla Pinch, Zahi A. Hawass (επιμ.), «Egyptology at the Dawn of the Twenty-first Century: Proceedings of the Eighth International Congress of Egyptologists, Cairo, 2000», Τόμος 2, American Univ. in Cairo Press, Cairo New York 2003, σσ. 63-66. ISBN 20039774247140, 9789774247149.
</ref> Ο Μπότι και η ομάδα του συνέχισαν τις ανασκαφές το 1895 και το 1896 στην περιοχή της στήλης του Πομπήιου και αποκάλυψαν τις υποδομές μεγάλου κτιρίου με τεράστιους υπόγειους χώρους. Βάσει του μεγέθους και της έκτασης των εν λόγω θεμελίων καθώς και των στοιχείων που προέκυψαν από την αξιολόγηση των υπόλοιπων ευρημάτων ο Μπότι υποστήριξε ότι
Η Ρωμαϊκή πόλη ήταν κατά τι μεγαλύτερη από την πτολεμαϊκή και ήταν επικεντρωμένη κατά κύριο λόγο στην περιοχή της ανατολικής νεκρόπολης. Οι δρόμοι της ήταν κοσμημένοι με κιονοστοιχίες και τετράστηλα πράγμα που επιβεβαιώνεται από αρχαιολογικά και φιλολογικά τεκμήρια. Όπως τεκμηριώνεται εξάλλου από νομισματικές μαρτυρίες είχαν ανεγερθεί αρκετές θριαμβικές αψίδες σε καίρια σημεία.<ref>McKenzie Judith, ''The Architecture of Alexandria and Egypt,'' New Haven 2007, σ. 188–191.</ref> Αξίζει να αναφερθεί σχετικά ότι κατά την εποχή του Αυγούστου
Στη βόρεια περιοχή των
Στις νεκροπόλεις της Αλεξάνδρειας σώζονται αρκετά ταφικά υπόγεια με πλούσια διακόσμηση (
</ref> Στον ίδιο τομέα δραστηριοποιείται από το 1990 και ο
== Ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου ==
|