Αρχαία Αλεξάνδρεια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Asiatologist (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Asiatologist (συζήτηση | συνεισφορές)
Διορθώσεις
Γραμμή 6:
 
Η πόλη ιδρύθηκε από τον [[Αλέξανδρος ο Μέγας|Αλέξανδρο τον Μέγα]] το 331 π.Χ. και ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως «Αλεξάνδρεια η πλησίον της Αιγύπτου» («Ἀλεξάνδρεια ἡ πρὸς Αἰγὺπτῳ», λατ. ''Alexandria ad Aegyptum'').<ref>Fowden Garth, ''The Egyptian Hermes: A Historical Approach to the Late Pagan Mind'', Princeton University Press, New York 1993, σ. 20· Fraser Peter M., ''Ptolemaic Alexandria'', OUP, Oxford 1972, τόμ. 1, σ. 107· Ψελλός Μιχαήλ'', Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας,'' Κ. Ν. Σάθα'','' ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 123· Στράβων ''Γεωγρ''. 16.2.5.</ref><ref name=":0">Για πολλούς αιώνες η Αλεξάνδρεια δεν θεωρείτο μέρος της Αιγύπτου. Αναφερόταν συνήθως ως «Αλεξάνδρεια η πλησίον της Αιγύπτου» και παρέμενε πάντοτε κάτω από ιδιότυπο καθεστώς, ως να επρόκειτο για νησί μακριά από την ηπειρωτική χώρα. Σε αυτό ίσως να διαδραμάτησε κάποιο ρόλο και ο Όμηρος· από μια σχετική αναφορά του Πλούταρχου (''Περί Ίσιδος και Οσίριδος'', 351 Stefanus page 367 section B line 10) προκύπτει ότι η νήσος Φάρος δεν θεωρούνταν μέρος της Αιγύπτου ήδη από την εποχή του επικού ποιητή. Από την έποψη των Αλεξανδρινών η ενδοχώρα πέρα από τα νερά της λίμνης Μαρεώτιδας περνούσε σχεδόν απαρατήρητη. Οι ξένες κοινότητες της Αλεξάνδρειας, εγκαταστημένες εκεί επί πολλές γενεές διατηρούσαν γι’ αυτήν την ίδια περηφάνεια που είχαν οι πολίτες μιας πόλης-κράτους. Douer Alisa, ''Egypt - The Lost Homeland: Exodus from Egypt, 1947-1967: The History of the Jews in Egypt, 1540 BCE to 1967 CE'', Logos Verlag, Berlin GmbH, 2015, σ. 41· Haag Michael, ''Alexandria: City of Memory,'' Yale University Press, New Haven 2004. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διατύπωση που χρησιμοποιείται στον «Χρησμό του Κεραμέα» (κείμενο του 3ου αιώνα π.Χ. γραμμένο στην αιγυπτιακή δημοτική), οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν την Αλεξάνδρεια ξένη πόλη η οποία «κατοικείτο από όλες τις φυλές των ανθρώπων». Fowden Garth, ''The Egyptian Hermes: A Historical Approach to the Late Pagan Mind'', Princeton University Press, New York 1993, σ. 21.
</ref> Στην προσπάθειά του να εντοπίσει κατάλληλη τοποθεσία για την πόλη και τον λιμένα της ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες. Το Κανωπικό στόμιο του Νείλου, παρά τις επικίνδυνες [[Αμμοσύρτης|αμμοσύρτες]] του, εξυπηρετούσε επί μεγάλο χρονικό διάστημα το περιορισμένο θαλάσσιο εμπόριο με τις ανατολικές χώρες που διεξαγόταν με μικρά σκάφη. Παρʼ όλα αυτά, η επικινδυνότητα της πρόσβασης καθώς και οι συνθήκες του υπεδάφους και της υγιεινής στην ακτή το καθιστούσαν ακατάλληλο. [[File:Placido Costanzi - Alexander the Great Founding Alexandria - Walters 37790.jpg|thumb|Απεικόνιση του 19ου αιώνα όπου οΟ [[Μέγας Αλέξανδρος]] ιδρύει την Αλεξάνδρεια (έργο του 19ου αιώνα). |320x320εσ]]
[[File:Rhakotis in hieroglyphs.jpg|thumb|αριστερά|150x170εσ|"Ρακώτις" είναι η ονομασία της Αλεξάνδρειας στην αιγυπτιακή Δημοτική.]]Από τα άλλα στόμια, μόνο το Πηλουσιακό παρέμενε ανοιχτό για τη ναυσιπλοΐα, αλλά και αυτό με δυσκολία μπορούσε να εξυπηρετήσει πλοία μεσαίου μεγέθους. Τελικά, ο Αλέξανδρος ανακάλυψε μία ξηρή ασβεστολιθική έκταση που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα από το Κανωπικό στόμιο και ήταν υπερυψωμένη σε σχέση με το επίπεδο του [[Δέλτα του Νείλου|Δέλτα]]. Ένα πρόσθετο πλεονέκτημα αυτής της θέσης ήταν η δυνατότητα ευχερούς σύνδεσής της με τοτον Νείλο μέσω ενός πλεύσιμου καναλιού το οποίο θα παρείχε στην πόλη επάρκεια πόσιμου νερού.<ref>Hogarth, D.G., “Alexander in Egypt and some Consequences”, JEA 2 (1915): 53-60, σ. 55.</ref> Εξάλλου, η ευρύτερη θαλάσσια περιοχή δεν επηρεαζόταν σοβαρά από την απόθεση ιλύος και παράλληλα διέθετε ένα μικρό νησί, τη [[Φάρος (νησί)|Φάρο]], που εφόσον ενωνόταν με την ξηρά με μόλο θα δημιουργούσε δύο εναλλακτικούς λιμένες, προστατευμένους από τους ανέμους. Ήταν ίσως η μοναδική προσφερόμενη τοποθεσία στην Αίγυπτο για έναν λιμένα κατάλληλο για εμπορικά και πολεμικά πλοία<ref>Ο Στράβωνας περιγράφει τις εν λόγω κατασκευές στα Γεωγραφικά XVII, 1, 6.</ref> που έτειναν να έχουν διαρκώς αυξανόμενο εκτόπισμα και βύθισμα. Εικάζεται άλλωστε ότι μετά την [[Πολιορκία της Τύρου|καταστροφή της Τύρου]] το 332 ο Αλέξανδρος προσδοκούσε ότι η Αλεξάνδρεια θα ανελάμβανε το ρόλο της ως σημαντικού θαλάσσιου εμπορευματικού κόμβου.<ref>Hogarth D.G., «Alexander in Egypt and some Consequences», JEA 2 (1915): 53-60, σ. 55.</ref> Ο Έλληνας στρατηλάτης ανέθεσε στον [[Αρχιτεκτονική|αρχιτέκτονα]] [[Δεινοκράτης|Δεινοκράτη]] τον Ρόδιο να χτίσει την πόλη βάσει ορθογώνιου πολεοδομικού σχεδίου.<ref>Στράβων''',''' ''Γεωγραφικά''''',''' XVII, 1,8.</ref> Λόγω της μεγάλης κλίμακας του έργου οι εργασίες διεξάγονταν σε εκτεταμένη εργοταξιακή περιοχή η οποία αποκαλούνταν από τους αυτόχθονες [[Ρακώτις|Ρακώτιδα]] (Ra-aa-qedet).<ref>Υπάρχουν οι εξής εκδοχές για τη σημασία αυτής της ονομασίας: α) η πόλη που ευλογεί ή στην οποία προΐσταται ο Ρα και β) περιοχή εργοταξίου. Πιθανώς πρόκειται για την εξελληνισμένη μορφή του αιγυπτιακού Ra-qed (εργοταξιακή περιοχή), όρου που χρησιμοποιούνταν από τους Αιγύπτιους εργάτες κατά την κατασκευή της Αλεξάνδρειας.</ref><ref name=":1">Σύμφωνα με τη λεγόμενη Στήλη του Σατράπη (314 π.Χ.) ο Πτολεμαίος Α΄ «κατέλυσε στο φρούριο του βασιλέα […] Αλέξανδρου, το οποίο βρίσκεται στην ακτή της μεγάλης θάλασσας των Ελλήνων και ονομαζόταν προηγουμένως Ρακώτις». Από την εν λόγω διατύπωση προκύπτει ότι οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν ελληνική τόσο την Αλεξάνδρεια όσο και τη θαλάσσια περιοχή της. Η μακροσκοπική εξέταση του σχετικού ιερογλυφικού συνδυαζόμενη με πρόσφατες γλωσσολογικές έρευνες δείχνουν ότι το «Ρακώτις» δεν είναι παραδοσιακό αιγυπτιακό τοπωνύμιο αλλά όρος που σημαίνει «εργοταξιακή περιοχή»· αυτή η ανάλυση απομακρύνει την πιθανότητα να συνοικούσε η Αλεξάνδρεια με κάποια φαραωνική φρουρά (όπως λέει ο Στράβων, 17.1.6) ή με σύμπλεγμα χωριών εκ των οποίων το κυριότερο ονομαζόταν Ρακώτις. Εξάλλου, η παρουσία φαραωνικού φρουρίου στην περιοχή δεν τεκμηριώνεται. Βλ. Chauveau Michel, «Alexandrie et Rhakôtis : le point de vue des Égyptiens», στο: J. Leclant, επιμ., ''Alexandrie : une mégapole cosmopolite.'' Actes du 9ème colloque de la Villa Kérylos à Beaulieu-sur-Mer les 2 & 3 octobre 1998. Académie des Inscriptions et Belles- Lettres, Paris 1999. pp. 1-10. (Cahiers de la Villa Kérylos, 9); M. Depauw, «Alexandria, the building Yard», ''Chronique d’Egypte 75'' (2000) 64-5. Η Katja Mueller διαφωνεί με τα παραπάνω αλλά, παρ’ όλα αυτά, λέει ότι «η Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε σε μια λίγο ως πολύ ακατοίκητη περιοχή που ονομαζόταν Ρακώτις». Mueller, Katja, ''Settlements of the Ptolemies : city foundations and new settlement in the Hellenistic world,'' Peeters, Leuven ; Dudley, MA 2006, σ. 20.
</ref> Η νέα πόλη είχε σχήμα μακεδονικής χλαμύδας<ref>Διόδωρος Σικελιώτης, XVII, 52, 3.</ref> και βρισκόταν μεταξύ της [[Μαρεώτις λίμνη|Μαρεώτιδος λίμνης]] και της [[Φάρος (νησί)|νήσου του Φάρου.]] Οι διασταυρούμενες κεντρικές οδοί της ήταν προσανατολισμένες με τρόπο που επέτρεπε στους Ετήσιους Ανέμους να την ψύχουν κατά την καλοκαιρινή περίοδο.<ref>Διόδωρος Σικελιώτης, XVII, 52, 2.</ref> Ταυτόχρονα με την ανοικοδόμηση της πόλης κατασκευάστηκε κανάλι που μετέφερε νερό από τον δυτικότερο παραπόταμο του Νείλου σε εκτεταμένο σύστημα δεξαμενών. Η λειτουργία των τελευταίων διέφερε από τη συνηθισμένη στο ότι χρησιμοποιούνταν κυρίως ως λεκάνες ιζηματαπόθεσης οι οποίες αποσκοπούσαν στην απαλλαγή του θολού νερού του ποταμού από τα αιωρούμενα σωματίδια. Λίγους μήνες μετά την ίδρυση της πόλης ο Αλέξανδρος εμπιστεύθηκε την περαιτέρω ανάπτυξή της στον μετέπειτα αντιβασιλέα Κλεομένη και αναχώρησε από την Αίγυπτο για να μην επιστρέψει ποτέ.
 
Γραμμή 13:
Η πόλη άρχισε να ακμάζει μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, όταν έγινε πρωτεύουσα της Αιγύπτου κατά τη βασιλεία του [[Πτολεμαίος ο Σωτήρ|Πτολεμαίου Α' Σωτήρα]] (367–283 π.Χ), γιου του [[Λάγος|Λάγου]] και ιδρυτή της δυναστείας των [[Δυναστεία των Πτολεμαίων|Πτολεμαίων ή Λαγιδών]]. Ο τελευταίος επικράτησε το 321 π.Χ. στη σύγκρουση των επιγόνων για την κατοχή της σορού του Αλέξανδρου που θεωρούνταν σύμβολο ισχύος και εξουσίας και τη μετέφερε στην Αλεξάνδρεια από όπου τελικά χάθηκε μετά την απομάκρυνσή της από τη θέση που φυλασσόταν.<ref>O'Connor Lauren (2009) «The Remains of Alexander the Great: The God, The King, The Symbol», ''Constructing the Past'': Vol. 10: Iss. 1, Article 8.</ref>
Την πόλη κοσμούσε ο [[Φάρος της Αλεξάνδρειας]] που συμπεριλαμβανόταν στα [[επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου]] (έργο του αρχιτέκτονα '''[[Σώστρατος ο Κνίδιος|Σώστρατου του Κνίδιου]]'''), καθώς και το περίφημο [[Μουσείο της Αλεξάνδρειας|Μουσείο]], μέρος του οποίου ήταν η διάσημη [[βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας]]. Το Μουσείο ιδρύθηκε, σύμφωνα με τον [[Ιωάννης Τζέτζης|Ιωάννη Τζέτζη]], από τον [[Πτολεμαίος ο Σωτήρ|Πτολεμαίο Α' Σωτήρα]] με την παρότρυνση του [[Δημήτριος ο Φαληρεύς|Δημήτριου Φαληρέα]] ή, κατʼ άλλους, από τον [[Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος|Πτολεμαίο Β' Φιλάδελφο]] (309–246 π.Χ.) και ήταν αφιερωμένο στις [[Μούσες]], τις προστάτιδες των τεχνών και των επιστημών.[[File:Thalamegos Nicolaes Witsen 1671.jpg|μικρογραφία|Η θαλαμηγός του Πτολεμαίου Δ΄ σύμφωνα με τον Nicolaes Witsen (1671).]]
Κατά τη βασιλεία του, ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος έδωσε έμφαση στην οργάνωση ποικίλων παραγωγικών δραστηριοτήτων και υποχρέωσε τον ιδιωτικό τομέα να ακολουθεί τον κρατικό σχεδιασμό. Παράλληλα δημιούργησε νέο νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο που αφορούσε κατά κύριο λόγο σε περιορισμένα πεδία της παραγωγής και αποσκοπούσε στη μεγιστοποίηση των εσόδων. Στη συνέχεια επικεντρώθηκε στην αύξηση του όγκου των εμπορικών συναλλαγών με την Ανατολή και, κινούμενος προς αυτή την κατεύθυνση, ανακατασκεύασε ένατο κανάλι που συνέδεε τον [[Κόλπος του Σουέζ|κόλπο του Σουέζ]] με τον [[Νείλος|Νείλο]]. Ο ίδιος πιστώνεται επίσης με ένα άλλο μεγάλο εγχείρημα, τη δημιουργία του νομού της Αρσινόης (στη σημερινή Μεντίνετ-ελ-Φαγιούμ) μέσω της μερικής αποξήρανσης της λίμνης Μοίριδας. Τα ιστορικά χρονικά έχουν καταγράψει μια ιδιαίτερα μεγαλοπρεπή παρέλαση που έλαβε χώρα περί το 279/78 στο πλαίσιο του καθιερωμένων εορτών προς τιμή του Πτολεμαίου Α΄ και του εκάστοτε κυβερνόντος βασιλέως (Πτολεμαῖα). Λόγω της ιδιαιτερότητάς της η εν λόγω πομπή περιγράφεται λεπτομερώς από αρχαίους συγγραφείς.<ref>Günter Grimm, ''Alexandria. Die erste Königsstadt der hellenistischen Welt''. von Zabern, Mainz 1998, σσ. 51–57, <nowiki>ISBN 3-8053-2337-9</nowiki>.</ref> Εξάλλου, η διακυβέρνησή του Πτολεμαίου Β΄ έχει συνδεθεί με φημισμένα δημόσια έργα, όπως ο Φάρος, το Επταστάδιο<ref>Η ονομασία Επταστάδιο οφείλεται στο μήκος του που ήταν επτά στάδια (1260 μέτρα). Το στάδιον είναι αρχαιοελληνική μονάδα μήκους και αντιστοιχεί κατά προσέγγιση σε 180 μέτρα.</ref> (ο μόλος που συνέδεε τη νήσο Φάρο με την ηπειρωτική χώρα), η Αγορά,<ref>Judith McKenzie, ''The Architecture of Alexandria and Egypt.'' New Haven 2007, σ. 47–48.</ref> το θέατρο και οι λιμενικές εγκαταστάσεις.
Ο διάδοχος του Φιλάδελφου, [[Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης|Πτολεμαίος Γ' Ευεργέτης]] (284-222 π.Χ.) απεδείχθη συνετός βασιλιάς και ικανός στρατιωτικός ηγέτης. Η ανάμειξή του στον [[Γ΄ Συριακός πόλεμος|Γ´ Συριακό Πόλεμο]] αποτιμάται ως θετική. Εξάλλου, στον ίδιο αποδίδεται η αναμόρφωση του προβληματικού αιγυπτιακού ημερολογίου και η επέκταση του Σαράπειου.[[File:Octadrachm Ptolemy III BM CMBMC103.jpg|μικρογραφία|Χρυσό οκτάδραχμο του Πτολεμαίου Γ', το οποίο εξέδωσε ο γιος του, Πτολεμαίος Δ', προς τιμήν του θεοποιημένου πατέρα του.|αριστερά|236x236εσ]]
Κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου Δ΄ Φιλοπάτορα ναυπηγήθηκε η τεσσαρακοντήρης Θαλαμηγός,<ref>Ετυμολογείται από το Θάλαμος + -ηγός < ἂγω</ref><ref>Αθήναιος ''Δειπνοσοφιστές'' 5.204d-206c. Τα πρώτα πλοία με την επονομασία "θαλαμηγός" φαίνεται ότι εμφανίστηκαν στον Νείλο.</ref><ref>Ο Στράβωνας αναφέρει ότι σε ένα κανάλι κοντά στην Αλεξάνδρεια υπήρχε «ο ναύσταθμος των θαλαμηγών πλοίων τα οποία χρησιμοποιούσαν οι αξιωματούχοι για να ταξιδεύουν στην Άνω Αίγυπτο». Ο στόλος του Πτολεμαίου Β΄ περιλάμβανε 800 θαλαμηγούς με επιχρυσωμένες πρύμνες και πλώρες. Βλ. Casson Lionel, ''Ships and Seamanship in the Ancient World''''',''' Princeton University Press, New Jersey 2014, σσ. 341-342.</ref> ένα από τα μεγαλύτερα πλοία της αρχαιότητας. Σύμφωνα με αρχαίες πηγές είχε μεγαλοπρεπή διάκοσμο και ενσωμάτωνε ναό της Αφροδίτης και υπνοδωμάτια. Ο ίδιος φαραώ κατασκεύασε στην Κανωπική οδό ναό αφιερωμένο στην Ίσιδα, τον Σάραπι, την Αρσινόη Β΄ και τον εαυτό του.
 
Μέσα σε έναν αιώνα η Αλεξάνδρεια έφτασε να θεωρείται το μεγαλύτερο οικιστικό κέντρο του τότε κόσμου και στη συνέχεια, για μεγάλο χρονικό διάστημα, υστερούσε σε ακτινοβολία μόνο από την [[Αρχαία Ρώμη|Ρώμη]]. Ο χαρακτήρας της ήταν πολυπολιτισμικός αφού στις συνοικίες της ζούσαν Αιγύπτιοι, Έλληνες, Μακεδόνες, Εβραίοι, Πέρσες, Αιθίοπες, Παλαιστίνιοι και Σύριοι. Οι εν λόγω πληθυσμοί κατοικούσαν σε διαφορετικές περιοχές, έξω από τα Βασίλεια. Οι Μακεδόνες και οι Έλληνες απολάμβαναν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, με την έννοια ότι είχαν τη δυνατότητα συμμετοχής στο κοινοβούλιο της πόλης, ενώ οι υπόλοιπες εθνικότητεςεθνότητες διατηρούσαν απλώς το δικαίωμα του κατοικείν. Τα μέλη των εν λόγω πληθυσμιακών ομάδων εργάζονταν συνήθως ως τεχνίτες και συχνά αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην κατάληψη υψηλότερων θέσεων.<ref>Höber-Kamel Gabriele, «Alexandrie» στο: ''Kemet,'' τεύχος 3, Verlag, Berlin 2004, σσ. 8–9.</ref>
Γενικότερα, η συμβολή της διακυβέρνησης των τριών πρώτων [[Δυναστεία των Πτολεμαίων|Πτολεμαίων]] (331 π.Χ.-221 π.Χ.) στην οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη της Αλεξάνδρειας υπήρξε καθοριστική. Μολαταύτα, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο για τους μετέπειτα βασιλείς. Αυτό παρατηρούν ήδη από την αρχαιότητα ο [[Πολύβιος]], ο [[Πλούταρχος]] και ο [[Στράβων]]<ref>Στράβων 17.1.11.8: «ἅπαντες μὲν οὖν οἱ μετὰ τὸν τρίτον Πτολεμαῖον ὑπὸ τρυφῆς διεφθαρμένοι χεῖρον ἐπολιτεύσαντο, χείριστα δ' ὁ τέταρτος καὶ [ὁ] ἕβδομος καὶ ὁ ὕστατος ὁ Αὐλητής, ὃς χωρὶς τῆς ἄλλης ἀσελγείας χοραυλεῖν ἤσκησε, καὶ ἐπ' αὐτῷ γε ἐσεμνύνετο τοσοῦτον ὥστ' οὐκ ὤκνει συντελεῖν ἀγῶνας ἐν τοῖς βασιλείοις, εἰς οὓς παρῄει διαμιλλησόμενος τοῖς ἀνταγωνισταῖς».
</ref> που τους κατηγορούν για διαφθορά. Πράγματι, τον 2ο και τον 1ο αιώνα π.Χ. η Αίγυπτος γνώρισε προϊούσα παρακμή. Συμπτώματά της ήταν οι συνεχείς δυναστικές έριδες, η αρνητική πορεία της οικονομίας, η αδυναμία ικανοποιητικού ελέγχου του αυτόχθονος πληθυσμού και οι συνεχείς αναμείξεις της Ρώμης στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Το 144 π.Χ. ο Πτολεμαίος Η΄ έφτασε στο σημείο να αποπέμψει τους λόγιους που εργάζονταν στο Μουσείο και τη Βιβλιοθήκη, συμπεριλαμβανομένου του διευθυντού της Αρίσταρχου του Σάμιου.<ref>Günther Hölbl, ''Geschichte des Ptolemäerreiches,'' Wissenschaftliche buchgesellschaft, Darmstadt 1994, σ. 172.</ref> Τα γεγονότα κατέληξαν σε εμφύλιο πόλεμο κατά τον οποίο καταστράφηκαν τα ανάκτορα.<ref>Günther Hölbl, ''Geschichte des Ptolemäerreiches,'' Wissenschaftliche buchgesellschaft, Darmstadt 1994, σ. 175.</ref> Παρ' όλα αυτά οι εν λόγω αρνητικές εξελίξεις είχαν μικρές επιπτώσεις στην πρόοδο και στη λαμπρότητα της Αλεξάνδρειας ως πόλης.<ref>''Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια'', τόμ. Γ', σ. 604 α'.</ref>[[File:Oktadrachmon Ptolemaios II Arsinoe II.jpg|μικρογραφία|Χρυσά οκτάδραχμα ( 260 π.Χ. ). Από τη μία όψη απεικονίζεται ο Πτολεμαίος Β' και η Αρσινόη Β' με την επιγραφή “αδελφών”. Από την άλλη όψη ο Πτολεμαίος Α' και τη Βερενίκη Α' με την επιγραφή “θεών”. Βερολίνο.]]
Στο τέλος του 1ου Μιθριδατικού πολέμου το 85 π.Χ., ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας μετέβη στην πόλη του Δαρδάνου στον Πόντο για να διεξαγάγει ειρηνευτικές συνομιλίες με τον Μιθριδάτη ΣΤ΄. Ο τελευταίος μετά την κατάκτηση της νήσου Κω το 88 π.Χ. είχε μεταφέρει στην Αυλή του τον θησαυρό της Κλεοπάτρας Γ΄ καθώς και τους τρεις εγγονούς της. Κατά την παραμονή του Σύλλα στον Πόντο, ένας από τους πρίγκιπες, ο Πτολεμαίος ΙΑ΄ Αλέξανδρος Β΄, γιος του Πτολεμαίου Ι΄, κατάφερε να περάσει κρυφά στο στρατόπεδό του Ρωμαίου στρατηγού και μετά την επιστροφή του τελευταίου στη Ρώμη έγινε έμπιστος σύμβουλός του για θέματα που αφορούσαν την πτολεμαϊκή δυναστεία. Όταν ο Πτολεμαίος Σωτήρας Λάθυρος πέθανε σε ηλικία εξήντα ενός ετών το 81 π.Χ. άφησε τη σύζυγό του Κλεοπάτρα-Βερενίκη Β΄ μοναδική κληρονόμο του. Ο Σύλλας αντιλήφθηκε την ευκαιρία που του πρόσφερε τούτη η συγκυρία και έσπευσε να επωφεληθεί. Εκμεταλλευόμενος την πτολεμαϊκή παράδοση της μεικτής συμβασιλείας (ενός θήλεος και ενός άρρενος), έστειλε τον προστατευόμενό του πρίγκιπα στην Αλεξάνδρεια για να νυμφευθεί τη λαοφιλή αλλά πρεσβύτερη μητριά-εξαδέλφη του και να συγκυβερνήσει μαζί της. Μία από τις προϋποθέσεις αυτής της διευθέτησης, ήταν η εκ μέρους του τελευταίου σύνταξη διαθήκης με την οποία θα όριζε μοναδικό δικαιούχο τη Ρώμη. Τυφλωμένος από το δέλεαρ της εξουσίας και διανύοντας μόλις την τρίτη δεκαετία της ζωής του ο Αλέξανδρος δεν δίστασε να δώσει τη συγκατάθεσή του. Ωστόσο, με την άφιξή του στην Αίγυπτο ξέσπασαν έριδες που αφορούσαν τα πρωτεία στην άσκηση της εξουσίας, ενώ παράλληλα οι Αλεξανδρινοί τον αποκαλούσαν «Παρείσακτο», μολονότι είχε νόμιμα δικαιώματα στον θρόνο. Φαίνεται ότι η υπομονή του εξαντλήθηκε γρήγορα και όντας απρόθυμος να συνδιοικεί με μια γυναίκα και μάλιστα ως δεύτερος τη τάξει, δολοφόνησε τη δημοφιλή Βερενίκη μετά από δεκαοκτώ μέρες.<ref>Errington Malcolm R., ''A History of the Hellenistic World: 323 - 30 BC'', John Wiley & Sons, Malden MA 2008, σ. 302 κ.εξ.</ref> Οι Αλεξανδρινοί εξοργισμένοι από τον άδικο χαμό της βασίλισσάς τους κατέλαβαν εξ εφόδου το παλάτι, έσυραν τον νεαρό Πτολεμαίο ΙΑ΄ στο Γυμνάσιο και τον κατακρεούργησαν με την ίδια βιαιότητα που είχαν επιδείξει όταν εκδικήθηκαν τους θανάτους της Βερενίκης Β΄ και της Αρσινόης Γ΄ το 203 π.Χ.<ref>Οι Αλεξανδρινοί κατακρεούργησαν τον αυλικό Αγαθοκλή, την αδελφή του Αγαθόκλεια (ερωμένη του Πτολεμαίου Δ΄) και όλους τους συγγενείς και τους φίλους τους επειδή τους θεωρούσαν φυσικούς αυτουργούς στη δολοφονία της βασίλισσας Αρσινόης Γ΄ και πιθανόν της Βερενίκης Β΄, μητέρας του Πτολεμαίου Δ΄.</ref> Ο θάνατός του Πτολεμαίου ΙΑ΄ απεδείχθη κρίσιμο ορόσημο για την πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Η χώρα βρέθηκε κάτω από την επικυριαρχία της Ρώμης και τίποτα το σημαντικό δεν μπορούσε να γίνει πλέον χωρίς την προηγούμενη έγκρισή της. Στη συνέχεια οι Αλεξανδρινοί έστειλαν αντιπροσωπεία στον Πόντο για να προσφέρει τον θρόνο στον γιο του φαραώ Πτολεμαίου Θ' Λάθυρου που είχε παραμείνει εκεί. Ο Πτολεμαίος ΙΒ΄ έφτασε στην Αλεξάνδρεια στα τέλη του 80 π.Χ. και τον Ιανουάριο του 79 π.Χ. νυμφεύτηκε την Κλεοπάτρα Ε΄ Τρύφαινα. Ο νέος βασιλιάς είχε τον τίτλο «Πτολεμαίος Νέος Διόνυσος Θεός Φιλοπάτωρ Φιλάδελφος», αλλά επειδή ασχολείτο ως μουσικός με τους αυλούς, τον αποκαλούσαν «Αυλητή».<ref>Ο αυλός είχε οργιαστικό χαρακτήρα και ήταν συνδεδεμένος με τη λατρεία του Διονύσου.</ref> Ο Αυλητής είχε δύο κόρες (εκ των οποίων η νεότερη ήταν η περίφημη Κλεοπάτρα Ζ΄) και έναν γιο, τον μετέπειτα Πτολεμαίο ΙΓ΄.<ref>Fletcher Joann, ''Cleopatra the Great: The Woman Behind the Legend'', Harper Perennial, New York 2012, σσ. 67-69.</ref> Μετά τον θάνατο του Αυλητή, ανήλθαν στο θρόνο οι δύο τελευταίοι. Γρήγορα όμως ήρθαν σε σύγκρουση και η Κλεοπάτρα αναγκάστηκε να φύγει από την [[Αλεξάνδρεια]]. Τη διαμάχη τους ανέλαβε να διευθετήσει ο [[Ιούλιος Καίσαρ|Ιούλιος Καίσαρας]], ο οποίος έγινε τελικά εραστής της Κλεοπάτρας και προώθησε τα συμφέροντά της. Ο Πτολεμαίος ΙΓ', υποδαυλιζόμενος από τον αυλικό-ευνούχο Ποθίνο και τον στρατηγό Αχιλά, στράφηκε εναντίον του Ρωμαίου στρατηλάτη, πράγμα που οδήγησε στον λεγόμενο "«Αλεξανδρινό Πόλεμο"». Κατά τη διάρκειά του ο Καίσαρ υπερασπίστηκε με αποφασιστικότητα τις θέσεις του στην Αλεξάνδρεια, από τον Πτολεμαίο ΙΓ' και την αδερφή του, Αρσινόη Δ'.
 
== Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή ==
Το 48 π.Χ., μετά την επικράτησή του επί του στρατηγού Αχιλλά που συνεπικουρούμενος από τη ρωμαϊκή φρουρά πολιορκούσε τα ανάκτορα, ο [[Ιούλιος Καίσαρας]] έθεσε προσωρινά την Αλεξάνδρεια υπό ρωμαϊκή κατοχή. Η Κλεοπάτρα αποκαταστάθηκε στον θρόνο και συμβασίλεψε με τον ανήλικο αδελφό της Πτολεμαίο ΙΔ' μέχρι τον θάνατό του το 44 π.Χ., ενώ η Αρσινόη στάλθηκε αιχμάλωτη στη Ρώμη. Ο Αλεξανδρινός Πόλεμος είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τη [[Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας|Βιβλιοθήκη]]. Το ατυχές περιστατικό συνέβη όταν ο Καίσαρας πυρπόλησε τον στόλο του για να μην περιέλθει στην κατοχή του Αχιλλά. Αυτό είχε επακόλουθο την επέκταση της φωτιάς στο [[Βρουχείο]] και την καταστροφή 40.000 παπύρων.<ref>Σενέκας ''De tranquillitate animi'' ΙΧ.</ref>
Κατά τη διανομή του κράτους στους επιγόνους του Ιούλιου Καίσαρα ο [[Μάρκος Αντώνιος]] πήρεανέλαβε τηντη διοίκηση της ΑίγυπτοΑιγύπτου και από το 41 π.Χ. συγκυβέρνησε με την [[Κλεοπάτρα Ζ']] που έμελλε να είναι η τελευταία βασίλισσα της πτολεμαϊκής δυναστείας. Ακολουθώντας την τακτική των προγόνων της η τελευταία εξόντωσε τους πολιτικούς αντιπάλους της (συμπεριλαμβανομένης της Αρσινόης) και με τη βοήθεια του Αντώνιου προσάρτησε αρκετά εδάφη. Το 31 π.Χ. ο [[Οκταβιανός Αύγουστος|Οκταβιανός]] (ο μετέπειτα Αύγουστος) νίκησε τον στόλο της Κλεοπάτρας στη [[ναυμαχία του Ακτίου]] και ύστερα από έναέναν χρόνο η Αλεξάνδρεια έγινε και επισήμως μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το τέλος του Αντώνιου. Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, τον Ολύμπιο, ο τραυματισμένος στρατηγός μεταφέρθηκε κοντά στην Κλεοπάτρα και πέθανε στα χέρια της. Η τελευταία, υπό το πρόσχημα προετοιμασίας Αιγυπτιακής κηδείας για τον σύντροφό της, κλείσθηκε σε δωμάτιο του ανακτόρου της και αυτοκτόνησε με κάποιο δηλητήριο ή, κατ' άλλους, με δάγκωμα κόμπρας στο στήθος. [[Αρχείο:Personification of the city of Alexandria - Chronography of 354.png|μικρογραφία|Προσωποποίηση της Αλεξάνδρειας στη [[Χρονογραφία του 354]], 4ος αιώνας.]]Η Αλεξάνδρεια ήταν τότε η μεγαλύτερη από τις επαρχιακές πρωτεύουσες (αριθμούσε 300.000 κατοίκους) και σημαντικό εμπορικό κέντρο από το οποίο εξάγονταν στη Ρώμη μεγάλες ποσότητες σιτηρών. Από την αρχή της ρωμαϊκής κατοχής μέχρι τη νομισματική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού είχε δικό της νόμισμα που διέφερε σημαντικά από το ρωμαϊκό. Η Επαρχία Αιγύπτου θεωρούνταν προσωπική ιδιοκτησία του αυτοκράτορα και οι εισπράξεις από την πρωτεύουσα έρρεαν κατευθείαν προς το θησαυροφυλάκιό του. Για την προστασία της ο τελευταίος διατηρούσε εκεί τρεις λεγεώνες επί μονίμου βάσεως.[[File:Nummi, Byzantine Alexandria, Justin I, 518-527.jpg|μικρογραφία|Νόμισμα της Αλεξάνδρειας κατά τη βυζαντινή περίοδο, [[Ιουστίνος Α´]], 518-527|αριστερά|236x236εσ]]
Ενδεικτική του ειδικού καθεστώτος υπό το οποίο βρισκόταν η Αλεξάνδρεια ήταν συγκεκριμένη διάταξη βάσει της οποίας απαγορευόταν στους γερουσιαστές να την επισκεφθούν χωρίς προηγούμενη αυτοκρατορική έγκριση. Εξάλλου, σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους Αιγύπτιους, οι κάτοικοι της απολάμβαναν ειδικών προνομίων, όπως η απαλλαγή τους από τον κεφαλικό φόρο.<ref>Potter David S., ''The Roman Empire at Bay, AD 180–395'', Routledge, New York, ΝΥ 2014, σ. 54.</ref> Τον Ιούλιο του 69 μ.Χ. ο Έπαρχος Αιγύπτου Τιβέριος Ιούλιος Αλέξανδρος ανακήρυξε στην Αλεξάνδρεια τον Βεσπασιανό αυτοκράτορα και τον ίδιο μήνα επικυρώθηκε η αναγόρευσή του από τις λεγεώνες της Ιουδαίας. Ο Τάκιτος αναφέρει διάφορα εξαιρετικά περιστατικά, τα οποία ο Βεσπασιανός ερμήνευσε ως καλούς οιωνούς για την επικείμενη διακυβέρνησή του.<ref>Τάκιτος, ''Ιστορίες'', 2, 79; 4, 81-84.
</ref> Ο νέος αυτοκράτορας έχασε γρήγορα την εύνοια των Αλεξανδρινών που ανέμεναν να γίνουν αποδέκτες ειδικών προνομίων λόγω της προηγούμενης υποστήριξής τους. Αιτία τούτης της μεταστροφής ήταν η επιβολή νέων φόρων καθώς και η πώληση μεγάλων τμημάτων των ανακτόρων.<ref>Δίων Κάσσιος, ''Ρωμαϊκή Ιστορία'', 65, 8.</ref> Το 115 μ.Χ., επί [[Τραϊανός|Τραϊανού]], κατά τον λεγόμενο [[Πόλεμος του Κίτου|πόλεμο του Κίτου]] (παραφθορά του ονόματος του Λούσιου Κουίετου) καταστράφηκε μεγάλο μέρος της πόλης από τις μάχες με τους επαναστατημένους [[Εβραίοι|Εβραίους]]. Μετά την εξέγερση η εβραϊκή κοινότητα συρρικνώθηκε για να αναλάβει την προηγούμενη ανάπτυξή της μόλις στις αρχές του τέταρτου αιώνα. Ο διάδοχος του Τραϊανού [[Αδριανός]] μετέβη στην Αλεξάνδρεια το 130 και προχώρησε στη μερική ανακατασκευή της περιορίζοντας την έκτασή της στα τρία πέμπτα του παλαιότερου μεγέθους της. Κατά την εκεί παραμονή του απέδωσε τιμές στον τάφο του Πομπήιου, συνομίλησε με τους λόγιους του Μουσείου και αφιέρωσε έναέναν ναό, το Αδριάνειο, στην προσωπική του λατρεία. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Μαλάλα ο Σεπτίμιος Σεβήρος επιχείρησε το 201 μ.Χ. να κτίσει τη δική του υστεροφημία με την ανέγερση δημόσιων κτιρίων (λέγεται ότι κατασκεύασε δημόσια λουτρά και ιερό της Ρέας) και την καθιέρωση δημοτικού συμβουλίου. Το 215 ο αυτοκράτορας [[Καρακάλλας]] επισκέφτηκε την πόλη και, εξαιτίας κάποιων προσβλητικών σχολίων προς το άτομό του, διέταξε τη θανάτωση όλων των νέων ευγενικής καταγωγής που ήταν ικανοί να φέρουν όπλα, καθώς και την καταστροφή ορισμένων δημόσιων κτηρίων. Κατά την εποχή των αυτοκρατόρων [[Δέκιος|Δεκίου]] και [[Βαλεριανός|Βαλεριανού]] ξεσπασαν διωγμοί εναντίον των [[Χριστιανισμός|χριστιανών]], αρχής γενομένης από το έτος 270 όταν ο πρώτος εξέδωσε σχετικό έδικτο. Θρησκευτικές ταραχές σημειώθηκαν και επί αρχιεπισκοπίας [[Πέτρος Μόγγος|Πέτρου Μόγγου]] το 485 με αφορμή τη διαμάχη παγανιστή σπουδαστή της ρητορικής με τους συμμαθητές του.<ref>Trombley Frank R., ''Hellenic Religion and Christianization: C. 370-529'', τόμ. 2, BRILL, Boston & Leiden 2001, σ. 3 κ.εξ.</ref> Το 269 μ.Χ. Η βασίλισσα της [[Παλμύρα|Παλμύρας]] [[Ζηνοβία]] κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων και κατέλαβε την Αίγυπτο. Στην επιχείρηση ανακατάληψης της Αλεξάνδρειας από τον [[Αυρηλιανός|Αυρηλιανό]] το 272 μ.Χ. καταστράφηκε η συνοικία του Βρουχείου και η Βιβλιοθήκη.<ref>Αμμιανός XXII, 16, 15.</ref><ref>Επιφάνιος PG 43, 249C-252A.</ref> Η νομισματική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στην Αίγυπτο που αποκορυφώθηκε το 297 όταν κάποιος Λούκιος Δομίτιος Δομιτιανός επαναστάτησε και αυτοανακηρύχτηκε αυτοκράτορας. Ο Διοκλητιανός τέθηκε προσωπικά επικεφαλής των λεγεώνων του και στην αρχή του 298 συνέτριψε τους στασιαστές στην Άνω Αίγυπτο. Στην Αλεξάνδρεια η αντίσταση συνεχίστηκε για μερικούς μήνες αλλά τελικά οι επαναστάτες ηττήθηκαν και η πόλη λεηλατήθηκε. Σε ανάμνηση της επικράτησης του Διοκλητιανού ανεγέρθηκε επινίκια στήλη στο Σαράπειο που σώζεται μέχρι σήμερα και αποκαλείται (εσφαλμένα) «Στήλη του Πομπήιου». Ό,τι απέμεινε όρθιο από τη λαίλαπα των συνεχών πολεμικών επιχειρήσεων ήρθε να αποτελειώσει αργότερα το τσουνάμι που ακολούθησε τον σεισμό της Κρήτης το 365. Μάλιστα, το γεγονός μνημονευόταν επί πολλά χρόνια ως «μέρα τρόμου».<ref>Stiros Stathis C., «The AD 365 Crete earthquake and possible seismic clustering during the fourth to sixth centuries AD in the Eastern Mediterranean: a review of historical and archaeological data», ''Journal of Structural Geology'', τόμ. 23 (2001), σσ. 545–562 (549 & 557).</ref>
== Ύστερη αρχαιότητα ==
Στην ύστερη αρχαιότητα η Αλεξάνδρεια εξακολούθησεεξακολουθούσε να θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μητροπόλεις της αυτοκρατορίας. Ωστόσο στις αρχές του τέταρτου αιώνα η αίγλη της μετριάστηκε όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε έδρα του αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μία άλλη σημαντική ανταγωνιστική πόλη στην Ανατολή παρέμεινε η Αντιόχεια παρά τον Ορόντη. ΤοΚατά το μεγαλύτερο μέρος του τέταρτου αιώνα χαρακτηρίζεται απόσημειώνονταν εντάσεις μεταξύ παγανιστών και χριστιανών που κατέληγαν συχνά σε αιματηρές συγκρούσεις. Αρκετές ενδοχριστιανικές διαμάχες οδηγούσαν επίσης σε βιαιοπραγίες. Η πρώτη εγκατάσταση εκκλησίας σε χώρο παγανιστικού ναού λέγεται ότι έγινε στην εποχή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Σύμφωνα με τον Ιωάννη, επίσκοπο Νικίου (7ος αιώνας), το Καισάρειο, ο κύριος ναός της αυτοκρατορικής λατρείας, διαμορφώθηκε τότε σε εκκλησία αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.<ref>Ιωάννης Νικίου, ''Παγκόσμιον χρονικόν'', 64.9.</ref> Ωστόσο αυτή η μετατροπή έχει αποδοθεί και στον Κωνστάντιο Β΄, πράγμα που θεωρείται πιθανότερο. Με τη συμπλήρωση των εργασιών το 356 η ως άνω εκκλησία λεηλατήθηκε από εθνικούς που υποκινήθηκαν από αρειανιστές.<ref>McKenzie Judith: ''The Architecture of Alexandria and Egypt''. New Haven 2007, σ. 242.</ref> Οι τελευταίοι ήταν οπαδοί του θεολόγου και πρωτοπρεσβύτερου Άρειου (περ. 250-336) ο οποίος έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 4ου αιώνα. Ο όρος αρειανισμός αναφέρεται στην ομώνυμη αίρεση που πρεσβεύει ότι ο Ιησούς ήταν δημιούργημα και όχι ομοούσιος του Θεού. Η αίρεση αυτή απέκτησε πολλούς οπαδούς μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν ο Κωνστάντιος Β΄.
 
[[File:Hypatia portrait.png|thumb|Η φιλόσοφος Υπατία]]Στα μέσα του τέταρτου αιώνα ανέλαβε επίσκοπος Αλεξανδρείας ο Αθανάσιος, σημαντικός θεολόγος του τέταρτου αιώνα και σφοδρός πολέμιος του Αρειανισμού. Κατά τη θητεία του αναμείχθηκε σε έντονες ενδοεκκλησιαστικές διαμάχες, πρωταγωνίστησε στον πόλεμο κατά των παγανιστών και έκτισε πολυάριθμες εκκλησίες. Από το 380 μ.Χ. οι επίσκοποι της Αλεξάνδρειας απέκτησαν τον τίτλο του Πατριάρχη. Στη συνέχεια επέβαλλαν την ηγεμονία τους επί των λοιπών επισκόπων της περιοχής<ref>Haas Christopher J., ''Alexandria in Late Antiquity: Topography and Social Conflict'', Baltimore 1997, σ. 216.</ref> και ανέλαβαν ποικίλα κρατικά λειτουργήματα και εξουσίες επί των λαϊκών. Ήδη στις αρχές του 7ου αιώνα συγκαταλεγότανσυγκαταλέγονταν μεταξύ των πλουσιότερων ανθρώπων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.<ref>Haas Christopher J., ''Alexandria in Late Antiquity: Topography and Social Conflict'', Baltimore 1997, σ. 249-250.</ref> Μετά τη διαίρεση της διοίκησης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε [[Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Δυτική]] και [[Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ανατολική]] το 381 μ.Χ., η επαρχία της Αιγύπτου πέρασε στη δικαιοδοσία των [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία|Βυζαντινών]] ως [[Διοίκηση Αιγύπτου]]. Ο Κυβερνήτης της έφερε τον τίτλο του «Αυγουστάλιου Επάρχου» και είχε την έδρα του στην Αλεξάνδρεια.
 
Οι διαμάχες μεταξύ των χριστιανών και των εθνικών αποκορυφώθηκαν το 391 όταν λεηλατήθηκε το Σαράπειο και παραδόθηκε στις φλόγες το άγαλμα του θεού. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετά από το εν λόγω περιστατικό σημαντικός αριθμός παγανιστών προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό. Εξάλλου, το 414/415 σημειώθηκαν περεταίρω συγκρούσεις μεταξύ Εβραίων και χριστιανών, που ξεκίνησαν στο θέατρο και κατέληξαν σε αιματηρές επιθέσεις εναντίον χριστιανών. Την επομένη ο Κύριλλος τέθηκε επικεφαλής τεράστιου πλήθους και αφού εξεδίωξε τους Εβραίους από την πόλη ενθάρρυνε τους χριστιανούς να λαφυραγωγήσουν την εβραϊκή συνοικία και τις συναγωγές.<ref>Σωκράτης Σχολαστικός, ''Εκκλησιαστική ιστορία'', 7.13.</ref> Το 415 μαινόμενος χριστιανικός όχλος οδηγούμενος από τον Πέτρο τον Αναγνώστη επιτέθηκε στην παγανίστρια φιλόσοφο Υπατία και τη δολοφόνησε με άγριο τρόπο στο Καισάρειο.<ref>Σωκράτης Σχολαστικός, ''Εκκλησιαστική ιστορία'', 7.15.</ref> Μολαταύτα υπάρχουν μαρτυρίες για συνεχιζόμενη δράση παγανιστών στην κατά μεγάλο μέρος εκχριστιανισμένη πόλη του όψιμου πέμπτου αιώνα. Μια τέτοια περίπτωση ήταν αυτή του «φιλόσοφου» Ηραΐσκου που κηδεύτηκε γύρω στο 480 σύμφωνα με το αρχαίο αιγυπτιακό τελετουργικό.
Γραμμή 36:
Επιπρόσθετα από τις εντάσεις μεταξύ των χριστιανών και των παγανιστών υπήρχαν βίαιες διαμάχες οι οποίες οφείλονταν σε διαφωνίες επί θεολογικών θεμάτων που ανέκυπταν εντός των κόλπων της χριστιανικής εκκλησίας. Ένα τέτοιο σημαντικό ζήτημα ήταν το δόγμα περί ομοουσιότητας του Πατρός και του Υιού το οποίο θεωρούνταν αλεξανδρινό (με μια «πατριωτική» απόχρωση) λόγω της ισχυρής προάσπισής του από τον Αθανάσιο. Σε αντιδιαστολή με τούτο το δόγμα εμφανίστηκαν στην Αντιόχεια δύο διακριτές μεταξύ τους απόψεις που υποστήριζαν ότι οι φύσεις του πατέρα και του υιού είναι διαφορετικές. Ο ανερχόμενος αιγυπτιακός κοπτικός χριστιανισμός στον οποίο η θεία φύση του Χριστού θεωρείται κυρίαρχη επί της ανθρώπινης ανέπτυξε ισχυρό τοπικό-εθνικιστικό χαρακτήρα και αντέδρασε με σθεναρότητα στις παρεμβάσεις της Κωνσταντινούπολης. Η Αλεξάνδρεια παρέμεινε σημαντικό μορφωτικό κέντρο κατά το μεγαλύτερο μέρος του έκτου αιώνα. Το διάστημα αυτό αποτέλεσε ειρηνικό διάλλειμα στην ταραγμένη ιστορία της πόλης (με εξαίρεση την επανάσταση του Ισχυρίωνος εναντίον του αυτοκράτορα Μαυρίκιου τη δεκαετία του 580).
 
Το 619 η Αλεξάνδρεια πέρασε στα χέρια των [[Αυτοκρατορία των Σασσανιδών|Σασσανιδών Περσών]]. Χάρη στη συμφωνία του αυτοκράτορα [[Ηράκλειος|Ηράκλειου]] με τον Πέρση στρατηγό Σαρβαραζά οι Βυζαντινοί την επανάκτησαν το 629 και την κράτησανδιοίκησαν γιαεπί δεκατρία ακόμη χρόνια. Το 641 ή το 642 η πόλη κατακτήθηκε από τον Άραβα στρατηγό Αμρ Ιμπ ελ Ας που έμεινε ενεός από ό,τι αντίκρισε: «κατέκτησα μια πόλη για την οποία μπορώ να πω μόνο ότι διαθέτει 4000 παλάτια, 4000 λουτρά, 400 θέατρα, 1400 καταστήματα μαναβικής και 40000 Εβραίους».
 
== Διοίκηση ==
Επί πτολεμαϊκής διακυβέρνησης υπήρχαν αρκετές ανώτερες διοικητικές θέσεις στην Αλεξάνδρεια, όπως αυτές του Εξηγητή και του Υπομνηματογράφου. Ο τελευταίος συγκαταλεγόταν στους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της εποχής καθώς ήταν επιφορτισμένος με την καταγραφή των πρακτικών του βασιλιά. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή στην κορυφή της διοικητής πυραμίδας βρισκόταν ο αυτοκράτορας στον οποίο αναφερόταν η στρατιωτική και η πολιτική διοίκηση. Εξακολουθούσε επίσης να βρίσκεται σε ισχύισχύει το αξίωμα του Υπομνηματογράφου. Παρότι οι αυτοκράτορες επισκέπτονταν σπάνια την πόλη, εκμεταλλεύονταν την πολιτική τους βαρύτητα για να επηρεάσουν άμεσα τις εξελίξεις με έδικτα και διατάγματα. Σε περίπτωση που ανέκυπταν σημαντικά πολιτικά γεγονότα έστελναν υψηλόβαθμους αξιωματούχους να τα επικοινωνήσουν στους πολίτες, βάσει του εκάστοτε προσφορότερου αφηγήματος. Ανώτατη διοικητική αρχή στην Αίγυπτο ήταν ο Praefectus Aegypti (Έπαρχος Αιγύπτου), που είχε την έδρα του στην Αλεξάνδρεια και ήταν Ρωμαίος πολίτης από την τάξη των ιππέων. Αρχικά ο έπαρχος ασκούσε παράλληλα την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία, αλλά με την πάροδο του χρόνου οι δραστηριότητές του φαίνεται να περιορίζονται στην πολιτική σφαίρα. Στην ύστερη αρχαιότητα η άμυνα του νότιου τμήματος της χώρας ανήκε στην αρμοδιότητα του Δούκα της Θηβαΐδος ο οποίος ήταν υφιστάμενος του Δούκα της Αιγύπτου, του ανώτατου στρατιωτικού διοικητή της επαρχίας. Ο τελευταίος ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης στην Αλεξάνδρεια, τη δίωξη φατριών που παρανομούσαν ή είχαν περιπέσει σε δυσμένεια και την εφαρμογή των αυτοκρατορικών διαταγμάτων. Κατά τα τέλη του τέταρτου αιώνα (περί το 381 μ.Χ.) ο Έπαρχος Αιγύπτου αντικαταστάθηκε από τον Αυγουστάλιο Έπαρχο (ή απλώς Αυγουστάλιο). Ένα άλλο αξίωμα με παρόμοια καθήκοντα, αυτό του Διορθωτή ή Επανορθωτή (Corrector), εμφανίζεται ως ιδιαίτερα σημαντικό κατά τον τρίτο αιώνα. Στην Αλεξάνδρεια δραστηριοποιούνταν επίσης ο Έπαρχος της Αννώνης (Praefectus Annonae Alexandrinae) που ήταν επιφορτισμένος με τη συλλογή και τη μεταφορά των σιτηρών στην πόλη καθώς και με την περεταίρω διανομή τους στην υπόλοιπη αυτοκρατορία.<ref>Christopher J. Haas: ''Alexandria in Late Antiquity: Topography and Social Conflict''. Johns Hopkins University Press, Baltimore 1997, σσ. 69-74.</ref> Εξάλλου, η από τα τέλη του τέταρτου αιώνα εμπλοκή του Πατριάρχη σε μη θρησκευτικά θέματα συνεχίστηκε και ο τελευταίος αναδείχθηκε σταδιακά ως η σπουδαιότερη πολιτική αρχή.<ref>Bowman Alan K., ''Egypt After the Pharaohs, 332 BC-AD 642: From Alexander to the Arab Conquest'', University of California Press, Berkeley, Los Angeles, London 1996, σ. 48.</ref>
 
== Πολεοδομικός σχεδιασμός και κτίρια της αρχαίας πόλης ==