Ταπητουργία στη Σπάρτη (Σπάρταλα) Μικράς Ασίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 6:
==Ιστορία και πρωτεργάτες==
Ανίθετα με άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας, όπου η ταπητουργική παράδοση ήταν μακραίωνη και οφειλόταν κυρίως στα τουρκικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στις διάφορες περιοχές με την έλευση των Σελτζούκων στις αρχές του 11ου αιώνα, η εξέλιξη της ταπητουργικής παραγωγής στη Σπάρτη (Ισπάρτα) της Πισιδίας ήταν ένα επίτευγμα του τέλους του 19ου αιώνα και οφειλόταν κυρίως στο εμπορικό και επιχειρηματικό δαιμόνιο των Ελληνορθοδόξων κατοίκων της Σπάρτης, κάποιοι από τους οποίους είχαν την ευκαιρία να σπουδάσουν στη Σμύυρνη και σε άλλα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και της Ευρώπης και να έρθουν σε επαφή με τεχνολογικές εξελίξεις αλλά και με το εμπορικό κλίμα της εποχής.
Σύμφωνα με την παράδοση των ελληνορθοδόξων, ο πρώτος τάπητας στη Σπάρτη φέρεεταιφέρεται να υφάνθηκε από την Κατίνα Στύλογλου, σε σχέδιο του αδελφού της, Ιορδάνη Στύλογλου, στα τέλη της δεκαετίας του 1880. Την τέχη της υφαντικής η Κατίνα μάλλον την είχε μάθει από την Πολυτίμη Κιουρτσόγλου. Η Κατίνα Στύλογλου ήταν σύζυγος του γιατρού Πρόδρομου Γρηγοριάδη από την Καισάρεια, περιοχή με μεγάλη ταπητουργική παράδοση. Ο Γρηγοριάδης ασχολήθηκε ενεργά με την οργάνωση της ταπητουργιήςταπητουργικής παραγωγής στην πατρίδα της συζύγου του και, σε συνεργασία με τα αδέλφια της, Ιορδάνη και Δαμιανό, προχώρησαν σε τεχνολογικές καινοτομίες, στην καθετοποίηση της παραγωγής αλλά και σε εξασφάλιση της απορρόφησης των προϊόντων μέσω ενός καλά οργανωμένου εμπορικού δικτύου. Έτσι, τα χαλιά της Σπάρτης έφτασαν γρήγορα στην Ευρώπη όπου, εξαιτίας της σχετικά χαμηλής τους τιμής, βρήκαν άμεσα το αγοραστικό τους κοινό στην ανπτυσσόμενη μεσοαστική τάξηαλλά τωνκαι ευρωπαϊκώνστη πόλεωνμικροαστική τάξη.
Υπάρχει, ωστόσο, και η εκδοχή ότι η καθιέρωση της ταπητουργίας στη Σπάρτη είχε ως εμπνευστη έναν οθωμανό αξιωματούχο που καταγόταν από εκεί. Δεν αποκλείεται οι δύο εκδοχές να αλληοσυμπληρώνονται και να μαρτυρούν μια γενική τάση της εποχής για οργανωμένη παραγωγή και για μια συνεργασία μουσουλμανικού και χριστιανικού στοιχείου.
 
 
 
 
 
 
Στη Σπάρτη, όπως και σε άλλα νέα ταπητουργικά κέντρα, οι αμοιβές ήταν σημαντικά χαμηλότερες από ό,τι στις παραδοσιακά παραγωγικά κέντρα, όπως το Ουσάκ, όπου έγινε δυνατό σε κάποιο βαθμό να διατηρηθούν παλαιότερες μορφές οργάνωσης της παραγωγής. Το 1914 η “Oriental Carpet Manufacturers” κατέβαλλε το μισό (ή και λιγότερο από τον μισό) μισθό στις υφάντριες της Σπάρτης σε σχέση με τις αμοιβές που ίσχυαν στο Ουσάκ εφτά χρόνια νωρίτερα.
Σημαντικό επίσης είναι το ότι η γυναικεία εργασία, τόσο στο σπίτι, αλλά κυρίως στο εργαστήριο και στο εργοστάσιο, καθιέρωνε άλλες μορφές κοινωνικότητας και ιεραρχίας από εκείνες του σπιτιού και ενδυνάμωνε τις κοινοτικές σχέσεις εξουσίας, καθώς οι σπουδαιότεροι ταπητοπαραγωγοί της πόλης ήταν και μέλη των κοινοτικών ηγεσιών. Η έξοδος, λοιπόν, των γυναικών στην παραγωγή σε συνθήκες απαρχών της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε μια περιοχή με ιδιαίτερα έντονα οικογενειακά και κοινοτικά πρότυπα κοινωνικής οργάνωσης δεν ήταν αναγκαστικά συνδεδεμένη με διαδικασίες χειραφέτησης.
Η ακμή της ταπητουργίας στη Σπάρτη ανακόπηκε το 1914. Από τη μια η έκρηξη του πολέμου επέφερε πλήγμα στη διακίνηση των εμπορευμάτων στην Ευρώπη, ενώ η είσοδος των Οθωμανών στον πόλεμο οδήγησε σε επιτάξεις και πολεμικές προετοιμασίες που απορρύθμισαν την οικονομία. Το δίκτυο των ανταποκριτών της “Oriental Carpet” στη Μικρά Ασία παρουσίασε σημάδια διάλυσης και δεν ανέκαμψε ποτέ. Παράλληλα, και ειδικά ως προς τη Σπάρτη, ο φονικός σεισμός που έπληξε την πόλη και την περιοχή την ίδια χρονιά οδήγησε σε καταστροφή υποδομών και σε ροή μετανάστευσης των χριστιανών κατοίκων προς τη Σμύρνη, με την οποία άλλωστε η επικοινωνία μέσω σιδηροδρόμου ήταν πια πολύ πιο εύκολη από ό,τι παλαιότερα, οπότε γινόταν κυρίως μέσω του λιμανιού της Αττάλειας.
Λόγω των εξελίξεων, μερικοί από τους ταπητοπαραγωγούς της Σπάρτης, όπως ο οίκος Γρηγοριάδη και Στύλογλου, ίδρυσαν πρακτορεία στη Σμύρνη για την προώθηση των προϊόντων τους. Ο Ιορδάνης Στύλογλου με τον Πρόδρομο Γρηγοριάδη ανέλαβαν το γραφείο της Σμύρνης, ενώ ο Δαμιανός Στύλογλου παρέμεινε στη Σπάρτη για την επίβλεψη της παραγωγής. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η παραγωγή αναγκαστικά μειώθηκε, η κάμψη όμως εξισορροπήθηκε κάπως με την κατακόρυφη άνοδο των τιμών και την πώληση ταπήτων της Σπάρτης στις αγορές της συμμάχου των Οθωμανών Γερμανίας.
Μετά τη λήξη του πολέμου οι οίκοι των ταπητοπαραγωγών της Σπάρτης αναδείχθηκαν σε ανταγωνιστές της “Oriental Carpet”, η οποία προσπαθούσε μάταια να ανακτήσει την ηγετική της θέση, και εμφανίστηκαν πλέον ως ανεξάρτητοι ταπητοπαραγωγοί και έμποροι στη Σμύρνη. Ωστόσο, η ελληνική κατοχή της Σμύρνης επιδείνωσε την κατάσταση, καθώς η επικοινωνία με το λιμάνι της δυτικής Μικράς Ασίας έγινε πολύ πιο δύσκολη σε συνθήκες γενικευμένων ταραχών, ανησυχίας για το μέλλον και όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ των εθνοθρησκευτικών ομάδων. Το τελικό χτύπημα έδωσαν αρχικά ο εκτοπισμός του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού της Σπάρτης το 1921 και στη συνέχεια η αποχώρηση του υπόλοιπου ορθόδοξου πληθυσμού της Σπάρτης για την Ελλάδα το φθινόπωρο του 1922.
 
 
 
==Οργάνωση παραγωγής==
Η οργάνωση της παραγωγής στη Σπάρτη είναι ενδεικτική για την εκβιομηχάνιση της ταπητουργίας στη Μικρά Ασία. Ο Πρόδρομος Γρηγοριάδης και ο Ιορδάνης Στύλογλου προσπάθησαν αρχικά να παρακάμψουν τους εμπορικούς οίκους της Σμύρνης, είδαν όμως σύντομα ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Τελικά συνήψαν συμφωνία με την Oriental Carpets Manufacturers, η οποία αγόραζε μονοπωλιακά τα παραγόμενα χαλιά, ενώ παρείχε συχνά και πρώτες ύλες (π.χ. έτοιμα βαμμένα νήματα) ή και τεχνικούς για τη βελτιστοποίηση των προϊόντων και των διαδικασιών. Η παραγωγή ήταν κατά βάση οικοτεχνική και το κύριο εργατικό δυναμικό αποτελούνταν από γυναίκες ή ακόμη και κορίτσια από την ηλικία των 8 ετών. Η αμοιβή, γενικά χαμηλή, οριζόταν ανά ποσότητα "κόμβων" που παραδίνονταν (σε αντίθεση με τα κεντρικά εργοστάσια της Oriental Carpets, όπου υπήρχε και αμοιβή βάσει οκταώρου κατά τα πρότυπα των μεγάλων εργοστασίων της δύσης). Το βεβαιο είναι ότι οι αμοιβές των υφαντριών στη Σπάρτη ήταν πολύ χαμηλότερες, περίπου κατά το ήμισυ, από αυτές σε άλλα παραδοσιακά ταπητουργικά κέντρα, όπως στο Ουσάκ, όπως προκύπτει άλλωστε από τα αρχεία της ίδιας της εταιρίας Oriental Carpets Manufacturers.
Ο αριθμός των αργαλειών στη Σπάρτη είναι αμφιλεγόμενος, αφού άλλες πηγές μιλούν για 600 αργαλειούς κι άλλες για 4.000. Ο τελευταίος αριθμός είναι μάλλον υπερβολικός. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ταπητουργία είχε ραγδαία εξέλιξη και αύξηση, αν σκεφτεί κανείς ότι ξεκίνησε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1890 και διήρκεσε, στην οργανωμένη τουλάχιστον μορφή της, ως το 1922, όταν εκδιώχθηκαν οι Ελληνορθόδοξοι.
 
 
 
==Χαρακτηριστικά των χαλιών της Σπάρτης==
Τα χαλιά τύπου Σπάρτης δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας, συγκριτικά με άλλα ανατολίτικα χαλιά, ακόμη και για τα δεδομένα της Μικράς Ασίας. Ωστόσο η ποιότητά τους ήταν σταθερή, γεγονός που ενίσχυε την εμπορική τους αξία. Καθώς πολλά απο αυτά ανήκαν στον τύπο του μουσουλμανικού χαλιού προσευχής, κυριαρχούσαν τα τριγωνικά μοτίβα που θυμίζουν κόγχη προσευχής (μιχράμπ). Όπως και αλλού, τα παλαιότερα φυσικά χρώματα αντικαταστάθηκαν από χημικές βαφές, ενώ η αποκλειστική χρήση μαλλιού προβάτου έδωσε τη θέση της σε έναν συνδυασμό: για το υφάδι χρησιμοποιούσαν μαλλί, ενώ για τιτo στημόνι βαμβάκι ή λινάρι.
 
==Τεχνολογική καινοτομία==
Γραμμή 36 ⟶ 23 :
 
==Εμπορικό δίκτυο==
Οι ταπητουργοί της Σπάρτης επιχείρησαν να παρακάμψουν τη μεσολάβηση των εμπόρων της Σμύρνης και να συναλλαγούν κατ’ ευθείαν με την Αγγλία μέσω των οθωμανικών προξενικών αρχών, αλλά τα αποτελέσματα της προσπάθειάς τους ήταν απογοητευτικά. Τελικά αναγκάστηκαν να συνεργαστούν με τους εμπορικούς οίκους της Σμύρνης, οι οποίοι προέρχονταν από οικογένειες λεβαντίνων που είχαν πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές. Από το 1908, όταν οι εμπορικοί οίκοι της Σμύρνης συγκρότησαν την “OrientalCarpetManufacturers”και“Oriental Carpet Manufacturers” και μέχρι την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, η ταπητουργική παραγωγή γνώρισε τη μεγαλύτερή της ανάπτυξη. Με την έκρηξη του πολέμου, όμως, διαταράχθηκε το εμπορικό δίκτυο και η Oriental Carpets Manufacturers άρχισε να κλυδωνίζεται έντονα. Την ίδια χρονιά η Σπάρτη επλήγη από καταστροφικό σεισμό, γεγονός που επίσης επηρέασε αρνητικά την παραγωγή. Με το τέλος του πολέμου όμως οι Σπαρταλήδες ταπητουργοί ιδρύουν τους δικούς τους εμπορικούς οίκους στη Σμύρνη και φαίνεται να ανταγωνίζονται τους πρώην "εργοδότες" ή έστω παραγγελιοδότες τους, δηλαδή την Oriental Carpets. Ωστόσο η ελληνική κατοχή της Σμύρνης επιδείνωσε εκ νέου την κατάσταση, καθώς οι χερσαίες επιχειρήσεις στις οποίες σύντομα επιδόθηκε ο ελληνικός στρατός οδήγησαν σε ταραχές και όξυνση των αντιθέσεων. Το τελικό χτύπημα έδωσαν αρχικά ο εκτοπισμός του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού της Σπάρτης το 1921 και στη συνέχεια η αποχώρηση του υπόλοιπου ορθόδοξου πληθυσμού της Σπάρτης για την Ελλάδα το φθινόπωρο του 1922.
 
==Η ταπητουργία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή==