Μεσαίωνας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αναίρεση έκδοσης 6567427 από τον Texniths (Συζήτηση)
Αναίρεση έκδοσης 6567744 από τον 89.210.74.183 (Συζήτηση)
Γραμμή 1:
 
[[Αρχείο:Les Très Riches Heures du duc de Berry Janvier.jpg|thumb|240px|[[Αδελφοί Λίμπουρχ]]: Σελίδα από το ημερολόγιο του «Πολύ πλουσίουπλούσιου βιβλίου Ωρών του Δούκα του Μπερί», το διασημότερο και καλύτερα σωζόμενο δείγμα της γοτθικής παραγωγής εικονογραφημένων χειρογράφων (περ. 1415).]]
 
'''Μεσαίων ή Μεσαίωνας''' ονομάζεται η χρονική περίοδος της [[Ευρώπη|Ευρωπαϊκής]] [[ιστορία]]ς, από τον 5<sup>ο</sup> μέχρι τοντο 15<sup>ο</sup> αιώνα μ.Χ.. Ξεκίνησε με την κατάλυση του [[Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους]] ([[476|476 μ.Χ.]]) ή κατ' άλλους με το θάνατο του [[Ιουστινιανός Α´|Ιουστινιανού Α']] ([[565|565 μ.Χ.]]), του αυτοκράτοροςαυτοκράτορα υπό τον οποίονοποίο αναβίωσε η παλαιά ισχύς και έκταση της [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]]. Ο ΜεσαίωνΜεσαίωνας είναι η μεσαία από τις τρεις παραδοσιακές διαιρέσεις της [[Δυτική Ιστορία|Δυτικής Ιστορίας]]: [[Κλασική αρχαιότητα|Αρχαία]], Μεσαιωνική και [[Νεότερη Εποχή|Νεότερη]]. Ο ΜεσαίωνΜεσαίωνας με τη σειρά του παραδοσιακά διαιρείται σε τρεις υποπεριόδους, τον Πρώιμο, τον Ώριμο ή Μέσο, και τον Ύστερο Μεσαίωνα.
 
Η μείωση του ανθρωπίνουανθρώπινου πληθυσμού, η σμίκρυνση των μεγάλων αστικών κέντρων, οι επιδρομές και η μετακίνηση φύλων, οι οποίες ήδη είχαν ξεκινήσει από την Ύστερη Αρχαιότητα, συνεχίστηκαν στη διάρκεια του ΠρωίμουΠρώιμου ΜεσαίωνοςΜεσαίωνα. Οι [[βάρβαροι]] επιδρομείς, κυρίως [[Γερμανικά φύλα]], δημιούργησαν νέα βασίλεια σε ό,τι απέμεινε από το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος. Κατά τον 7<sup>ο</sup> αιώνα μ.Χ., η [[Βόρεια Αφρική|Βόρειος Αφρική]] και η [[Μέση Ανατολή]], κάποτε κομμάτια του [[Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους]] βρέθηκαν υπό τον έλεγχο του [[Χαλιφάτο]]υ, μιας [[Ισλάμ|Ισλαμικής Αυτοκρατορίας]], μετά την ολοκλήρωση των κατακτήσεων του [[Μωάμεθ]] και των διαδόχων του. Παρόλο που έλαβαν χώρα σημαντικές αλλαγές στις κοινωνικές και πολιτικές δομές, η ρήξη με την Αρχαιότητα δεν υπήρξε ολοκληρωτική. Η ακόμη εκτενής [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]] επιβίωσε στην Ανατολή και παρέμεινε αξιοσημείωτη δύναμη. Το [[Νομοθεσία|νομικό της σύστημα]], ο [[Ιουστινιάνειος Κώδικας|Ιουστινιάνειος Κώδιξ]], ανακαλύφθηκε εκ νέου στη ΒόρειονΒόρεια Ιταλία το 1070 και κέρδισε μεγάλο θαυμασμό τους επόμενους αιώνες. Στη Δύση, τα περισσότερα βασίλεια απορρόφησαν τους λίγους διασωθέντες [[Ρωμαϊκό δίκαιο|ρωμαϊκούς θεσμούς]]. Τα [[Μοναστήρι (θρησκεία)|μοναστήρια]] δημιουργήθηκαν ενώ συνεχίζονταν οι εκστρατείες [[Χριστιανισμός|εκχριστιανισμού]] της [[Παγανισμός|παγανιστικής]] Ευρώπης. Οι [[Φράγκοι]], υπό την [[Δυναστεία των Καρολιδών|Καρολίγγεια Δυναστεία]], ίδρυσαν για σύντομο διάστημα, από τα τέλη του 8<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα μέχρι τις αρχές του 9<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα, μια Αυτοκρατορία που κάλυπτε το μεγαλύτερο τμήμα της Δυτικής Ευρώπης. Η τελευταία τελικά υπέκυψε στις πιέσεις [[Εμφύλιος πόλεμος|εμφυλίωνεμφύλιων συγκρούσεων]] σε συνδυασμό με κατά το μάλλον ή ήττον πρόσκαιρες εισβολές από το εξωτερικό ([[Βίκινγκς|Βίκινγκ]] από τοντο Βορρά, [[Μαγυάροι]] από την Ανατολή και [[Σαρακηνοί]] από τοντο Νότο) που την αποδυνάμωσαν και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις δημιουργίας νέων αυτοχθόνων κρατικών σχηματισμών.
 
Στη διάρκεια του ΩρίμουΏριμου ΜεσαίωνοςΜεσαίωνα, που ξεκίνησε μετά το 1000 μ.Χ., ο πληθυσμός της Ευρώπης αυξήθηκε εξαιρετικά καθώς νεωτερισμοί στην [[τεχνολογία]] και στις μεθόδους καλλιέργειας της γης επέτρεψαν την άνθηση του [[Εμπόριο|εμπορίου]], ενώ η [[κλιματική αλλαγή]] της [[Μεσαιωνική Θερμή Περίοδος|Μεσαιωνικής Θερμής Περιόδου]] βελτίωσε σημαντικά την απόδοση της αγροτικής παραγωγής. Ο [[φεουδαλισμός]], η πολιτική οργάνωση όπου οι [[Ιππότης|ιππότες]] -και εν γένει οι ευγενείς- όφειλαν στρατιωτικές υπηρεσίες στους ηγεμόνες τους με αντάλλαγμα το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται οικονομικά τη γη, την οποία καλλιεργούσαν χωρικοί που όφειλαν ενοίκιο και εργασία στους ευγενείς, ήταν το σύστημα με το οποίο οργανώθηκε ιεραρχικά και οικονομικά η κοινωνία την περίοδονπερίοδο αυτή. Οι [[Σταυροφορίες]], που διακηρύχθηκαν για πρώτη φορά το 1095, υπήρξαν στρατιωτικές προσπάθειες των Χριστιανών της Δυτικής Ευρώπης να αφαιρέσουν τον έλεγχο των [[Άγιοι Τόποι|Αγίων Τόπων]] από τους [[Μουσουλμάνοι|Μουσουλμάνους]]. Οι βασιλείς έγιναν η κεφαλή συγκεντρωτικών κρατών, μειώνοντας την [[εγκληματικότητα]] και τη βία, απομακρύνοντας, ωστόσο, από την πραγματικότητα την ιδέα ενός ενιαίου χριστιανικού κράτους. Την πνευματική ζωή χαρακτήρισε ο [[σχολαστικισμός]], μια φιλοσοφία που έδινε έμφαση στη συνύπαρξη της [[Πίστη|Πίστεω]]ς με τη [[Λογική]], και η ίδρυση [[Πανεπιστήμιο|πανεπιστημιακών ιδρυμάτων]]. Η θεολογία του [[Θωμάς Ακινάτης|Θωμά Ακινάτη]] (1225-1274), τα έργα ζωγραφικής του [[Τζιότο]] (1266-1337), η ποίηση του [[Δάντης Αλιγκέρι|Δάντη]] (περίπερ. 1265-1321) και του [[Τζέφρι Τσόσερ|Τσόσερ]] (περίπερ. 1343-1400), τα ταξίδια του [[Μάρκο Πόλο]] (1254-1324) και οι ανέγερση [[Γοτθικός ρυθμός|Γοτθικών]] [[Καθεδρικός Ναός|Καθεδρικών Ναών]], όπως [[Καθεδρικός Ναός της Σαρτρ|εκείνος στη Σαρτρ]], είναι μερικά από τα επιφανέστερα επιτεύγματα αυτής της περιόδου.
 
{{Ιστορία του κόσμου}}
Ο Ύστερος ΜεσαίωνΜεσαίωνας στιγματίστηκε από δοκιμασίες και κινδύνους όπως ο [[Πείνα|λιμός]], η [[πανούκλα]] και ο [[πόλεμος]], που μείωσαν κατά πολύ τον πληθυσμό της Δυτικής Ευρώπης. Μεταξύ των ετών 1347 και 1350 η [[Μαύρη πανώλη|Μαύρη Πανώλη]] εξόντωσε το ένα τρίτο περίπου του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Οι αμφιγνωμίες, η εμφάνιση [[Αίρεση|αιρέσεων]] και τα σχίσματα στους Κόλπους της Εκκλησίας εμφανίστηκαν παράλληλα με διακρατικούς πολέμους, εμφύλιες συγκρούσεις και επαναστάσεις χωρικών. Πολιτιστικές και τεχνολογικές πρόοδοι μεταμόρφωσαν την ευρωπαϊκή κοινωνία, γράφοντας τον επίλογο του Ύστερου ΜεσαίωνοςΜεσαίωνα και δίνοντας τη σκυτάλη στην Πρώιμη Νεότερη Περίοδο της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.
 
== Ετυμολογία και Περιοδολόγηση ==
Ο ΜεσαίωνΜεσαίωνας είναι μίαμια από τις τρεις κύριες περιόδους στο επικρατέστερο σχήμα αναλύσεωςανάλυσης της [[Ευρώπη|ευρωπαϊκής]] ιστορίας: [[Κλασική αρχαιότητα|ΚλασσικήΚλασική Αρχαιότητα]], ΜεσαίωνΜεσαίωνας και Νεότερη Εποχή.<ref name=Power304>Power (2006), σελ. 304.</ref>
 
Οι μεσαιωνικοί συγγραφείς μοίραζαν την ιστορία σε περιόδους όπως οι ''«Έξι Εποχές»'' ή οι ''«Τέσσερις Αυτοκρατορίες»'' και θεωρούσαν την εποχή τους τελευταία πριν την καταστροφή του κόσμου.<ref name=mommsen236>Mommsen (1942), σσ. 236–237.</ref> Όταν αναφέρονταν στη δική τους εποχή, χρησιμοποιούσαν την έννοια της ''«μοντέρνας εποχής»''.<ref name=Dailyx>Singman (1999), σελ. x.</ref> Στη δεκαετία του 1330, ο [[Ουμανισμός|ουμανιστής]] και [[Ποίηση|ποιητής]] [[Πετράρχης|Φραγκίσκος Πετράρχης]] (Φραντσέσκο Πετράρκα, 1304-1374) αναφερόταν στην περίοδο της ιστορίας πριν την έλευση του [[Ιησούς Χριστός|Χριστού]] ως ''antiqua'' (αρχαία) και στη χριστιανική περίοδο ως ''nova'' (νέα).<ref name=idea>Knox, "[http://europeanhistory.boisestate.edu/latemiddleages/renaissance/historyren.shtml History of the Idea of the Renaissance]".</ref> Ο [[Λεονάρντο Μπρούνι]] (1370-1444) ήταν ο πρώτος ιστορικός που χρησιμοποίησε τριμερή διαίρεση της ιστορίας στο έργο του ''«Ιστορία των ΦλωρεντινώνΦλωρεντίνων»'' (1442).<ref name=Brunixvii>Bruni (2001), σελ. xvii.</ref> Ο Μπρούνι και οι μεταγενέστεροί του ιστορικοί θεωρούσαν ότι η [[Ιταλία]] είχε επανακάμψει μετά την εποχή του ΠετράρχουΠετράρχη και κατ’ επέκτασηνεπέκταση προσέθεσαν μιανμια τρίτηντρίτη εποχή. Ο όρος ΜεσαίωνΜεσαίωνας εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη [[λατινική γλώσσα]] ως ''media tempestas''.<ref name=Miglio112>Miglio (2006), σελ. 112.</ref> Κατά τα πρώτα χρόνια χρήσης του όρου, υπήρχαν πολλές εναλλακτικές, όπως ''medium aevum'', όρος που ανάγεται στο 1604,<ref name=Albrow205>Albrow (1997), σελ. 205.</ref> και ''media saecula'', όρος του 1625.<ref name=Murray4>Murray (2004), σελ. 4.</ref> Ο σημερινός [[Αγγλική γλώσσα|αγγλικός]] όρος ''medieval'' ή ''mediaeval'' προέρχεται από το ''medium aevum''.<ref name=Random1194>Flexner, σελ. 1194.</ref> Η τριμερής περιοδολόγηση καθιερώθηκε μετά τη διαίρεση της Ιστορίας από τοντο [[Γερμανία|ΓερμανόνΓερμανό]] ιστορικόνιστορικό [[Κριστόφ Κελλάριους]] (1638-1707) σε τρία κομμάτια: Αρχαία, Μεσαιωνική και Νεότερη.<ref name=Murray4/>
 
Το επικρατέστερο σημείο εκκίνησης του ΜεσαίωνοςΜεσαίωνα είναι το [[476|476 μ.Χ.]] <ref>"[http://dictionary.reference.com/browse/Middle%20Ages Middle Ages]" Dictionary.com</ref> που πρώτος πρότεινε ο Μπρούνι.<ref name="Brunixvii"/> Για την Ευρώπη ωςσαν σύνολο, το 1500 συχνά θεωρείται το τέλος της περιόδου αυτής, ωστόσο δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτή από τους μελετητές χρονολογία. Ανάλογα με το αντικείμενο μελέτης, γεγονότα όπως το πρώτο ταξίδι του [[Χριστόφορος Κολόμβος|Κολόμβου]] (1451-1506) στην Αμερική το 1492, η [[Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)|Άλωση]] της [[Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινουπόλεω]]ς από τους [[Οθωμανοί Τούρκοι|Τούρκους]] το 1453, ή η [[Προτεσταντική Μεταρρύθμιση]] το 1517 έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί.<ref name=Davies291>Davies (1996), σελ. 291–293.</ref> Οι [[Άγγλοι]] ιστορικοί συχνά χρησιμοποιούν τη [[Μάχη του Μπόσγουορθ]] το 1485 για να οριοθετήσουν τον το Μεσαίωνα. Για την [[Ισπανία]], οι ημερομηνίες που συνηθίζονται περισσότερο είναι ο θάνατος του ΒασιλέωςΒασιλιά [[Φερδινάνδος Β΄ της Αραγωνίας|Φερδινάνδου Β' της Αραγωνίας]] το 1516, ο θάνατος της ΒασιλίσσηςΒασίλισσας [[Ισαβέλλα Α΄ της Καστίλης|Ισαβέλλας Α' της Καστίλλης]] το 1504 ή η Κατάκτηση της [[Γρανάδα|ΓρανάδοςΓρανάδας]] το 1492.<ref>Kamen (2005), σελ. 29.</ref> Οι ιστορικοί των λατινόγλωσσων κρατών τείνουν να διαιρούν τοντο Μεσαίωνα σε δύο τμήματα: την πρώτη Υψηλή και τη μεταγενέστερη Χαμηλή περίοδο.<ref name=Power304/> Οι αγγλόφωνοι ιστορικοί, ακολουθώντας τους [[Γερμανική γλώσσα|γερμανόφωνους]] συναδέλφους τους, συνήθως διαιρούν τοντο Μεσαίωνα σε τρία τμήματα: τον Πρώιμο, τον Ώριμο ή Μέσο, και τον Ύστερο. ΤονΤο 19<sup>ο</sup> αιώνα, ο ΜεσαίωνΜεσαίωνας στο σύνολό του συχνά αναφερόταν ως οι ''«Σκοτεινοί Αιώνες»'',<ref name=mommsen226>Mommsen (1942), σελ. 226.</ref> ωστόσο μετά την υιοθέτηση των διαιρέσεων που περιγράφηκαν παραπάνω, η χρήση του όρου περιορίστηκε στο να χαρακτηρίζει τον Πρώιμο Μεσαίωνα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους ιστορικούς.<ref name=mommsen236/>
 
== Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ==
[[Αρχείο:Venice – The Tetrarchs 03.jpg|left|thumb|240px|Απεικόνιση των [[Τετραρχία|Τετραρχών]], δύο Αυτοκρατόρων και δύο Καισάρων, που κυβέρνησαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά από τις μεταρρυθμίσεις του [[Διοκλητιανός|Διοκλητιανού]]. Βασιλική Αγίου Μάρκου, Βενετία, Ιταλία.<ref name=Tansey242>Tansey, et al. (1986), σελ. 242.</ref>]]Η [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]] έφτασε στο απόγειο της εδαφικής της εξαπλώσεωςεξάπλωσης κατά τοντο 2<sup>ο</sup> αιώνα μ.Χ. Τους επόμενους δύο αιώνες η ρωμαϊκή επιρροή στα εδάφη αυτά μειώθηκε σταδιακά.<ref name=Cunliffe391>Cunliffe (2008), σσ. 391–393.</ref> Οικονομικά προβλήματα, όπως ο [[πληθωρισμός]], σε συνδυασμό με την πίεση που άσκησαν εξωτερικοί παράγοντες στα σύνορα, μετέτρεψαν τον 3<sup>ο</sup> αιώνα σε περίοδο πολιτικής αστάθειας, στη διάρκεια της οποίας Αυτοκράτορες ανέβαιναν στο θρόνο για να αντικατασταθούν τάχιστα από νέους σφετεριστές.<ref name=Collins3>Collins (1999), σσ. 3–5.</ref> Τα χρήματα που απαιτούνταν για στρατιωτικούς σκοπούς αυξάνονταν σταθερά, κυρίως ως αποτέλεσμα των πολέμων με την [[Αυτοκρατορία των Σασσανιδών|Περσία των Σασσανιδών]], που αναζωπυρώθηκε στα μέσα του 3<sup>ου</sup> αιώνα.<ref name=Heather111>Heather (2006), σελ. 111.</ref> Ο στρατός διπλασιάστηκε σε μέγεθος, ενώ το [[ιππικό]] και μικρότερα σώματα αντικατέστησαν τη [[λεγεώνα]] ως το κύριο τακτικό σώμα στρατού.<ref name=Brown24>Brown, σσ. 24–25.</ref> Η ανάγκη για εισοδήματα οδήγησε στην αύξηση της [[φορολογία]]ς και στη συρρίκνωση της τάξεωςτάξης των ''curiales'' (έμποροι, επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες γης μεσαίας κοινωνικής τάξεωςτάξης), ενώ ολοένα και λιγότεροι από αυτούς έδειχναν την προθυμία να αναλαμβάνουν αξιώματα στις πόλεις τους.<ref name=Heather111/> Αναγκαία έγινε η αύξηση των γραφειοκρατών που θα αναλάμβαναν να υποστηρίζουν την κεντρική διακυβέρνηση για την αντιμετώπιση των αναγκών του στρατού, κάτι που οδήγησε σε παράπονα των πολιτών ότι υπήρχαν πλέον περισσότεροι συλλέκτες φόρων από ό,τι φορολογούμενοι.<ref name=Brown24/>
 
Ο ΑυτοκράτωρΑυτοκράτορας [[Διοκλητιανός]] (κυβ. 284-305) μοίρασε την Αυτοκρατορία σε δύο αυτόνομα διοικητικά τμήματα, το [[Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ανατολικό]] και το [[Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Δυτικό]] το 286. Η Αυτοκρατορία δεν θεωρούνταν χωρισμένη στην αντίληψη των κατοίκων και των διοικούντων της, καθώς νομικές και διοικητικές επιταγές του ενός τμήματος ίσχυαν και στο άλλο.<ref name=Collins9>Collins (1999), σελ. 9.</ref> Το 330, μετά από μια περίοδο εμφύλιων συγκρούσεων, ο [[Κωνσταντίνος Α΄|Κωνσταντίνος ο Μέγας]] (κυβ. 306-337) ίδρυσε στη θέση του [[Βυζάντιο|Βυζαντίου]] τη νέα πρωτεύουσα του Ανατολικού Κράτους, την [[Κωνσταντινούπολη]].<ref name=Collins24>Collins (1999), σελ. 24.</ref> Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού ενδυνάμωσαν τη διοικητική γραφειοκρατία, αναδιαμόρφωσαν τη φορολογία και ισχυροποίησαν τοντο στρατό, κάτι που εξαγόρασε χρόνο στην Αυτοκρατορία. Ωστόσο δεν έλυσε και οριστικά τα προβλήματα που την ταλάνιζαν: δυσβάστακτη φορολογία, [[υπογεννητικότητα]] και πιέσεις στα σύνορα ήταν μερικά από αυτά.<ref name=Cunliffe405>Cunliffe (2008), σσ. 405–406.</ref> Εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ αντιπάλων Αυτοκρατόρων ήταν κοινό φαινόμενο στην πορεία του 4<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα, αποσπώντας στρατιώτες από τα σύνορα και επιτρέποντας σε εισβολείς να προχωρούν σε καταπατήσεις.<ref name=Collins31>Collins (1999), σσ. 31–33.</ref> Στο μεγαλύτερο μέρος του 4<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα, η ρωμαϊκή κοινωνία σταθεροποιήθηκε σε μια νέα μορφή, διαφορετική από εκείνη της κλασσικήςκλασικής περιόδου, με το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς να διευρύνεται ολοένα και τη ζωτικότητα των μικρότερων πόλεων να φθίνει.<ref name=Brown34>Brown, σελ. 34.</ref> ΜιανΜια άλλη σημαντική αλλαγή ήταν ο [[εκχριστιανισμός]] της Αυτοκρατορίας, η στροφή δηλαδή του πληθυσμού της προς τοντο [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμό]], μια σταδιακή διαδικασία που κράτησε από τοντο 2<sup>ο</sup> μέχρι τον 5<sup>ο</sup> αιώνα.<ref name=Brown65>Brown, σσ. 65–68.</ref><ref name=Brown82>Brown, σσ. 82–94.</ref>
 
[[Αρχείο:Invasions of the Roman Empire el.svg|right|thumb|350px|''Χάρτης των βαρβαρικών εισβολών στα εδάφη της Δυτικής Αυτοκρατορίας από το 100 έως το 500 μ.Χ.'']]Το 376, οι [[Οστρογότθοι]], προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους [[Ούνοι|Ούνους]], έλαβαν άδεια από τον Αυτοκράτορα [[Ουάλης|Ουάλη]] (κυβ. 364-378) να εγκατασταθούν στη ρωμαϊκή επαρχία της [[Επαρχία Θράκης|Θράκης]] στα [[Βαλκάνια]]. Ο αποικισμός δεν εξελίχθηκε ομαλά και, όταν οι ρωμαίοι αξιωματούχοι χειρίστηκαν λανθασμένα την κατάσταση, οι Οστρογότθοι ξεκίνησαν να κάνουν επιδρομές και λεηλασίες. Ο Ουάλης, προσπαθώντας να επαναφέρει την τάξη, σκοτώθηκε πολεμώντας τους Οστρογότθους στη [[Μάχη της Αδριανούπολης|Μάχη της Αδριανουπόλεως]] στις 9 Αυγούστου 378.<ref name=Bauer47>Bauer (2010), σσ. 47–49.</ref> Εκτός από την εξωτερική απειλή των εχθρών στονστο Βορρά, εσωτερικές έριδες και κυρίως θρησκευτικές διαμάχες, διατάρασσαν την τάξη.<ref name=Bauer56>Bauer (2010), σσ. 56–59.</ref> Το 400, οι [[Βησιγότθοι]] εισέβαλαν στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και, παρόλο που εκδιώχθηκαν προσωρινά από την [[Ιταλία]], το 410 λεηλάτησαν την πόλη της [[Αρχαία Ρώμη|Ρώμης]].<ref name=Bauer80>Bauer (2010), σσ. 80–83.</ref> Το 406 οι [[Αλανοί]], οι [[Βάνδαλοι]] και οι [[Σουηβία|Σουηβοί]] εισήλθαν στη [[Γαλατία]] (σύγχρονη [[Γαλλία]]). Στα επόμενα τρία χρόνια εξαπλώθηκαν και το 409 πέρασαν μέσω των [[Πυρηναία|Πυρηναίων]] στην [[Ιβηρική χερσόνησος|Ιβηρική χερσόνησο]].<ref name=Collins59>Collins (1999), σσ. 59–60.</ref> Έτσι ξεκίνησε η [[Μεγάλες Μεταναστεύσεις|Εποχή των Μετακινήσεων]], οπότε και διάφορα φύλα, κυρίως [[Γερμανικά φύλα|γερμανικά]] στην αρχή, μετακινήθηκαν κατά μήκος της [[Ευρώπη]]ς.
[[File:Eugene Ferdinand Victor Delacroix Attila fragment.jpg|left|thumb|229x229px|Ο Αττίλας]]
Οι [[Φράγκοι]], οι [[Αλεμάνοι]] και οι [[Βουργουνδοί]] κατέληξαν στη ΒόρειοΒόρεια Γαλατία, ενώ οι [[Άγγλοι]], οι [[Σάξονες]] και οι [[Ιούτοι]] εγκαταστάθηκαν στη [[Βρετανία]].<ref name="Cunliffe417">Cunliffe (2008), σελ. 417.</ref> Στη δεκαετία του 430 οι [[Ούνοι]] ξεκίνησαν εισβολές στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ο ηγεμώνηγεμόνας τους, ο [[Αττίλας]] (κυβ. 434-453), καθοδήγησε εισβολές στα Βαλκάνια το 442 και το 447, στη Γαλατία το 451 και στην Ιταλία το 452.<ref name="James67">James (2009), σσ. 67–68.</ref> Η απειλή των Ούνων παρέμεινε μέχρι τοντο θάνατονθάνατο του Αττίλα το 453, οπότε και ο συνασπισμός των ουνικών φύλων διαλύθηκε.<ref name="Bauer117">Bauer (2010), σσ. 117–118.</ref> Αυτές οι εισβολές άλλαξαν δραματικά το πολιτικό και δημογραφικό σκηνικό στο κομμάτι που είχε κάποτε αποτελέσει το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος.<ref name="Cunliffe417" />
 
Μέχρι το τέλος του 5<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα, το δυτικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας είχε διαιρεθεί σε μικρότερα πολιτικά σώματα, καθένα από τα οποία βρισκόταν υπό την κυριαρχία φυλών που είχαν εισβάλει σε αυτά στις αρχές του αιώνοςαιώνα.<ref name="Wickham79">Wickham (2009), σελ. 79.</ref> Η εκθρόνιση του τελευταίου ΑυτοκράτοροςΑυτοκράτορα της ΔύσεωςΔύσης, του [[Ρωμύλος Αυγουστύλος|Ρωμύλου Αυγουστύλου]], το 476 παραδοσιακά σηματοδοτεί το τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.<ref name="Wickham86">Wickham (2009), σελ. 86.</ref> Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία συχνά αναφέρεται με την επωνυμία [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]], μετά την πτώση του Δυτικού Κράτους, είχε ελάχιστη δύναμη ώστε να αξιώσει τον έλεγχο των χαμένων εδαφών στη Δύση. Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες εξακολουθούσαν να τα διεκδικούν ως κληρονομιά τους, ωστόσο ούτε κάποιος από τους νέους βασιλείς στη Δύση τόλμησε να αυτοανακηρυχθεί ΑυτοκράτωρΑυτοκράτορας της ΔύσεωςΔύσης, ούτε οι Βυζαντινοί είχαν την ισχύ να επανακαταλάβουν και να διατηρήσουν τον έλεγχο στα χαμένα δυτικά εδάφη. Η επανάκτηση της ιταλικής χερσονήσου και των παραλίων της [[Μεσόγειος θάλασσα|Μεσογείου]] από τον Αυτοκράτορα [[Ιουστινιανός Α´|Ιουστινιανό τον Μέγα]] (κυβ. 527-565) αποτέλεσε τη μοναδική, και προσωρινή, εξαίρεση.<ref name="Collins116">Collins (1999), σσ. 116–134.</ref>
 
== Πρώιμος ΜεσαίωνΜεσαίωνας ==
{{κύριο|Πρώιμος Μεσαίωνας}}
=== Εθνοτικές αλλαγές ===
{{κύριο|Μεγάλες μεταναστεύσεις}}
[[Αρχείο:De Neuville - The Huns at the Battle of Chalons.jpg|thumb|left|220px|Ούνοι εισβολείς στη [[Μάχη των Εθνών|Μάχη των Καταλαυνικών Πεδίων]] (451), απεικόνιση του 19ου αιώνοςαιώνα από τον Αλφόνς ντε Νοβίλ.]]Οι πολιτικές δομές της [[Δυτική Ευρώπη|Δυτικές Ευρώπης]] άλλαξαν σημαντικά μορφή μετά την κατάλυση της ενωμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Παρόλο που οι μετακινήσεις διαφόρων φύλων στη διάρκεια της περιόδου αυτής περιγράφονται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ως εισβολές, στην πραγματικότητα δεν πρόκειται απλώς για στρατιωτικές εκστρατείες αλλά για [[Μετανάστευση|μεταναστεύσεις]] ολοκλήρωνολόκληρων λαών εντός της Αυτοκρατορίας. Αυτές υποβοηθήθηκαν από την άρνηση των Ρωμαίων αριστοκρατών να στηρίξουν τοντο [[Ρωμαϊκός στρατός|στρατό]] ή να καταβάλουν τους φόρους που ήταν απαραίτητοι σε αυτόν για την παρεμπόδιση των μεταναστεύσεων.<ref name=Brown122>Brown, σσ. 122–124.</ref> Οι Αυτοκράτορες του 5<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα ήταν συχνά υποχείρια ισχυρών στρατιωτικών όπως ο [[Στιλίχων]] (πεθ. 408), ο [[Άσπαρ]] (πεθ. 471), ο [[Ρισίμερος]] (πεθ. 472) και ο [[Γούντομπαντ]] (πεθ. 516), οι οποίοι είχαν κατά το ήμισυ ή και καθόλου ρωμαϊκές καταβολές. Επιγαμίες, ωστόσο, μεταξύ των νέων βασιλέων και των Ρωμαίων αριστοκρατών ήταν σύνηθες φαινόμενο.<ref name=Wickham95>Wickham (2009), σσ. 95–98.</ref> Αυτό οδήγησε στη συγχώνευση εθιμικών στοιχείων του ρωμαϊκού πολιτισμού με εκείνα των επιδρομέων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι λαϊκές συνελεύσεις που επέτρεπαν στα ελεύθερα αρσενικά μέλη μίαςμιας φυλής να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι συνέβαινε στο πλαίσιο του ρωμαϊκού κράτους.<ref name=Wickham100>Wickham (2009), σσ. 100–101.</ref> Τα αρχαιολογικά ευρήματα που άφησαν πίσω οι Ρωμαίοι και οι εισβολείς παρουσιάζουν συχνά ομοιότητες, με εκείνα των φυλών να μιμούνται συχνά τα αντίστοιχα ρωμαϊκά.<ref name=Collins100>Collins (1999), σελ. 100.</ref> Μεγάλο κομμάτι της [[γραμματεία]]ς των νέων βασιλείων επίσης βασίστηκε στη ρωμαϊκή γραπτή παράδοση.<ref name=Collins96>Collins (1999), σσ. 96–97.</ref> Μια σημαντική διαφορά, εντούτοις, ήταν η σταδιακή απώλεια εισοδήματος των διοικούντων μέσω της φορολογίας. Πολλές από τις νέες πολιτικές ενότητες δεν χρηματοδοτούσαν πλέον τοντο στρατό τους μέσω φόρων, αλλά προσέφεραν στους στρατιώτες κτήματα ή ενοίκια. Αυτή η αναθεώρηση της ανάγκης για φορολογία οδήγησε και στην παρακμή των συστημάτων συλλογής φόρων.<ref name=Wickham102>Wickham (2009), σσ. 102–103.</ref> Οι πολεμικές συγκρούσεις ήταν πάντως συχνές μεταξύ και στο εσωτερικό των νέων βασίλείων. Η δουλεία μειώθηκε μαζί με την προσφορά και οι κοινωνικές δομές επικεντρώθηκαν στην αγροτική παραγωγή.<ref name=Backman86>Backman (2003), σσ. 86–91.</ref>
 
[[Αρχείο:RA Theoderich-Mausoleum SW.JPG|thumb|right|250px|Το Μαυσωλείο του [[Θεοδώριχος ο Μέγας|ΘεοδωρίχουΘεοδώριχου]] στη [[Ραβέννα]] της Ιταλίας, μοναδικό σωζόμενο δείγμα της αρχιτεκτονικής των Οστρογότθων.]]Μεταξύ του 5<sup>ου</sup> και του 8<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα, νέοι λαοί και ισχυρές προσωπικότητες κάλυψαν το κενό που άφησε πίσω της η ρωμαϊκή κεντρική διακυβέρνηση.<ref name=Collins96/> Οι [[Οστρογότθοι]] εγκαταστάθηκαν στην [[Ιταλία]] στα τέλη του 5<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα υπό τοντο [[Θεοδώριχος ο Μέγας|Θεοδώριχο]] (πεθ. 526). Δημιούργησαν ένα βασίλειο το οποίο χαρακτήρισε η συνεργασία ανάμεσα στους γηγενείς Ιταλούς και τους Οστρογότθους, τουλάχιστον μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ηγεμονίας του ΘεοδωρίχουΘεοδώριχου.<ref name=James82>James (2009), σσ. 82–85.</ref> Οι [[Βουργουνδοί]] εγκαταστάθηκαν στη [[Γαλατία]] και, αφού ένα πρώιμο βασίλειό τους συνετρίβη από τους [[Ούνοι|Ούνους]] το 436, δημιούργησαν ένα δεύτερο στη δεκαετία του 440. Στην περιοχή μεταξύ των σημερινών πόλεων της [[Γενεύη]]ς και της [[Λυών]], χτίστηκε το ισχυρό κράτος της [[Βουργουνδία]]ς στα τέλη του 5<sup>ου</sup> και στις αρχές του 6<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα.<ref name=James77>James (2009), σσ. 77–78.</ref> Στη ΒόρειοΒόρεια Γαλατία, οι [[Φράγκοι]] και οι [[Βρετανοί]] δημιούργησαν μικρά κρατίδια. Το [[Φραγκία|Βασίλειο των Φράγκων]] είχε επίκεντρο τη βορειοανατολική Γαλατία και ο πρώτος Βασιλιάς τους για τον οποίο σώζονται αρκετές πληροφορίες είναι ο [[Χιλδέριχος Α΄|Χιλδέριχος]] (πεθ. 481). Υπό την ηγεμονία του [[Χλωδοβίκος Α΄|Χλωδοβίκου]] (κυβ. 509-511), υιούγιου του ΧιλδερίχουΧιλδέριχου, το Βασίλειο των Φράγκων επεκτάθηκε και [[Προσηλυτισμός|προσηλυτίστηκε]] στονστο [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμό]]. Οι Βρετανοί, που σχετίζονταν με τους γηγενείς κατοίκους της ΒριτανίαςΜπριτάνια (σύγχρονη [[Μεγάλη Βρετανία]]), εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που σήμερα αποκαλείται [[Βρετάνη]] (τμήμα της σύγχρονης [[Γαλλία]]ς).<ref name=James78>James (2009), σσ. 78–81.</ref> Άλλα βασίλεια δημιουργήθηκαν από τους [[Βησιγότθοι|Βησιγότθους]] στην [[Ισπανία]], τους [[Σουηβία|Σουηβούς]] στη βορειοδυτική Ισπανία και τους [[Βάνδαλοι|Βανδάλους]] στη [[Βόρεια Αφρική|Βόρειον Αφρική]].<ref name=James77 /> Κατά τον 6<sup>ο</sup> αιώνα, οι [[Λομβαρδοί]] εγκαταστάθηκαν στη ΒόρειονΒόρεια Ιταλία, αντικαθιστώντας το Βασίλειο των Οστρογότθων με ένα σύνολο από [[Δουκάτο|δουκάτα]] που κατά διαστήματα εξέλεγαν κοινόνκοινό ηγεμόνα. Στα τέλη του 6<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα, αυτός ο διακανονισμός είχε αντικατασταθεί από μόνιμη και σταθερή μοναρχία.<ref name=Collins196>Collins (1999), σσ. 196–208.</ref>
 
Οι εισβολές έφεραν νέες εθνοτικές ομάδες στην Ευρώπη, αν και ορισμένες περιοχές δέχτηκαν μεγαλύτερη εισροή φύλων σε σχέση με άλλες. Στη Γαλατία, για παράδειγμα, οι εισβολείς εγκαταστάθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό στα βορειοανατολικά σε σχέση με τα νοτιοδυτικά. Τα [[Σλάβοι|σλαβικά φύλα]] προτίμησαν την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και τα [[Βαλκάνια]]. Η εγκατάσταση αυτή νέων λαών οδήγησε και στην αλλαγή των επικρατουσών γλωσσών. Τα [[Λατινική γλώσσα|λατινικά]] της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αντικαταστάθηκαν σταδιακά από γλώσσες που βασίζονταν σε αυτά, αλλά ήταν παρόλα ταύτααυτά διακριτές, γνωστές με τη συλλογική ονομασία ως [[ρομανικές γλώσσες|ρωμανικές (λατινογενείς) γλώσσες]]. Αυτή η μετάβαση από τητα ΛατινικήΛατινικά στις νέες γλώσσες είχε φυσικά διάρκεια πολλώνπολλούς αιώνωναιώνες. Η [[ελληνική γλώσσα]] παρέμεινε η επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά οι μεταναστεύσεις σλαβόφωνων λαών προσέθεσε και τις [[Σλαβικές γλώσσες|σλαβονικές γλώσσες]] στην Ανατολική Ευρώπη.<ref name=Davies235>Davies (1996), σσ. 235–238.</ref>
 
=== Επιβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ===
{{κύριο|Βυζαντινή Αυτοκρατορία|Δυναστεία του Ιουστινιανού | Δυναστεία του Ηρακλείου}}
[[Αρχείο:Meister von San Vitale in Ravenna.jpg|thumb|left|230px|Ψηφιδωτό που απεικονίζει τον [[Ιουστινιανός Α´|Αυτοκράτορα Ιουστινιανό]] (λεπτομέρεια), Βασιλική του Αγίου Βιταλίου, [[Ραβέννα]], [[Ιταλία]].]]Καθώς η Δυτική Ευρώπη γινόταν μάρτυρας του σχηματισμού νέων βασιλείων, η [[Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]] παρέμενε ανέπαφη, γνωρίζοντας οικονομική αναζωογόνηση που κράτησε μέχρι τον πρώιμο 7<sup>ο</sup> αιώνα. Στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας έλαβαν χώρα λίγες εισβολές, οι περισσότερες από τις οποίες στα [[Βαλκάνια]]. Οι ειρηνικές σχέσεις με την [[Περσία]], παραδοσιακόνπαραδοσιακό εχθρό της [[Αρχαία Ρώμη|Ρώμης]], διατηρήθηκαν για το μεγαλύτερο κομμάτι του 5<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα. Στην Ανατολική Αυτοκρατορία παρατηρήθηκαν στενές σχέσεις Κράτους και [[Εκκλησία#Ο όρος Εκκλησία στη Χριστιανική Πίστη|Εκκλησίας]], με τα διάφορα θεολογικά ζητήματα να αποκτούν πολιτική σημασία με τρόπο που δεν συνέβη στη Δύση. Στον τομέα της [[Βυζαντινό δίκαιο|Νομοθεσίας]] αξιοσημείωτο γεγονός είναι η κωδικοποίηση του [[Ρωμαϊκό Δίκαιο|Ρωμαϊκού Δικαίου]]. Η πρώτη προσπάθεια, ο [[Θεοδοσιανός Κώδικας|Θεοδοσιανός Κώδιξ]], ολοκληρώθηκε το 438.<ref name=Wickham81>Wickham (2009), σσ. 81–83.</ref> Υπό τον [[Ιουστινιανός Α´|Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α']] (κυβ. 527-565), έλαβε χώρα μια δεύτερη συλλογή, ο [[Ιουστινιάνειος Κώδικας|Ιουστινιάνειος Κώδιξ]] (''Corpus Juris Civilis'').<ref name=Bauer200>Bauer (2010), σσ. 200–202.</ref> Ο ίδιος Αυτοκράτορας είναι επίσης υπεύθυνος για την ανοικοδόμηση του ναού της [[Αγία Σοφία (Κωνσταντινούπολη)|Αγίας Σοφίας]] στην [[Κωνσταντινούπολη]], καθώς και για την επανάκτηση της ΒορείουΒόρειας Αφρικής από τους Βανδάλους και της Ιταλίας από τους Οστρογότθους,<ref name=Bauer206>Bauer (2010), σσ. 206–213.</ref> υπό τη στρατιωτική καθοδήγηση του [[Βελισάριος|ΒελισαρίουΒελισάριου]] (πεθ. 565).<ref name=Collins126>Collins (1999), σσ. 126, 130.</ref> Η κατάκτηση της Ιταλίας δεν ήταν ολοκληρωτική καθώς ένα θανατηφόρο ξέσπασμα [[Λοιμός|λοιμού]] το 542 είχε ως αποτέλεσμα να επικεντρωθεί ο Ιουστινιανός για το υπόλοιπο της βασιλείας του σε αμυντικά μέτρα, παρά σε νέες κατακτήσεις.<ref name=Bauer206/> Μετά τοντο θάνατό του, οι Βυζαντινοί ήλεγχαν το μεγαλύτερο κομμάτι της ιταλικής χερσονήσου, τη ΒόρειονΒόρεια Αφρική και ένα μικρό πάτημα στη νότιοννότια [[Ισπανία]]. Οι εκστρατείες αυτές της επανακτήσεωςεπανάκτησης των χαμένων εδαφών από τον Ιουστινιανό έχουν αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από ιστορικούς που θεωρούν ότι επεκτάθηκε υπερβολικά, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις μουσουλμανικές κατακτήσεις. Πολλές από τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι διάδοχοί του δεν οφείλονταν μόνο στην υπερ-φορολόγηση για να πληρωθούν οι πόλεμοι που διεξήγαγε, αλλά στον κατ' ουσίαν πολιτικό χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας, που καθιστούσε δύσκολη τη συγκέντρωση στρατού.<ref name=Brown8>Brown (1998), σσ. 8–9.</ref>
 
[[Αρχείο:Justinian555AD.png|thumb|right|330px|Η έκταση της [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία|Βυζαντινής Αυτοκρατορίας]] το 555 μ.Χ. υπό τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, έχοντας ενσωματώσει τμήματα της [[Ιταλία]]ς, της [[Δαλματία]]ς, της [[Βόρεια Αφρική|ΒορείουΒόρειας Αφρικής]] και της νοτίουνότιας [[Ισπανία]]ς.]]Η αργή διείσδυση των [[Σλάβοι|Σλάβων]] στα Βαλκάνια αποτέλεσε μια ακόμη δυσχέρεια για τους διαδόχους του Ιουστινιανού. Ξεκίνησε σταδιακά, αλλά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 540 σλαβικά φύλα βρίσκονταν στη [[Θράκη]] και την [[Ιλλυρία]], ενώ νίκησαν και τον αυτοκρατορικό στρατό κοντά στην [[Αδριανούπολη]] το 551. Στη δεκαετία του 560 οι [[Άβαροι]] ξεκίνησαν να εξαπλώνονται από τη βάση τους στις βόρειες όχθες του [[Δούναβης|Δούναβη]]. Μέχρι τα τέλη του 6<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα ήταν η ισχυροτάτηισχυρότερη δύναμη στην Κεντρική Ευρώπη και ανάγκαζαν κατ' εξακολούθηση τους Αυτοκράτορες της Ανατολής να τους καταβάλλουν χρηματικά ποσά. Παρέμειναν υπολογίσιμη δύναμη μέχρι το 796.<ref name=James95>James (2009), σσ. 95–99.</ref> Ένα πρόσθετο πρόβλημα προέκυψε όταν ο [[Μαυρίκιος (αυτοκράτορας)|Αυτοκράτορας Μαυρίκιος]] (κυβ. 582–602) ενεπλάκη στην περσική πολιτική έχοντας αναμειχθεί σε μια διαμάχη για θέματα διαδοχής. Ως αποτέλεσμα ακολούθησε μια βραχεία περίοδος ειρήνης αλλά, μετά την εκθρόνιση του ΜαυρικίουΜαυρίκιου, οι Πέρσες εισέβαλαν στη διάρκεια της ηγεμονίας του [[Ηράκλειος|ΑυτοκράτοροςΑυτοκράτορα Ηρακλείου]] (κυβ. 610–641). Πήραν τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων της Αυτοκρατορίας, όπως την [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]], τη [[Συρία]] και τη [[Μικρά Ασία]], μέχρι την επιτυχημένη εκστρατεία αντεπιθέσεωςαντεπίθεσης του Ηρακλείου. Το 628 η Αυτοκρατορία, μετά τητην νικηφόρονικηφόρα μάχη της ΝινευήςΝινευΐ, συνήψε συνθήκη ειρήνης και ανέκτησε όλα τα χαμένα εδάφη της.<ref name=Collins140>Collins (1999), σσ. 140–143.</ref>
 
=== Δυτική κοινωνία ===
[[Αρχείο:Domenico Ghirlandaio - St Jerome in his study.jpg|thumb|left|220px|«Ο Άγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριό του» (1480), έργο του [[Ντομένικο Γκιρλαντάιο]]. Ο [[Ιερώνυμος]] ήταν εξέχων ιερέας, λόγιος, θεολόγος, ιστορικός και συγγραφέας του 4ου αιώνα, ένας από τους [[Διδάσκαλοι της Εκκλησίας|Διδασκάλους]] της [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία|Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας]].]]
Στη Δυτική Ευρώπη, ορισμένες από τις παλαιότερες ρωμαϊκές αριστοκρατικές οικογένειες εξέλιπαν, ενώ άλλες απασχολήθηκαν περισσότερο με την Εκκλησία παρά με τις κοσμικές υποθέσεις. Αξίες που συνδέονταν με τη λατινική λογιότητα και την εκπαίδευση χάθηκαν, και παρόλο που η εγγραμματοσύνη παρέμεινε σημαντική, αντιμετωπίστηκε περισσότερο ως πρακτική ικανότητα παρά ως δείγμα υψηλής κοινωνικής θέσεωςθέσης. Κατά τον 4<sup>ο</sup> αιώνα ο [[Ιερώνυμος]] (πεθ. 420) είδε σε όραμα ότι ο Θεός τον επέπληξε επειδή ξόδευε περισσότερο χρόνο μελετώντας τον [[Μάρκος Τύλλιος Κικέρων|Κικέρωνα]] παρά τις [[Αγία Γραφή|Γραφές]]. Τον 6<sup>ο</sup> αιώνα ο [[Γρηγόριος Τουρώνης|Γρηγόριος της Τουρ]] (πεθ. 594) αναφέρει ένα παρόμοιο όραμα, στο οποίο όμως έλαβε επίπληξη επειδή μάθαινε [[στενογραφία]].<ref name=Brown174>Brown, σσ. 174–175.</ref> Μέχρι τα τέλη του 6<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα, σε κύρια μέσα θρησκευτικής επιμορφώσεωςεπιμόρφωσης στην Εκκλησία είχαν μετατραπεί η τέχνη και η [[Μεσαιωνική μουσική|μουσική]] κι όχι η ανάγνωση κειμένων.<ref name=Brown181>Brown, σελ. 181.</ref> Οι περισσότερες λόγιες προσπάθειας κινούνταν προς τη μίμηση της [[Αρχαία ελληνική λογοτεχνία|κλασσικήςκλασικής γραμματείας]], αν και δημιουργήθηκαν και κάποια πρωτότυπα έργα, από κοινού με προφορικές συνθέσεις που δεν διασώζονται στις μέρες μας. Τα γραπτά των [[Σιδώνιος Απολλινάριος|ΣιδωνίουΣιδώνιου ΑπολλιναρίουΑπολλινάριου]] (πεθ. 489), [[Κασσιόδωρος|ΚασσιοδώρουΚασσιόδωρου]] (πεθ. περ. 585) και [[Βοήθιος|ΒοηθίουΒοήθιου]] (πεθ. περ. 525) είναι χαρακτηριστικά της εποχής.<ref name=Brown45>Brown (1998), σσ. 45–49.</ref>
Αλλαγές παρατηρούνται επίσης ανάμεσα στους λαϊκούς. Οι βασιλείς και οι ευγενείς υποστήριζαν οικονομικά ένανένα περίγυρο από πολεμιστές που αποτελούσαν και τη ραχοκοκαλιά των στρατιωτικών σωμάτων. Ο ρουχισμός των ευγενών έφερε πλούσιο διάκοσμο με πετράδια και [[Χρυσός|χρυσό]]. Η καλλιέργεια του πνεύματος πέρασε σε δεύτερη μοίρα απέναντι στις αρετές της πίστεωςπίστης, του θάρρους και της τιμής. Οι οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ ευγενών είχαν ιδιαίτερη σημασία, μπορούσαν, ωστόσο, να οδηγήσουν και σε μακροχρόνιες έριδες μεταξύ οίκων, οι οποίες επιλύονταν είτε με τα όπλα είτε με κάποιανκάποια αποζημίωση.<ref name=Wickham189>Wickham (2009), σσ. 189–193.</ref> Οι γυναίκες της αριστοκρατικής τάξεωςτάξης περιορίζονταν στονστο ρόλο της συζύγου και της μητέρας ανδρών, ενώ οι μητέρες Ηγεμόνων έχαιραν μεγάλου σεβασμού στη Γαλατία των [[Μεροβίγγειοι|ΜεροβιγγείωνΜεροβίγγειων]]. Οι βασιλομήτορες είχαν πιο περιορισμένο ρόλο στην [[Αγγλοσάξονες|αγγλοσαξονική]] κοινωνία, λόγω της απουσίας παιδιών-ηγεμόνων σε αυτήναυτή, ωστόσο εξέχοντα ρόλο διαδραμάτιζαν οι ηγουμένισσες των [[Μοναστήρι (θρησκεία)|μοναστηρίωνμοναστηριών]]. Μόνο στην [[Ιταλία]] φαίνεται πως οι γυναίκες θεωρούνταν πάντα υπό την προστασία και τον έλεγχο κάποιου άρρενοςάρρενα συγγενούςσυγγενή.<ref name=Wickham195>Wickham (2009), σσ. 195–199.</ref>
 
[[Αρχείο:Frühmittelalterliches Dorf.jpg|330px|μικρογραφία|δεξιά|Σύγχρονη αναπαράσταση χωριού της πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου στη [[Βαυαρία]] της [[Γερμανία]]ς.]]Η καθημερινή ζωή των χωρικών έχει καταγραφεί ελάχιστα σε σχέση με εκείνη των ευγενών. Οι περισσότερες από τις πληροφορίες που σήμερα βρίσκονται στη διάθεση των μελετητών προέρχονται από την [[Αρχαιολογία|αρχαιολογικήναρχαιολογική]] έρευνα: λίγες λεπτομερείς γραπτές μαρτυρίες για τον καθημερινό βίο των κατωτέρωνκατώτερων τάξεων χρονολογούνται πριν τον 9<sup>ο</sup> αιώνα. Οι περισσότερες από τις περιγραφές αυτές προέρχονται είτε από νομικά έγγραφα είτε από γραπτά ανθρώπων υψηλότερης τάξεωςτάξης.<ref name=Wickham204>Wickham (2009), σελ. 204.</ref> Η γαιοκτησία δεν ακολουθούσε ομοιόμορφο μοτίβο στο σύνολο της ΔύσεωςΔύσης. Κάποιες περιοχές παρουσίαζαν μεγάλονμεγάλο κατακερματισμό των γαιών, ενώ σε άλλες οι μεγάλες συνεχείς ιδιοκτησίες γης ήταν το σύνηθες. Οι διαφορές αυτές επέτρεψαν τη δημιουργία μίαςμιας μεγάλης ποικιλίας αγροτικών κοινωνιών, σε κάποιες από τις οποίες κυριαρχούσαν οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες, ενώ άλλες απολάμβαναν μεγάλο βαθμόνβαθμό αυτονομίας.<ref name=Wickham205>Wickham (2009), σσ. 205–210.</ref> Ο εποικισμός γης διέφερε επίσης σημαντικά από περίπτωση σε περίπτωση. Κάποιοι χωρικοί διέμεναν σε μεγάλα χωριά που μπορούσαν να έχουν πληθυσμό έωςμέχρι και 700 κατοίκους. Άλλοι ζούσαν σε μικρές ομάδες περιτριγυρισμένοι από συγγενείς, ενώ άλλοι διέμεναν σε απομονωμένααπομονωμένες αγροκτήματαφάρμες διασκορπισμέναδιασκορπισμένες στην ύπαιθρο. Τέλος, υπήρχαν και περιοχές που εφαρμόζονταν περισσότερα από ένα συστήματα.<ref name=Wickham211>Wickham (2009), σσ. 211–212.</ref> Αντίθετα με την Ύστερη Ρωμαϊκή Περίοδο, δεν υπήρχε βαθύ χάσμα ανάμεσα στην κοινωνική θέση ενός ελευθέρουελεύθερου χωρικού κι ενός ευγενούς, ενώ ήταν εφικτό η οικογένεια του πρώτου να ανέλθει κοινωνικά με το πέρασμα κάποιων γενεών μέσω της παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών σε ισχυρούς άρχοντες.<ref name=Wickham215>Wickham (2009), σελ. 215.</ref>
 
Η ρωμαϊκή αστική ζωή και κουλτούρα άλλαξε δραματικά κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα. Παρόλο που οι ιταλικές πόλεις παρέμειναν κατοικημένες, το μέγεθός τους συρρικνώθηκε. Η [[Ρώμη]], για παράδειγμα, από πληθυσμό εκατοντάδων χιλιάδων βρέθηκε να αριθμεί κάπου 30.000 κατοίκους μέχρι τα τέλη του 6<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα. Οι ρωμαϊκοί ναοί μετατράπηκαν σε χριστιανικούς και τα τείχη της πόλεωςπόλης παρέμειναν σε χρήση.<ref name="Brown24-26">Brown (1998), σσ. 24–26.</ref> Στη ΒόρειονΒόρεια Ευρώπη οι πόλεις επίσης μίκρυναν σε μέγεθος, ενώ τα μνημεία και άλλα δημόσια κτήριακτίρια καταστράφηκαν για να επαναχρησιμοποιηθούν τα [[οικοδομικά υλικά]] τους. Η ίδρυση νέων βασιλείων συνήθως είχε ως συνέπεια τη μεγέθυνση των πόλεων που επιλέγονταν ως πρωτεύουσες.<ref name=City3>Gies και Gies (1973), σσ. 3–4.</ref> Σε ό,τι αφορά τις [[Εβραίοι|εβραϊκές κοινότητες]] των παλαιών ρωμαϊκών πόλεων, μετά τον εκχριστιανισμό της Ευρώπης οι Εβραίοι υπέστησαν σε διάφορες περιπτώσεις διωγμούς. Επισήμως ήταν ανεκτοί, αν και δέχονταν πιέσεις [[Προσηλυτισμός|προσηλυτισμού]], και κατά καιρούς ενθαρρύνονταν να απομακρυνθούν προς άλλες περιοχές.<ref name=Jews191>Loyn (1989), "Jews", σελ. 191.</ref>
 
=== Άνοδος του Ισλάμ ===
[[Αρχείο:Map of expansion of Caliphate.svg|μικρογραφία|αριστερά|380px|''Οι μουσουλαμανικές κατακτήσεις: το σκούρο χρώμα αφορά την περίοδο από το 622 έως το 632, το μεσαίου βάθους χρώμα την περίοδο 632 έως 661 και το ανοιχτό χρώμα την επέκταση που έλαβε χώρα από το 661 έως το 750 μ.Χ.'']]Στα τέλη του 6<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα και στις αρχές του 7<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα, η κατάσταση αναφορικά με την επικρατούσα θρησκεία στην Ανατολική Αυτοκρατορία και την Περσία ήταν ρευστή. Ο προσηλυτισμός πληθυσμών στον [[Ιουδαϊσμός|Ιουδαϊσμό]] ήταν συχνό φαινόμενο και τουλάχιστον ένας πολιτικά ισχυρός [[Άραβες|Άραβας]] στράφηκε σε αυτόν. Χριστιανοί [[Ιεραποστολή|ιεραπόστολοι]] ανταγωνίζονταν τους Πέρσες οπαδούς του [[Ζωροαστρισμός|Ζωροαστρισμού]] στην αναζήτηση πιστών, κυρίως ανάμεσα στους κατοίκους της [[Αραβική Χερσόνησος|αραβικής χερσονήσου]]. Αυτή η διάσπαση σταμάτησε με την εμφάνιση του [[Ισλάμ]] στην Αραβία κατά τη διάρκεια της ζωής του [[Μωάμεθ]] (πεθ. 632).<ref name=Collins143>Collins (1999), σσ. 143–145.</ref> Μετά το θάνατό του, οι ισλαμικές δυνάμεις κυρίευσαν μεγάλο τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Περσίας, ξεκινώντας με τη [[Συρία]] το 634-635 και φτάνοντας στην [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]] το 640-641, στην Περσία μεταξύ των ετών 637 και 642, τη [[Βόρεια Αφρική|Βόρειον Αφρική]] στα τέλη του 7<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα και την [[Ιβηρική χερσόνησος|ιβηρική χερσόνησο]] το 711.<ref name=Collins149>Collins (1999), σσ. 149–151.</ref> Μέχρι το 714 οι ισλαμικές δυνάμεις είχαν κερδίσει τον έλεγχο σημαντικού τμήματος της τελευταίας, μια περιοχή που αποκαλούσαν [[Αλ-Ανταλούς]].<ref name=Reilly52>Reilly (1993), σσ. 52–53.</ref> (πρλ. Ανδαλουσία)
 
Οι ισλαμικές κατακτήσεις έφτασαν το απόγειό τους στα μέσα του 8<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα. Η ήττα των μουσουλμάνων στη [[Μάχη του Πουατιέ (732)|Μάχη του Πουατιέ]] το 732 είχε ωςσαν αποτέλεσμα την επανάκτηση της ΝοτίουΝότιας Γαλλίας από τους [[Φράγκοι|Φράγκους]]. Εντούτοις, η κύρια αιτία της παύσεωςπαύσης της ισλαμικής επεκτάσεωςεπέκτασης στην Ευρώπη ήταν η εκθρόνιση των [[Χαλιφάτο των Ομεϋαδών|Ομεϋαδών]] από τους [[Χαλιφάτο των Αββασιδών|Αββασίδες]]. Οι τελευταίοι μετέφεραν την πρωτεύουσά τους στη [[Βαγδάτη]] και ασχολήθηκαν περισσότερο με τη [[Μέση Ανατολή]] παρά με την Ευρώπη, χάνοντας τον έλεγχο ορισμένων κατεκτημένων περιοχών. Οι απόγονοι των Ομεϋαδών κατέλαβαν την ιβηρική χερσόνησο, οι [[Αγλαβίδες]] πήραν τον έλεγχο της ΒορείουΒόρειας Αφρικής και οι [[Τολουνίδες]] έγιναν οι ηγεμόνες της Αιγύπτου.<ref name=Brown15>Brown (1998), σελ. 15.</ref> Στα μέσα του 8<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα η εικόνα του εμπορίου στη Μεσόγειο είχε λάβει νέα μορφή: το ρωμαϊκό εμπόριο είχαν αντικαταστήσει οι συναλλαγές ανάμεσα στους Φράγκους και τους Άραβες. Οι Φράγκοι εμπορεύονταν ξυλεία, γούνες, ξίφησπαθιά και σκλάβους με αντάλλαγμα [[Μετάξι|μεταξωτά]] και άλλα υφάσματα, [[Μπαχαρικό|μπαχαρικά]] και πολύτιμα [[μέταλλα]] από τους Άραβες.<ref name=Cunliffe427>Cunliffe (2008), σσ. 427–428.</ref>
 
=== Εμπόριο και οικονομία ===
[[Αρχείο:Denier Charlemagne1.jpg|μικρογραφία|330px|δεξιά|''Δηνάριο του [[Καρλομάγνος|Καρλομάγνου]], 768-814 μ.Χ., 21mm, 1,19 g, Νομισματοκοπείο [[Τουλούζη]]ς.'']]Οι μεταναστεύσεις και οι εισβολές του 4<sup>ου</sup> και του 5<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα διατάραξαν την εμπορική δραστηριότητα γύρω από τη [[Μεσόγειος|Μεσόγειο Θάλασσα]]. Τα αγαθά από την [[Αφρική]] σταμάτησαν να βρίσκουν διέξοδο προς την [[Ευρώπη]] και έγιναν σπάνια, αρχικά στην ενδοχώρα και αργότερα παντού, με εξαίρεση κάποια μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η [[Ρώμη]] και η [[Νάπολη]]. Στα τέλη του 7<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα, ως αποτέλεσμα των ισλαμικών κατακτήσεων, τα αφρικανικά προϊόντα εξαφανίστηκαν εντελώς από τη Δυτική Ευρώπη. Η αντικατάσταση αγαθών που προέρχονταν από το υπερπόντιο [[εμπόριο]] με άλλα που παράγονταν τοπικά ήταν εκτεταμένο φαινόμενο στα παλαιά ρωμαϊκά εδάφη κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα. Παρατηρήθηκε δε εντονότερα σε περιοχές που δεν συνόρευαν με τη Μεσόγειο, όπως η ΒόρειοςΒόρεια [[Γαλατία]] και η [[Βρετανία]]. Προϊόντα που έχουν έρθει στο φως από τις ανασκαφές και που δεν παρήχθησαν τοπικά αφορούν κυρίως προϊόντα πολυτελείας. Στα βόρεια τμήματα της Ευρώπης, όχι μόνο τα εμπορικά δίκτυα ήταν τοπικής εμβελείαςεμβέλειας, αλλά και τα αγαθά που μεταφέρονταν ήταν απλά, με ελάχιστα είδη [[κεραμική]]ς ή άλλα περίπλοκα στην κατασκευή προϊόντα. Γύρω από τη Μεσόγειο, τα κεραμικά αγγεία παρέμειναν κύριο ανταλλακτικό προϊόν και φαίνεται πως το εμπόριό τους εκτεινόταν σε δίκτυα μέσης εμβελείαςεμβέλειας κι όχι μόνο τοπικά.<ref name=Wickham218>Wickham (2009), σσ. 218–219.</ref>
 
Όλα τα γερμανικά κράτη της ΔύσεωςΔύσης χρησιμοποιούσαν [[Νόμισμα (κέρμα)|νομίσματα]] που αποτελούσαν απομίμηση υπαρκτών ρωμαϊκών και βυζαντινών μορφών. ΟΤο [[χρυσόςΧρυσός|χρυσάφι]] εξακολουθούσε να αντλείται από [[Ορυχείο|ορυχεία]] μέχρι τα τέλη του 7<sup>ου</sup> αιώνοςαιώνα, οπότε και αντικαταστάθηκε από τοντο [[ασήμι|άργυρο]]. Το βασικό αργυρόασημένιο νόμισμα των [[Φράγκοι|Φράγκων]] ήταν το ''δηνάριο'', ενώ η αγγλοσαξονική εκδοχή του ονομαζόταν ''πένναπένα''. Από τις περιοχές αυτές, τα δύο αυτά νομίσματα εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την ήπειρο στο διάστημα μεταξύ των ετών 700 και 1000. Νομίσματα από [[Χαλκός|χαλκό]] ή [[Ορείχαλκος|ορείχαλκο]] δεν κόπηκαν, ενώ χρυσά κυκλοφορούσαν μόνο στη ΝότιονΝότια Ευρώπη. Επίσης τα ασημένια νομίσματα δεν έφεραν υποδιαιρέσεις.<ref name=Coin>Grierson, "Coinage and currency", ''Middle Ages''.</ref>
 
=== Εκκλησία και μοναχισμός ===