Βυζαντινοί Έλληνες: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 15:
}}
{{Βυζαντινή κουλτούρα}}
Οι '''Βυζαντινοί''' (ή '''Βυζαντινοί Έλληνες''') ήταν οι [[Ρωμαίοι]] υπήκοοι της [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία|Βυζαντινής Αυτοκρατορίας]] (Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) με κυρίαρχο το ελληνικό πολιτισμικό στοιχείο. Η πρωτεύουσα τους ήταν στην [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]], και ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στα νότια [[Βαλκάνια]], την [[Κάτω Ιταλία]], τα [[Κατάλογος ελληνικών νησίδων ανά νομό|ελληνικά νησιά]], τη [[Μικρά Ασία]], την [[Κύπρος|Κύπρο]], και στα μεγάλα αστικά κέντρα του [[Λεβάντες|Λεβάντε]] και στην βόρεια [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]]. Κατά τη διάρκεια του [[Μεσαίωνας|Μεσαίωνα]] οι Βυζαντινοί αυτό-προσδιορίζονταν ως ''Ρωμαίοι'' ([[Μεσαιωνική ελληνική γλώσσα|μεσαιωνική ελληνική]]: Ῥωμαῖοι), αλλά πλέον αναφέρονται ως "«Βυζαντινοί"» και "«Βυζαντινοί Έλληνες"» στη σύγχρονη ιστοριογραφία. Ο όρος "«Βυζαντινή αυτοκρατορία"» και "«Βυζαντινοί"» δημιουργήθηκε τον 15ο αιώνα από τον Γερμανό λόγιο [[Ιερώνυμος Βολφ|Ιερώνυμο Βολφ]],<ref name=":0">{{Cite book|url=https://books.google.co.uk/books?id=GURgGDb5j58C&pg=PR6&lpg=PR6&dq=hieronymus+wolf+byzantium&source=bl&ots=cHWFoDHJ3R&sig=2mdNUeQmejSB-b8osc9LvTsBQ2I&hl=en&sa=X&ved=0ahUKEwiW6JHt3dHVAhWHAsAKHc11AQ8Q6AEIUTAH#v=onepage&q=hieronymus%20wolf%20byzantium&f=false|title=Byzantium, Faith, and Power (1261-1557): Perspectives on Late Byzantine Art and Culture|last=N.Y.)|first=Metropolitan Museum of Art (New York|date=2006|publisher=Metropolitan Museum of Art|isbn=9780300111415}}</ref> και μετέπειτα ο όρος χρησιμοποιήθηκε στην [[αγγλική γλώσσα]] για πρώτη φορά από τον Βρετανό ιστορικό [[Τζορτζ Φίνλεϊ]] το 1857 και από εκεί διαδόθηκε και σε άλλες γλώσσες μέσω της [[Βρετανική Αυτοκρατορία|Βρετανικής αυτοκρατορίας]].<ref>{{harvnb|Rosser|2011|p=2}}: "George Finlay's ''History of the Byzantine Empire from 716 to 1057'', published in 1857, was the first occasion of "Byzantine Empire" being used in a modern historical narrative in English."</ref> Κατά την εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας ο αυτοπροσδιορισμός της ήταν ''βασιλεία των Ρωμαίων''.<ref name=":0" />
 
Η κοινωνική δομή των Βυζαντινών βασιζόταν κυρίως σε αγροτική βάση δουλοπαροικίας που αποτελούσαν οι χωρικοί και ένα μικρό μέρος των [[Φτώχεια|απόρων]]. Αυτοί οι χωρικοί ζούσαν σε τρία είδη οικισμών: το ''χωρίον'', ή [[Χωριό|χωριό]], το ''αγρίδιον'', ή μικρό χωριό, και το ''προάστειον'', ή αγροικία<ref>{{cite web|last=Ράγια|first=Έφη|title=Βυζαντινῶν μέτρον τύχης – Προάστειον|publisher=ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ|url=http://byzmettyhes.gr/δεδομένα-κειμένου/Προάστειον}}</ref>. Πολλές κοινωνικές αναταραχές κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποδόθηκαν στις πολιτικές φράξιες μέσα στην Αυτοκρατορία παρά στην ευρύτερη λαϊκή βάση της. Οι στρατιώτες που προέρχονταν από τους Βυζαντινούς στην αρχή στρατολογήθηκαν από τους χωρικούς αγρότες και εκπαιδευόταν ετησίως. Καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πέρασε στον 11ο αιώνα, οι περισσότεροι στρατιώτες του [[Βυζαντινός στρατός|στρατού]] ήταν είτε επαγγελματίες είτε [[Μισθοφόρος|μισθοφόροι]].
Γραμμή 31:
[[File:Palaiologos-Dynasty-Eagle.svg|thumb|200px|Ο [[Δικέφαλος αετός|δικέφαλος αετός]], έμβλημα της [[Δυναστεία των Παλαιολόγων|Δυναστείας των Παλαιολόγων]].]]
 
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του Μεσαίωνα, οι Βυζαντινοί αυτό-προσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι (Ῥωμαῖοι), που σημαίνει πολίτες της [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]], όρος που στην [[Ελληνική γλώσσα]] κατέληξε να είναι συνώνυμη με τον όρο Χριστιανοί Έλληνες<ref name="Harrison268">{{harvnb|Harrison|2002|p=268}}: "Το Ρωμαίοι και Έλληνες (όταν το τελευταίο δεν χρησιμοποιείται με την έννοια 'παγανιστής') και Χριστιανός έγιναν συνώνυμοι όροι, σε αντιπαραβολή με τα 'ξένος', 'βάρβαρος', και 'άπιστος'. Οι πολίτες της Αυτοκρατορίας, τώρα στην πλειοψηφία ελληνικής καταγωγής και γλώσσας, απλά αποκαλούνταν «ό χριστώνυμος λαός» "</ref><ref>{{harvnb|Earl|1968|p=148}}.</ref>. Ο λατινογενής όρος ''Γραικοί'' βρισκόταν επίσης σε χρήση<ref>[[Παύλος ο Σιλεντιάριος]]. ''Descriptio S. Sophiae et Ambonis'', 425, Line 12 ("χῶρος ὅδε Γραικοῖσι"); [[Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης]]. ''Epistulae'', 419, Line 30 ("ἐν Γραικοῖς"); [[Θεοφάνης Ὁμολογητής]]. ''Χρονογραφία'', Annus Mundi 6274 ("...των Γραικών γράμματα και γλώσσα...").</ref> αν και η χρήση του ήταν λιγότερο συνηθισμένη και ανύπαρκτη στην επίσημη Βυζαντινή πολιτική αλληλογραφία πριν την Τέταρτη Σταυροφορία του 1204<ref>{{harvnb|Angelov|2007|p=96 (including footnote #67)}}; {{harvnb|Makrides|2009|loc=Chapter 2: "Christian Monotheism, Orthodox Christianity, Greek Orthodoxy", p. 74}}; {{harvnb|Magdalino|1991|loc=Chapter XIV: "Hellenism and Nationalism in Byzantium", p. 10}}.</ref>. Ενώ ο λατινικός όρος για τους αρχαίους ''[[αρχαίοι Έλληνες|Ἐλληνες]]'' μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με τρόπο ουδέτερο, η χρήση του από τους Δυτικούς από τον 9ο αιώνα και εξής για να αμφισβητήσουν τις αξιώσεις των Βυζαντινών στην κληρονομιά της [[αρχαία Ρώμη|αρχαίας Ρώμης]] τον κατέστησε ένα υποτιμητικό [[εξωνύμιο]] για τους Βυζαντινούς που μετά βίας των χρησιμοποιούσαν, κυρίως στο πλαίσιο θεμάτων σχετικών με τη Δϋση, όπως τα κείμενα της [[Σύνοδος της Φλωρεντίας|συνόδου της Φλωρεντίας]], για να παρουσιάσουν τη δυτική οπτική.<ref>{{harvnb|Page|2008|p=66, 87, 256}}</ref><ref>{{harvnb|Kaplanis|2014|p=86-7}}</ref> Η αρχαία ονομασία ''Έλληνας'' στην ευρεία χρήση του ήταν συνώνυμη με το "«[[Παγανισμός|παγανιστής]]"», αλλά αναβίωσε ως εθνώνυμο στη μέση Βυζαντινή περίοδο (11ος αιώνας)<ref>{{harvnb|Cameron|2009|p=7}}.</ref>.
 
Ενώ στη Δύση ο όρος "«Ρωμαϊκός"» απέκτησε καινούριο νόημα σε σχέση με την [[Καθολική Εκκλησία]] και τον [[Παπισμός|Επίσκοπο της Ρώμης]] και την γερμανική [[Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]], η Ελληνική έννοια "«Ρωμαίοι"» παρέμεινε συνδεδεμένη στους Έλληνες της [[Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]]<ref>Encyclopædia Britannica (2009), "History of Europe: The Romans".</ref>. Οι άνθρωποι αυτοί αποκαλούσαν τους εαυτούς τους ''Ρωμαίους'' (Romans) στη γλώσσα τους, και οι όροι "«Βυζαντινοί"» ή "«Βυζαντινοί Έλληνες"» είναι [[Ενδώνυμο - εξώνυμο|εξώνυμο]] που εισήγαγαν μετέπειτα ιστορικοί, όπως ο [[Ιερώνυμος Βολφ]]<ref>{{harvnb|Ostrogorsky|1969|p=2}}.</ref>. Όμως, η χρήση του όρου "«Βυζαντινοί Έλληνες"» για τους Ρωμαίους της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι αμφισβητούμενη<ref name="Kaldellis338">{{harvnb|Kaldellis|2007|p=338}}.</ref>. Παρά την ονομαστική μετατόπιση που έλαβε χώρα στη Δύση, οι ανατολικοί γείτονες των Βυζαντινών, όπως οι Άραβες, συνέχισαν να τους αναφέρουν ως "«Ρωμαίους"», όπως για παράδειγμα στην 30η [[σούρα]] του Κορανίου.<ref>{{Cite Quran|30|2|end=5}}</ref> Η ονομασία "«Ρωμαϊκός"» ([[Ρουμ μιλλέτ]], "«Ρωμαϊκό έθνος"») χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους κατοπινούς αντιπάλους των Βυζαντινών, τους [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Οθωμανούς]], και το τουρκικό ομόλογό της ([[Ρουμ]], "«Ρωμαίοι"») συνεχίζει να χρησιμοποείται επίσημα από την κυβέρνηση της [[Τουρκία]]ς για να δηλώσει τους Ελληνορθόδοξους ντόπιους κατοίκους της [[Κωνσταντινούπολη]]ς, καθώς και το [[Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως]] ([[τούρκικα]]: ''Rum Ortodoks Patrikhanesi'', "«Ρωμαιορθόδοξο Πατριαρχείο"»<ref>Στην Τουρκία αναφέρεται επίσης ανεπίσημα ως ''Fener Rum Patrikhanesi'', "Ρωμαϊκό Πατριαρχείο του [[Φανάρι|Φαναρίου]]".</ref>).<ref name=Doumanis>{{harvnb|Doumanis|2014|p=210}}</ref>
 
Ο όρος "«Βυζαντινός"» υιοθετήθηκε από τη Δυτική γραμματεία με την υπόθεση ότι κάθε τι Ρωμαϊκό είναι ουσιαστικά "«Δυτικό"», και από τη σύγχρονη ελληνική γραμματεία για εθνικιστικούς λόγους ταύτισης με την αρχαία Ελλάδα<ref name="Kaldellis338"/>.<!-- πως συνδέονται οι ''εθνικιστικοί λόγοι ταύτισης'' με Βυζάντιο και αρχαία ελλάδα; Χρειάζεται περισσότερη επεξήγηση -->
 
Ο [[Βυζαντινολογία|βυζαντινολόγος]] August Heisenberg (1869–1930) όρισε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως "«τη εκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Ελληνικού έθνους"»<ref>{{harvnb|Winnifrith|Murray|1983|p=113}}; {{harvnb|Heisenberg|Kromayer|von Wilamowitz-Moellendorff|1923|loc="Staat und Gesellschaft des Byzantinischen Reiches", p. 364}}: "Byzanz ist das christlich gewordene Römerreich griechischer Nation."</ref>. Το Βυζάντιο ήταν κυρίως γνωστό στους ξένους ως η ''Αυτοκρατορία των Ελλήνων''<!-- Γραικών αντί Ελλήνων, δεν είναι ταυτόσημοι οι όροι και ο σκοπός χρήσης τους στις δυτικές γλώσσες. Χρειάζεται ανάπτυξη του περιεχομένου. --> λόγω της κυριαρχίας των ελληνικών γλωσσικών, πολιτισμικών, και δημογραφικών στοιχείων<ref>{{harvnb|Ahrweiler|Laiou|1998|p=vii}}; {{harvnb|Lapidge|Blair|Keynes|Scragg|1999|p=79}}; {{harvnb|Hidryma Meletōn Chersonēsou tou Haimou|1973|p=331}}; {{harvnb|Ostrogorsky|1969|pp=28, 146}}; {{harvnb|Gross|1999|p=45}}; {{harvnb|Davies|1996|p=135}}.</ref>.
 
{{Εξέλιξη ελληνικών εθνωνυμίων στην Ευρώπη}}
Γραμμή 44:
 
===Αυτοαντίληψη===
[[File:Byzantinischer Mosaizist um 1020 001.jpg|thumb|Ψηφιδωτό του 11ου αιώνα στην [[Αγία Σοφία (Κωνσταντινούπολη)|Αγία Σοφία]] της [[Κωνσταντινούπολη]]ς. Στα αριστερά, ο [[Κωνσταντίνος Θ´ ο Μονομάχος|Κωνσταντίνος Θ´]] "«εν Χριστώ τω Θεώ [[αυτοκράτορας|αυτοκράτωρ]] πιστός, [[βασιλιάς|βασιλεύς]] Ρωμαίων"».]]
Στη σύγχρονη [[Βυζαντινολογία]], υπάρχουν τρεις κύριες σχολές σκέψεις για την μεσαιωνική Ανατολική Ρωμαϊκή ταυτότητα. Πρώτον, η κυριαρχούσα άποψη, που θεωρεί τη ρωμαϊκότητα ως τον τρόπο αυτοπροσδιορισμού των υπηκόων μια πολύ-εθνοτικής αυτοκρατορίας στην οποία η ελίτ δεν αυτοπροσδιοριζόταν ως "«Έλληνες"» και ο μέσος υπήκοος θεωρούσε εαυτόν Ρωμαίο. Δεύτερον, μια ιστοριογραφική σχολή υπό την επίδραση του ελληνικού εθνικισμού αντιμετωπίζει τη ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών ως τη μεσαιωνική έκφραση μιας διαχρονικής [[Ελληνικός εθνικισμός|ελληνικής ταυτότητας]]. Μια τρίτη άποψη υποστηρίχθηκε πρόσφατα από τον Αντώνη Καλδέλλη, που επιχειρηματολογεί ότι η ανατολική ρωμαϊκή ταυτότητα ήταν μια προ-νεωτερική [[έθνος|εθνική]] ταυτότητα<ref>{{harvnb|Stouraitis|2014|p=176}}. Για τη δεύτερη σχολή, βλ. π.χ.
{{harvnb|Niehoff|2012|loc=Margalit Finkelberg, "Canonising and Decanonising Homer: Reception of the Homeric Poems in Antiquity and Modernity", p. 20}}, {{harvnb|Pontificium Institutum Orientalium Studiorum|2003|p=482}}: "Σαν κληρονόμοι των Αρχαίων Ελλήνων και των Aρχαίων Ρωμαίων, οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ''Ρωμαίους'', αν και ήξεραν πολύ καλά ότι ήταν στην εθνική καταγωγή Έλληνες." (επίσης: {{harvnb|Savvides|Hendricks|2001}})</ref>.
 
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα για να θεωρηθεί κανείς Ρωμαίος ήταν το να είναι [[Χριστιανός Ορθόδοξος]] και, πιο σημαντικό, να μιλάει [[μεσαιωνική ελληνική γλώσσα|ελληνικά]], ιδιότητες που έπρεπε να έχουν αποκτηθεί εκ γενετής προκειμένου να μη θεωρηθεί κανείς "«αλλογενής"» ή ακόμα και "«βάρβαρος"».<ref>{{harvnb|Malatras|2011|p=421-2}}</ref> Ο όρος που χρησιμοποιούνταν ως επι το πλείστον για να περιγράψει κάποιον ξένο τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για το κράτος τους ήταν "«εθνικός"» (ἐθνικός), όρος που αρχικά χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τους μη-Εβραίους ή μη-Χριστιανούς, αλλά είχε απωλέσει τη θρησκευτική του σημασία.<ref name="Nomads">{{harvnb|Ahrweiler|Laiou|1998|pp=2–3}}.</ref>. Στο κλασικίζον ύφος που συχνά χρησιμοποιούσαν περιγράφοντας άλλους λαούς, οι βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονταν τακτικά στο λαό τους ως "«[[Αύσονες]]"», με την αρχαία δηλαδή ονομασία για τους κατοίκους της [[Ιταλία]]ς.<ref>{{harvnb|Kaldellis|2007|p=66}}: "Just as the Byzantines referred to foreign peoples by classical names, making the Goths into Skythians and the Arabs into Medes, so too did they regularly call themselves Ausones, an ancient name for the original inhabitants of Italy. This was the standard ''classicizing'' name that the Byzantines used for themselves, not 'Hellenes.'"</ref> Οι Βυζαντινοί ήταν και αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως κληρονόμους του πολιτισμού της [[Αρχαία Ελλάδα|αρχαίας Ελλάδας]],<ref>{{harvnb|Kazhdan|Constable|1982|p=12}}; {{harvnb|Runciman|1970|p=14}}</ref><ref>{{harvnb|Kitzinger|1967|loc="Introduction", p. x}}: "Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τον εαυτό τους θεματοφύλακες και κληρονόμους της Ελληνικής παράδοσης."</ref> πολιτικούς κληρονόμους της [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Αυτοκρατορικής Ρώμης]]<ref>{{harvnb|Kazhdan|Constable|1982|p=12}}; {{harvnb|Runciman|1970|p=14}}; {{harvnb|Haldon|1999|p=7}}.</ref><ref>{{harvnb|Browning|1992|loc="Introduction", p. xiii}}: "Οι Βυζαντινοί δεν αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Βυζαντινούς, αλλά ''Ρωμαίους''—(Romans). Γνώριζαν καλά το ρόλο τους ως κληρονόμους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που για πολλούς αιώνες είχε ενοποιήσει όλον τον κόσμο της Μεσογείου και τον περισσότερο έξω από αυτήν."</ref>, και ακόλουθους και συνεχιστές των Αποστόλων<ref>{{harvnb|Kazhdan|Constable|1982|p=12}}</ref>. Έτσι, η αντίληψή τους της έννοιας "«Ρωμαίος"» ήταν διαφορετική από αυτή των συγχρόνων τους στη Δύση. "«Ρωμαϊκός"» ήταν το όνομα στην κοινή Ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με το "«Ελληνικός"» το οποίο ήταν λογοτεχνική ή δογματική μορφή<ref>{{harvnb|Runciman|1985|p=119}}.</ref>. Οι βυζαντικές ελίτ και ο απλός λαός έτρεφαν ένα υψηλό αίσθημα συλλογικής αυτοεκτίμησης που βασιζόταν σε αυτό που προσλάμβαναν ως πολιτισμική ανωτερότητα έναντι των ξένων, που αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση, παρά τη συχνή χρήση φιλοφρονήσεων σε μεμονωμένους αλλοδαπούς, π.χ. το χαρακτηρισμό κάποιου ως ''ἀνδρείου Ῥωμαιόφρονος'' (ο ανδρείος που σκέπτεται ως Ρωμαίος)<ref name="Nomads"/>. Υπήρχε ήδη ένα στοιχείο αδιαφορίας ή παραμέλησης κάθε τι μη Ελληνικού, που συνεπώς ήταν "«βαρβαρικό"»<ref name="Ciggaar14">{{harvnb|Ciggaar|1996|p=14}}.</ref>.
 
===Επίσημος λόγος===
Στον επίσημο λόγο, "«όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας ήταν υπήκοοι του αυτοκράτορα, και συνεπώς Ρωμαίοι"». Έτσι, ο αρχικός ορισμός του ''Ρωμαίος'' ήταν "«πολιτικός ή στατιστικός"»<ref name="Ahrweiler-Laiou">{{harvnb|Ahrweiler|Laiou|1998|pp=vii–viii}}.</ref>. Προκειμένου κάποιος να επιτύχει να είναι πλήρης και αδιαμφισβήτητος "«Ρωμαίος"» ήταν καλύτερο να είναι [[Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία |Ελληνορθόδοξος]] και ελληνόφωνος, τουλάχιστον όσον αφορά στην δημόσια εικόνα του<ref name="Ahrweiler-Laiou"/>. Όμως, η πολιτισμική ομοιομορφία την οποία επεδίωκε η Βυζαντινή Εκκλησία και το κράτος μέσω της Ορθοδοξίας και της Ελληνικής γλώσσας δεν ήταν αρκετή για εξαλείψει διαφορετικές ταυτότητες, ούτε επεδίωκε κάτι τέτοιο<ref name="Ciggaar14"/><ref name="Ahrweiler-Laiou"/>.
 
===Τοπική ταυτότητα===
Συχνά η τοπική (γεωγραφική) ταυτότητα κάποιου μπορούσε να υπερκεράσει την ταυτότητά του ως ''Ρωμαίος''. Οι όροι ''ξένος'' και ''ἐξωτικός'' περιέγραφαν "«άτομα ξένα στο ντόπιο πληθυσμό"», ασχέτως αν ήταν από το εξωτερικό ή από άλλο μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας<ref name="Nomads"/>. "«Όταν ένα άτομο ήταν μακριά από το σπίτι του ήταν ξένος και συχνά αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Ένας καλόγερος από την δυτική Μικρά Ασία που έμπαινε σε ένα μοναστήρι στον [[Πόντος|Πόντο]] 'δυσφημίζονταν και αντιμετώπιζε άσχημη συμπεριφορά από όλους ως ξένος'. Η συνέπεια της τοπικής ενότητας ήταν η εχθρικότατα για τους μη ντόπιους"»<ref>{{harvnb|Mango|1980|p=30}}.</ref>.
 
===Λόγια αναβίωση του Ελληνισμού===
Από εξελικτικής άποψης, το Βυζάντιο ήταν μια πολύ-εθνοτική αυτοκρατορία που εξελίχθηκε σε Χριστιανική αυτοκρατορία, σύντομα περιέλαβε την Ελληνιστική αυτοκρατορία της Ανατολής, και τελείωσε την χιλιόχρονη ιστορία της το 1453 ως ένα Ελληνορθόδοξο κράτος: μια αυτοκρατορία που έγινε [[Έθνος (κοινωνιολογία)|Έθνος]] σχεδόν με τη σύγχρονη έννοια της λέξης<ref>{{harvnb|Ahrweiler|Aymard|2000|p=150}}.</ref>. Η παρουσία ξεχωριστής και ιστορικά πλούσιας λογοτεχνικής κληρονομιάς ήταν επίσης πολύ σημαντική για το διαχωρισμό μεταξύ της "«Ελληνικής"» Ανατολής και της "«Λατινικής"» Δύσης, και έτσι τη μορφοποίηση και των δύο<ref>{{harvnb|Millar|Cotton|Rogers|2004|p=297}}.</ref>. Ήταν μια πολύ-εθνοτική αυτοκρατορία όπου το Ελληνικό στοιχείο ήταν κυρίαρχο, ειδικά στην τελευταία περίοδο<ref name="Ahrweiler-Laiou"/>.
 
Η καθομιλούμενη γλώσσα και το κράτος, οι σηματοδότες της ταυτότητας που θα γίνονταν τα θεμελιώδη δόγματα στον εθνικισμό του 19ου αιώνα σε όλη την Ευρώπη, έγιναν, από τύχη, πραγματικότητα κατά περίοδο της διαμόρφωσης της μεσαιωνικής Ελληνικής ιστορίας<ref name="Beaton9">{{harvnb|Beaton|1996|p=9}}.</ref>. Μετά την απώλεια των μη ελληνόφωνων εδαφών της αυτοκρατορίας τον 7ο και 8ο αιώνα, η ονομασία "«Έλλην"», όταν δε χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει τον ειδωλολάτρη, έγινε συνώνυμο των ονομάτων "«Ρωμαίος"» (Ῥωμαῖος) και "«Χριστιανός"» για να υποδηλώσει τους Χριστιανούς Έλληνες πολίτες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας<ref name="Harrison268"/>.
 
Στα πλαίσια της αυξανόμενης [[Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας|Βενετικής]] και [[Δημοκρατία της Γένοβας|Γενοβέζικης]] δύναμης στην ανατολική Μεσόγειο, η σύνδεση με τον Ελληνισμό απέκτησε βαθύτερες ρίζες μεταξύ της Βυζαντινής ελίτ, σε μια επιθυμία να ξεχωρίσουν τον εαυτό τους από την Λατινική Δύση και να νομιμοποιήσουν τις διεκδικήσεις τους στις ελληνόφωνες περιοχές<ref>{{harvnb|Speck|Takács|2003|pp=280–281}}.</ref>. Με αρχή τον 12ο αιώνα και ιδίως μετά το 1204, κάποιοι Βυζαντινοί λόγιοι άρχισαν να χρησιμοποιούν το αρχαίο Ελληνικό εθνώνυμο ''Ἕλλην'' για να περιγράψουν το Βυζαντινό πολιτισμό<ref>{{harvnb|Mango|1965|p=33}}.</ref>. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 ένας μικρός κύκλος της ελίτ στην [[Αυτοκρατορία της Νίκαιας]] χρησιμοποίησε τον όρο "«Έλληνες"» ως όρο αυτοπροσδιορισμού.<ref>{{harvnb|Angold|1975|p=65}}: "The new usage of 'Hellene' was limited to a small circle of scholars at the Nicaean court and emphasized the cultural identity of the Byzantines as the heirs of the 'Ancient Hellenes'". {{harvnb|Page|2008|p=127}}: "it is important to appreciate that this was a limited phenomenon. The examples of self-identifying Hellenism are actually quite few and do not extend beyond the absolute elite of Nikaia, where the terminology of Rhomaios also maintained its hold"</ref> Για παράδειγμα, σε μια επιστολή του στον [[Πάπας Γρηγόριος Θ΄|Πάπα Γρηγόριο Θ΄]] ο Βυζαντινός αυτοκράτορας [[Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης|Ιωάννης Βατατζής]] (βασιλεία 1221–1254) ισχυρίστηκε ότι είχε δεχτεί το δώρο της βασιλείας από τον Μέγα Κωνσταντίνο, και έδωσε έμφαση στην "«Ελληνική"» του καταγωγή, εξαίροντας τη σοφία των Ελλήνων. Παρουσίαζε την Ελληνική κουλτούρα ως αναπόσπαστο κομμάτι της Βυζαντινής πολιτικής αψηφώντας τους ισχυρισμούς των Λατίνων. Ο Αυτοκράτορας [[Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης]] (βασιλεία 1254-1258), ο μόνος που χρησιμοποιούσε συστηματικά τον όρο "«Έλληνες"» ως όρο αυτοπροσδιορισμού αυτήν την περίοδο, προσπάθησε να αναβιώσει την Ελληνική παράδοση με την ενδυνάμωση των σπουδών της φιλοσοφίας, γιατί κατά τη γνώμη του υπήρχε κίνδυνος η φιλοσοφία να "«εγκαταλείψει τους Έλληνες και να βρει καταφύγιο στους Λατίνους"».<ref name="Angold528">{{harvnb|Angold|2000|p=528}}</ref><ref>{{harvnb|Kaplanis|2014|p=91-2}}</ref>. Για ιστορικούς της αυλής της Νίκαιας, ωστόσο, όπως ο [[Γεώργιος Ακροπολίτης]] και ο [[Γεώργιος Παχυμέρης]], ο όρος Ρωμαίος παρέμεινε ο μοναδικός σημαντικός όρος αυτοπροσδιορισμού, παρά τα ίχνη επίδρασης της πολιτικής των αυτοκρατόρων της Νίκαιας στα γραπτά τους.<ref>{{harvnb|Page|2008|p=129}}</ref>
 
Κατά την [[Δυναστεία των Παλαιολόγων|Παλαιολόγεια περίοδο]], αφότου οι Βυζαντινοί είχαν ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο όρος "«Ρωμαίοι"» έγινε και πάλι ο κυρίαρχος όρος αυτοπροσδιορισμού και λίγα ίχνη του όρου "«Έλληνες"» υπάρχουν, όπως στα γραπτά του [[Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων|Γεώργιου Γεμιστού (Πλήθωνα)]]·<ref>{{harvnb|Kaplanis|2014|p=92}}</ref> o [[νεοπλατωνισμός|νεοπλατωνικός]] φιλόσοφος καυχιόταν "«Είμαστε Έλληνες στη φυλή και τον πολιτισμό"», και πρότεινε την αναγέννηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ακολουθώντας ένα ουτοπικό Ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης με κέντρο το [[Μυστράς|Μυστρά]]<ref>{{harvnb|Makrides|2009|p=136}}.</ref>. Υπό την επίδραση του Πλήθωνα, ο λόγιος, διδάσκαλος, και μεταφραστής [[Ιωάννης Αργυρόπουλος]], αποκάλεσε τον [[Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος|Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο]] (βασιλεία 1425–1448) "«Βασιλιά Ήλιο της Ελλάδας"»<ref>{{harvnb|Lamers|2015|p=42}}</ref> και παρακίνησε τον τελευταίο Βυζαντινό Αυτοκράτορα [[Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος|Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο]] να αυτό-ανακηρυχθεί "«Βασιλιάς των Ελλήνων"».<ref name="Steiris">{{cite journal|author1=Georgios Steiris|title=Argyropoulos, John|journal=Encyclopedia of Renaissance Philosophy|date=16 October 2015|doi=10.1007/978-3-319-02848-4_19-1|url=https://link.springer.com/referenceworkentry/10.1007/978-3-319-02848-4_19-1|publisher=Springer International Publishing}}</ref> Αυτές οι κατά κύριο λόγο ρητορικές εκφράσεις ελληνικής ταυτότητας ήταν περιορισμένες σε ένα πολύ μικρό κύκλο και δεν είχαν καμία επίδραση στο λαό. Συνεχίστηκαν ωστόσο από τους Βυζαντινούς λογίους που συμμετείχαν στην Ιταλική [[Αναγέννηση]].<ref>{{harvnb|Mango|1965|p=33}}</ref>
 
===Δυτική αντίληψη===
Γραμμή 69:
[[File:Eugène Ferdinand Victor Delacroix 012.jpg|thumb|185px|''Η Είσοδος των [[Σταυροφορίες|Σταυροφόρων]] στην Κωνσταντινούπολη'', [[Ευγένιος Ντελακρουά]], 1840.]]
 
Στα μάτια της Δύσης, μετά τη στέψη του [[Καρλομάγνος|Καρλομάγνου]], οι Βυζαντινοί δεν αναγνωρίζονταν ως οι κληρονόμοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο αντίθετα αντιλαμβανόταν ως μια παρακμασμένη συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας, και συχνά περιγραφόταν ως η "«Αυτοκρατορία των Ελλήνων"» ή "«Βασίλειο της Ελλάδας"». Αυτές η αρνήσεις της Βυζαντινής Ρωμαϊκής κληρονομιάς και οικουμενικών δικαιωμάτων θα έδιναν το έναυσμα για τις πρώτες δυσαρέσκειες μεταξύ των Ελλήνων και των "«Λατίνων"» (από το Λατινικό Λειτουργικό) ή "«Φράγκων"» (από την εθνικότητα του Καρλομάγνου), όπως αποκαλούνταν από τους Έλληνες<ref name="Ciggaar14"/><ref name="Fouracre345">{{harvnb|Fouracre|Gerberding|1996|p=345}}: "Η Φραγκική Αυλή δεν θεωρούσε πλέον ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε νομότυπες διεκδικήσεις της οικουμενικότητας. Αντίθετα, τώρα αποκαλούνταν 'Αυτοκρατορία των Ελλήνων'."</ref><ref name="Halsall1997">{{cite web|last=Halsall|first=Paul|title=Medieval Sourcebook: Urban II: Speech at Council of Clermont, 1095, Five versions of the Speech|url=http://www.fordham.edu/halsall/source/urban2-5vers.html|publisher=Fordham University|year=1997|accessdate=1 December 2009}}</ref>.
 
Η δημοφιλής Δυτική άποψη αντικατοπτρίζεται στο ''Translatio militiae'', ο ανώνυμος συγγραφέας του οποίου δηλώνει ότι οι Έλληνες είχαν χάσει το κουράγιο και την γνώση τους, και συνεπώς δεν συμμετείχαν στον πόλεμο εναντίον των απίστων. Σε άλλο σημείο, οι αρχαίοι Έλληνες επαινούνται για τις στρατιωτικές τους ικανότητες και τις γνώσεις τους, με το συγγραφέα έτσι να διαχωρίζει τους σύγχρονους Βυζαντινούς Έλληνες, που γενικά θεωρούνταν ως μη πολεμοχαρείς και σχισματικοί<ref nam. Αν και αυτή η φήμη μοιάζει παράξενη με τη σύγχρονη ματιά δεδομένων των αμείωτων στρατιωτικών επιχειρήσεων των Βυζαντινών και τους αγώνες τους του 8ου αιώνα εναντίον του Ισλάμ και των Ισλαμικών κρατών, αντικατοπτρίζει την φιλοσοφία ''ρεαλπολιτίκ'' των Βυζαντινών, οι οποίοι εφάρμοζαν την διπλωματία και το εμπόριο μαζί με την στρατιωτική δύναμη στην εξωτερική πολιτική, και το υψηλό επίπεδο του πολιτισμού τους σε αντίθεση με το ζήλο των Σταυροφόρων και την άγνοια και προκατάληψη της μεσαιωνικής Δύσης. Όπως το έθεσε ο ιστορικός Steven Runciman has<ref>{{harvnb|Runciman|1988|p=9}}.</ref>:
 
::"«Από τότε που οι σκληροί Σταυροφόροι προπάτορές μας είδαν για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη και γνώρισαν, προς περιφρονητική τους απέχθεια, μια κοινωνία όπου όλοι διαβάζανε και γράφανε, τρώγανε με πιρούνια και προτιμούσαν τη διπλωματία από τον πόλεμο, ήταν διαδεδομένο να αντιμετωπίζουν τους Βυζαντινούς με περιφρόνηση και να χρησιμοποιούν το όνομά τους ως συνώνυμο της παρακμής"».
Ένα καίριο σημείο στο πώς οι δύο πλευρές έβλεπαν η μία την άλλη ήταν πιθανόν η [[Σφαγή των Λατίνων|Σφαγή των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη]] το 1182. Η σφαγή ακολούθησε την εκθρόνιση της [[Μαρία της Αντιόχειας|Μαρίας της Αντιοχείας]], μιας Νορμανδό-Φραγκικής (και κατά συνέπεια "«Λατινικής"») πριγκίπισσας που βασίλευε ως αντιβασιλέας του ανήλικου γιου της Αυτοκράτορα [[Αλέξιος Β΄ Κομνηνός| Αλεξίου Β΄ Κομνηνού]]. Η Μαρία ήταν ιδιαίτερα μη δημοφιλής εξαιτίας της πλουσιοπάροχης εύνοιας που είχε δείξει προς τους Ιταλούς εμπόρους κατά τη διάρκεια της βασιλείας της, και η δημόσιοι πανηγυρισμοί για την πτώση της από τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης μετατράπηκαν γρήγορα σε ταραχές και σφαγή. Το συμβάν και οι ανατριχιαστικές περιγραφές των επιζώντων πυροδότησαν της θρησκευτικές εντάσεις στη Δύση, οδηγώντας στα αντίποινα της [[Οι τρεις αλώσεις της Θεσσαλονίκης#Δεύτερη άλωση|λεηλάτησης της Θεσσαλονίκης]] του 1185, τη δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της αυτοκρατορίας, από το [[Γουλιέλμος Β΄ της Σικελίας|Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας]]. Ένα παράδειγμα της Δυτικής γνώμης τότε είναι τα γραπτά του [[Γουλιέλμος της Τύρου|Γουλιέλμου της Τύρου]], ο οποίος περιέγραψε το "«Ελληνικό έθνος"» ως "«γέννημα εχιδνών, όπως ένα φίδι στο κόρφο, ή ένα ποντίκι στην γκαρνταρόμπα, που ανταποδίδει κακό στους φιλοξενούμενούς του"»<ref>{{cite web|last=Holt|first=Andrew|date=January 2005|title=Massacre of Latins in Constantinople, 1182|publisher=Crusades-Encyclopedia|url=http://www.crusades-encyclopedia.com/1182.html|accessdate=1 December 2009|quote=Λέγεται ότι πάνω από 4.000 Λατίνοι διάφορων ηλικιών, φύλλου και κατάστασης παραδόθηκαν έτσι σε βαρβαρικά έθνη για χρήματα. Με τέτοιο τρόπο το ύπουλο Ελληνικό έθνος, γέννημα εχιδνών, όπως ένα φίδι στο κόρφο, ή ένα ποντίκι στην γκαρνταρόμπα, που ανταποδίδει κακό σε αυτούς που φιλοξενεί —αυτούς που δεν άξιζαν τέτοια μεταχείριση και δεν περίμεναν με τίποτα κάτι τέτοιο. Αυτούς στους οποίους είχαν δώσει τις κόρες τους, ανιψιές τους, και αδελφές τους ως συζύγους, και που, ζώντας τόσο πολύ μαζί τους, είχαν γίνει φίλοι τους.}}</ref>.
 
===Ανατολική αντίληψη===
{{δείτε|Ρουμ μιλλέτ}}
Στην Ανατολή οι [[Πέρσες]] και οι [[Άραβες]] συνέχισαν να θεωρούν τους Βυζαντινούς Ρωμαίους ([[αραβικά]]: ar-Rūm) μετά την πτώση της δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα η 30η [[σούρα]] του Κορανίου ([[Αρ-Ρουμ]]) αναφέρεται στην ήττα των Βυζαντινών ("«Ρουμ"» ή "«Ρωμαίων"») υπό τον [[Ηράκλειος|Ηράκλειο]] από τους Πέρσες στη [[μάχη της Αντιόχειας]] και υπόσχεται την τελική νίκη των Βυζαντινών ("«Ρωμαίων"»).<ref>{{harvnb|Haleem|2005|loc="30. The Byzantines (''Al-Rum'')", pp. 257–260}}.</ref> Αυτή η παραδοσιακή ονομασία των Βυζαντινών ως Ρωμαίων [της Ανατολής] στο μουσουλμανικό κόσμο συνέχισε κατά το Μεσαίωνα, οδηγώντας στη δημιουργία ονομασιών όπως το [[σουλτανάτο του Ρουμ]] ("«Σουλτανάτο επί των Ρωμαίων"») στην κατειλημμένη Μικρά Ασία και προσωπικών ονομάτων όπως [[Ρουμί]], όνομα του μυστικιστή Πέρση ποιητή που έζησε στο πρώην Βυζαντινό [[Ικόνιο]] το 13ο αιώνα.<ref>{{harvnb|Lewis|2000|p=9: "The Anatolian peninsula which had belonged to the Byzantine, or eastern Roman empire, had only relatively recently been conquered by Muslims and even when it came to be controlled by Turkish Muslim rulers, it was still known to Arabs, Persians and Turks as the geographical area of ''Rum''. As such, there are a number of historical personages born in or associated with Anatolia known as Rumi, literally "from Rome."}}</ref> Άραβες γεωγράφοι του ύστερου Μεσαίωνα θεωρούσαν ακόμα τους Βυζαντινούς ως "«Ρουμ"» (Ρωμαίους) όχι Έλληνες. Για παράδειγμα ο [[ιμπν Μπατούτα]] θεωρούσε τους καταρρέοντας ''Ρουμ'' ως "«ισχνούς συνεχιστές και διαδόχους των αρχαίων Ελλήνων (Yunani) σε θέματα πολιτισμού."»<ref>{{harvnb|Vryonis|1999|p=29}}.</ref>
 
Οι μουσουλμάνοι [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Οθωμανοί]] επίσης αναφέρονταν στους Βυζαντινούς αντιπαλους τους ως Ρουμ (Ρωμαίους) και ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα επίσημα στην [[Τουρκία]] για τους ελληνόφωνους ντόπιους ([[Ἐλληνες στην Τουρκία|Ρουμλάρ]]) της [[Κωνσταντινούπολη]]ς ''πρβλ.'' [[Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως]] (τούρκικα: ''Rum Ortodoks Patrikhanesi'', "Ρωμαιορθόδοξο Πατριαρχείο"<ref> Στην Τουρκία αναφέρεται επίσης ανεπίσημα ως ''Fener Rum Patrikhanesi'', "Ρωμαϊκό Πατριαρχείο του [[Φανάρι|Φαναρίου]]".</ref>).<ref name=Doumanis/> Πολλά τοπωνύμια στη Μικρά Ασία προέρχονται από την τουρκική λέξη για τους Βυζαντινούς ("«Rûm"», Ρωμαίοι): [[Ερζερούμ]] ("«Αρζαν των Ρωμαίων"»), [[Ρούμελη]] ("«Γη των Ρωμαίων"») και Ρουμίγιε-ι Σούγρα ("«Μικρή Ρώμη"», η περιοχή της Αμάσειας και [[Σεβάστεια]]ς).<ref>{{harvnb|Har-El|1995|p=195}}.</ref>
 
==Κοινωνία==
Αν και η κοινωνική κινητικότητα δεν ήταν άγνωστη στο Βυζάντιο, η τάξη της κοινωνίας θεωρείται ότι ήταν πιο ανθεκτική, με τον μέσο άνθρωπο να θεωρεί ότι η Ουράνια Αυλή είναι το αρχέτυπο για την Αυτοκρατορική Αυλή στην [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]]<ref name="Cavallo2">{{harvnb|Cavallo|1997|p=2}}.</ref>. Οι κοινωνία αυτή περιελάμβανε διάφορες τάξεις ανθρώπων, οι οποίες δεν ήταν ούτε αποκλειστικές ούτε «άνοσες» σε αλλαγές. Οι πιο χαρακτηριστικές από αυτές ήταν οι φτωχοί, οι χωρικοί, οι στρατιώτες, οι εκπαιδευτικοί, οι επιχειρηματίες, και ο κλήρος.<ref name="Cavallo2"/>
 
===Φτωχοί===
Σύμφωνα με ένα κείμενο που χρονολογείται το 533 μ.Χ., ένας άνθρωπος χαρακτηριζόταν "«φτωχός"» αν δεν είχε 50 χρυσά νομίσματα (''aurei''), το οποίο ήταν μέτριο αλλά όχι αμελητέο ποσό<ref>{{harvnb|Cavallo|1997|p=15}}.</ref>. Οι Βυζαντινοί ήταν κληρονόμοι των Ελληνικών εννοιών της φιλανθρωπίας για χάρη της ''πόλις'', αλλά ήταν η Χριστιανικές έννοιες της Βίβλου που κινητοποιούσαν τη συνήθεια να δίνουν<ref name="Cavallo16">{{harvnb|Cavallo|1997|p=16}}.</ref>, και ειδικότερα τα παραδείγματα του [[Βασίλειος Καισαρείας|Μέγα Βασίλειου]], του [[Γρηγόριος Νύσσης|Γρηγορίου Νύσσης]] και του [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος|Ιωάννη του Χρυσόστομου]]<ref name="Cavallo16"/>. Ο αριθμός των φτωχών μεταβαλλόταν κατά τη διάρκεια των πολλών αιώνων ύπαρξης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά αποτελούσαν μια σταθερή πηγή χειρονακτικής εργασίας για έργα οικοδόμησης και αγροτικές εργασίες. Απ’ ό, τι φαίνεται ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά το τέλος του 4ου και αρχές του 5ου αιώνα καθώς [[Μεγάλες μεταναστεύσεις|εισβολές βαρβάρων]] και η επιθυμία αποφυγής φορολόγησης οδήγησαν αγροτικούς πληθυσμούς στις πόλεις<ref name="Cavallo18">{{harvnb|Cavallo|1997|p=18}}.</ref>.
 
Από την Ομηρική εποχή, υπήρχαν κατηγορίες φτώχιας: ο πτωχός, ("«παθητικός φτωχός"») ήταν κατώτερος από τον πένη (πένης, "«ενεργητικός φτωχός"»)<ref>{{harvnb|Cavallo|1997|pp=15, 17}}.</ref>. Οι φτωχοί αποτελούσαν την πλειοψηφία του διαβόητου όχλου της Κωνσταντινούπολης, ο ρόλος του οποίου ήταν περίπου ίδιος με αυτόν του όχλου της [[Αρχαία Ρώμη|Ρώμης]]. Όμως, ενώ υπάρχουν περιστατικά εξεγέρσεων που αποδίδονται στους φτωχούς, η πλειοψηφία των αστικών αναταράξεων αποδίδονταν συγκεκριμένα στις διάφορες φράξιες του [[Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης|Ιππόδρομου]], όπως οι Πράσινοι και οι Βένετοι<ref>{{harvnb|Cavallo|1997|pp=21–22}}.</ref>. Οι φτωχοί αποτελούσαν ένα μη αμελητέο ποσοστό του πληθυσμού, αλλά επηρέασαν τη Χριστιανική κοινωνία του Βυζαντίου για τη δημιουργία μεγαλύτερου δικτύου νοσοκομείων (ιατρεία) και φτωχοκομείων, και την ύπαρξη ενός θρησκευτικού και κοινωνικού προτύπου κατά το μεγαλύτερο μέρος δικαιολογημένου από την ύπαρξη των φτωχών, και δημιουργημένου από την χριστιανική μεταμόρφωση της κλασσικής κοινωνίας.<ref>{{harvnb|Cavallo|1997|pp=19, 25}}.</ref>
 
===Χωρικοί===
Δεν υπάρχουν αξιόπιστα νούμερα για τον αριθμό των χωρικών, αλλά είναι θεωρείται ευρέως ως υπόθεση ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Βυζαντινών ζούσαν σε αγροτικές και γεωργικές περιοχές<ref name="Cavallo43">{{harvnb|Cavallo|1997|p=43}}.</ref>. Στα ''[[Τακτικά του Λέοντος Σοφού|Τακτικά]]'' του Αυτοκράτορα [[Λέων ΣΤ΄|Λέοντα του Σοφού]] (βασιλεία 886–912), τα δύο επαγγέλματα που περιγράφονται ως η ραχοκοκαλιά του κράτους είναι οι χωρικοί (γεωργική) και οι στρατιώτες (στρατιωτική)<ref name="Cavallo43"/>. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι εκτός που οι χωρικοί παρήγαγαν το μεγαλύτερο μέρος της τροφής της Αυτοκρατορίας, ήταν επίσης η μεγαλύτερη πηγή φόρων<ref name="Cavallo43"/>
 
Οι χωρικοί ζούσαν κατά κύριο λόγο στα χωριά, το όνομα των οποίων άλλαξε σταδιακά από το κλασσικό ''κώμη'' στο σύγχρονο ''χωριό''<ref name="Cavallo44">{{harvnb|Cavallo|1997|p=44}}.</ref>. Ενώ η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν οι κύριες ασχολίες των χωρικών, δεν ήταν οι μόνες <ref name="Cavallo44"/>. Υπάρχουν στοιχεία για τη μικρή πόλη της [[Λάμψακος|Λάμψακου]], στην ανατολική ακτή του [[Ελλήσποντος|Ελλήσποντου]], όπου από τα 173 νοικοκυριά τα 113 χαρακτηρίζονται ως χωρικοί και τα 60 ως αστική περιοχή, που υποδηλώνει και άλλου είδους βοηθητικές δραστηριότητες<ref name="Cavallo44"/>.
 
Η ''Πραγματεία περί φορολογίας'', που σώζεται στη [[Μαρκιανή Βιβλιοθήκη]] στη Βενετία κάνει διάκριση τριών ειδών αγροτικών οικισμών, το ''χωρίον'', το ''αγρίδιον'', και το ''προάστειον''<ref name="Cavallo44"/>. Σύμφωνα με μια καταγραφή του 14ου αιώνα του χωριού Άφητος, που είχε δωριστεί στη [[Μονή Χιλανδαρίου]], ο μέσος όρος κατοχής γης ήταν μόλις 3,5 μόδιοι (0,08 εκτάρια, 800τμ<sup>2</sup>)<ref name="Cavallo45">{{harvnb|Cavallo|1997|p=45}}.</ref>. Φόροι που επιβάλλονταν στους αγροτικούς πληθυσμούς περιελάμβαναν τον ''καπνικόν'' ή φόρο της εστίας, τη ''συνονή'' ή πληρωμή σε μετρητά που συχνά σχετιζόταν με τον ''καπνικόν'', το ''εννόμιον'', ή φόρο κτηνοτροφίας, και ''αερικόν'', που εξαρτιόταν από τον πληθυσμό του χωριού και κυμαινόταν μεταξύ 4 και 20 χρυσά νομίσματα το χρόνο<ref>{{harvnb|Harvey|1989|pp=103–104}}; {{harvnb|Cavallo|1997|pp=44–45}}.</ref>.
 
Οι διατροφή τους αποτελούνταν κυρίως από σιτηρά και όσπρια και το ψάρι στις κοινότητες ψαράδων αντικαθιστούσε το κρέας<ref>{{harvnb|Cavallo|1997|p=47}}.</ref>. Το ψωμί, κρασί, και ελιές αποτελούσαν σημαντικά στοιχεία της Βυζαντινής διατροφής με τους στρατιώτες στην εκστρατεία να τρώνε διπλοψημένο και αποξηραμένο ψωμί, το ''παξιμάδιον''<ref>{{harvnb|Cavallo|1997|p=49}}.</ref>. Όπως στην αρχαιότητα και τη σύγχρονη εποχή, οι πιο κοινές καλλιέργειες ήταν [[Ελιά|ελαιώνες]] και [[Αμπέλι|αμπέλια]]. Ενώ ο [[Λιουτπράνδος της Κρεμόνας]], ένας επισκέπτης από την Ιταλία, βρήκε το Ελληνικό κρασί ενοχλητικό επειδή συχνά αρωματίζονταν με ρετσίνι ([[ρετσίνα]]), οι περισσότεροι Δυτικοί εκτιμούσαν τα Ελληνικά κρασιά, ειδικά τα Κρητικά που ήταν διάσημα.<ref>{{harvnb|Cavallo|1997|p=51}}.</ref>
 
Ενώ το [[κυνήγι]] και το [[ψάρεμα]] ήταν διαδεδομένα, οι χωρικοί κυνηγούσαν κυρίως για να προστατέψουν το κοπάδι και τα σπαρτά τους<ref>{{harvnb|Cavallo|1997|p=55}}.</ref>. Η [[μελισσοκομία]] ήταν πολύ ανεπτυγμένη στο Βυζάντιο, όπως και στην Αρχαία Ελλάδα<ref name="Cavallo56">{{harvnb|Cavallo|1997|p=56}}.</ref>. Εκτός από τη γεωργία, οι χωρικοί ασκούσαν τέχνες, αναφερομένων στα οικονομικά αρχεία των μεταλλουργών (χαλκεύς), ραπτών (ράπτης), και τσαγκάρηδων (τζαγγάριος)<ref name="Cavallo56"/>.
 
===Στρατιώτες===
[[File:Byzantine fresca from St-Lucas.jpg|thumb|200px|Στρατιώτης φορώντας το φυλλιδωτό θώρακα ''κλιβάνιον'', με ίσιο σπαθί, ''σπαθίον''.]]
 
Κατά τη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου μετά βίας περνούσε ένας χρόνος χωρίς στρατιωτική εκστρατεία. Οι στρατιώτες ήταν φυσιολογικό μέρος της καθημερινής ζωής, πολύ περισσότερο από τις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες<ref name="Cavallo74">{{harvnb|Cavallo|1997|p=74}}.</ref>. Ενώ είναι δύσκολο να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ [[Λεγεώνα|Ρωμαϊκών]] και [[Βυζαντινός στρατός|Βυζαντινών]] στρατιωτών από οργανωτικής άποψης, αυτό είναι πιο εύκολο να γίνει όσον αφορά το κοινωνικό τους προφίλ<ref name="Cavallo74"/>. Τα στρατιωτικά εγχειρίδια γνωστά ως '' [[Στρατηγικόν|Τακτικά]]'' συνέχισαν μια [[Ελληνιστική περίοδος|Ελληνιστική]] και Ρωμαϊκή παράδοση, και περιέχουν πληθώρα πληροφοριών για την εμφάνιση, παραδόσεις, συνήθειες, και ζωή των στρατιωτών<ref name="Cavallo75">{{harvnb|Cavallo|1997|p=75}}.</ref>.
 
Όπως και με τους χωρικούς, πολλοί στρατιώτες ασκούσαν και βοηθητικές ασχολίες όπως ιατρικές και παραϊατρικές, και τεχνικές<ref>{{harvnb|Cavallo|1997|p=76}}.</ref>. Η επιλογή για την στρατιωτική υπηρεσία ήταν ετήσια, ενώ μεγάλος αριθμός τοποθετούνταν σε στρατιωτικές ασκήσεις, κατά τους χειμερινούς μήνες, κάτι που αποτελούσε μεγάλο μέρος της στρατιωτικής ζωής<ref>{{harvnb|Cavallo|1997|p=77}}.</ref>.
Γραμμή 118:
Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση ήταν ευρέως διαθέσιμη κατά το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στις πόλεις και κάποιες φορές και στην επαρχία<ref name=Education/>. Αυτό διασφάλιζε ότι ο [[Γραμματισμός|αλφαβητισμός]] ήταν πολύ πιο διαδεδομένος απ’ ό, τι στη Δυτική Ευρώπη, τουλάχιστον μέχρι το δωδέκατο αιώνα<ref name=Education/><ref>{{harvnb|Rautman|2006|p=282: "Αντίθετα από την μεσαιωνική Δύση, όπου η εκπαίδευση γινόταν κυρίως σε μοναστήρια, ο στοιχειώδης αλφαβητισμός ήταν διαδεδομένος στην Βυζαντινή κοινωνία σαν σύνολο."}}</ref>. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση περιοριζόταν στις μεγαλύτερες πόλεις ενώ η ανώτερη εκπαίδευση ήταν αποκλειστικά προερχόμενη από το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης<ref name=Education/>.
 
Αν και δεν ήταν μια κοινωνία μαζικού αλφαβητισμού, όπως οι [[νεωτερικότητα|νεωτερικές]] κοινωνίες, η Βυζαντινή κοινωνία ήταν πολύ εγγράμματη<ref>{{harvnb|Browning|1993|pp=70, 81}}.</ref>. Με βάση πληροφορίες από μια εκτεταμένη σειρά Βυζαντινών έγγραφαεγγράφων από διαφορετικές περιόδους (π.χ. ομιλίες, ''Εκλογές'', κτλ), ο [[Ρόμπερτ Μπράουνινγκ (Βυζαντινολόγος)|Ρόμπερτ Μπράουνινγκ]] συμπέρανε, ενώ τα βιβλία ήταν είδη πολυτελείας και η λειτουργική εγγραμματοσύνη (γνώση γραφής και ανάγνωσης) ήταν ευρέως διαδεδομένη, αλλά κατά κύριο λόγο περιορισμένη στις πόλεις και τιτις ςμονέςμονές, η πρόσβαση στη στοιχειώδη εκπαίδευση παρεχόταν στις περισσότερες πόλεις τον περισσότερο καιρό και κάποιες φορές και σε χωριά<ref>{{harvnb|Browning|1989|loc=VII Literacy in the Byzantine World, pp. 39–54}}; {{harvnb|Browning|1993|pp=63–84}}.</ref>. Ο [[Νικόλαος Οικονομίδης (βυζαντινολόγος)|Νικόλαος Οικονομίδης]], επικεντρώνοντας στον Βυζαντινό αλφαβητισμό του 13ου αιώνα στην Δυτική Μικρά Ασία, λέει ότι στη Βυζαντινή κοινωνία εγγράμματη ήταν "«όλη η εκκλησία, σχεδόν όλη η αριστοκρατία, κάποιοι ιππείς, σπάνια κάποιοι χωρικοί, και σχεδόν καθόλου οι γυναίκες"»<ref>{{harvnb|Oikonomides|1993|p=262}}.</ref>. Ο Ιωάννης Στουραΐτης εκτιμά ότι το ποσοστό της Αυτοκρατορίας με κάποιο βαθμό αλφαβητισμού ήταν το πολύ 15–20%, με βάση κυρίως την αναφορά αναλφάβητων Βυζαντινών [[Τουρμάρχης|τουρμαρχών]] στα ''[[Τακτικά του Λέοντος Σοφού|Τακτικά]]'' του Αυτοκράτορα [[Λέων ΣΤ΄|Λέοντα του Σοφού]] (βασιλεία 886–912)<ref>{{harvnb|Stouraitis|2014|pp=196–197}}.</ref>.
 
Στο Βυζάντιο, ο εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είχε χαμηλή κοινωνική θέση και δίδασκε κυρίως από απλά βιβλία παραμυθιών (οι ''[[Μύθοι του Αισώπου]]'' χρησιμοποιούνταν συχνά)<ref name="Cavallo96">{{harvnb|Cavallo|1997|p=96}}.</ref>. Όμως, οι [[Φιλολογία|γραμματικοί]] και η [[Ρητορική|ρήτορες]], εκπαιδευτικοί υπεύθυνοι για τις επόμενες βαθμίδες της εκπαίδευσης, απολάμβαναν περισσότερο σεβασμό<ref name="Cavallo96"/>. Αυτοί χρησιμοποιούσαν τα κλασσικά Ελληνικά κείμενα όπως την Ιλιάδα ή την Οδύσσεια, τον περισσότερο χρόνο τους καταλάμβανε η λέξη προς λέξη εξήγηση<ref name="Cavallo96"/>. Τα βιβλία ήταν σπάνια και πολύ ακριβά, και τα κατείχαν μόνο δάσκαλοι, από τα οποία υπαγόρευαν κείμενα στους μαθητές<ref>{{harvnb|Cavallo|1997|p=97}}.</ref>.
Γραμμή 133:
Λόγω των επικρατουσών ηθών της σεμνότητας, οι γυναίκες φορούσαν ρούχα που κάλυπταν όλο το σώμα εκτός από τα χέρια τους<ref name="Cavallo127">{{harvnb|Cavallo|1997|p=127}}.</ref>. Ενώ γυναίκες μεταξύ των φτωχών φορούσαν κάποιες φορές αμάνικους [[Χιτώνας|χιτώνες]], οι περισσότερες γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να καλύπτουν ακόμα και τα μαλλιά τους με το μακρύ πέπλο, το ''μαφόριον''. Οι εύπορες γυναίκες όμως, δεν λυπόταν τα έξοδα για να στολίζουν τα ρούχα τους με εξαιρετικά κοσμήματα και μεταξωτά υφάσματα<ref name="Cavallo127"/>. Ήταν δύσκολο να πάρει κανείς διαζύγιο, αν και υπήρχαν νόμοι που τα επιτρέπανε<ref name="Cavallo128">{{harvnb|Cavallo|1997|p=128}}.</ref>. Οι σύζυγοι συχνά δέρνανε τις γυναίκες τους, αν και το αντίστροφο δεν ήταν άγνωστο, όπως της περιγραφής του [[Πτωχοπρόδρομος|Θεόδωρου Πρόδρομου]] ενός δαρμένου συζύγου στα ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου<ref name="Cavallo128"/>.
 
Αν και το προσδόκιμο ζωής των γυναικών στο Βυζάντιο ήταν μικρότερο από αυτό των αντρών, λόγω θανάτων κατά τη γέννα, οι πόλεμοι και το γεγονός ότι οι άντρες παντρεύονταν μικρότεροι, η γυναικεία χηρεία ήταν ακόμα αρκετά συχνή<ref name="Cavallo128"/>. Κάποιες γυναίκες μπορούσαν να παρακάμψουν την κοινωνικές νόρμες και να δουλέψουν ως έμποροι, καλλιτέχνες, ηγούμενες, και λόγιοι<.<ref>{{harvnb|Rautman|2006|p=26}}.</ref>
 
===Επιχειρηματίες===
Γραμμή 139:
[[File:Solidus-Justinian II-Christ b-sb1413.jpg|thumb|200px|Χρυσός [[σόλιδος]] του [[Ιουστινιανός Β΄|Ιουστινιανού Β΄]] 4,42 γραμμαρίων, μετά το 692<ref name="Grierson8">{{harvnb|Grierson|1999|p=8}}.</ref>.]]
 
Η παραδοσιακή εικόνα των Βυζαντινών Ελλήνων εμπόρων ως μη επιχειρηματικών ευεργετών του κράτους αρχίζει να αλλάζει σε αυτήν των μετακινούμενων, ενεργητικών παραγόντων<ref name="Laiou-Morrison139">{{harvnb|Laiou|Morrison|2007|p=139}}.</ref>. Η τάξη των εμπόρων, ειδικά αυτής της Κωνσταντινούπολης, έγινε μια δύναμη από μόνη της, που από καιρού εις καιρόν μπορούσε ακόμα και να απειλήσει τον Αυτοκράτορα, όπως συνέβη τον ενδέκατο και δωδέκατο αιώνα<ref name="Laiou-Morrison140">{{harvnb|Laiou|Morrison|2007|p=140}}.</ref>. Αυτό κατέστη δυνατό μέσω επιτυχούς χρήσης πίστωσης και άλλων οικονομικών καινοτομιών. Οι έμποροι επένδυαν τα πλεονάζοντα κεφάλαια στην χρηματοδότηση οικονομικών προϊόντων που ονομάζονταν ''χρεοκοινωνία'', το ισοδύναμο και ίσως ο πρόγονος των Ιταλικών ''commenda''.<ref name="Laiou-Morrison140"/>.
 
Τελικά, η αγοραστική δύναμη των Βυζαντινών εμπόρων έγινε τέτοια που μπορούσε να επηρεάζει τις τιμές των αγορών μακριά όσο το [[Κάιρο]] και η [[Αλεξάνδρεια]]<ref name="Laiou-Morrison139"/>. Ως αποτέλεσμα της επιτυχίας τους οι αυτοκράτορες έδωσαν στους εμπόρους το δικαίωμα να γίνονται μέλη της [[Βυζαντινή Σύγκλητος|Συγκλήτου]], δηλαδή να ενσωματωθούν στην άρχουσα ελίτ<ref name="Laiou-Morrison141">{{harvnb|Laiou|Morrison|2007|p=141}}.</ref>. Αυτό έλαβε τέλος μέχρι το τέλος του ενδέκατου αιώνα όταν η πολιτικές μηχανορραφίες επέτρεψαν στην αριστοκρατία να διασφαλίσουν το θρόνο για παραπάνω από έναν αιώνα<ref name="Laiou-Morrison141"/>. Μετά από αυτή τη φάση όμως, οι επιχειρηματίες έμποροι επανήρθαν και άσκησαν πραγματική επιρροή κατά τη διάρκεια της [[Τρίτη Σταυροφορία|Τρίτης Σταυροφορίας]]<ref name="Laiou-Morrison142">{{harvnb|Laiou|Morrison|2007|p=142}}.</ref>.
 
Ο λόγος που οι Βυζαντινοί έμποροι έχουν συχνά παραμεληθεί στην ιστοριογραφία δεν είναι ότι ήταν λιγότεροιλιγότερο ικανοί από τους αρχαίους ή σύγχρονους Έλληνες συναδέλφους τους όσον αφορά στο εμπόριο. Μάλλον προέκυψε από τον τρόπο που γραφόταν η ιστορία στο Βυζάντιο, που συχνά ήταν υπό την χορηγία των ανταγωνιστών τους, της Αυλής, και της αριστοκρατίας<ref name="Laiou-Morrison142"/>. Το γεγονός ότι τελικά τους ξεπέρασαν οι ανταγωνιστές τους Ιταλοί είναι τα προνόμια που παραχωρήθηκαν από τα [[Σταυροφορικά κράτη]] στον [[Λεβάντες|Λεβάντε]] και η κυριαρχική ναυτική βία των Ιταλών<ref name="Laiou-Morrison142"/>.
 
===Κλήρος===
Γραμμή 166:
Ο πληθυσμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια, είχε μια ποικιλία μητρικών γλωσσών περιλαμβανομένων και των Ελληνικών<ref name="Alexiou23"/>. Αυτές περιελάμβαναν τα Λατινικά, τα [[Αραμαϊκή γλώσσα|Αραμαϊκά]], τα [[Κοπτική γλώσσα|Κοπτικά]], και Γλώσσες του Καυκάσου, ενώ ο [[Σύριλ Μάνγκο]] αναφέρει επίσης ενδείξεις για διγλωσσία στα νότια και νοτιοανατολικά<ref name="Alexiou24">{{harvnb|Alexiou|2001|p=24}}.</ref>. Αυτές οι επιρροές, καθώς και η εισροή ανθρώπων με Αραβική, Κέλτικη, Γερμανική, Τουρκική και Σλαβική καταγωγή, παρείχαν στα μεσαιωνικά Ελληνικά πολλές [[Δάνειο (γλώσσα)|δανεισμένες]] λέξεις που έχουν επιβιώσει και στην σύγχρονη Ελληνική γλώσσα<ref name="Alexiou24"/>. Από τον 11ο αιώνα και μετά, υπάρχει επίσης μια αυξανόμενη χρήση της καθομιλουμένης στη λογοτεχνία<ref name="Alexiou24"/>.
 
Μετά τη [[Τέταρτη Σταυροφορία]], υπήρχε αυξημένη επαφή με τη Δύση, και η ''lingua franca'' του εμπορίου έγιναν τα Ιταλικά. Στις περιοχές των Σταυροφορικών βασιλείων η κλασική εκπαίδευση έπαψε να είναι το εκ των ων ουκ άνευ του κοινωνικού στάτους, κάτι που οδήγησε σε άνοδο της καθομιλουμένης<ref name="Alexiou24"/>. Από αυτήν την εποχή μαρτυρούνται πολλά ωραία έργα στην καθομιλουμένη, συχνά γραμμένα από άτομα με βαθιά κλασική εκπαίδευση<ref name="Alexiou24"/>. Ένα διάσημο παράδειγμα είναι τα τέσσερα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα που αποδίδονται στον Θεόδωρο Πρόδρομο<ref name="Alexiou24"/>. Από τον 13ο ως τον 15ο αιώνα, τους τελευταίους αιώνες της Αυτοκρατορίας, εμφανίστηκαν πολλά έργα, που περιλαμβάνουν θρήνους, παραμύθια, ρομάντζα, και χρονικά, που γράφτηκαν εκτός Κωνσταντινούπολης, και τα οποία μέχρι τότε ήταν βάση για πολλά λογοτεχνικά έργα, σε ένα ιδίωμα το οποίο οι μελετητές ονομάζουν "«Βυζαντινή Κοινή"»<ref name="Alexiou24"/>.
 
Όμως, η [[διγλωσσία]] του Ελληνόφωνου κόσμου, που ήδη είχε αρχίσει στην αρχαία Ελλάδα, συνέχισε και υπό τον [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Οθωμανικό]] ζυγό και επέμεινε και στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος ως το 1976, αν και η Κοινή Ελληνική παρέμεινε η επίσημη γλώσσα της [[Ελληνορθόδοξη Εκκλησία|Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας]]. Όπως φαίνεται στα ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου, ένα πρώιμο στάδιο της σύγχρονης Ελληνικής γλώσσας είχε ήδη διαμορφωθεί ως τον 12ο αιώνα, και ίσως και νωρίτερα. Η καθομιλουμένη Ελληνική γλώσσα συνέχισε να είναι γνωστή ως "«Ρωμαίικα"» μέχρι τον 20ο αιώνα<ref>{{harvnb|Adrados|2005|p=226}}.</ref>.
 
===Θρησκεία===
Γραμμή 176:
Την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου (βασιλεία 306–337), μετά βίας το 10% του πληθυσμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν [[Χριστιανισμός|Χριστιανοί]], με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών να βρίσκεται στα αστικά κέντρα και το ανατολικό μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η πλειοψηφία ακόμα λάτρευε τους παλιούς θεούς με τον δημόσιο Ρωμαϊκό<ref name="Mango96">{{harvnb|Mango|2002|p=96}}.</ref>. Όταν ο Χριστιανισμός έγινε και φιλοσοφικό σύστημα, η θεωρία και απολογητές το οποίου πάτησαν πολύ στον Κλασσικό κόσμο, αυτό άλλαξε<ref name="Mango101">{{harvnb|Mango|2002|p=101}}.</ref>. Επιπλέον, ο Κωνσταντίνος ως ''[[Pontifex Maximus]]'', ήταν υπεύθυνος την ορθή τελετουργική λατρεία της θεότητας σύμφωνα με την παλαιότερη Ρωμαϊκή πρακτική<ref>{{harvnb|Mango|2002|p=105}}.</ref>. Το πέρασμα από την παλιά θρησκεία στη νέα περιείχε κάποια στοιχεία συνέχειας όπως και ρήξης με το παρελθόν, αν και η καλλιτεχνική κληρονομιά του παγανισμού διαλύθηκε σε κομμάτια, κάποιες φορές κυριολεκτικά, από το Χριστιανικό ζήλο<ref name="Mango111">{{harvnb|Mango|2002|p=111}}.</ref>.
 
Ο Χριστιανισμός οδήγησε στην ανάπτυξη κάποιων φαινομένων χαρακτηριστικών του Βυζαντίου. Όπως, η στενή σχέση Εκκλησίας και Κράτους, κληρονομιά της Ρωμαϊκής επίσημης κρατικής λατρείας ( ''cultus'')<ref name="Mango111"/>. Επίσης, η δημιουργία της Χριστιανικής φιλοσοφίας που καθοδηγούσε τους Βυζαντινούς στις καθημερινές τους ζωές<ref name="Mango111"/>. Τέλος, τη διχοτόμηση μεταξύ των Χριστιανικών ιδεωδών της Βίβλου, και της κλασσικής Ελληνικής παιδείας, η οποία δεν μπορούσε όμως να αποκλειστεί εντελώς, καθώς μεγάλο μέρος της Χριστιανικής λογιότητας και φιλοσοφίας εξαρτιόταν από αυτή<ref name="Mango101"/><ref name="Mango111"/>. Τα παραπάνω διαμόρφωσαν το χαρακτήρα των Βυζαντινών Ελλήνων και την αντίληψη των εαυτών τους και των άλλων.
 
Από το 10% της εποχής του Κωνσταντίνου<ref name="Mango96"/>, μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα το ποσοστό των Χριστιανών ήταν 50% και 90% μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα<ref name="Mango111"/>. Ο Αυτοκράτορας [[Ιουστινιανός Α΄|Ιουστινιανός]] (βασιλεία 527–565) κατόπιν ξεκαθάρισε με τους παγανιστές που είχαν μείνει, λόγιους ακαδημαϊκούς από τη μία, και αγράμματους χωρικούς από την άλλη<ref name="Mango111"/>. Τέτοια γρήγορη μεταστροφή φαίνεται να είναι αποτέλεσμα σκοπιμότητας και όχι συνειδητοποιημένης μεταστροφής<ref name="Mango111"/>.
 
Η επιβίωση της Αυτοκρατορίας στην Ανατολή εξασφάλιση έναν ενεργό ρόλο του αυτοκράτορα στις υποθέσεις της Εκκλησίας. Το Βυζαντινό κράτος κληρονόμησε από το παγανιστικό προκάτοχό του την διοικητική και οικονομική ρουτίνα της οργάνωσης των θρησκευτικών θεμάτων, και αυτή η ρουτίνα εφαρμόστηκε στην Χριστιανική Εκκλησία. Ακολουθώντας το μοντέλο που έθεσε ο [[Ευσέβιος της Καισαρείας]], οι Βυζαντινοί έβλεπαν τον αυτοκράτορα ως αντιπρόσωπο ή απόστολο του [[Ιησούς Χριστός|Χριστού]], ειδικότερα υπεύθυνου για την εδραίωση του Χριστιανισμού στους παγανιστές, και για τα "«έξωθεν"» της θρησκείας όπως τη διοίκηση και τα οικονομικά. Ο αυτοκρατορικός ρόλος στα ζητήματα της Εκκλησίας όμως<ref name="Meyendorff13">{{harvnb|Meyendorff|1982|p=13}}.</ref>.
 
Με την παρακμή της Ρώμης και τις εσωτερικές διαστάσεις σε άλλα Ανατολικά πατριαρχία, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως έγινε, μεταξύ των 6ου και 11ου αιώνων, το πλουσιότερος και με τη μεγαλύτερη επιρροή κέντρο της [[Χριστιανικός κόσμος|Χριστιανοσύνης]]<ref name="Meyendorff19">{{harvnb|Meyendorff|1982|p=19}}.</ref>. Ακόμα κι όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε περιοριστεί σε μια σκιά του παλιού της εαυτού, η Εκκλησία, ως θεσμός, ασκούσε τόσο μεγαλύτερη επιρροή μέσα και έξω από τα αυτοκρατορικά σύνορα όσο ποτέ πριν. Όπως τονίζει ο [[Γεώργιος Οστρογκόρσκι]]<ref name="Meyendorff130">{{harvnb|Meyendorff|1982|p=130}}.</ref>:
 
<blockquote>"«Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης παρέμεινε το κέντρο του Ορθόδοξου κόσμου, με υπαγόμενες μητροπολιτικές ενορίες και αρχιεπισκοπές στην περιοχή της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων, τώρα πια χαμένες για το Βυζάντιο, όπως και στον Καύκασο, τη Ρωσία και τη Λιθουανία. Η Εκκλησία παρέμεινε το πιο σταθερό στοιχείο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας."»</blockquote>
 
Όσον αφορά τη θρησκεία, η Βυζαντινή [[Μακεδονία (διαμέρισμα)|Ελληνική Μακεδονία]] είναι επίσης σημαντική όντας η πατρίδα των αγίων [[Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος|Κυρίλλου και Μεθοδίου]], των δύο αδελφών από τη Θεσσαλονίκη που στάλθηκαν από κρατικά υποστηριγμένες αποστολές για προσηλυτίσουν τους Σλάβους των Βαλκανίων και τις ανατολικής-κεντρικής Ευρώπης. Αυτό περιελάμβανε τη μετάφραση από αυτούς της Χριστιανικής Βίβλου στα Σλαβικά, για την οποία εφεύραν ένα αλφάβητο, το οποίο έγινε γνωστό ως [[Παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα]]. Κατά τη διάρκεια του έργου τους, αυτό καταξίωσε την φήμη των δύο Ελλήνων αδελφών ως πρωτοπόρων της Σλαβικής λογοτεχνίας και ως αυτών που εισήγαγαν πρώτοι των Βυζαντινό πολιτισμό και τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό στους μέχρι τότε αναλφάβητους και παγανιστές Σλάβους.
 
==Μεταβυζαντινή εξέλιξη==
Οι Βυζαντινοί Έλληνες, αποτελώντας την πλειοψηφία της καθ’εαυτήςκαθ’ εαυτής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο απόγειό της, σταδιακά πέρασαν υπό την κυριαρχία ξένων δυνάμεων με την παρακμή της Αυτοκρατορίας κατά το Μεσαίωνα. Περνώντας κατά το μεγαλύτερο υπό την κυριαρχία των Μουσουλμάνων Αράβων, οι Βυζαντινοί είτε έφυγαν από τα μέρη τους, είτε υποτάχθηκαν στους νέους Μουσουλμάνους ηγέτες, αποκτώντας το στάτους των ''dhimmi'', μη μουσουλμάνοι υπήκοοι υπό μουσουλμανική κυριαρχία. Με τους αιώνας Χριστιανικές κοινότητες πρώην Βυζαντινών Ελλήνων που επιβίωσαν εξελίχτηκαν σε [[Έλληνες της Αντιόχειας]], [[Μελχίτες]], ή ενσωματώθηκαν σε κοινότητες των [[Άραβες Χριστιανοί|Αράβων Χριστιανών]], που υπάρχουν μέχρι σήμερα.
 
Από την άλλη, άλλοι Βυζαντινοί μεταστράφηκαν στο [[Ισλάμ]] και με τον καιρό εκτουρκίστηκαν, κυρίως αυτοί στην Ανατολία<ref>{{harvnb|Vryonis|1971}}.</ref>.
 
Πέραν του όρου "«Γραικοί"», που δεν ήταν σε ευρεία χρήση, αλλά ως το 19ο αιώνα χρησιμοποιούνταν ως όρος με τον οποίον περιέγραφαν τον εαυτό τους λόγιοι και μικροί αριθμοί ανθρώπων που συνδέονταν με τη Δύση, οι νεοέλληνες χρησιμοποιούν το εθνωνύμιο "«Ρωμαίοι"» (με τη μορφή "«Ρωμιοι"», "«Ρωμιοσύνη"») ως όρο αυτοπροσδιορισμού.<ref>{{harvnb|Merry|2004|p=376}}; {{harvnb|Institute for Neohellenic Research|2005|p=8}}; {{harvnb|Kakavas|2002|p=29}}.</ref>, αν και ο δεύτερος <ref>{{harvnb|Kaplanis|2014|p=88, 97}}</ref>
 
Πολλοί ελληνορθόδοξοι, ιδίως αυτοί που βρίσκονταν εκτός του νεοιδρυθέντος [[ιστορία της νεώτερης Ελλάδας|ελληνικού κράτους]], συνέχισαν να αυτοπροσδιορίζονται ως "«Ρωμιοί"» ως και τον 20ο αιώνα. Ο [[Πέτρος Χαράνης]], που γεννήθηκε στη [[Λήμνος|Λήμνο]] το 1908 και αργότερα έγινε καθηγητής Βυζαντινής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Rutgers, διηγείται ότι όταν η Ελλάδα κατέλαβε το νησί από τους Οθωμανούς το 1912, Έλληνες στρατιώτες στάλθηκαν σε κάθε χωριό και σταμάτησαν στις πλατείες. Κάποια παιδιά έτρεξαν να δουν πώς είναι οι Έλληνες στρατιώτες. "«Τι κοιτάζετε;"» ρώτησε ένας στρατιώτης. "«Τους Έλληνες"», απάντησαν τα παιδιά. "«Εσείς δεν είστε Έλληνες"», αντιγύρισε ο στρατιώτης. "«Όχι,"» απάντησαν τα παιδιά, "«είμαστε Ρωμιοί"».<ref>{{harvnb|Kaldellis|2007|pp=42–43}}.</ref>
 
{{Ενσωμάτωση κειμένου|en|Byzantine Greeks}}