Λατινοκρατία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 16:
*Το Λατινικό (Λομβαρδικό) Βασίλειο της Θεσσαλονίκης του οίκου των Μομφερατικών (1204/7-1224)
*Το Φραγκικό Πριγκηπάτο της Αχαΐας, η φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησος/Μορέας (1204/5-1262/1430). Στον Μορέα άσκησαν μικρές περιόδους εξουσίας οι Ναβαρραίοι, οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες Ιππότες
*Το Δουκάτο των Αθηνών και των Θηβών, δηλαδή η λατινοκρατούμενη Αττικοβοιωτία (1204/5-1456/58), που άλλαξε διαδοχικά κατακτητές: τους Βουργουνδούς Ντελαρός (1204/5-1311), την Καταλανοκρατία (1311-1388) και την Φλωρεντινοκρατία των Ατζαγιόλι/Ατζαγιωλών (1388-1456/58) και μία εμβόλιμη
*Την αρχικά Λομβαρδοκρατία (1204/5-1216) και κατόπιν
*Τη
*Τη
*Την αρχικά Γενουατοκρατία (1204/6-1210) και κατόπιν
*Iπποτοκρατία (ηγεμονία των Ιωαννιτών Ιπποτών του Νοσοκομείου/Οσπιταλλιτών) στη Ρόδο και στα Δωδεκάνησα (1309/10-1522/23)<ref>Αλέξιος Σαββίδης, «Λατινοκρατία-Φραγκοκρατία μετά το 1204 μ.Χ. Όροι ταυτόσημοι; Ένα βιβλιογραφικό δοκίμιο για τους πρώτους αιώνες των δυτικών κυριαρχιών στον ελλαδικό χώρο», Βυζαντιακά, τομ.23 (2003),σελ188-192</ref>
Γραμμή 91:
Με τη δημιουργία Λατινικών κρατιδίων αποδιοργανώνεται ο ακμαίος εκκλησιαστικός βίος. Η εχθρική πολιτική των κατακτητών έναντι της τοπικής ορθόδοξης ιεραρχίας και του λαού εκφραζόταν με την βίαιη εγκαθίδρυση λατινικής ιεραρχίας, η οποία με καταπιεστικά μέσα επεδίωκε την υποταγή στον Πάπα. Ορθόδοξοι αρχιερείς εγκαταλείπουν τις Μητροπόλεις και επισκοπές τους: οι Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης και Κρήτης καταφεύγουν στην Νίκαια και άλλοι σε άλλους τόπους, ναοί και μοναστήρια λεηλατούνται ή παραχωρούνται στην λατινική ιεραρχία, ενώ σημαντικές κτήσεις δίδονται σε Ιπποτικά τάγματα. Η Ρώμη υπάγει στο λατίνο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τις λατινικές Αρχιεπισκοπές Κορίνθου, Θεσσαλονίκης, Αθηνών, Πατρών, Λαρίσης, Θηβών και Νέων Πατρών (Υπάτης). Επιβλήθηκε η φορολογία της δεκάτης και η λατινική ομολογία πίστης της Ραβεννίκης<ref>Νίκος Ζαχαρόπουλος, Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά τη Φραγκοκρατία, εκδ.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1998, σελ.212-214</ref>. Η διασπορά των λατινικών κτήσεων και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός υπονόμευαν την όποιας μορφής ενεργοποίηση της Ορθόδοξης Ιεραρχίας.<ref>Χρύσα Μαλτέζου, «Λατινοκρατούμενη Ελλάδα-Βενετικές και Γενουατικές κτήσεις», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. Θ΄(1980), σελ.245-246</ref>Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1223) ελάφρυνε γενικότερα τη σκληρότητα της πολιτικής των Λατίνων, όπως αποτυπώθηκε στην απόφαση της δεύτερης συνόδου της Ραβεννίκης (1223), η οποία αναγνώρισε ορισμένα προνόμια στον Ορθόδοξο κλήρο: μη φυλάκιση των Ελλήνων ιερέων αν δεν κατέβαλαν τους φόρους τους, καταδίκη κοσμικών λατίνων αρχόντων από λατινικές εκκλησιαστικές αρχές λόγω αυθαιρεσιών σε βάρος του ορθόδοξου κλήρου<ref>Νίκος Ζαχαρόπουλος, Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά τη Φραγκοκρατία, εκδ.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1998, σελ. 214-219</ref>. Ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας διεκδίκησε ανεξάρτητη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Εκκλησία, αλλά ναυάγησε λόγω της συρρίκνωσης των εδαφών του κρατιδίου από τους Βούλγαρους<ref>Donald Nicol, «Το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1204-1261)», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. Θ΄(1980), σελ.104</ref>. Η παρουσία ελληνικών κρατιδίων στην ηπειρωτική Ελλάδα και η ανάκαμψή τους συνέβαλε στην σταδιακή αποκατάσταση της ορθόδοξης ιεραρχίας και των περιορισμό της δραστηριότητας των λατίνων Αρχιεπισκόπων. Όπου όμως διατηρήθηκε η λατινική κατοχή (Κρήτη, Μεθώνη, Κορώνη) η σκληρή πολιτική σε βάρος της ορθόδοξης ιεραρχίας συνεχίστηκε: χαρακτηριστικά σε ολόκληρη την Κρήτη δεν υπήρχε ορθόδοξος Επίσκοπος και οι ενετικές αρχές εμπόδιζαν την αποστολή τέτοιου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ή από τη Μητρόπολη Μονεμβασίας.<ref>Χρύσα Μαλτέζου, «Λατινοκρατούμενη Ελλάδα-Βενετικές και Γενουατικές κτήσεις», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. Θ΄(1980), σελ.277-278</ref>Η Φραγκοκρατία στην Κύπρο συνδέθηκε με την επιβολή της λατινικής ιεραρχίας, κάτι που ερχόταν ως αντάλλαγμα στην επιδίωξη, εκ μέρους του λατινικού βασιλείου της Κύπρου, της παπικής αναγνώρισης. Τα μέτρα που ελήφθησαν ήταν παραχωρήσεις εκτάσεων και επιβολή της δεκάτης, ο περιορισμός της ορθόδοξης ιεραρχίας και του μοναχισμού αριθμητικά (14 επίσκοποι σε 4) και γεωγραφικά-τοπικά.<ref>Θεόδωρος Παπαδόπουλος, «Το μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. Θ΄(1980), σελ.308-311 Θεόδωρος Παπαδόπουλος, «Η Βενετική κυριαρχία στην Κύπρο», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ.Ι (1974), σελ 196</ref>
Στην Κύπρο κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας (1489-1571) το νομικό καθεστώς της Εκκλησίας δεν βελτιώθηκε και οι αντιδράσεις του Ορθόδοξου κλήρου και λαού συνεχίστηκαν αμείωτες, όπως φαίνεται από τα γεγονότα της άλωσης της Λεμεσού από τους Τούρκους. Η πολιτική της Βενετίας ήταν μετριοπαθέστερη και διευκόλυνε την Ορθόδοξη Εκκλησία στη δυναμική ανάκτηση πολλών από τις χαμένες ελευθερίες της προηγούμενης περιόδου.<ref>Θεόδωρος Παπαδόπουλος, «Η Βενετική κυριαρχία στην Κύπρο», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ.Ι (1974), σελ.196-197</ref>
Στα [[Ενετική κυριαρχία στα Επτάνησα|
==Η ιστορία των ερευνών της Λατινοκρατίας στην Ελλάδα==
Γραμμή 97:
</ref>. Από τις αρχές του 19ου αιώνα εκδηλώνονται οι πρώτες έρευνες της ιστορικής αυτής περιόδου. Τα πλούσια ιστορικά αρχεία στα Επτάνησα αποτελούν σημαντικό πεδίο ερευνών για τους ιστοριοδίφες της περιόδου: Aνδρέας Mουτσοξύδης, E. Λούντζης, Π. Xιώτης είναι οι πρώτοι σκαπανείς της μελέτης αυτής της περιόδου. Ο Μ. Βερνάρδος εκδίδει κάποιες αρχειακές πηγές από τη [[Βενετία]] σχετικά με τη Λατινοκρατούμενη Κρήτη, χωρίς όμως συνέχεια. Ο [[Κωνσταντίνος Σάθας]] πραγματοποιεί συστηματικές μελέτες στα Βενετικά αρχεία σχετικά με την περίοδο αυτή.
[[Αρχείο:Konstantinos Sathas.JPG|thumb|right|Ο Κωνσταντίνος Σάθας, σκαπανέας της έρευνας της Λατινοκρατίας στην Ελλάδα.]]
Ο 19ος αιώνας συνδέεται με την έκδοση corpus χειρογράφων και από ξένους ερευνητές: G. L. Fr. Tafel, G. M. Thomas, Vl. Lamansky, Fr. Miklosich, Ios Müller, G. Pojago, L. de Mas Latrie. Τότε εμφανίζονται και οι πρώτες συνθετικές απόπειρες ιστοριογραφικών μελετών για τη λατινοκρατία σε διάφορες περιοχές του Ελλαδικού χώρου: ο L. von Ranke δημοσιεύει άρθρο στο περιοδικό ''Geschichte des Osmanischen Reiches'' (1856) αναφερόμενο στη
Η Κρήτη θα αποτελέσει πεδίο έρευνας χάρη σε δυο θεμελιώδεις μελέτες που εκδόθηκαν στα τέλη του 19ου αι. Πρόκειται για το βιβλίο του H. Noiret, στο οποίο δημοσιευόταν βενετικά έγγραφα των ετών 1385 – 1485. Ανάλογης σπουδαιότητας είναι η μονογραφία του Γερμανού βυζαντινολόγου E. Gerland, με την οποία για πρώτη φορά έγινε γνωστή στο επιστημονικό κοινό η ύπαρξη στο Kρατικό Aρχείο της Bενετίας της αρχειακής σειράς του Δούκα της Kρήτης (Duca di Candia)<ref name="webcache.googleusercontent.com">Kώστας Γ. Tσικνάκης, ''Σπουδές και έρευνες. Έλληνες και ξένοι ερευνητές γύρω από την ελληνολατινική Aνατολή από τον 19ο αι. έως σήμερα''[http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:x4KngWMRej0J:helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/12753/1/kathimerini_7_31.pdf+&cd=9&hl=el&ct=clnk&gl=gr]</ref>.
Ο 20ος αιώνας εισέρχεται με την εργασία του W. Miller, ''The Latins in the Levant. A history of Frankish Greece (1204 – 1566)'', Λονδίνο 1908<ref>William Miller, ''Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα 1204-1566'', μτφρ. Άγγελου Φουριώτη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997</ref>.
Γραμμή 104:
O καθηγητής του Πανεπιστημίου Aθηνών Σπ. Λάμπρος, έπειτα από συνεννόηση με το Σύμβουλο της Παιδείας Aντ. Bορεάδη, συνέταξε νομοσχέδιο για την ανάγκη διερεύνησης του Kρατικού Aρχείου Bενετίας. Δεν υπήρξε ωστόσο συνέχεια, καθώς το νομοσχέδιο δεν εγκρίθηκε από την Kρητική Bουλή, εξαιτίας κυρίως της έλλειψης οικονομικών πόρων.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. αρχίζουν τα πρώτα σχετικά δημοσιεύματα σε ελληνικά περιοδικά: ''Nέος Eλληνομνήμων'', ''Aθηνά'', ''Eστία'', ''Δελτίον της Iστορικής και Eθνολογικής Eταιρείας της Eλλάδος'', ''Παρνασσός''.
Η περίοδος προσεγγίστηκε και μέσω άλλων επιστημών. O καθηγητής της Δημόσιας Oικονομίας και Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο Aθηνών [[Ανδρέας Ανδρεάδης|A. M. Aνδρεάδης]] τυπώνει το δίτομο έργο του για τα
Tο 1920, τα αρχεία της Βενετίας προσελκύουν εκ νέου το ενδιαφέρον της Ελληνικής επιστημονικής κοινότητας και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Bερολίνου [[Iωάννης Kαλιτσουνάκης]] υπέβαλε στον τότε πρωθυπουργό Eλ. Bενιζέλο την πρόταση διερεύνησης των αρχείων της Bενετίας με στόχο τον εντοπισμό υλικού που αφορούσε την Kρήτη. Πρότεινε, μάλιστα, μεταξύ άλλων, την αποστολή στην πόλη ειδικών επιστημόνων. Η πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα ματαίωσαν κάθε σχέδιο<ref name="webcache.googleusercontent.com"/>.
Γραμμή 117:
==Οι επιπτώσεις της Λατινοκρατίας στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη==
Στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα σημειώνεται ύφεση ποσοτική έργων, χωρίς να παρατηρείται παύση. Η παγίωση της νέας κατάστασης με συνεπαγόμενη την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα και με ανοικτές τις επικοινωνίες συνέβαλαν στην προοδευτική αύξηση των διακοσμήσεων. Επίσης δεν έπαιξαν μικρό ρόλο και και όσα συνέβησαν σε εκκλησιαστικό και πολιτικό πεδίο, κυρίως με το εγχείρημα του Μιχαήλ Η΄Παλαιολόγου για την ένωση των Εκκλησιών στη Σύνοδο της Λυών. Η ανάπτυξη των τεχνών στην διάρκεια της Λατινοκρατίας συνδέεται και με την αυτογνωσία των Ελλήνων, που προσλαμβάνει χαρακτήρα αντίστασης στο λατινικό στοιχείο σε ό,τι αφορά την τήρηση των ''πατρώων''. Αυτή η αντίσταση εκδηλωνόταν στη διακόσμηση των εκκλησιών με τοιχογραφίες, των οποίων η εικονογράφηση συνιστά ομφάλιο λώρο με το βυζαντινό παρελθόν και προβάλει την θρησκευτική ομοψυχία των ελληνικών πληθυσμών των υπό λατινική κατοχή περιοχών.<ref>Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, «Η μνημειακή ζωγραφική στα νησιά του Αιγαίου κατά τον 13ο αιώνα. Η περίπτωση της Ρόδου και της Νάξου», στο: Ακαδημία Αθηνών, Κέντρο Έρευνας της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής τέχνης, ''Η Βυζαντινή τέχνη μετά την Τέταρτη Σταυροφορία. Η Τέταρτη Σταυροφορία και οι επιπτώσεις της'', Αθήνα, 2007, σελ.24</ref>Στη
Η λατινική κατοχή στα [[Ενετική κυριαρχία στα Επτάνησα|
Η περίοδος της Λατινοκρατίας είναι αυτή κατά την οποία νέες τεχνικές στην παραγωγή ζωγραφικών έργων έρχονται στον λατινοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Μια τέτοια είναι του διάτρητου ανθιβόλου<ref>Επρόκειτο για σχέδια ζωγραφικής</ref>. Πρακτική αρκετά διαδεδομένη στα εργαστήρια των Ιταλών Αναγεννησιακών ζωγράφων, που θα φτάσει δια μέσου της Κρήτης στον ελλαδικό χώρο: η μαζική παραγωγή των εικόνων και η λόγω αυτής ανάγκη τυποποίησής τους, αλλά και η καθιέρωση εικονογραφικών θεμάτων που θα αντιγράφονται κατά γράμμα ενισχύουν τη χρήση της τεχνικής αυτής.<ref>Μαρία Βασιλάκη, «Γύρω από την τεχνολογία των μεταβυζαντινών εικόνων», στο: Τεχνογνωσία στη Λατινοκρατούμενη Ελλάδα (Ημερίδα: 8 Φεβρουαρίου 1997, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη),εκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα, 2000, σελ.203</ref>
|