Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Bach (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Bach (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 22:
 
=== Στο Άιζεναχ (1685-1695) ===
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν ήταν γιος του [[Γιόχαν Αμπρόζιους Μπαχ|Γιόχαν Αμπρόζιους]] (1645-95) και της Μαρία Ελίζαμπετ Λέμμερχιρτ (1644-94). Ήταν το νεότερο από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειας (έξι αγόρια και δύο κορίτσια), από τα οποία τα τρία (δύο αγόρια και ένα κορίτσι) πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Το πατρικό σπίτι του επί της οδού ''Λούτερστρασε'' (τότε γνωστή ως ''Φλάισγκασε''), είχε αγοραστεί από τον πατέρα του το 1674, αφού έγινε δημότης του Άιζεναχ και δεν ταυτίζεται με το σημερινό μουσείο που φέρει την επωνυμία ''Οικία Μπαχ'' (''Bachhaus'') και βρίσκεται στην οδό ''Φράουενπλαν''.<ref name=grove>Christoph Wolff, et al. "Bach." Grove Music Online. Oxford Music Online. Oxford University Press, accessed June 24, 2016,</ref>. Η ημερονηνία γέννησής του, η 21η Μαρτίου 1685, τεκμηριώνεται τόσο από την καταγραφή του [[Γιόχαν Γκότφριντ Βάλτερ]] στο ''Μουσικό Λεξικό'' (''Musikalisches Lexicon''), όσο και από τον ίδιο τον Σεμπάστιαν Μπαχ στη γενεαλογία της οικογένειάς του αλλά και από τον γιο του, στη νεκρολογία που συνέγραψε για τον πατέρα του. Η βάπτισή του έγινε στις 23 Μαρτίου με νονούς τον μουσικό της επαρχίας [[Γκότα]] της [[Θουριγγία|Θουριγγίας]] Σεμπάστιαν Νάγκελ, και τον δασονόμο Γιόχαν Γκέοργκ Κοχ, από τους οποίους πήρε και το όνομά του. Το όνομα Γιόχαν Σεμπάστιαν απέκτησαν αργότερα άλλα δύο μέλη της οικογένειας: ο γιος του αδελφού του, Γιόχαν Κρίστοφ, ο οποίος βαπτίστηκε από τον Μπαχ αλλά πέθανε σε ηλικία δύο ετών, και ο εγγονός του, γιος του [[Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ]], που διακρίθηκε στη ζωγραφική. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής παρέμεινε πιστός στην σχέση του με τη γενέτειρά του, το [[Άιζεναχ]], τη μόνη πόλη άλλωστε της οποίας υπήρξε επισήμως δημότης. Ο ίδιος αυτοαπoκαλούνταναυτοαπoκαλείτο αργότερα «Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ του Άιζεναχ» («Johann Sebastian Bach Isenacus» ή «Isenacus», ή εν συντομία «ISBI»), με ιδιαίτερη υπερηφάνεια.<ref>Wolff (2000a), σελ. 22</ref>
 
[[Αρχείο:Johann Ambrosius Bach.jpg|thumb|200px|right|Johann David Herlicius, Πορτρέτο του Γιόχαν Αμπρόζιους Μπαχ, λάδι σε καμβά, περ. 1685, Αρχείο Μπαχ, Λειψία.]]
Πριν εγκατασταθεί στο Άιζεναχ, το 1671, για να εργαστεί ως μουσικός διευθυντής της πόλης (γερμ. ''Hausmann''), ο Γιόχαν Αμπρόζιους Μπαχ ήταν μουσικός της πόλης του [[Άρνσταντ]] και βιολιστήςβιολονίστας σε μουσική εταιρεία της γενέτειράς του, [[Έρφουρτ]]. Με πληθυσμό περίπου δεκαοκτώ χιλιάδων κατοίκων, το Έρφουρτ ήταν τότε η μεγαλύτερη πόλη της Θουριγγίας και ταυτόχρονα το ιστορικό, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της περιοχής. Σημαντικό ρόλο για τοτον διορισμό του στο Άιζεναχ φαίνεται πως έπαιξε και η παρουσία, εκεί, του εξαδέλφου του, [[Γιόχαν Κρίστοφ Μπαχ]], ο οποίος εργαζόταν ως οργανίστας στην ιστορική Γκέοργκενκιρχε και στην Αυλή του Δούκα του Άιζεναχ<ref>Boyd (2000), σελ. 4</ref>. Η [[οικογένεια Μπαχ]] είχε ήδη μεγάλη συμβολή στα μουσικά δρώμενα της Θουριγγίας, τόσο μεγάλη μάλιστα ώστε, το όνομα Μπαχ είχε γίνει συνώνυμο του μουσικού και μέχρι το 1793 οι μουσικοί της πόλης (''Stadtpfeifer'') αποκαλούνταν «Μπαχ», παρά το γεγονός πως κανείς δεν έφερε πλέον στην πόλη το όνομα της οικογένειας.<ref>Andreas Kruse, ''Die Grenzgänge des Johann Sebastian Bach''. 2.&nbsp;Auflage, Springer, Berlin Heidelberg 2014, σελ.&nbsp;35, ISBN 978-3-642-54627-3</ref>. Όταν στα 1693 έμεινε κενή μία θέση στην Εκκλησιαστική Αυλή τού [[Άρνσταντ]], ο κόμης της περιοχής ζήτησε εμφατικά να του στείλουν «έναν Μπαχ».<ref>Wolff (1998), NBR, αρ. 7, σελ. 32-33</ref><ref>Paule du Bouchet, ''Bach, la sublime armonia'', (Universale Electa Gallimard, 1994), 15</ref>. Ο Μπαχ είχε σίγουρα επίγνωση της μακράς μουσικής παράδοσης της οικογένειας και αισθανόταν μάλιστα υπερήφανος για αυτή, όπως διαφαίνεται από την πολύτιμη ''Γενεαλογία'' του (''Ursprung der musikalisch-Bachischen Familie''), η οποία γράφτηκε το 1735 και ήρθε αργότερα στην επιφάνεια από τον γιο του, [[Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ|Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ]]. Σύμφωνα με αυτή, οι ρίζες της οικογένειας φτάνουν έξι γενεές πίσω στον [[Φάιτ Μπαχ|Φάιτ (ή Βίτους) Μπαχ]], έναν αρτοποιό με καταγωγή από το Πρέσμπουργκ ([[Μπρατισλάβα]]), εκείνη την εποχή πρωτεύουσα του βασιλείου της [[Ουγγαρία|Ουγγαρίας]]. ΤηνΣτην περίοδο της [[Αντιμεταρρύθμιση]]ς, αρνούμενος να απαρνηθείαπεμπολήσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ο Βίτους Μπαχ επέλεξε να εγκατασταθεί στη Θουριγγία, και, πιο συγκεκριμένα, στο μικρό χωριό Βέχμαρ της επαρχίας Γκότα, όπου πιθανόν είχε συγγενείς. <ref>{{Cite book|title=The New Bach Reader|last1=Wolff|first1=Christoph|editors=David, H. T. & Mendel, A.|publisher=W. W. Norton & Company|location=New York|year=1998|page=4}}</ref>. Ο Βίτους Μπαχ απολάμβανε να παίζει [[τσίτερ]], {{efn|Έγχορδο όργανο της αναγεννησιακής μουσικής που μοιάζει με το σημερινό μαντολίνο.}}, το οποίο μάλιστα έπαιρνε μαζί του στον μύλο που εργαζόταν.<ref>Boyd (2000), σελ. 4</ref>. Είχε μάλλον δύο γιους, ένας εκ των οποίων ήταν ο [[Γιοχάνες Μπαχ]] που δούλεψε ως μουσικός.
 
Για την παιδική ηλικία του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, μέχρι το 1693, γνωρίζουμε ελάχιστα με βεβαιότητα. Στο Άιζεναχ, όπως και σε πολλές ακόμα περιοχές, η σχολική εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική για όλα τα παιδιά ηλικίας από πέντε έως δώδεκα ετών και οι γονείς είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν ελεύθερα μεταξύ οκτώ γερμανικών σχολείων και της ''Λατινικής σχολής'' (''Lateinschule''). Τα γερμανικά σχολεία ακολουθούσαν συγκεκριμένο εγκύκλιο πρόγραμμα, εστιάζοντας στα θρησκευτικά, στη [[γραμματική]] και στην [[αριθμητική]]. Αν και συνήθως δεν κρατούσαν αρχείο των σπουδαστών, γνωρίζουμε πως ένα από τα γερμανικά σχολεία του Άιζεναχ βρισκόταν επί της οδού Φλάισγκασε, συνεπώς θεωρείται πολύ πιθανό πως ο Μπαχ φοίτησε εκεί από τα πέντε μέχρι τα επτά του χρόνια. <ref>Wolff (2000a), σελ. 26</ref>. Σε ηλικία οκτώ ετών γράφτηκε στην πέμπτη τάξη της Λατινικής Σχολής <ref name=nbr6>Wolff (1998), NBR, αρ. 6, σελ. 32</ref>, της οποίας το εγκύκλιο πρόγραμμα έδινε βάση στα θρησκευτικά και λατινικά, περιλαμβάνοντας ακόμα αριθμητική και ιστορία και -σε ανώτερο επίπεδο- ελληνικά, εβραϊκά, φιλοσοφία, λογική και ρητορική. <ref>Boyd (2000), σελ. 5</ref>. Φοίτησε στην πέμπτη τάξη δύο χρονιές (1692-4), όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, καταλαμβάνοντας το πρώτο έτος την 47η και το δεύτερο έτος την 14η θέση σε σύνολο 90 μαθητών. Στην τέταρτη τάξη (1694-5) κατετάγη 23ος ανάμεσα σε 64 μαθητές,<ref name=nbr6/>, έχοντας 103 απουσίες που οφείλονταν μάλλον σε ασθένεια, αλλά και στο γεγονόςότι τουέχασε θανάτουτους των γονιώνγονείς του.<ref name=grove/>. Η επίδοσή του ήταν καλύτερη από αυτή του αδελφού του, Γιάκομπ, ο οποίος κατετάγη δύο θέσεις χαμηλότερα, αν και ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος και είχε λιγότερες απουσίες.
{{multiple image
| total_width = 420
| footer = Αριστερά: Το σημερινό γυμνάσιο ''Μαρτίνος Λούθηρος'' (''Martin-Luther-Gymnasium'') και πρώην ''Λατινική Σχολή'' του Άιζεναχ. Κέντρο: Είσοδος του σχολείου και αναμνηστικές πλάκες που αναφέρονται στον Μαρτίνο Λούθηρο και τον Μπαχ. Δεξιά: Αναμνηστική πλάκα: «Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ 1685-1750 - Μαθητής 1692-1695»
| width1 = 750 | height1 = 566
| image1 = Mlg-esa-haus.jpg
Γραμμή 39:
}}
 
Την πρώτη του μουσική εκπαίδευση πάνω στη [[μουσική θεωρία]] και στα βασικά γύρω από τα [[Έγχορδο|έγχορδα]] όργανα έλαβε, λογικά, από τον πατέρα του. ΠιθανόΠιθανόν είναι να συνέβαλε και ο εξάδεφλοςεξάδελφος τουτού Γιόχαν Αμπρόζιους, Κρίστοφ Μπαχ, με τον οποίο θα πρέπει να ήρθε σε επαφή o νεαρός Σεμπάστιαν στην Γκέοργκενκιρχε του Άιζεναχ. Ακόμα και στη νεαρή αυτή ηλικία, πιθανότατα, ήταν ήδη σε θέση να εκτιμήσει τις ικανότητες του Κρίστοφ, τον οποίο θα χαρακτήριζε αργότερα στη γενεαλογία του ως «βαθυστόχαστο» συνθέτη. Αναμφίβολα, ο Μπαχ θα πρέπει να έμαθε αρκετά και από τον Αντρέας Κρίστιαν Ντέντεκιντ, τον επικεφαλής της σχολικής χορωδίας της Λατινικής σχολής (''chorus musicus'') στην οποία ο Μπαχ συμμετείχε ως μαθητής. Ο μικρός Σεμπάστιαν διέθετε μάλιστα εξαιρετική [[σοπράνο]] φωνή του και, αργότερα, θα πρέπει να διακρίθηκε και ως σολίστας. <ref>Jones (2006), σελ. 3</ref>. Το ρεπερτόριο της σχολικής χορωδίας στο Άιζεναχ περιλάμβανεπεριελάμβανε ''a cappella'' μουσική τουτων 15ου, 16ου αιώνα και 17ου αιώνααιώνων, μεγάλων συνθετών όπως τουοι Βάλτερ, [[Λούντβιχ Ζενφλ|Ζενφλ]], του [[Ζοσκέν ντε Πρε|Ζοσκέν]], του [[Γιάκομπ Όμπρεχτ|Όμπρεχτ]], του [[Μίχαελ Πρετόριους]], του [[Γιόχαν Σάιν|Σάιν]], κ.ά. Από τον θείο του, Γιόχαν Κρίστοφ Μπαχ, αποκόμισε τις πρώτες εντυπώσεις του γύρω από το [[εκκλησιαστικό όργανο]], <ref>Wolff κ.ά. (1993), σελ. 40</ref>, στο οποίο ο Μπαχ εντρύφησε και έγινε, αργότερα, ο πλέον φημισμένος για τη δεξιοτεχνία του εκτελεστής. Πάντως, τα πρώτα του κανονικά μαθήματα πληκτροφόρων οργάνων τα έλαβε αρκετά αργότερα στο [[Όρντρουφ]].<ref name=grove/>. Δεδομένο είναι πως μεγάλωσε μέσα σε ένα καθαράαπόλυτα μουσικό περιβάλλον. Ο ερευνητής της ζωής και του έργου του, Κρίστοφ Βολφ (Christoph Wolff) αναφέρει χαρακτηριστικά πως, «εξ´αιτίας των ισχυρών δεσμών και των τακτικών οικογενειακών συγκεντρώσεων, ο ίδιος και οι αδελφοί του ενσωματώθηκαν κατά έναέναν πολύ φυσιολογικό τρόπο στη μεγάλη οικογένεια των επαγγελματιών μουσικών, περίπου όπως τα παιδιά ενός τεχνίτη μαθαίνουν να εξοικειώνονται με τα εργαλεία. Οι περισσότερες μουσικές δραστηριότητες στο σπίτι, στις οποίες ο μικρός Σεμπάστιαν ήταν παρών, περιελάμβαναν διδασκαλία, μελέτη, πρόβες, προετοιμασία συναυλιών, τακτοποίηση και αντιγραφή για τις παρτιτούρες και, επίσης, κούρδισμα και επισκευή οργάνων». <ref>Wolff (2000b), σελ. 36</ref>.
 
Την εμπειρία της απώλειας αγαπημένων προσώπων βίωσε από νωρίς, όταν σε ηλικία έξι ετών έχασε τον δεκαοκτάχρονο αδελφό του, Γιόχαν Μπαλτάζαρ, ενώ, μόλις τρία χρόνια αργότερα, ήρθε αντιμέτωπος με το χαμό και των δύο γονιών του σε διάστημα εννέα μηνών. Η μητέρα του πέθανε από άγνωστη αιτία τον Μάιο του 1694, και τον Φεβρουάριο του 1695 ακολούθησε ο θάνατος του πατέρα του, μετά από σοβαρή ασθένεια.{{efn|Η τελευταία υπογραφή του Αμπρόζιους σε επίσημο έγγραφο της 21ης Ιανουαρίου 1695 χαρακτηρίζεται σύμφωνα με εκτιμήσεις από μεγάλη αστάθεια του χεριού του, παρόμοια με την αστάθεια της γραφής του Γιόχαν Σεμπάστιαν μισό αιώνα αργότερα. Για αυτό το λόγο εικάζεται πως ίσως έπασχαν και οι δύο από διαβήτη (Williams, 2007 σελ. 12).}}. Μετά το θάνατο της Μαρία Ελίζαμπετ, στις 27 Νοεμβρίου 1694, ο Γιόχαν Αμπρόζιους Μπαχ παντρεύτηκενυμφεύτηκε την Μπάρμπαρα Ελιζαμπέτα, η οποία, κατά ατυχή συγκυρία, είχε μέχρι τότε χηρεύσει ήδη δύο φορές. Πρώτος σύζυγός της ήταν ένα άλλο μέλος της οικογένειας Μπαχ, ο μουσικός Γιόχαν Γκύντερ Μπαχ (1653-83), ενώ τη δεύτερη φορά είχε νυμφευτεί τον θεολόγο Γιάκομπους Μπαρτολομέι.
 
===Στο Όρντρουφ: 1695-1700===