Παύλος Καρρέρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Πληροφορίες και παραπομπές Ετικέτες: μεγάλη προσθήκη Οπτική επεξεργασία |
μ Προσέθεσα συνδέσμους |
||
Γραμμή 22:
Καταγόταν από ιστορική αριστοκρατική [[Οικογένεια Καρρέρ|οικογένεια]] της [[Ζάκυνθος|Ζακύνθου]] με ρίζες από την [[Κύπρος|Κύπρο]] και τη [[Μάλτα]]. Ήταν γιος του Κωνσταντίνου Καρρέρ και της Πηγής Χαριάτη. Αδέλφια του: η Ιωάννα και ο [[Φρειδερίκος Κ. Καρρέρ|Φρειδερίκος]] πολιτικός και λογοτέχνης. Σύζυγός του: η υψίφωνος [[Ισαβέλλα Ιατρά]], πρωταγωνίστρια και ερμηνεύτρια των έργων του.
Σπούδασε μουσική στη γενέτειρά του με τους Ιταλούς διδασκάλους Giuseppe Cricca, Francesco Marangoni και πιθανώς στην Κέρκυρα με τον [[Νικόλαος Μάντζαρος|Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο]]. Διαθέτοντας φυσικό μουσικό χάρισμα, αλλά και εναρμονισμένος με το πολιτιστικό κλίμα των Ιονίων Νήσων της εποχής, στο οποίο κυριαρχούσε η ιταλική όπερα και η ευρωπαϊκή κουλτούρα, συνέθεσε τα πρώτα του μικρά μουσικά έργα περί τα τέλη της δεκαετίας του 1840.<ref name=":0">{{Cite web|url=https://www.academia.edu/15628365/_Carrer_Carreris_Pavlos_Carrer_Paolo_Karrer_Paul_Grove_Music_Dictionary_ed._by_Deane_Root_New_York_Oxford_University_Press_2013|title=Pavlos [Carrer, Paolo; Karrer, Paul]”|last=Xepapadakou|first=Avra|date=2013|website=Grove Music Dictionary|publisher=New York: Oxford University Press|archiveurl=|archivedate=|accessdate=}}</ref>
Το 1850, στην καρδιά του Ιταλικού [[:it:Risorgimento|Risorgimento]], ο Παύλος Καρρέρ μετακόμισε στο υπό αυστριακή κατοχή Μιλάνο. Εκεί παρακολούθησε ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής με τους Raimondo Boucheron, Pietro Tassistro και Giuseppe Winter. Εντός του έτους παρουσίασε σε συναυλία στο θέατρο «
Εμφορούμενος από το όραμα να δημιουργήσει εθνική μουσική και να καταστεί ο πρώτος εθνικός συνθέτης της Ελλάδας, ο Καρρέρ επαναπατρίστηκε το 1857 και εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο. Εκεί συνεργάστηκε ως αρχιμουσικός και ως ιμπρεσάριος με τα τοπικά θέατρα, δίδαξε μουσική και παντρεύτηκε την υψίφωνο και πρωταγωνίστρια των έργων του, [[Ισαβέλλα Ιατρά]]. Την ίδια εποχή συνέθεσε την πρώτη του εθνικού περιεχομένου όπερα, τον τετράπρακτο ''Μάρκο Βότζαρη'' (1858-1860), καθώς και πολυάριθμα άσματα σε ελληνικούς στίχους, ανάμεσα στα οποία το πασίγνωστο ''κλέφτικο'' «Ο Γερο-Δήμος», ένα δημοτικοφανές τραγούδι που ενσωματώθηκε στην παραπάνω όπερα. Ο ''Μάρκος Βότζαρης'' μετά από πολλές περιπέτειες, λόγω του επαναστατικού του περιεχομένου, έκανε πρεμιέρα στην Πάτρα τον Απρίλιο του 1861 και θωρείται το πιο γνωστό έργο του Καρρέρ και η δημοφιλέστερη ελληνική όπερα του 19<sup>ου</sup> και των αρχών του 20<sup>ού</sup> αιώνα που γνώρισε πάνω από 45 σκηνικές διδασκαλίες.<ref>{{Cite journal|url=https://www.academia.edu/723546/_%CE%9F_%CE%9C%CE%AC%CF%81%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%92%CF%8C%CF%84%CE%B6%CE%B1%CF%81%CE%B7%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%A0%CE%B1%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%B1%CF%81%CF%81%CE%AD%CF%81._%CE%9C%CE%AF%CE%B1_%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%8C%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B1_%CE%9C%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%9B%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%82_5_2003_27-63_The_Marco_Bozzari_by_Pavlos_Carrer_a_national_Opera_Moussikos_Logos_5_2003_27-63|title=Ο Μάρκος Βότζαρης του Παύλου Καρρέρ. Μία εθνική όπερα|last=Ξεπαπαδάκου|first=Αύρα|date=2003|journal=Μουσικός Λόγος 5|accessdate=|doi=}}</ref> Το έργο, αρχικά συντεθειμένο σε ένα ιταλικό λιμπρέτο του Giovanni Caccialupi, σταδιακά μεταφράστηκε και καθιερώθηκε στα ελληνικά, προκαλώντας συχνά λαϊκό ενθουσιασμό στις πλατείες των θεάτρων όπου παρουσιάστηκε.
Στην ίδια περίπου γραμμή, αλλά πιο προχωρημένες συνθετικά είναι και οι άλλες δύο εθνικές του όπερες, η ατμοσφαιρική οριεντάλ ''Κυρά Φροσύνη'' (λιμπρέτο από τον Ελισαβέτιο Μαρτινέγκο, βασισμένο στο ομότιτλο εκτενές ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη), που παρουσιάστηκε στον ζακυνθινό «Απόλλονα» τον Νοέμβριο 1868 και η ηρωικού ύφους ''Δέσπω'' (λιμπρέτο από τον συλλέκτη δημοτικών τραγουδιών και πολυσχιδή λόγιο Αντώνιο Μανούσο), που ανέβηκε στον «[[Θέατρο Απόλλων Πάτρας|Απόλλονα]]» των Πατρών, τον Δεκέμβριο 1882. Τόσο η πρώτη, ένα ώριμο έργο με έντονο το couleur locale και τα στοιχεία του αισθησιασμού και της ψυχογραφίας, όσο και η δεύτερη, ένα έργο με αισθητή εθνική σφραγίδα, πυκνό σε δημοτικά μελίσματα και μελωδικά μοτίβα, έχουν αποτυπωθεί σε δίσκους ακτίνας και είναι προσιτές στο κοινό.<ref>{{Cite journal|url=https://www.academia.edu/723535/_%CE%A4%CE%BF_%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%B9%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%B5%CF%80%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE_%CF%8C%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B1._%CE%97_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CF%80%CF%84%CF%89%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%A0%CE%B1%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%B1%CF%81%CF%81%CE%AD%CF%81_%CE%91%CF%81%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%BD%CE%B7_16_169-199_The_national_element_in_the_Ionian_Opera._The_case_of_Paolo_Pavlos_Carrer_Ariadne_16_169-199|title=Το εθνικό στοιχείο στην επτανησιακή όπερα. Η περίπτωση του Παύλου Καρρέρ|last=Ξεπαπαδάκου|first=Αύρα|date=2010|journal=Αριάδνη 16, σ. 169-199|accessdate=|doi=}}</ref> Παράλληλα με τα εθνικά του μελοδράματα, ο Carrer συνέχισε να συνθέτει ιταλικού ύφους όπερες, όπως η μυθιστορηματικής πλοκής ''Fior di Maria'' [Μαριάνθη] (σε λιμπρέτο Giovanni Caccialupi, πρεμιέρα στο «[[Θέατρο Σαν Τζάκομο (Κέρκυρα)|San Giacomo]]» της Κέρκυρας, Ιανουάριος 1868), στην οποία ανιχνεύονται ρεαλιστικά και προβεριστικά στοιχεία. Αποφασιστικότερα βήματα προς τον σκηνικό και τον μουσικό ρεαλισμό πραγματοποίησε με τη σύνθεση της ''Maria Antonietta'' (λιμπρέτο του Γεωργίου Ρώμα, πρεμιέρα στο θέατρο «Φώσκολος» της Ζακύνθου, Ιανουάριος 1884).<ref>{{Cite journal|url=https://www.academia.edu/723530/_Maria_Antonietta_Pavlos_Carrer_s_last_Italian_opera_and_second_European_attempt_Moussikos_Logos_2013_Issue_0_-_ISSN_1108-6963|title=Maria Antonietta: Pavlos Carrer’s last Italian opera and second European attempt|last=Xepapadakou|first=Avra|date=2013|journal=Moussikos Logos (2013), Issue 0 - ISSN: 1108-6963|accessdate=|doi=}}</ref>
Ιδιαίτερη θέση στην οπερατική του δημιουργία κατέχει η τελευταία του όπερα ''Μαραθών-Σαλαμίς'', ένα φιλόδοξο έργο σε τέσσερα μέρη (σύνθεση του 1887), που συνδυάζει τον όψιμο νεοκλασικισμό με τον πρώιμο μουσικό ιμπρεσιονισμό και μία βαγκνερική τάση για ενότητα, το οποίο δεν παρουσιάστηκε στην εποχή του, αλλά… 115 χρόνια μετά (παγκόσμια πρώτη το 2003 από την [[Εθνική Λυρική Σκηνή]]).<ref>{{Cite journal|url=https://www.academia.edu/723544/_%CE%A4%CE%BF_%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%85%CF%80%CE%B1%CE%B8%CE%AD%CF%82_%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CF%8C%CE%B4%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%B1_%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B8%CF%8E%CE%BD-%CE%A3%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CE%AF%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B9%CF%82_5_2004_111-121_The_ill-fated_opera_Marathon-Salamis_Parabasis_5_2004_111-121|title=Το πολυπαθές μελόδραμα Μαραθών-Σαλαμίς|last=Ξεπαπαδάκου|first=Αύρα|date=2004|journal=Παράβασις 5, σ. 111-121|accessdate=|doi=}}</ref>
|