Πειθαρχική ποινή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ επαναφορά στην Έκδοση 23:15, 9 Δεκεμβρίου 2006 υπό τον/την Diamond λόγω διαφήμισης!
Γραμμή 6:
 
[[Κατηγορία:Πειθαρχικές ποινές|*]]
 
Για τις επιβαλλόμενες στους Αστυνομικούς, Ειδικούς Φρουρούς και Συνοριακούς Φύλακες, πειθαρχικές ποινές, (Επίπληξη, Πρόστιμο, Αργία με Πρόσκαιρη Παύση, Αργία με Απόλυση και Απόταξη), αναζητείστε το βιβλίο "Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού", των συγγραφέων Αστυνόμων Α΄ ΠΑΝΟΥΣΗ Σωτηρίου του Ιωάννη (210-9935541) και ΤΗΛΕΛΗ Γεωργίου του Χρήστου (210-2134212), στις 1000 σελίδες του οποίου περιλαμβάνονται, εκτός από το αυθεντικό κέιμενο των διατάξεων του Π. Δ/τος 22/1996, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αναλυτική ερμηνεία των επιμέρους άρθρων, εκτεταμένη νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων, σχέδια, οδηγίες και υποδέιγματα διοικητικών ανακριτικών εγγράφων. Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί πρακτικό οδηγό για το ένστολο προσωπικό και τις Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, για δικηγόρους που ασχολούνται με συναφείς υποθέσεις, ακόμη και για δικαστές -διοικητικούς και ποινικούς-, που στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων τους έχουν ανάλογο ενδιαφέρον.
 
ΕΠΙΠΛΗΞΗ:
Ερμηνεία από το βιβλίο
 
Tο άρθρο 13 του π.δ. 22/1996, όπως ισχύει, καθορίζει τον τρόπο και τα στοιχεία επιβολής της ποινής της Επίπληξης, η οποία, κατά σειρά αξιολόγησης, αλλά και από άποψη βαρύτητας, εντάσσεται δεύτερη μετά την ποινή του Προστίμου, στην κατηγορία των κατώτερων πειθαρχικών ποινών, ύστερα από την κατάργηση της πειθαρχικής ποινής της Παρατήρησης (με το Π.Δ. 22/1996, με θέμα «Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού» {Φ.Ε.Κ. τ. Α΄ 15/18-1-1996}).
H Eπίπληξη, κατά την ιεραρχική σειρά των πειθαρχικών παραπτωμάτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος Κανονισμού, αλλά και τη λογική παρατήρηση και αξιολόγηση της βαρύτητας της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασής τους, συνιστά την ηπιότερη των επιβαλλόμενων στο Aστυνομικό προσωπικό πειθαρχικών ποινών.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, η ως άνω πειθαρχική ποινή επιβάλλεται στον υπαίτιο, όταν διαπιστώνεται η διάπραξη απ’ αυτόν εντελώς ελαφριάς (ασήμαντης) βαρύτητας πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Ο νομοθέτης, αξιοποιώντας τις σύγχρονες τάσεις της πειθαρχικής πρακτικής, ενεργώντας με τη σκέψη της λογικής και όχι της σκοπιμότητας και της άτεγκτης αντιμετώπισης του πειθαρχικώς εγκαλουμένου, λαμβάνοντας υπόψη και τα πορίσματα-διδάγματα που απορρέουν από τη νομολογιακή και διοικητική-πειθαρχική προσέγγιση των εκδικασθέντων υποθέσεων που κατέληξαν τελικά στην ακύρωση πειθαρχικών ποινών, επειδή επιβλήθηκαν κατά παράβαση των βασικών αρχών της επιείκειας και της αναλογικότητας, εισήγαγε καινοτόμο ρύθμιση με την παρ. 2 του άρθρου 13, ορίζοντας ρητά, ότι τα στοιχεία του άρθρου 8 του ίδιου Δ/τος, λαμβάνονται υπόψη και για την επιλογή του είδους της επιβλητέας πειθαρχικής ποινής, για πράξεις που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση ρητά προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 12 πειθαρχικών παραπτωμάτων. Δηλαδή, το αποφασιστικό όργανο, που είναι αρμόδιο να εκδικάσει την πειθαρχική υπόθεση, όταν κρίνει παραπτώματα του άρθρου 12 που επισύρουν την ποινή του Προστίμου, μπορεί νομίμως, αντί να επιβάλει αυτή την ποινή (Πρόστιμο), να επιβάλει τελικώς στον υπαίτιο την ποινή της Eπίπληξης, παραθέτοντας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (βλέπε και τη Δ.Ε.Α. 915/2005).