Κωνστάντιος Β´: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 57:
Ο ''Κωνστάντιος Β΄'' υποστήριξε εμφανώς τον [[χριστιανισμός|χριστιανισμό]], μη ακολουθώντας όμως τη μετριοπαθή θρησκευτική πολιτική του πατέρα του [[Μέγας Κωνσταντίνος|Κωνσταντίνου]]. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του υπήρξε οπαδός του [[Αρειανισμός|αρειανισμού]] και, έχοντας κοντά του τον [[Ευσέβιος ο Νικομηδείας|Ευσέβιο Νικομηδείας]], πολέμησε με πάθος τη χριστιανική ορθοδοξία, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στην [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος|Α΄ Οικουμενική Σύνοδο]]. Σε νέα Σύνοδο που συγκάλεσε σε [[Ρίμινι]] και [[Αριμίνο]] (δίδυμη, [[359]]) ανακήρυξε τον αρειανισμό επίσημο θρησκευτικό δόγμα της Αυτοκρατορίας. Πολύκροτο ζήτημα υπήρξε επί της εποχής του εκείνο του [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Αθανασίου Αλεξανδρείας]]. Κατά την εποχή της βασιλείας του ισχυροί επίσκοποι, που πρόσκεινταν περισσότερο στους ''Ομοίους'' (αμιγής [[αρειανισμός]]) συνδέθηκαν στενά με τον γραφειοκρατικό μηχανισμό της Αυλής, αποτελώντας μία ακόμα προνομιούχο και ευνοημένη κοινωνική ομάδα. Ο Κωνστάντιος προώθησε ενεργητικά τον αρειανισμό θεωρώντας τον ως το πιο αποδεκτό φιλοσοφικά και συμβατό με τον [[νεοπλατωνισμός|νεοπλατωνισμό]] χριστιανικό δόγμα, βλέποντάς τον σαν θρησκεία «των μορφωμένων χριστιανών Απολογητών μιας προηγούμενης γενιάς, ενάντια στη νέα ύποπτη ευλάβεια του Αθανασίου που βασιζόταν στον αυξανόμενο ενθουσιασμό των Αιγυπτίων μοναχών»<ref>Peter Brown, «''Ο κόσμος της ύστερης Αρχαιότητας''», σελ. 96</ref>. Η ριζοσπαστική, απροκατάληπτη άρχουσα τάξη που είχε καταλάβει τη δημόσια διοίκηση επί [[Δυναστεία των Ιλλυριών|Ιλλυριών Αυτοκρατόρων]] και είχε αποκτήσει αυλικό προφίλ επί ''Κωνσταντίνου Α΄'', τώρα ως σκοπό θέτει τον προσεταιρισμό της χριστιανικής Εκκλησίας ως όργανο εξυπηρέτησης των φιλοδοξιών της. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στις δυτικές επαρχίες, αλλά σε μικρότερο βαθμό καθώς ο χριστιανισμός δεν είχε τόση διάδοση στη ρωμαϊκή Δύση.
 
Ο Κωνστάντιος εξέδωσε διατάγματα τα οποία υποβάθμιζαν την ''[[Αρχαία ελληνική θρησκεία|ελληνορωμαϊκή αστική λατρεία]]'', απομακρύνοντάς την από την κρατική εξάρτηση και πρόταση. Χαρακτηριστικό είναι το διάταγμα το οποίο ανέφερε πως έπρεπε «''Να παύσουν όλες οι δεισιδαιμονίες και να ξεριζωθεί η ανισορροπία των θυσιών''»<ref>Codex Theodosianus XVI, 10, 2</ref>, ενώ σταδιακά απέσυρε την κρατική χρηματοδότηση από τις επίσημες τελετουργίες της, αν και ουδέποτε τις διέκοψε<ref>Χαρακτηριστική είναι η ύμνηση από τον Σύμμαχο για το ενδιαφέρον του υπέρ της ρωμαϊκής θρησκείας, η οποία είχε εκδηλωθεί με οικονομικές επιχορηγήσεις προς ναούς ([[Patrologia Latina]] 18, 391)</ref>. Με διάταγμά του επίσης αποφάσισε το κλείσιμο όλων των ναών, πλην των χριστιανικών, στην [[Ρωμαϊκές διοικητικές περιφέρειες|υπαρχία της Ανατολής]]<ref>Codex Theodosianus X, 1, 8</ref>, αλλά και την απαγόρευση επί ποινής θανάτου και κατάσχεσης της περιουσίας, σε όποιον προσέφερε θυσίες σε θεούς<ref>Codex Theodosianus XVI, 10, 3-6</ref>. Εν τούτοις τα μέτρα αυτά φαίνεται πως είτε δεν είχαν γενικό χαρακτήρα, είτε δεν εφαρμόστηκαν πλήρως, αφού παρατηρούνται στην Ανατολή επί εποχής [[Ιουλιανός|Ιουλιανού]], τόσο εθνικοί ναοί, όσο και ιερατείο<ref>Βλάσιος Φειδάς, «''Εκκλησιαστική Ιστορία», Εκδόσεις Διήγηση, Τόμος Α΄, σελίδα 338</ref>. {{πηγή||Οι ρυθμίσεις αυτές προκάλεσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις: ιερείς [[Μυστηριακές θρησκείες|μυστηριακών]] ή παμπάλαιων τοπικών λατρειών προσπάθησαν να εισχωρήσουν στους υπό εγκατάλειψη ελληνορωμαϊκούς ναούς, ενώ ταυτόχρονα φανατισμένα χριστιανικά πλήθη βεβήλωναν κατ’ επανάληψη τους τελευταίους με τη σιωπηλή ανοχή της –επίσης χριστιανικής κατά το μεγαλύτερο μέρος– κρατικής μηχανής.}} Παρόλα αυτά ο ίδιος επικύρωσε τα προνόμια των ''[[Εστιάδες Παρθένες|Εστιάδων Παρθένων]]'' (ιέρειες της θεάς Εστίας), δεν διέλυσε το σώμα των ιερέων της αστικής ελληνορωμαϊκής λατρείας, απένειμε δε ιερατικά αξιώματα σε εξέχοντες Ρωμαίους πολίτες, όριζε με διάταγμα την εκλογή ιερέα για τις αφρικανικές επαρχίες, χορηγούσε οικονομικές ενισχύσεις στους ναούς ενώ ουδέποτε απαρνήθηκε τον ρόλο και τον τίτλο του [[Pontifex Maximus]], του οποίου επικύρωσε τα δικαιώματα περί των ιερών θεσμών<ref>Codex Theodosianus IX, 17, 2</ref>. Κατά γενική ομολογία «''ο εθνισμός κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έχανε έδαφος ενώ αντιθέτως ο χριστιανισμός, όπως τον δίδασκαν οι οπαδοί του [[Άρειος|Αρείου]] προόδευε''»<ref>A. Vasiliev, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Εκδόσεις Πάπυρος, Τόμος Α΄, σελίδα 97</ref>.
[[Αρχείο:07 constantius2Chrono354.png|thumb|Σύγχρονη απεικόνιση του Κωνστάντιου Β´, από το έργο [[Χρονογραφία του 354]]]]
Τελικώς αυτές οι εξελίξεις αποτέλεσαν μεγάλο πλήγμα για την, έτσι κι αλλιώς ευρισκόμενη σε υποχώρηση μετά την κρίση της ρωμαϊκής κοινωνίας κατά τον [[3ος αιώνας|τρίτο αιώνα]], αστική ελληνορωμαϊκή λατρεία. Ωστόσο ο χριστιανισμός, αν και φανερά ευνοούμενος πλέον από το ρωμαϊκό κράτος, δεν επικρατεί ακόμα απόλυτα και ευρίσκεται σε μία ευαίσθητη ισορροπία με το παλαιότερο θρησκευτικό ''status quo'', αφού παρά την πρότασή του η σειρά των διαταγμάτων σχετικά με την εθνική θρησκεία δεικνύουν πως «''ο εθνισμός εξηκολούθει να είναι επίσημος θρησκεία του κράτους''»<ref>Βασίλειος Στεφανίδης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελίδα 145</ref>. Την εποχή άλλωστε αυτή οι πληθυσμοί των μεγάλων ρωμαϊκών πόλεων είναι στην πλειονότητά τους θρησκευτικά μεικτοί, ενώ στα χωριά της υπαίθρου ο χριστιανισμός ακόμα δεν έχει μπορέσει να διαταράξει μία παράδοση αιώνων.
Γραμμή 77:
 
 
{{Ρωμαίος Αυτοκράτορας | προηγούμενος=[[Κωνσταντίνος Α'Α΄ ο Μέγας]] | συναυτοκράτορας=συναυτοκράτορες: [[Κωνσταντίνος Β'Β΄]] και [[Κώνστας Α']] [[337]]-[[361]]| επόμενος= [[Ιουλιανός]] }}