Ανθρακικό άλας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Απλά άλλαξα μια λέξη
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 5.54.230.6 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό [[Χρήστης:M...
Γραμμή 2:
 
== Γενικά ==
Ο όρος "ανθρακικό" χρησιμοποιείται ευρύτερα, για να περιγράψει την ενανθράκωση νερού ή εννός οξέου ποτούαναψυκτικού.
Στη δε [[γεωλογία]] και ορυκτολογία, ο ίδιος όρος μπορεί να αναφέρεται τόσο σε ανθρακικά ορυκτά όσο και σε ανθρακικό πέτρωμα όπου και στις δύο περιπτώσεις κυριαρχεί το ανθρακικό ιόν, CO<sub>3</sub><sup>−2</sup>.<br />
Τα ανθρακικά ορυκτά βρίσκονται σε μεγάλη ποικιλία στη φύση και είναι ευρύτατα διαδεδομένα κυρίως ως καθιζήματα σε ιζηματογενή πετρώματα. Τα πιο κοινά στερεά ανθρακικά άλατα εξ αυτών, εκτός εκείνων που παρατηρούνται σε μέταλλα είναι ο [[ασβεστίτης]] ή [[ανθρακικό ασβέστιο]], που αποτελεί και το κύριο συστατικό του ασβεστόλιθου (όπως και των οστρακοδέρμων και των σκελετών των κοραλλιών), ο [[δολομίτης]], το [[ανθρακικό μαγνήσιο]], το [[ανθρακικό μαγγάνιο]], το [[ανθρακικό νάτριο]] (κοινώς η "[[σόδα]]" του εμπορίου) και το [[ανθρακικό κάλιο]] (κοινώς «[[ποτάσα]]") που φέρονται να έχουν χρησιμοποιηθεί από την [[αρχαιότητα]] σε καθαρισμούς και συντηρήσεις, καθώς και για την παρασκευή γυαλιού.