Γκαμπριέλ Φωρέ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Robot: Αφαίρεση κατηγοριών έτους γέννησης/θανάτου
Γραμμή 7:
Έκτο κατά σειρά τέκνο μιας καλλιεργημένης οικογένειας, ο Φωρέ γεννήθηκε στην κοινότητα του [[Παμιέ]] των γαλλικών Πυρηναίων. Λόγω προβλημάτων υγείας της μητέρας του Marie-Antoinette-Hélène Lalène-Laprade, μέχρι την ηλικία των τεσσάρων έζησε με μια τροφό· το 1849 ο πατέρας του, Toussaint-Honoré Fauré, διορίζεται διευθυντής της ''École Normale'' στο Μονγκωζύ και ο Φωρέ επιστρέφει στην οικογένειά του. Δίπλα στο σχολείο του υπήρχε ένα παρεκκλήσιο, όπου ο Φωρέ έπαιζε συχνά [[αρμόνιο]]· μια τυφλή ηλικιωμένη που τον άκουσε, αναγνώρισε το πηγαίο του ταλέντο και ενημέρωσε τον πατέρα του. Αργότερα, το 1853, ο Dufaur de Saubiac -αξιωματούχος της [[Εθνοσυνέλευση της Γαλλίας|Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης]]- επίσης άκουσε τον νεαρό Φωρέ να παίζει και εισηγήθηκε τις περαιτέρω σπουδές του. Μετά από έναν χρόνο, ο πατέρας του συμφώνησε και ο 9χρονος Φωρέ εισάγεται στη Σχολή Κλασικής και Θρησκευτικής Μουσικής που μόλις είχε ανοίξει ο Ελβετός [[Λουί Νίντερμάγιερ]] στο [[Παρίσι]] <ref name=grove>Nectoux, Jean-Michel. [http://www.oxfordmusiconline.com/subscriber/article/grove/music/09366 "Fauré, Gabriel (Urbain)"], ''Grove Online'', Oxford Music Online, accessed 21 August 2010</ref>.
 
Λαμβάνοντας υποτροφία από την Επισκοπή της γενέτειράς του, παρέμεινε στη σχολή ως εσωτερικός για περίπου ένδεκα χρόνια· τα δωμάτια ήταν σκοτεινά και το συσσίτιο μέτριο, ενώ το αυστηρό καθεστώς επέβαλλε την ενδυμασία μιας περιστόλιστης στολής {{#tag:ref|Ένας κατοπινός συγγραφέας περιγράφει μια φωτογραφία του Φωρέ ως μαθητή "«να φορά τη σχολική στολή, μοιάζοντας με τον Άρθουρ Σάλλιβαν από το Βασιλικό Παρεκκλήσι"».<ref>Henderson, A. M. [http://www.jstor.org/stable/922657 "Memories of Some Distinguished French Organists – Fauré"]. ''[[The Musical Times]]'', September 1937, pp. 817–19, accessed 22 August 2010</ref>|group= n}}. Η μουσική εκπαίδευση ωστόσο ήταν εξαίρετη<ref>Jones, p. 15</ref>: υπό τη διεύθυνση του Νίντερμάγιερ το εκπαιδευτικό αντικείμενο επικεντρωνόταν στην εκκλησιαστική μουσική, με σκοπό την παραγωγή άριστων οργανιστών και διευθυντών χορωδίας. Οι καθηγητές του περιλάμβαναν τον Clément Loret στο [[εκκλησιαστικό όργανο]], τον Louis Dietsch στην [[αρμονία]], τον Xavier Wackenthaler στην [[αντίστιξη]] και τη [[φούγκα]], καθώς και τον ίδιο τον Νίντερμάγιερ στο πιάνο, το [[γρηγοριανό μέλος]] και τη σύνθεση <ref name=grove/>.
 
[[Αρχείο:Camille Saint-Saëns.jpg|left|thumb|Ο καθηγητής και επιστήθιος φίλος του Φωρέ, Καμίγ Σαιν-Σανς]]
Γραμμή 26:
Με τη νόμιμη γυναίκα του απέκτησε δύο γιούς, το 1883 τον Εμμανουέλ Φωρέ-Φρεμιέ (με διπλό επώνυμο κατ' απαίτηση της συζύγου του), που εξελίχθηκε σε διεθνούς φήμης βιολόγο<ref>Willmer, E. N. [http://www.jstor.org/stable/769659 "Emmanuel Fauré-Fremiet, 1883–1971"], ''Biographical Memoirs of Fellows of the Royal Society'', Vol. 18 (November 1972), pp. 187–221, The Royal Society, accessed 7 September 2010</ref>, και τον Φιλίπ το 1889<ref name=grove/>. Για τον βιοπορισμό τους ο Φωρέ διηύθυνε την εκκλησιαστική χορωδία της Μαντλέν καθημερινά, ενώ παρέδιδε μαθήματα πιάνου και αρμονίας. Οι συνθέσεις του δεν απέφεραν αξιόλογα ποσά, καθώς ο εκδότης τις αγόραζε για 50 φράγκα την καθεμιά, χωρίς να του αποδίδει πνευματικά δικαιώματα. Απ' αυτή την περίοδο προέρχονται αρκετά -μεγάλης κλίμακας- έργα, καθώς και πολλά κομμάτια για πιάνο και τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία τα κατέστρεψε μετά από μερικές παραστάσεις, κρατώντας μόνο κάποια ως πηγή ιδεών<ref name=grove/>.
 
Ως νεαρός, ο Φωρέ υπήρξε πολύ εύθυμος· στα λόγια ενός φίλου, ήταν "''«γεμάτος από νεανικό, ακόμη και παιδικό, κέφι''"»<ref>Jones, p. 31</ref>. Ο διαλυμένος του αρραβώνας, σε συνδυασμό με την ανεπιτυχή του καριέρα, επέφεραν σημάδια κατάθλιψης, τα οποία ο ίδιος περιέγραφε ως "«χολή"». Στη δεκαετία του 1890, ωστόσο, τα πράγματα βελτιώθηκαν. Με τον θάνατο το 1892 του [[Ερνέστ Ζιρώ]], καθηγητή σύνθεσης στο [[Ωδείο των Παρισίων]] (Conservatoire de Paris) , ο Σαιν-Σανς τον παρότρυνε να αιτηθεί της κενής θέσης. Η συντηρητική διοίκηση του Ωδείου θεωρούσε τον Φωρέ «επικίνδυνα μοντέρνο» και ο διευθυντής, [[Αμπρουάζ Τομά]], απέτρεψε την πρόσληψη διαμηνύοντας: "''«Ο Φωρέ; Ποτέ! Αν διοριστεί εδώ, εγώ παραιτούμαι''"»<ref>Nectoux (1991), p. 224</ref>. Εντούτοις, ο Φωρέ αναλαμβάνει μια άλλη θέση που κατείχε ο Ζιρώ, αυτή του επιθεωρητή ωδείων και μουσικών σχολών ανά τη γαλλική επαρχία· το πόστο περιλαμβάνει συχνά και μακρόχρονα ταξίδια σ' ολόκληρη τη χώρα, αλλά βέβαια του παρέχει ένα σταθερό εισόδημα, που καθιστούν τα ιδιαίτερα μαθήματα πλέον περιττά<ref>Jones, p. 65</ref>.
 
Το 1896 ο Αμπρουάζ Τομά πεθαίνει και τη διεύθυνση του Ωδείου αναλαμβάνει ο Τεοντόρ Ντυμπουά, τον οποίον ο Φωρέ με τη σειρά του διαδέχεται ως κύριος οργανίστας της Μαντλέν. Η διεύθυνση υπό τον Ντυμπουά δεν ήταν άνευ συνεπειών: ο Ζυλ Μασνέ, καθηγητής σύνθεσης του Ωδείου, περίμενε να διαδεχθεί τον Τομά, ωστόσο επέμενε στην ισόβια ανάληψη της θέσης<ref>Jones, p. 78</ref>. Καθώς απορρίφθηκε, τη θέση κατέλαβε ο Ντυμπουά και ο Μασνέ παραιτήθηκε οργισμένος<ref>Nectoux (1984), pp. 224–25</ref>. Εν τέλει ο Φωρέ αναλαμβάνει την τάξη της σύνθεσης, από την οποία θα περάσουν αρκετοί μετέπειτα γνωστοί συνθέτες, μερικοί από τους οποίους περιλαμβάνουν τους [[Μωρίς Ραβέλ]], [[Λουί Ωμπέρ]], [[Τζόρτζε Ενέσκου]] και τη [[Νάντια Μπουλανζέ]]<ref name=grove/>. Κατά την άποψη του Φωρέ, οι μαθητές χρειάζονταν μια στιβαρή βάση με τα στοιχειώδη, έργο που ανέθεσε με χαρά στον ικανότατο βοηθό του, [[Αντρέ Ζεντάλζ]]<ref>Nectoux (1991), p. 246</ref>· η δική του συνεισφορά εστιαζόταν στο πώς να βοηθήσει τον κάθε μαθητή να εφαρμόσει αυτά τα στοιχειώδη στα προσωπικά του μέτρα και αισθητική. Ένας μαθητής του, ο [[Ζαν Ροζέρ-Ντυκάς]], έγραφε αργότερα, πως "''«διόρθωνε την κάθε εργασία, επικαλούμενος τους κανόνες της φόρμας... και ανατρέχοντας πάντα σε κάποιο παράδειγμα από τους μεγάλους συνθέτες''"»<ref>Nectoux (1991), p. 307</ref>. Ο Ραβέλ, από την άλλη, πάντα ενθυμούνταν το «ανοιχτό μυαλό» του δασκάλου του, ο οποίος -βλέποντας για πρώτη φορά το κουαρτέτο εγχόρδων του Ραβέλ- δεν έδειξε ιδιαίτερο ενθουσιασμό· μετά από μερικές μέρες, ξανακοιτώντας του δήλωσε "''«μπορεί και να είχα κάνει λάθος [εκτίμηση]''"»<ref>Nichols, p. 103</ref>. Στα λόγια του μουσικολόγου Ανρί Πρυνιέρ, "''«αυτό που ο Φωρέ ανέπτυξε στους μαθητές του ήταν το αισθητικό κριτήριο, την αρμονική ευαισθησία, την αγάπη για τις καθαρές γραμμές, τις απρόσμενες και χρωματιστές μετατροπίες· ποτέ όμως δεν τους ώθησε να γράφουν στο δικό του ύφος και γι' αυτόν τον λόγο κατάφεραν όλοι τους να βρουν το δικό τους προσωπικό μονοπάτι, συχνά σε αντιδιαμετρικές κατευθύνσεις''"»<ref>Copland, ''quoting'' Henri Prunières</ref>.
 
Στην αλλαγή του αιώνα, ο Φωρέ γράφει μουσική για το θεατρικό του Μωρίς Μέτερλινκ, "''Πελλέας και Μελισάνθη''" (1898), καθώς και τον "''Προμηθέα''", μια λυρική τραγωδία για το αμφιθέατρο στην πόλη [[Μπεζιέ]]. Καθώς προοριζόταν για εκτέλεση σε ανοιχτό χώρο, η ενορχήστρωση είναι για μια μεγάλη ορχήστρα και χορωδία. Η πρεμιέρα του τον Αύγουστο του 1900 αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία, που επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά, αλλά και στο Παρίσι το 1907. Δέκα χρόνια μετά παίζεται στην [[Όπερα των Παρισίων]], σε εκδοχή για κανονικού μεγέθους ορχήστρα και χορωδία, και ακολουθούν άλλες 40 παραστάσεις{{#tag:ref|Η Παρισινή πρεμιέρα του 1907 έλαβε χώρα στον Ιππόδρομο του Vincennes Racecourse, αλλά η ακουστική ήταν τόσο κακή που οι υπόλοιπες παραστάσεις μεταφέρθηκαν στην [[Όπερα των Παρισίων]]. Η αναθεωρημένη ενορχήστρωση του 1917 έγινε κατά παράκληση του Φωρέ από τον Ροζέ-Ντυκάς.<ref>Nectoux (1991), p. 370</ref>|group= n}}. Από το 1903 ως το 1921 ο Φωρέ γράφει μουσικές κριτικές στην εφημερίδα Λε Φιγκαρό, ρόλος που όμως δεν του ταιριάζει· ο βιογράφος του, Ζαν-Μισέλ Νεκτού, το εξηγεί αυτό, λέγοντας πως "''«η φυσική του καλοσύνη και το ανοιχτό του μυαλό αν μη τι άλλο του έδιναν το έναυσμα να εστιάζει στα θετικά στοιχεία ενός έργου''"»<ref name=grove/>.
 
=== Επικεφαλής του Ωδείου Παρισίων ===
Το 1905 έλαβε χώρα ένα σκάνδαλο ανάμεσα στους μουσικούς κύκλους της Γαλλίας, με μήλο της έριδος το κορυφαίο μουσικό έπαθλο, το [[Βραβείο της Ρώμης]]· η γενική γνώμη ήταν ότι το βραβείο έπρεπε να είχε δοθεί στον μαθητή του Φωρέ, Μωρίς Ραβέλ, κάτι που δεν έγινε λόγω αντιδραστικών στοιχείων εντός του Ωδείου. Σαν επακόλουθο, παραιτείται της διεύθυνσης ο Ντυμπουά και αναλαμβάνει ο Φωρέ, ο οποίος -με την υποστήριξη της κυβέρνησης- έκανε δραστικές αλλαγές, τόσο σε διοικητικά θέματα, όσο και στο πρόγραμμα σπουδών. Μία απ' αυτές ήταν η καθιέρωση εξωτερικών επιτροπών σε εξετάσεις και διαγωνισμούς, το οποίο εξανάγκασε κάποιους καθηγητές σε παραίτηση· ο λόγος ήταν οικονομικός, αφού πλέον δεν μπορούσαν να τύχουν ειδικής μεταχείρησης οι μαθητές τους, στους οποίους παρέδιδαν ιδιαίτερα μαθήματα<ref>Woldu, Gail Hilson. [http://www.jstor.org/stable/928428 "Gabriel Fauré, directeur du Conservatoire: les réformes de 1905"], Revue de Musicologie, T. 70e, No. 2e (1984), pp. 199–228, Société Française de Musicologie. French text. Accessed 7 September 2010.</ref>. Όσον αφορά στο πρόγραμμα σπουδών, οι αλλαγές ήταν τόσο σαρωτικές, που οι παλαιότεροι της σχολής του απέδωσαν το παρατσούκλι "«Ροβεσπιέρος"», καθώς το εύρος της διδασκόμενης ύλης εκμοντερνίστηκε και διευρύνθηκε, ώστε να καλύπτει τα πιο πρόσφατα έργα. Κατά τον Νεκτού, "''εκεί που ο [[Ντανιέλ Φρανσουά Εσπρί Ωμπέρ|Ωμπέρ]], ο [[Φρομεντάλ Αλεβύ|Αλεβύ]] και ο [[Τζάκομο Μέγιερμπέερ|Μέγιερμπέερ]] ήταν επιβεβλημένοι... τώρα ήταν δυνατό να τραγουδήσει κανείς μια άρια του [[Ζαν Φιλίπ Ραμώ|Ραμώ]], ή ακόμη και του Βάγκνερ -ονόματα μέχρι πρότινος απαγορευμένα εντός των τειχών του Ωδείου''"»<ref name=Nectoux269>Nectoux (1991), p. 269</ref>. Το ρεπερτόριο πλέον εκτείνονταν από την Αναγεννησιακή [[πολυφωνία]], μέχρι τα έργα του [[Κλωντ Ντεμπυσσύ|Ντεμπυσσύ]]<ref name=Nectoux269/>.
 
Όσο για τον ίδιο τον Φωρέ, η νέα του θέση σήμαινε καλύτερες οικονομικές απολαβές, αλλά και την ευρύτερη φήμη του ως συνθέτη. Η διοίκηση του Ωδείου, ωστόσο, δεν του άφηνε αρκετό χρόνο για σύνθεση· τα καλοκαίρια αποσύρονταν -συνήθως σε κάποιο ξενοδοχείο με θέα τις λίμνες της Ελβετίας<ref name=Nectoux270>Nectoux (1991), p. 270</ref>- για να επικεντρωθεί στο έργο του. Από την περίοδο αυτή προέρχεται η λυρική του όπερα [[Πηνελόπη (Φωρέ)|Πηνελόπη]], μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά του τραγούδια, όπως ο κύκλος ''La chanson d'Ève'', Op. 95, καθώς και κάποια κομμάτια για πιάνο (τα ''Νυχτερινά'' Νο. 9-11 και οι ''Βαρκαρόλλες'' Νο. 7-11).
Γραμμή 39:
Το 1909 εκλέγεται μέλος του [[Γαλλικό Ινστιτούτο|Γαλλικού Ινστιτούτου]]· είχε τη στήριξη του πεθερού του και του Σαιν-Σανς -αμφότεροι μέλη από παλιά- και κατάφερε, με ψήφους 18 έναντι 16, να επιβληθεί του Βιντόρ<ref name=jones133>Jones, p. 133</ref>. Τον ίδιο χρόνο μια ομάδα νέων συνθετών, υπό τον Ραβέλ και τον [[Σαρλ Κεκλέν]] (Koechlin), διέκοψαν την συμμετοχή τους στην Εθνική Λέσχη Μουσικής, η οποία -με επικεφαλής τον [[Βενσάν ντ' Εντύ]] (d'Indy)- είχε παρακμάσει σε οργανισμό τοπικής αντίδρασης. Δημιουργούν μία καινούρια λέσχη, την Ανεξάρτητη Μουσική Λέσχη (''Société Musicale Indépendante''), την ηγεσία της οποίας δέχεται να αναλάβει ο Φωρέ. Παραμένει εντούτοις και στην παλιά Λέσχη, διατηρώντας τις καλύτερες σχέσεις με τον ντ' Εντύ· ο ρόλος του στη νέα Λέσχη ήταν η προώθηση νέων έργων<ref name=jones133/>. Στα 1911 επιβλέπει τη μεταφορά του Ωδείου στην οδό Μαδρίττης (''rue de Madrid'')<ref name=Nectoux270/>, περίοδο κατά την οποία αναπτύσει ωτικά προβλήματα, που σταδιακά τον οδήγησε στην κώφωση· οι ήχοι έγιναν αδύναμοι και παραμορφωμένοι, και δεν μπορούσε πλέον να ξεχωρίσει το τονικό ύψος. Αν και προσπάθησε να συγκαλύψει το πρόβλημά του, εν τέλει έγινε τόσο εμφανές, που αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την έδρα του<ref name=landormy>Landormy, Paul and M. D. Herter. [http://www.jstor.org/stable/739035 "Gabriel Fauré (1845–1924)"], ''The Musical Quarterly'', Vol. 17, No. 3 (July 1931), pp. 293–301, Oxford University Press, accessed 4 September 2010</ref>.
 
Στις αρχές του αιώνα, η μουσική του περνάει τα σύνορα της Γαλλίας και αρχίζει να ακούγεται στη Βρετανία και -σε μικρότερο βαθμό- στη Γερμανία, την Ισπανία και τη Ρωσσίαref>Nectoux (1991), p.&nbsp;278</ref>. Τακτικός επισκέπτης της Αγγλίας, το 1908 προσκλήθηκε να παίξει στο [[Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ|Παλάτι του Μπάκιγκχαμ]], κάτι που του άνοιξε πολλές πόρτες στο [[Λονδίνο]] και παραπέρα<ref>Nectoux (1991), p. 283</ref>. Τον ίδιο χρόνο, είχε μάλιστα την ευκαιρία να παρακολουθήσει την πρώτη εκτέλεση της Πρώτης Συμφωνίας του [[Έντουαρντ Έλγκαρ|Έλγκαρ]], με τον οποίο κατόπιν γευμάτισαν<ref>Moore, p. 547</ref>. Σε γράμμα του στον κοινό τους φίλος Φρανκ Σούστερ αναφέρει ότι "''«ο Φωρέ είναι ένας πραγματικός τζέντλεμαν - από την καλύτερη πάστα των Γάλλων και τον θαυμάζω απεριόριστα''"»<ref>Anderson, p. 156</ref>. Σε μία κίνηση μεγαλοθυμίας, προσπάθησε να συμπεριλάβει το [[Ρέκβιεμ (Φωρέ)|Ρέκβιεμ]] του Φωρέ στο Φεστιβάλ των Τριών Χορωδιών, ωστόσο δεν παρουσιάστηκε παρά μόνο το 1937, σχεδόν 50 χρόνια μετά τη γαλλική του πρεμιέρα. Συνθέτες απ' όλη την Ευρώπη του έπλεκαν το εγκώμιο: ο [[Τσαϊκόφσκι]] τον θεωρούσε "αξιαγάπητο"<ref>Anderson, Robert. [http://www.jstor.org/stable/963471 "Review: Insights",] ''The Musical Times'', February 1985, pp. 93–94, accessed 5 September 2010</ref>, ο [[Ρίχαρντ Στράους]] ζήτησε τις συμβουλές του <ref>Jones pp. 124–25</ref> και ο Αμερικανός [[Άαρον Κόπλαντ]] δήλωνε μέγας του θαυμαστής<ref name=copland/>, ενώ η φιλική του σχέση με τον [[Ισαάκ Αλμπένιθ]] μαρτυρείται και από την πολυετή τους αλληλογραφία<ref>Jones, p. 10</ref>.
 
Με το ξέσπασμα του [[Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος|Α΄Παγκοσμίου Πολέμου]] ο Φωρέ βρίσκεται αποκλεισμένος στη Γερμανία, όπου περνάει συνθέτοντας τις καλοκαιρινές του διακοπές. Καταφέρνει να επιστρέψει στο Παρίσι διαμέσου Ελβετίας<ref>Jones, pp. 160–61</ref>, όπου και παραμένει κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όταν μια ομάδα Γάλλων μουσικών -με επικεφαλής τον Σαιν-Σανς- προσπάθησε να μποϋκοτάρει τη γερμανική μουσική, ο Φωρέ με τον Μεσαζέ αποστασιοποιήθηκαν από την ιδέα, χωρίς ωστόσο να χαλάσουν τις σχέσεις τους με τον Σαιν-Σανς<ref>Jones, pp. 162–65</ref>. Για τον Φωρέ, η μουσική δεν μπορούσε να τοποθετηθεί σε εθνικά πρότυπα, καθώς η τέχνη του "''«μιλάει μια γλώσσα πέρα και πάνω από τις άλλες, που καταρρέει όταν τη χρησιμοποιούν για την έκφραση συναισθημάτων και φρονημάτων που ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο έθνος''"»<ref>Caballero, Carlo. [http://www.jstor.org/stable/746624 ''Review: Gabriel Fauré: A Musical Life'']. ''19th-Century Music'', Vol. 16, No. 1 (Summer, 1992), pp. 85–92, University of California Press, accessed 6 September 2010</ref>. Ωστόσο, είχε επίγνωση ότι τα έργα του στη Γερμανία ήταν περισσότερο σεβαστά παρά αγαπητά. Τον Ιανουάριο το 1905, επισκεπτόμενος για συναυλίες τη [[Φρανκφούρτη]] και την [[Κολωνία]], είχε γράψει: "''«οι κριτικοί γράφουν για τη μουσική μου ότι είναι κάπως ψυχρή και "καλοθρεμμένη"! Δεν υπάρχει αμφιβολία, οι Γάλλοι με τους Γερμανούς δεν έχουν ουδεμία σχέση''"»<ref>Nectoux (1991), p. 277</ref>.
 
=== Τα τελευταία χρόνια ===
[[Αρχείο:Choumoff - Gabriel Fauré at the piano.jpg|thumb|Ο Φωρέ σε φωτογραφία του Pierre Choumoff]]
Το 1920, στην ηλικία των 75 πλέον ετών, ο Φωρέ συνταξιοδοτείται από το Ωδείο, κυρίως λόγω της κώφωσης και της φθίνουσας υγείας του<ref name=grove/>. Σαν δείγμα εκτίμησης, του απονέμεται τον Μέγα Σταυρό της Λεγεώνας της Τιμής, μεγάλη και σπάνια διάκριση για μουσικό. Δύο χρόνια αργότερα δίδεται μια συναυλία προς τιμήν του, "''«μια υπέροχη γιορτή στη [[Σορβόννη]], όπου συμμετείχαν οι πλέον ταλαντούχοι Γάλλοι καλλιτέχνες, που του έδωσε μεγάλη χαρά. Το οξύμωρο του θεάματος ήταν ότι παρουσιάστηκε η μουσική παρουσία του συνθέτη, που όμως δεν μπόρεσε να ακούσει ούτε μια νότα, και απλώς παρακολουθούσε σκεπτικός, και εντούτοις ευπρεπής και χαμογελαστός''"»<ref name=landormy/>.
 
Στα τελευταία του χρόνια ο Φωρέ υπέφερε, κυρίως λόγω του ότι υπήρξε βαρύτατος καπνιστής. Ωστόσο, ήταν πάντα διαθέσιμος στους νέους συνθέτες, συμπεριλαμβανομένων των μελών της [[Ομάδα των Έξι|Ομάδας των Έξι]], που του είχαν μεγάλη αδυναμία<ref name=landormy/>. Ο Νεκτού γράφει: "''«στα γεράματα τον διακατείχε μια γαλήνη, χωρίς να χάνει την αξιοσημείωτη ζωντάνια του πνεύματός του, αλλά μάλλον απομακρυσμένος πια από τον αισθησιασμό και το πάθος που βλέπουμε στα έργα της περιόδου 1875-1895''"»<ref name=grove/>.
 
Ο Φωρέ πεθαίνει από πνευμονία στο Παρίσι, ετών 79. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη από την Εκκλησία της Μαντλέν και ετάφη στο Κοιμητήριο του Πασσύ.
Γραμμή 53:
Μετά τον θάνατό του, το Ωδείο επέστρεψε στον πρότερο συντηρητισμό του, όπου οι κανόνες της αρμονίας έθεταν το όριο του μοντερνισμού<ref name=nectoux469/>. Η γενιά των σπουδαστών του [[Μεσοπόλεμος|μεσοπολέμου]] απέρριψαν αυτή την αναχρονιστική πρακτική και στράφηκαν στη σύγχρονη μουσική του [[Μπέλα Μπάρτοκ|Μπάρτοκ]], της [[Δεύτερη Σχολή της Βιέννης|Δεύτερης Σχολής της Βιέννης]] και τα ύστερα έργα του [[Ιγκόρ Στραβίνσκι|Στραβίνσκι]]<ref name=nectoux469>Nectoux (1991), p. 469</ref>.
 
Στην επετειακή εκατονταετηρίδα από τον θάνατό του, ο μουσικολόγος Λέσλι Όρρεϋ γράφει στο περιοδικό ''The Musical Times'': "''«πιο βαθυστόχαστος από τον Σαιν-Σανς, πιο ποικίλος από τον [[Εντουάρ Λαλό|Λαλό]], πιο πηγαίος από τον ντ' Εντύ, πιο κλασικός από τον Ντεμπυσσύ, ο Γκαμπριέλ Φωρέ είναι ο πλέον έξοχος «μαΐστωρ» της γαλλικής μουσικής, ένας τέλειος καθρέπτης της μουσικής διανόησης''"»<ref>Orrey, Leslie.[http://www.jstor.org/stable/935506 "Gabriel Fauré, 1845–1924",] ''The Musical Times'' May 1945, pp. 137–139, accessed 21 August 2010</ref>.
 
== Μουσικολογικά στοιχεία ==
Ο Άαρον Κόπλαντ γράφει πως αν και η μουσική του Φωρέ διαιρείται σε τρεις περιόδους, οι διαφορές μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας δεν είναι τόσο έντονες, όσο παρατηρείται σε άλλους συνθέτες. Ο Κόπλαντ εντοπίζει στοιχεία της τρίτης περιόδου ακόμη και στα πρώιμά του έργα, αλλά και τούμπαλιν: "''«τα θέματα, οι αρμονίες, οι φόρμες παραμένουν κατ' ουσίαν ίδιες, αλλά με κάθε νέο έργο προσλαμβάνουν ολοένα και περισσότερη φρεσκάδα και προσωπικότητα''"»<ref name=copland/>.
 
Κατά τον Οδηγό Δίσκων του 1955 (''The Record Guide''<ref>[[Edward Sackville-West, 5th Baron Sackville|Edward Sackville-West]] and [[Desmond Shawe-Taylor (music critic)|Desmond Shawe-Taylor]]</ref>) ο Φωρέ έμαθε τον αυτοπεριορισμό και την επιφανειακή ομορφιά από τον [[Μότσαρτ]], την τονική ελευθερία και τις μακροσκελείς μελωδικές γραμμές από τον [[Σοπέν]], και από τον [[Ρόμπερτ Σούμαν|Σούμαν]] την απρόσμενη ευδαιμονία που απηχεί η ανάπτυξη στα έργα του, τα οποία μ' έναν μαγικό τρόπο φωτίζονται από μια σύντομη ''κόντα''<ref>Sackville-West, pp. 263–64</ref>. Το όλο έργο του βασίζεται στην αρμονική κατανόηση που έχτισε όσο σπούδαζε στη Σχολή Νίντερμέγιερ, με κύριο καθηγητή τον Γκουστάβ Λεφέβρ<ref name=grove/>. Ο τελευταίος έγραψε μια ''Διατριβή στην αρμονία'' (Παρίσι, 1889) η οποία διαφέρει κατά πολύ από την αντίστοιχη διατριβή του Ραμώ. Οι "διάφωνες" συγχορδίες δεν θεωρούνται πια ως τέτοιες{{#tag:ref|Συγκεκριμένα, οι συγχορδίες ''μεθ' εβδόμης'' και ''μεθ' ενάτης'' δεν θεωρούνταν πλέον διάφωνες, και η 3η βαθμίδα της αρμονίας μπορούσε να αλλοιωθεί χωρίς την αλλαγή τονικότητας.<ref name=grove/>|group= n}}, αλλά αποτελούν ηχητικά εφφέ, που ο χρωματισμός τους προμηνύει το χαρακτηριστικό ιδίωμα των συνθετών του [[Ιμπρεσιονισμός|Ιμπρεσιονισμού]]<ref name=baker>Slonimsky, Nicholas.[http://bakr.alexanderstreet.com/View/665229/Highlight/faure#faure1 "Fauré, Gabriel (-Urbain)",] ''Baker's Biographical Dictionary of Musicians'', Schirmer Reference, New York 2001, accessed 8 September 2010</ref>}}.
 
Εν αντιθέσει με την αρμονική και μελωδική του γλώσσα, που για τους συγχρόνους του ήταν ακραία, το ρυθμικό στοιχείο τείνει να είναι διακριτικό και επαναληπτικό, ενίοτε «καρυκεύοντας» το με [[συγκοπή (μουσική)|συγκοπές]], όπως αυτές που απαντώνται συχνά στον [[Μπραμς]]<ref name=grove/>. Ο Κόπλαντ μάλιστα τον αποκαλεί "Μπραμς της Γαλλίας"<ref name=copland/>, ενώ για τον Τζέρυ Ντάμπινς (''Fanfare Magazine'', 2007) "''«ο Φωρέ αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον Μπραμς και τον Ντεμπυσσύ''"»{{#tag:ref|
"The quartet inhabits a demiworld that hovers between Brahms's unrequited longing in melodies and harmonies turned modal, and Debussy's auto-erotic reveries in ninth chords and altered scales."<ref>''Fanfare Magazine'', 1 May 2007</ref>|group= n}}.
 
=== Φωνητική μουσική ===
Ο Φωρέ θεωρείται ειδήμων της τέχνης του Γαλλικού Τραγουδιού<ref name=grove/>, ενώ σύμφωνα με τον Κόπλαντ είναι εμφανής η επιρροή από τον [[Σαρλ Γκουνώ]], εκτός από μεμονωμένα τραγούδια -όπως τα "Après un rêve" και "Au bord de l'eau"- που δεν απεικονίζουν τη μελλοντική του μαεστρία. Ο «πραγματικός» Φωρέ διαφαίνεται στον δεύτερο τόμο με 60 τραγούδια του, μερικά από τα οποία περιλαμβάνουν τα "Les berceaux", "Les roses d'Ispahan" και κυρίως το "Clair de lune" (''φεγγαρόφως''), λέει ο Κόπλαντ, και συμπληρώνει ότι είναι "''τόσο όμορφα και τέλεια που κατάφεραν να «περάσουν» ακόμη και στην Αμερική''"<ref name=copland/>. Ο Φωρέ έγραψε επίσης μερικούς κύκλους τραγουδιών, εκ των οποίων οι "''Πέντε Βενετσιάνικες Μελωδίες''", Op. 58, περιγράφονται από τον συνθέτη ως ένα είδος [[σουίτα]]ς τραγουδιών, με ένα κεντρικό μουσικό θέμα να διαπερνά όλο τον κύκλο<ref>Orledge (1979), pp. 78–81</ref>. Ένας μεταγενέστερος κύκλος με τίτλο "''La bonne chanson''", Op. 61, εμπεριέχει πέντε μουσικά θέματα που ανακυκλώνονται ανά τα τραγούδια, και περιγράφεται ως "''«η πιο αυθόρμητη σύνθεσή''"» του· μέχρι την ολοκλήρωσή του, η ερωμένη του -Έμμα Μπαρντάκ- του τραγουδούσε καθημερινά ό,τι καινούριο είχε γράψει<ref>Orledge (1979), p. 15</ref>.
 
{{listen
Γραμμή 73:
}}
 
Το ''[[Ρέκβιεμ (Φωρέ)|Ρέκβιεμ]], Op. 48'', δεν γράφτηκε εις μνήμην κάποιου συγκεκριμένου προσώπου, αλλά γιατί "απλά ήθελε να το γράψει". Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1888 και έχει παρομοιωθεί ως "«νανούρισμα του θανάτου"» λόγω του ήρεμου χαρακτήρα του.<ref>[[Anthony Payne|Payne, Anthony]], "[http://www.independent.co.uk/opinion/sweet-lullaby-of-death-1265213.html Sweet lullaby of death",] ''[[The Independent]]'', 5 April 1997.</ref> Το μέρος του ''Dies Irae'' (''Μέρα οργής'') απουσιάζει, αλλά η αναφορά στη μέρα της κρίσης απαντάται στο ''Libera me'', το οποίο -όπως και ο [[Βέρντι]]- προσέθεσε στο κανονικό κείμενο της Νεκρώσιμης Λειτουργίας<ref>Rosen, pp. 60–74</ref>. Ο Φωρέ διασκεύασε αρκετές φορές το έργο κατά τη διάρκεια της ζωής του και πλέον υπάρχουν διάφορες εκδοχές: από τις πρωιμότερες, που είναι χρησιμοποιούν ελάχιστα μουσικά μέσα (όργανο και μικρή χορωδία, μικρό σύνολο και χορωδία κλπ), μέχρι την τελευταία, γραμμένη για πλήρη ορχήστρα<ref>Orledge, Robert [http://www.jstor.org/stable/963753 "Fauré Revised",] ''The Musical Times'', May 1980, p. 327</ref>.
 
Οι όπερες του Φωρέ δεν μπόρεσαν ποτέ να βρουν τη θέση τους στο ρεπερτόριο του λυρικού θεάτρου. Κατά τον Κόπλαντ, η "''[[Πηνελόπη (όπερα)|Πηνελόπη]]''" είναι ένα συναρπαστικό έργο, από τις καλύτερες όπερες μετά τον Βάγκνερ. Σημειώνει, ωστόσο, ότι η μουσική στο σύνολό της δεν εμπίπτει ακριβώς σ' αυτό που θα αποκαλούσαμε ''θεατρικό είδος''<ref name=copland/>. Ο Φωρέ χρησιμοποιεί θεματικά μοτίβα (γερμ. ''Leitmotif'') και οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι είναι γραμμένοι για ηρωικής ποιότητας φωνές, όμως η επιρροή του Βάγκνερ σταματά εκεί. Καθότι έργα της τελευταίας περιόδου, η τονικότητα ωθείται στα όριά της, χωρίς όμως να «σπάει»<ref>Murray, David, in Holden, p. 120</ref>.
 
=== Έργα για πιάνο ===
Στα έργα για πιάνο ο Φωρέ απορρίπτει το δεξιοτεχνικό ύφος χάρην των φωτεινών και καθαρών μελωδικών γραμμών -τυπικό χαρακτηριστικό της γαλλικής μουσικής<ref name=baker/>. Χρησιμοποιεί συχνά αρποειδείς φιγούρες (τα λεγόμενα [[αρπέζ]]), ενώ η μελωδία περνά από το ένα χέρι στο άλλο. Από τεχνικής πλευράς, καθότι ο ίδιος οργανίστας κατά κύριο λόγο, εμφανίζουν συχνά δακτυλικές μεταθέσεις, που καταστούν τα έργα του αρκετά δύσκολα, ακόμη και για κάποιον βιρτουόζο όπως τον Λιστ<ref>Jones, p. 51.</ref>. Τα πιο πρώιμα έργα του είναι καθαρά επηρεασμένα από τον Σοπέν<ref>Nectoux (1991), p. 49</ref>, ωστόσο μεγαλύτερη ακόμη πηγή αποτελεί ο Σούμαν, τα έργα για πιάνο του οποίου ο Φωρέ θαύμαζε περισσότερο απ' οποιουδήποτε άλλου<ref>Nectoux (1991), p. 43</ref>. Με το 6ο του Νυχτερινό, ο Φωρέ απενδύεται κάθε αναφορά σε άλλους συνθέτες <ref name=copland/> και ο πιανίστας Αλφρέντ Κορτό σημειώνει σχετικά: "''«δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες σελίδες μουσικής που μπορούν να συγκριθούν μ' αυτό''"»<ref name=copland/>. Ο μουσικοκριτικός Μπράις Μόρισον αναφέρει ότι οι πιανίστες δείχνουν προτίμηση στα πρώιμα έργα, όπως το ''Impromptu'' No. 2 (= Αυτοσχεδιασμός), παρά στα ύστερα κομμάτια που βρίθουν "''«τέτοιου προσωπικού πάθους, όπου ο θυμός εναλλάσσεται με την παραίτηση''"», που δημιουργεί αμηχανία στο κοινό<ref name=morrison>Morrison, Bryce (1995). Liner notes to "Gabriel Fauré – The Complete Music for Piano", Hyperion Records, catalogue number CDA66911/4</ref> Fauré was unimpressed by purely virtuoso pianists, saying, "the greater they are, the worse they play me."<ref name="Nectoux 1991, p. 379">Nectoux (1991), p. 379</ref>. Ο δε Φωρέ δεν εντυπωσιαζόταν από απόλυτα βιρτουόζους πιανίστες, λέγοντας πως "''«όσο μεγαλύτεροι είναι, τόσο χειρότερα παίζουν τα έργα μου''"»<ref name="Nectoux 1991, p. 379">Nectoux (1991), p. 379</ref>.
 
=== Μουσική δωματίου και ορχηστρικά ===
Η ενορχήστρωση δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα τον Φωρέ, πράγμα που συχνά ανέθετε στους μαθητές του, όπως τον [[Ζαν Ροζέ-Ντυκάς]] και τον Σαρλ Κεκλέν. Η αισθητική του ορίζεται γενικά από έναν μάλλον μελαγχολικό και ήρεμο τόνο<ref name=nectoux259/>, ενώ απουσιάζουν οι έντονες ηχητικές αντιθέσεις, καθώς -κατά τον ίδιο- "''«υποκαθιστούν την έλλειψη ιδεών και τείνουν να γίνονται ένα είδος αυτο-ικανοποίησης''"»<ref name=grove/>. Ο βιογράφος του, Νεκτού, γράφει πως "''«η ιδέα της χροιάς δεν ήταν καθοριστικό στοιχείο της μουσικής του σύλληψης''"»<ref name=nectoux259>Nectoux (1991), p. 259</ref>. Από τα ορχηστρικά του έργα ξεχωρίζει η ορχηστρική [[σουίτα]] "''Masques et bergamasques''" (βασισμένη σε μουσική για ένα θεατρικό έργο, μια ''divertissement comique'') και η μουσική για το θεατρικό "''Πελλέας και Μελισσάνθη''".
 
{{listen
Γραμμή 98:
}}
 
Όσον αφορά τα έργα μουσικής δωματίου, ξεχωρίζουν τα δύο του ''κουαρτέτα με πιάνο''<ref name=sackville265>Sackville-West, p. 265</ref>, ενώ περιλαμβάνονται και δύο ''κουιντέτα με πιάνο'', δύο [[σονάτα|σονάτες]] για βιολί, ένα ''τρίο με πιάνο'' και ένα [[κουαρτέτο εγχόρδων]]· το τελευταίο, μάλιστα, έχει χαρακτηριστεί ως "''«ένας εσωτερικός διαλογισμός για τα περασμένα''"».
 
=== Ηχογραφήσεις ===
Μεταξύ του 1905 και του 1913, κομμάτια του για πιάνο εξεδόθησαν σε διάτρητη μορφή για αυτόματα πιάνα ([[πιανόλα]]) από αρκετούς οίκους· απ' αυτά σώζονται σε ''κύλινδρο'' τα {{#tag:ref|"Romance sans paroles" No. 3, Barcarolle No. 1, Prelude No. 3, Pavane, Nocturne No. 3, ''Sicilienne'', Thème et variations και τα Valses-caprices Nos. 1, 3 και 4<ref>Nectoux (1991), p. 45.</ref>|group= n}}. Στη δεκαετία του 1920 μερικά από τα πιο γνωστά του τραγούδια ηχογραφήθηκαν, όπως το "Après un rêve" με την Olga Haley<ref>''[[Gramophone (magazine)|The Gramophone]]'', April 1925, p. 63</ref> και τα "Automne" και "Clair de lune" με την Ninon Vallin<ref>''The Gramophone'', November 1929, p. 19</ref>. Την επόμενη δεκαετία εμφανίζονται ηχογραφήσεις με πιο ηχηρά ονόματα εκτελεστών, όπως ο Georges Thill ("En prière")<ref>''The Gramophone'', December 1937, p. 18</ref>, και οι Jacques Thibaud και [[Αλφρέντ Κορτό]] (Σονάτα για βιολί No. 1 και Berceuse)<ref>''The Gramophone'', July 1932, p. 11 and December 1932, p. 19</ref>, ενώ το 1938 ηχογραφούνται και κάποια αποσπάσματα από τον "''Πελλέα και Μελισσάνθη''" <ref>''The Gramophone'', July 1938, p. 24</ref>.
 
Μέχρι το 1940 οι ηχογραφήσεις έργων του Φωρέ αρχίζουν να πληθαίνουν. Ονόματα που εμφανίζονται στο ρεπερτόριο περιλαμβάνουν την πιανίστα Kathleen Long, τους διευθυντές ορχήστρας Boyd Neel και Ernest Bourmauck, αλλά και την υψίφωνο Maggie Teyte<ref>''The Gramophone'', December 1945, p. 15</ref>. Δέκα χρόνια μετά, τα έργα του Φωρέ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των καταλόγων δίσκων, περιλαμβάνοντας τα κουιντέτα με πιάνο, το κουαρτέτο εγχόρδων, τις σονάτες για βιολί, δύο ηχογραφήσεις του Ρέκβιεμ, αλλά και ολόκληρους τους κύκλους τραγουδιών ''La bonne chanson'' και ''La chanson d'Ève''<ref>Sackville-West, pp. 265–68</ref>.
Γραμμή 109:
== Σημειώσεις και παραπομπές ==
;Σημειώσεις
<references group="n" />
{{παραπομπές|group=n|colwidth=24em}}
;Παραπομπές
<references />