Βαρέα μέταλλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αναίρεση έκδοσης 6391854 από την Maria fermani κ/πειστ από πηγή
Γραμμή 11:
==Τοξικότητα==
{{κύριο|Τοξικά βαρέα μέταλλα}}
Η τοξική δράση των βαρέων μετάλλων οφείλεται κατά κύριο λόγο:  
 
α) Στην ικανότητά τους να σχηματίζουν χημικές ενώσεις με τα ένζυμα των οργανισμών, παρεμποδίζοντας ή αναστέλλοντας τη δράση τους,  
 
β) Στην ικανότητά τους να αντιδρούν με κυτταρικές μεμβρανικές δομές, παρεμποδίζοντας τη διαπερατότητά τους σε ιόντα (Na+, K+, Cl-) και οργανικά μόρια,  
 
γ) Στη συνεργατική τους δράση, η οποία αυξάνει σημαντικά την τοξικότητά τους (Νταιλιανης, 2014). 
 
Ορισμένα βαρέα μέταλλα, ειδικά το [[κάδμιο]], ο [[υδράργυρος]] και ο [[μόλυβδος]], είναι δυνητικά επικίνδυνα, λόγω της εγγενούς ή επιλεκτικής τοξικότητάς τους, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στο [[περιβάλλον|περιβαλλοντικό]] [[εννοιολογικό πλαίσιο|πλαίσιο]]. Άλλα συνήθη τοξικά βαρέα μέταλλα είναι το [[χρώμιο]], το [[κοβάλτιο]], το [[νικέλιο]], ο [[χαλκός]], ο [[ψευδάργυρος]], το [[αρσενικό]], το [[σελήνιο]], ο [[άργυρος]], το [[αντιμόνιο]] και το [[θάλλιο]]. Ωστόσο, τα βαρέα μέταλλα θεωρούνται εξίσου ουσιώδη για την ανθρώπινη υγεία σε μικρές ποσότητες. Θεμελιώδη σε ιχνοστοιχεία θεωρούνται το [[βανάδιο]], το [[μαγγάνιο]], ο [[σίδηρος]], το κοβάλτιο, ο χαλκός, ο ψευδάργυρος, το σελήνιο, το [[στρόντιο]] και το [[μολυβδαίνιο]]. Η έλλειψη αυτών των βασικών στοιχείων μπορεί να αυξήσει την ευαισθησία σε δηλητηρίαση από βαρέα μέταλλα.
 
Γραμμή 31 ⟶ 23 :
* Qian Y 2009, 'Heavy metal-regulated gene expression', in K Ramos (ed.), ''Comprehensive Toxicology,'' vol. 2, Celluar and Molecular Toxicology, Elsevier, Amsterdam, ISBN 978-0-08-046868-6
* ''The United States Pharmacopeia'' 1985, 21st Revision, The United States Pharmacopeial Convention, Rockville, Maryland, ISBN 0-913595-04-7
* Νταιλιανης Σ., (2014) Βιολογικές επιπτώσεις ρυπογόνων ουσιών Οικοτοξικολογία-προσέγγιση του προβλήματος, Πανεπιστήμιο Πατρών 
[[Κατηγορία:Μέταλλα]]