Κάρολος Β΄ της Ρουμανίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: μεγάλη προσθήκη
Γραμμή 134:
 
Μόνο στα τέλη Μαΐου του 1940, όταν η Γαλλία έχασε σαφώς τον πόλεμο, ο Κάρολος στράφηκε αποφασιστικά στην πλευρά του Άξονα. Την τελευταία περίοδο του Ψευδοπολέμου, αφού διεξήγαγε μια εκστρατεία αιματηρής καταστολής κατά της Σιδηράς Φρουράς, που έφτασε στο απόγειό της μετά τη δολοφονία του Τσελινέσκου, ο Κάρολος άρχισε μια πολιτική προσέγγισης των επιζώντων ηγετών της Σιδηράς Φρουράς καθώς αισθανόταν ότι μια «εξημερωμένη» Σιδηρά Φρουρά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πηγή λαϊκής υποστήριξης. Τον Απρίλιο του 1940 κατέληξε σε συμφωνία με το Βασίλε Νοβεάνου, ηγέτη της παράνομης Σιδηράς Φρουράς της Ρουμανίας, αλλά μόνο στις αρχές Μαΐου του 1940 ο Χόρια Σίμα, ηγέτης των εξόριστων Σιδηροφρουρών στη Γερμανία, πείστηκε να στηρίξει την κυβέρνηση. Στις 26 Μαΐου 1940 ο Σίμα επέστρεψε από τη Γερμανία στη Ρουμανία για να ξεκινήσει συνομιλίες με το Στρατηγό Mιχαήλ Μορούζοφ της μυστικής υπηρεσίας σχετικά με τη συμμετοχή της Σιδηράς Φρουράς στην κυβέρνηση. Στις 28 Μαΐου 1940, όταν πληροφορήθηκε την παράδοση του Βελγίου, ο Κάρολος είπε στο Συμβούλιο του Στέμματος ότι η Γερμανία επρόκειτο να κερδίσει τον πόλεμο και έτσι η Ρουμανία έπρεπε να επανευθυγραμμίσει την εξωτερική και την εσωτερική πολιτική της με τους νικητές. Στις 13 Ιουνίου 1940 επετεύχθη συμφωνία που επέτρεψε στη Σιδηρά Φρουρά να ενταχθεί στο Εθνικό Μέτωπο Αναγέννησης (που μετονομάστηκε στο Κόμμα του Έθνους) με αντάλλαγμα σκληρότερους αντισημιτικούς νόμους. Στις 21 Ιουνίου 1940 η Γαλλία υπέγραψε ανακωχή με τη Γερμανία. Η ελίτ της Ρουμανίας ήταν για τόσο πολύ καιρό τόσο εμμονικά γαλλόφιλη, που η ήττα της Γαλλίας είχε ως αποτέλεσμα η ελίτ αυτή να υποτιμηθεί στα μάτια της κοινής γνώμης και να οδηγήσει σε ανάκαμψη της λαϊκής υποστήριξης για τη γερμανόφιλη Σιδηρά Φρουρά.
 
Εν μέσω αυτής της στροφής προς τη Σιδηρά Φρουρά και τη Γερμανία ήρθε μια βόμβα από τη Σοβιετική Ένωση. Στις 26 Ιουνίου 1940 η Σοβιετική Ένωση επέδωσε τελεσίγραφο ζητώντας από τη Ρουμανία να της παραδώσει την περιοχή της [[Βεσσαραβία]] (που ανήκε στη Ρωσία μέχρι το 1918) και το βόρειο τμήμα της [[Βουκοβίνα]]ς (που δεν ανήκε ποτέ στη Ρωσία) στη Σοβιετική Ένωση. Απείλησε με πόλεμο εντός δύο ημερών αν απορριφθεί το τελεσίγραφο. Ο Κάρολος προς στιγμήν σκέφθηκε να ακολουθήσει το παράδειγμα της [[Φινλανδία]]ς το 1939, όταν αντιμετώπισε παρόμοιο σοβιετικό τελεσίγραφο, αλλά το αποτέλεσμα του [[Σοβιετοφινλανδικός πόλεμος του 1939|Χειμερινού Πολέμου]] ήταν ελάχιστα ικανοποιητικό. Ο Κάρολος σκέφτηκε αρχικά να απορρίψει το τελεσίγραφο, αλλά όταν πληροφορήθηκε ότι ο Ρουμάνικος Στρατός δεν θα είχε καμία δυνατότητα σύγκρισης με τον Κόκκινο Στρατό, συμφώνησε να παραχωρήσει τη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Βουκοβίνα στη Σοβιετική Ένωση. Ο Κάρολος απευθύνθηκε στο Βερολίνο για υποστήριξη ενάντια στο σοβιετικό τελεσίγραφο, μόνο για να του ζητηθεί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του Στάλιν. Η απώλεια των περιοχών αμαχητί στη Σοβιετική Ένωση θεωρήθηκε εθνική ταπείνωση από το ρουμανικό λαό και αποτέλεσε τεράστιο πλήγμα για το κύρος του Καρόλου. Το 1940 η προσωπολατρεία του Καρόλου είχε φτάσει σε τέτοια ακραίο σημείο που η απόσυρση από τη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Βουκοβίνα χωρίς καμία αντίσταση αποκάλυψε ότι ο Κάρολος ήταν τελικά ένας κοινός άνθρωπος.
 
Στις 28 Ιουνίου 1940 ο Σίμα εισήλθε στο υπουργικό συμβούλιο ως Υφυπουργός στο Υπουργείο Παιδείας. Την 1η Ιουλίου 1940 ο Κάρολος αποκήρυξε τόσο τη συμμαχία του 1926 με τη Γαλλία όσο και την αγγλο-γαλλική "εγγύηση" με ραδιοφωνική ομιλία, λέγοντας ότι στο εξής η Ρουμανία θα αναζητούσε στη θέση της στη Γερμανοκρατούμενη «Νέα Τάξη» στην Ευρώπη. Την επόμενη μέρα κάλεσε μια γερμανική στρατιωτική αποστολή να εκπαιδεύσει το ρουμανικό στρατό. Στις 4 Ιουλίου 1940 όρκισε μια νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον Ioν Τζιγκούρτου με το Σίμα Υπουργό Τεχνών και Πολιτισμού. Ο Τζιγκούρτου ήταν ηγετική μορφή στο αντισημιτικό Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα τη δεκαετία του 1930, ήταν εκατομμυριούχος επιχειρηματίας με πολλές διασυνδέσεις με τη Γερμανία και γνωστός γερμανόφιλος. Για όλους αυτούς τους λόγους ο Κάρολος ήλπιζε ότι έχοντας πρωθυπουργό το Τζιγκούρτου θα αποσπούσε την ευαρέσκεια του Χίτλερ και έτσι θα απέτρεπε οποιαδήποτε περαιτέρω εδαφική απώλεια. Παράλληλα υπέγραψε μια νέα οικονομική συνθήκη με τη Γερμανία στις 8 Αυγούστου 1940, που τελικά έδωσε στους Γερμανούς την οικονομική κυριαρχία της Ρουμανίας και του πετρελαίου της, που αναζητούσαν όλη τη δεκαετία του 1930.
 
Αμέσως μετά, εμπνευόμενοι από το σοβιετικό παράδειγμα για την απόσπαση ρουμανικών εδαφών, οι Βούλγαροι ζήτησαν την επιστροφή της [[Δοβρουτσά]]ς, μιας περιοχής που έχασαν στο [[Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος|Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο]] του 1913, ενώ οι Ούγγροι απαίτησαν την επιστροφή της Τρανσυλβανίας, που είχαν χάσει από τη Ρουμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ρουμανία και η Βουλγαρία ξεκίνησαν συνομιλίες που κατέληξαν στη Συνθήκη της Κραϊόβα, που προέβλεπε την προσχώρηση της νότιας Δοβρουτσάς στη Βουλγαρία. Από την άλλη πλευρά ο Κάρολος αποδείχτηκε απρόθυμος να παραχωρήσει την Τρανσυλβανία και, αν δεν υπήρχε η διπλωματική παρέμβαση της Γερμανίας και της Ιταλίας, η Ρουμανία και η Ουγγαρία θα κατέληγαν σε πόλεμο μεταξύ τους το καλοκαίρι του 1940. Ο Χίτλερ ανησυχούσε για την πιθανότητα ενός Ουγγρορουμανικού πολέμου,που φοβόταν ότι θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας ή σε σοβιετική κατοχή όλης της Ρουμανίας. Τότε ο Χίτλερ είχε ήδη εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο εισβολής στη Σοβιετική Ένωση το 1941, και αν επρόκειτο να κάνει κάτι τέτοιο, θα χρειαζόταν ρουμανικό πετρέλαιο για το στρατό του.
 
Η λύση που έδωσε ο Άξονας στην ουγγρορουμανική σύγκρουση ήταν η Δεύτερη Επιδίκαση της Βιέννης της 30ης Αυγούστου 1940. Με τη συμφωνία αυτή, ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών [[Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ]] και ο Ιταλός ομόλογός του, Κόμης [[Γκαλεάτσο Τσιάνο]], επέβαλαν η βόρεια Τρανσυλβανία να δοθεί στην Ουγγαρία ενώ η νότια Τρανσυλβανία να μείνει στη Ρουμανία. Αυτός ήταν ένας συμβιβασμός που άφησε βαθύτατα δυσαρεστημένους τόσο τη Βουδαπέστη όσο και το Βουκουρέστι. Για οικονομικούς λόγους η Ρουμανία ήταν πολύ πιο σημαντική για τον Χίτλερ από ό, τι η Ουγγαρία, αλλά η Ρουμανία είχε συμμαχήσει με τη Γαλλία από το 1926 και είχε φλερτάρει με την ένταξη στο εμπνευσμένο από τη Βρετανία "μέτωπο ειρήνης" το 1939, οπότε ο Χίτλερ Θεώρησε ότι η Ρουμανία άξιζε να τιμωρηθεί επειδή περιμένει τόσο πολύ για να ευθυγραμμιστεί με τον Άξονα. Μετά την πτώση του Παρισιού τον Ιούνιο του 1940 οι Γερμανοί κατέλαβαν τα αρχεία του γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών και ήταν επομένως καλά ενημερωμένοι για τη διπλή γραμμή που ο Κάρολος είχε ακολουθήσει μέχρι την άνοιξη του 1940. Αποσπάσματα των ληφθέντων γαλλικών εγγράφων μεταφράστηκαν στα γερμανικά για να τα διαβάσει ο Χίτλερ (που δεν γνώριζε άλλη γλώσσα εκτός από τη μητρική του Γερμανική), που διαπίστωσε τις προσπάθειες του Καρόλου να σφυρηλατήσει στενότερους δεσμούς με τη Γαλλία και ταυτόχρονα να διακηρύξει τη φιλία της προς τη Γερμανία. Μαζί με την Επιδίκαση της Βιέννης ο Χίτλερ προσέφερε στον Κάρολο μια "εγγύηση" της απομένουσας Ρουμανίας έναντι περαιτέρω εδαφικών απωλειών, που ο Κάρολος δέχτηκε αμέσως.
 
Στο μεταξύ, ο Κάρολος είχε φυλακίσει το Στρατηγό [[Ιόν Αντονέσκου]] στις 9 Ιουλίου 1940, όταν ο τελευταίος επέκρινε το βασιλιά, κατηγορώντας ότι η διαφθορά της βασιλικής κυβέρνησης ήταν υπεύθυνη για την στρατιωτική υστέρηση της Ρουμανίας και επομένως την απώλεια της Βεσσαραβίας. Τόσο ο Φαμπρίτσιους όσο και ο Χέρμαν Νοϊμπάχερ, ο υπεύθυνος για την υλοποίηση του Τετραετούς Σχεδίου στα Βαλκάνια, παρενέβησαν στον Κάρολο, λέγοντας ότι ο «τυχαίος θάνατος» του Αντονέσκου ή «ο πυροβολισμός του ενώ θα προσπαθούσε να δραπετεύσει» θα «έκανε πολύ άσχημη εντύπωση στη Γερμανική ηγεσία", καθώς ο Αντονέσκου ήταν γνωστός ως ηγετικός υποστηρικτής μιας συμμαχίας με τη Γερμανία. Στις 11 Ιουλίου 1940 ο Κάρολος απελευθέρωσε τον Αντονέσκου, αλλά τον έθεσε σε κατ 'οίκον περιορισμό στη Μονή Μπίστριτσα.