Έντουαρντ Έλγκαρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Robot: Αφαίρεση κατηγοριών έτους γέννησης/θανάτου
Bach (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 15:
Μέχρι τα δεκαπέντε του, ο Έντουαρντ είχε πάρει μια γενική εκπαίδευση στο Σχολείο Λίτλτον (Littleton, σήμερα Lyttleton), κοντά στο Γούστερ. Ωστόσο, η μόνη του επίσημη μουσική εκπαίδευση πέρα από τα μαθήματα πιάνου και βιολιού από τους τοπικούς καθηγητές ήσαν κάποιες πιο προχωρημένες σπουδές βιολιού με τον Ούγγρο Α. Πόλιτζερ (Adolf Pollitzer), κατά τη διάρκεια συντόμων επισκέψεεων στο [[Λονδίνο]] το 1877-1878. Ο ίδιος έλεγε: «την πρώτη μουσική μου είχα μάθει στον Καθεδρικό Ναό ... από βιβλία που δανείστηκα από τη μουσική βιβλιοθήκη, όταν ήμουν οκτώ, εννέα ή δέκα».<ref name="Kennedy"/> Εξασκήθηκε μέσα από εγχειρίδια διδασκαλίας στο παίξιμο οργάνων και διάβασε κάθε βιβλίο που θα μπορούσε να βρεί πάνω στη θεωρία της μουσικής,<ref name="The Musical Times">The Musical Times</ref> ενώ αργότερα είπε ότι είχε βοηθηθεί πολύ από άρθρα του Χούμπερτ Πάρρι (Hubert Parry) στο περίφημο λεξικό ''Grove''.<ref>Reed, p. 11</ref> Άρχισε να μαθαίνει γερμανικά, με την ελπίδα ότι θα πάει κάποτε στο Ωδείο της [[Λειψία]]ς για περαιτέρω μουσικές σπουδές, αλλά ο πατέρας του δεν άντεχε οικονομικά για να τον στείλει. Χρόνια αργότερα, ένα άρθρο στο περιοδικό «Μουσικά Χρονικά» (The Musical Times), υποστήριζε ότι, η αδυναμία του να πάει στη Λειψία ήταν ευτύχημα για τη μουσική του εξέλιξη: «Έτσι, ο εκκολαπτόμενος συνθέτης ξέφυγε από την δογματισμό των σχολείων».<ref name="The Musical Times"/> Παρά ταύτα, ήταν μια απογοήτευση για τον Έλγκαρ, όταν, αφού τελείωσε το σχολείο, το [[1872]], δεν πήγε στη Λειψία, αλλά... στο γραφείο ενός τοπικού δικηγόρου ως υπάλληλος. Δεν βρήκε, βέβαια, την καριέρα γραφείου καθόλου ελκυστική, και για αναπλήρωση στράφηκε όχι μόνο στη μουσική αλλά και στη λογοτεχνία, όπου εξελίχθηκε σε «αδηφάγο» αναγνώστη. Περίπου εκείνη την εποχή, έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση ως βιολονίστας και οργανίστας.<ref>Moore, pp. 57, 67</ref>
 
Μετά από λίγους μήνες, ο Έλγκαρ έφυγε από το δικηγόρο για να ξεκινήσει μια καριέρα στη μουσική, δίνοντας μαθήματα πιάνου και βιολιού και εργαζόμενος περιστασιακά στο μαγαζί του πατέρα του.<ref name="Kennedy"/> Ήταν ενεργό μέλος της Λέσχης Glee του Worcester, μαζί με τον πατέρα του, και συνόδευε τραγουδιστές, έπαιζε βιολί, συνέθετε και διασκεύαζε έργα, ενώ διηύθυνε για πρώτη φορά. Ο Πόλιτζερ πίστευε ότι, ως βιολονίστας, ο Έλγκαρ είχε τη δυνατότητα να είναι ένας από τους κορυφαίους σολίστ της χώρας,<ref>"Edward Elgar", The Manchester Guardian, 24 February 1934, p. 16</ref> αλλά ο ίδιος, έχοντας ακούσει δεξιοτέχνες στο Λονδίνο σε συναυλίες, αισθάνθηκε ότι κάτι έλειπε από τη δική του τεχνική και, εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες του να γίνει σολίστας.<ref name="Kennedy"/> Σε ηλικία 22 ετών πήρε τη θέση διευθυντή της μπάντας στο Ψυχιατρείο του Πόγουικ (County Lunatic Asylum), 5 χλμ. από το Γούστερ <ref name="The Musical Times"/>, όπου συνέθετε ή μετέγραφε μουσικά κομμάτια, όπως καντρίγιες και πόλκες. Έτσι απέκτησε σημαντική εμπειρία: «...αυτή η πρακτική εμπειρία αποδείχθηκε ότι είχε μεγάλη αξία για το νεαρό μουσικό .... απέκτησε πρακτική γνώση των δυνατοτήτων των διαφόρων αυτών οργάνων .... έτσι γνώρισε το ηχόχρωμα, τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτών των οργάνων».<ref name="The Musical Times"/> Κατείχε τη θέση για πέντε χρόνια, από το [[1879]], ταξιδεύοντας στο Πόγουικ μία φορά την εβδομάδα. Αν και φύσει, μάλλον μοναχικός και εσωστρεφής, ο Έλγκαρ άρχισε να δραστηριοποιείται στους μουσικούς κύκλους του Γούστερ. Έπαιζε βιολί στα Φεστιβάλς του Γούστερ και του [[ΜέρμιγχαμΜπέρμιγχαμ|Μπίρμινγκαμ]], είχε μάλιστα και τη σημαντική εμπειρία να παίξει στη ''Συμφωνία αρ. 6'' και το ''Stabat Mater'' του [[Αντονίν Ντβόρζακ|Ντβόρζακ]] υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη.<ref name="Maine">Maine</ref> Επίσης, έπαιζε φαγκότο σε ένα κουιντέτο πνευστών, όπου ο αδελφός του Φράνκ έπαιζε όμποε.<ref name="The Musical Times"/> Διασκεύαζε πολλά κομμάτια των Μότσαρτ, Μπετόβεν και Χάυντν για το κουιντέτο, ακονίζοντας τις ενορχηστρωτικές και συνθετικές του ικανότητες.
 
Στα πρώτα ταξίδια του στο εξωτερικό, ο Έλγκαρ επισκέφθηκε το Παρίσι το [[1880]] και τη Λειψία το [[1882]]. Άκουσε τον [[Καμίγ Σαιν-Σανς]] να παίζει στο εκκλησιαστικό όργανο της Madeleine και παρακολούθησε συναυλίες από πρωτοκλασάτες ορχήστρες. Το [[1882]] έγραφε: «Πήρα μια αρκετά καλά δόση από τον Σούμαν (ο ιδανικός μου!), τον Μπραμς, τον Ρουμπινστάιν και τον Βάγκνερ, οπότε δεν έχω λόγο να διαμαρτύρομαι». Στη Λειψία, επισκέφτηκε μία φίλη, την Ε. Γουήβερ (Helen Weaver), η οποία σπούδαζε στο Ωδείο. Αρραβωνιάστηκαν το καλοκαίρι του [[1883]], αλλά για άγνωστους λόγους, ο δεσμός τους διεκόπη το επόμενο έτος.<ref name="Kennedy"/> Ο Έλγκαρ στενοχωρήθηκε πολύ και, κάποιες από τις κατοπινές αινιγματικές αφιερώσεις του στη ρομαντική μουσική, μπορεί να αναφέρονται στην Ελένη και τα συναισθήματά του γι’αυτήν. Άλλωστε, σε όλη τη ζωή του, εμπνεύστηκε συχνά από τις στενές του φιλενάδες: την Helen Weaver διαδέχθηκαν οι Mary Lygon, Dora Penny, Julia Worthington, Alice Stuart Wortley και τελικά η Βέρα Χόκμαν (Vera Hockman), μέχρι τα βαθιά του γεράματα.<ref>Moore (1984), σελ. 96, 264, 348, 512, 574, και 811</ref> Το [[1883]], όντας τακτικό μέλος της ορχήστρας του Στόκλεϊ (WC Stockley) στο Μπίρμινγκαμ, έλαβε μέρος σε μια συναυλία όπου παρουσιάστηκε ένα από τα πρώτα έργα του για ορχήστρα, η ''Σερενάτα Μορέσκ'' (Serenade Mauresque). O Στόκλεϊ τον είχε καλέσει να διευθύνει το κομμάτι, αλλά, όπως ανέφερε αργότερα, «εκείνος αρνήθηκε και επέμεινε να παίξει στη θέση του στην ορχήστρα. Στο τέλος εμφανίστηκε με το βιολί στο χέρι, για να υποκλιθεί στο γνήσιο και πλούσιο χειροκρότημα του κοινού».<ref name="The Musical Times"/> Πήγαινε συχνά στο Λονδίνο, σε μια προσπάθεια να δημοσιεύσει τα έργα του, αλλά αυτή η περίοδος της ζωής του τον βρήκε απογοητευμένο και οικονομικά ασθενή. Έγραφε σε ένα φίλο, τον Απρίλιο του [[1884]]: «οι προοπτικές μου είναι τόσο απελπιστικές όσο ποτέ ... δεν έχω έλλειψη ενέργειας νομίζω, έτσι μερικές φορές καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν έχω την ικανότητα .... δεν έχω χρήματα - ούτε ένα σεντ ».<ref>Kennedy, 1987, σ. 15</ref> Επί σειρά ετών διετέλεσε βοηθός του πατέρα του, οργανίστα της καθολικής εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στο Γούστερ, και τον διαδέχθηκε για τέσσερα χρόνια από το [[1885]]. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγραψε τα πρώτα Λειτουργικά έργα του βασισμένα στη Ρωμαιοκαθολική παράδοση, ξεκινώντας με τα ''3 Μοτέτα'', έργο 2(1887) για 4-φωνη χορωδία (''Ave Verum Corpus, Ave Maria και Ave Maris Stella''), και αργότερα μια σύνθεση (''Ecce sacerdos magnus'') για την είσοδο του μητροπολίτη σε επίσημη επίσκεψη στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου το [[1888]], έργα που έχουν ενταχθεί στο χορωδιακό εκκλησιαστικό ρεπερτόριο.
Γραμμή 22:
[[Αρχείο:Elgar-Beatrice-Harrison-HMV-November1920.jpg|thumb|300px|right |Ο Έλγκαρ και η τσελίστα Μπεατρίς Χάρισον, κατά την ηχογράφηση του Κοντσέρτο για βιολοντσέλο στα στούντιος της HMV]]
Με την ενθάρρυνση της συζύγου του, οι Έλγκαρs μετακόμισαν στο Λονδίνο για να είναι πιο κοντά στο κέντρο της βρετανικής μουσικής ζωής και ο Έντουαρντ άρχισε να αφιερώνει το χρόνο του στη σύνθεση. Το μοναδικό παιδί τους, η Κάρις (Carice Irene), γεννήθηκε στο σπίτι τους στο Δ. Κένσινγκτον (West Kensington) στις 14 Αυγούστου [[1890]]. Το όνομά της, όπως αποκάλυψε ο Έγκαρ στην αφιέρωση τού ''Salut d'Amour'', ήταν ένας συνδυασμός των ονομάτων της μητέρας της, Καρολάιν και Άλις.
Στο Λονδίνο, ο Έλγκαρ εκμεταλλεύτηκε πλήρως την ευκαιρία να ακούσει μουσική άγνωστη σ’αυτόν. Εκείνη την εποχή που, οι σημερινές «κόμπακτ» παρτιτούρες και οι ηχογραφήσεις δεν υπήρχαν, δεν ήταν εύκολο για τους νέους συνθέτες να γνωρίσουν νέα μουσική.<ref>Anderson, Robert, ''Elgar's Musical Style'', The Musical Times, December 1993, pp. 689–90 and 692. Accessed 23 October 2010</ref> Μαζί με τη σύζυγό του, παρακολουθούσαν εντατικά συναυλίες, ιδιαίτερα στο περίφημο Κρίσταλ Πάλας({Crystal Palace) σχεδόν μέρα παρά μέρα, ακούγοντας μουσική από ένα ευρύ φάσμα συνθετών. Μεταξύ αυτών ήσαν οι μεγάλοι δάσκαλοι της ενορχήστρωσης [[Εκτόρ Μπερλιόζ|Μπερλιόζ]] και [[Ρίχαρντ Βάγκνερ|Βάγκνερ]], από τους οποίους ο συνθέτης έμαθε πολλά.<ref name="McVeagh"/> Οι δικές του συνθέσεις, όμως, είχαν μικρό αντίκτυπο στην μουσική σκηνή του Λονδίνου. Ο [[Αύγουστος Μάνς]] (August Manns) διηύθυνε την ορχηστρική εκδοχή του ''Salut d'amour'' και τη ''Σουίτα σε Ρε Μείζονα'' στο Crystal Palace, και δύο εκδοτικοί οίκοι δέχθηκαν να εκδώσουν κάποια από τα κομμάτια του για βιολί, για εκκλησιαστικό όργανο και τραγούδια.<ref name="Reed, p. 23">Reed, p. 23</ref> Ορισμένες δελεαστικές ευκαιρίες φαίνεται να ήσαν εφικτές, αλλά την τελευταία στιγμή χάνονταν απροσδόκητα. Για παράδειγμα, μια προσφορά από τη Βασιλική Όπερα (Royal Opera House) στο Κόβεντ Γκάρντεν {Covent Garden) για να παρουσιάσει μέρος της εργασίας του, αποσύρθηκε την τελευταία στιγμή, όταν ο [[Άρθουρ Σάλιβαν]] (Sir Arthur Sullivan) έφτασε αιφνιδιαστικά για να προβάρει μέρος από τη μουσική του. Τελικά, η μόνη σημαντική ανάθεση για τον Έλγκαρ, όσο ήταν στο Λονδίνο, ήρθε από τη γενέτειρά του, όταν η Επιτροπή Φεστιβάλ του Γούστερ, τού ανέθεσε να συνθέσει ένα σύντομο ορχηστρικό έργο για το «Φεστιβάλ Τριών Χορωδιών», το [[1890]].<ref name="Reed, p. 23"/> Το αποτέλεσμα αυτής της ανάθεσης περιγράφεται ως «το πρώτο μεγάλο έργο του, το επιβεβαιωμένο και ανεμπόδιστo (sic) ''Φρουασάρ'' (''Froissart'')», του οποίου, ο Έλγκαρ διηύθυνε την πρώτη εκτέλεση στο Γούστερ, το Σεπτέμβριο του [[1890]].<ref name="McVeagh"/> Λόγω έλλειψης άλλων εργασιών, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το Λονδίνο το [[1891]] και να επιστρέψει με τη γυναίκα και το παιδί του στο Γούστερσαϊρ, όπου θα μπορούσε να κερδίζει τα προς το ζην, διευθύνοντας τα τοπικά μουσικά σύνολα και διδάσκοντας. Εγκαταστάθηκαν στη γενέτειρα της συζύγου του, Γκρέιτ Μάλβερν (Great Malvern).<ref name="McVeagh"/>
===Αναγνώριση===
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του [[1890]], ο Έλγκαρ σταδιακά άρχισε να δημιουργεί μια αναγνώριση ως συνθέτης, κυρίως από τα έργα για τα μεγάλα χορωδιακά φεστιβάλ των πόλεων της κεντρικής [[Αγγλία]]ς (Midlands). Τα έργα ''Ο Μαύρος Ιππότης'' (1892) και Ο ''Βασιλιάς Όλαφ'' (1896), εμπνευσμένα από τον ποιητή Λονγκφέλοου (Longfellow), το ''Το Φως της Ζωής'' (1896) και το ''Caractacus'' (1898) ήσαν συγκρατημένα επιτυχή και έτσι, ο συνθέτης απέκτησε ένα μακροχρόνιο εκδοτικό οίκο, τον Novello & Co.<ref>The Musical Times, obituary of Elgar, April 1934, pp. 314–18</ref> Άλλα έργα της δεκαετίας αυτής, περιλαμβάνουν τη ''Σερενάτα για έγχορδα'' (1892) και το ''Τρεις Βαυαρικοί Χοροί'' (1897). Ο Έλγκαρ ήταν αρκετά σημαντικός στους τοπικούς κύκλους, ώστε να συστήσει το νεαρό συνθέτη [[Σάμιουελ Κόλριτζ-Τέιλορ]] (Samuel Coleridge-Taylor) στο «Φεστιβάλ των Τριών Χορωδιών» για να παρουσιάσει ένα κομμάτι συναυλίας, που τον βοήθησε στη σταδιοδρομία του. {{Ref_label|I|iii|none}} Ο Έλγκαρ είχε τραβήξει την προσοχή επιφανών κριτικών, αλλά τα σχόλια τους ήσαν περισσότερο ευγενικά παρά ενθουσιώδη. Αν και ήταν σε ζήτηση ως συνθέτης φεστιβάλ, είχε μόλις αναλάβει οικονομικά και αισθανόταν παραγνωρισμένος. Το [[1898]], είπε ότι ήταν «πολύ 'άρρωστημένος' στην καρδιά του για τη μουσική» και εξέφρασε την ελπίδα να βρει τρόπο για να πετύχει, με ένα μεγαλύτερο έργο. Ο φίλος του, εκδότης Αύγουστος Τζέγκερ (August Jaeger) προσπαθούσε να του αναπτερώσει το ηθικό: «Μια ακόμη ημερήσια μελαγχολική επίθεση ... δεν θα απομακρυνθείς από την επιθυμία, ή την ανάγκη σου να εξασκείς αυτές τις δημιουργικές ικανότητες που, κάποια βασιλική πρόνοια σού έχει δώσει. Η ώρα της καθολικής σου αναγνώρισης θα έρθει».<ref name="Kennedy, 1987, σ. 50">Kennedy, 1987, σ. 50</ref>
 
Και, όντως, το [[1899]], η πρόβλεψη ξαφνικά έγινε πραγματικότητα. Στην ηλικία 42 ετών, ο Έλγκαρ συνέθεσε τις ''Παραλλαγές Αίνιγμα'' (''Enigma Variations''), με πρεμιέρα στο Λονδίνο, υπό τη διεύθυνση του επιφανούς Γερμανού μαέστρου [[Χανς Ρίχτερ (διευθυντής ορχήστρας)|Χανς Ρίχτερ]]. Με δικά του λόγια ο Έλγκαρ περιγράφει με χιουμοριστική διάθεση: «Έχω σκιαγραφήσει ένα σύνολο παραλλαγών πάνω σε ένα πρωτότυπο θέμα. Οι παραλλαγές μού δημιουργούν ευφορία, γιατί τις έχω υποτιτλήσει με τα παρατσούκλια των ιδιαίτερων φίλων μου ... δηλαδή έχω γράψει τις παραλλαγές, ώστε η κάθε μία να αντικατοπτρίζει τη διάθεση του «μέρους» (του ατόμου) ... και έγραφα ό, τι νομίζω ότι εκείνοι θα είχαν γράψει -αν ήσαν τόσο βλάκες (sic) για να συνθέτουν».<ref name="Kennedy, 1987, σ. 50"/> Στο έργο υπάρχει η αφιέρωση «για τους φίλους μου που απεικονίζονται εκεί». Πιθανώς η πιο γνωστή παραλλαγή είναι η ''Nimrod'', που απεικονίζει τον Τζέγκερ. Καθαρά μουσικοί λόγοι οδήγησαν τον Έλγκαρ να παραλείψει παραλλαγές που απεικονίζουν τους Arthur Sullivan και Hubert Parry, των οποίων το στυλ προσπάθησε αλλά απέτυχε να ενσωματώσει.<ref>McVeagh (1987), p. 51, Hughes, p. 72</ref> Το μεγάλης κλίμακας έργο έγινε δεκτό με γενική αναγνώριση για την πρωτοτυπία, τη γοητεία και την δεξιοτεχνία του, και καθιέρωσε τν Έλγκαρ ως τον κατ'εξοχήν Βρετανό συνθέτη της γενιάς του.<ref name="McVeagh"/> Ο επίσημος τίτλος του έργου είναι: ''Παραλλαγές Σε Ένα Πρωτότυπο Θέμα''. Η λέξη ''Αίνιγμα'' (''Enigma'') εμφανίζεται κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι μέτρων, που οδήγησε στη γνωστή εκδοχή του τίτλου. Το 'αίνιγμα' είναι ότι, αν και υπάρχουν δεκατέσσερις παραλλαγές πάνω στο «πρωτότυπο θέμα», υπάρχει και ένα άλλο κυρίαρχο θέμα, που δεν αποκαλύπτεται από το συνθέτη, το οποίο, όπως είπε, «τρέχει μέσα και πάνω από το σύνολο», αλλά δεν ακούγεται ποτέ. {{Ref_label|I|iv|none}} Κατοπινοί σχολιαστές έχουν παρατηρήσει ότι, αν και ο Έλγκαρ θεωρείται σήμερα ως χαρακτηριστικός Άγγλος συνθέτης, η ορχηστρική μουσική του και ειδικά αυτό το έργο, μοιράζονται μεγάλο ποσοστό από την κεντρική ευρωπαϊκή παράδοση, που τυποποιήθηκε από το έργο του [[Ρίχαρντ Στράους]].<ref name="Kennedy"/><ref name="McVeagh"/> Οι ''Παραλλαγές Αίνιγμα'' έτυχαν ευνοϊκής υποδοχής στη [[Γερμανία]] και την [[Ιταλία]],<ref>Atkins, Ivor, ''Elgar's 'Enigma' Variations'', The Musical Times, April 1934, pp. 328–30</ref> ενώ παραμένουν μέχρι σήμερα ένα βασικό έργο ρεπερτορίου στις ανά τον κόσμο συναυλίες.
Γραμμή 30:
Ο επίσης βιογράφος του Έλγκαρ Μπαζίλ Μέιν (Β. Maine) σχολίαζε: «Όταν ο Sir Arthur Sullivan πέθανε το [[1900]], κατέστη σαφές σε πολλούς ότι ο Έλγκαρ, αν και συνθέτης διαφορετικής υφής, ήταν αλήθεια ο διάδοχός του ως πρώτος μουσικός της χώρας».<ref name="Maine"/> Το επόμενο σημαντικό έργο του Έλγκαρ αναμενόταν με ανυπομονησία.<ref>Reed, p. 59</ref> Για το Τριήμερο Μουσικό Φεστιβάλ του Μπίρμινγκαμ, το [[1900]], μελοποίησε το ποίημα του Καρδινάλιου Τ. Χ. Νιούμαν (John Henry Newman) ''Το Όνειρο του Γεροντίου'' για σολίστ, χορωδία και ορχήστρα. Ο Ρίχτερ διηύθηνε την πρεμιέρα, η οποία αμαυρώθηκε από μία πλημμελώς προετοιμασμένη χορωδία, που τραγούδησε άσχημα.<ref name="Reed, p. 60">Reed, p. 60</ref> Ο Έλγκαρ στενοχωρήθηκε πολύ, αλλά οι κριτικοί αναγνώρισαν την κυριαρχία του κομματιού, παρά τις ατέλειες στην απόδοση.<ref name="Kennedy"/> Επανεκτελέστηκε στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας, το [[1901]] και ξανά το [[1902]], υπό τη διεύθυνση του Γιούλιους Μπουθς (Julius Buths), ο οποίος πραγματοποίησε επίσης την, εκτός Βρετανίας, ευρωπαϊκή πρεμιέρα του ''Παραλλαγές Αίνιγμα'' το [[1901]]. Ο γερμανικός Τύπος ήταν ενθουσιώδης. Η Cologne Gazette ανέφερε: «Και στα δύο μέρη συναντάμε ομορφιά άφθαρτης αξίας .... ο Έλγκαρ στέκεται στους ώμους των Μπερλιόζ, Βάγκνερ και Λιστ, από τις επιρροές των οποίων ο ίδιος έχει απελευθερωθεί και έχει γίνει μια σημαντική προσωπικότητα. Είναι ένας από τους ηγέτες της μουσικής τέχνης της σύγχρονης εποχής.» Η Düsseldorfer Volksblatt έγραψε: «μια αξέχαστη και κοσμοϊστορική πρώτη παράσταση! Από τον καιρό του Λιστ, τίποτε δεν έχει συντεθεί με τον τρόπο του [[ορατόριο|ορατορίου]] ... που να φτάνει το μεγαλείο και τη σημασία της ιερής αυτής [[καντάτα|ς».<ref>The German Press on Dr. Elgar's ''Dream of Gerontius'', The Musical Times, 1 February 1902, p. 100</ref> Ο [[Ρίχαρντ Στράους]] που, τότε θεωρείτο ευρέως ως ο κορυφαίος συνθέτης της εποχής του,<ref name="Reed, p. 60"/> εντυπωσιάστηκε τόσο που, σε μια πρόποση μίλησε για την επιτυχία του «πρώτου Άγγλου προοδευτικού μουσικού, του Meister Έλγκαρ».<ref>Reed, p. 61</ref> {{Ref_label|I|v|none}} Ακολούθησαν παραστάσεις στη Βιέννη , το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη και, το ''Το Όνειρο του Γεροντίου'' σύντομα έγινε εξίσου φημισμένο στη Βρετανία. Σύμφωνα με τον Kennedy: ''Είναι αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη βρετανική σύνθεση στη μορφή του ορατορίου ... [αυτό] άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην αγγλική χορωδιακή παράδοση και την απελευθέρωσε από τη 'χεντελιανή' (sic) υπόστασή της». Ο Έλγκαρ, ως Ρωμαιοκαθολικός, ήταν πολύ συναισθηματικά φορτισμένος από το ποίημα του Νιούμαν σχετικά με το θάνατο και την απολύτρωση ενός αμαρτωλού, αλλά ορισμένα σημαίνοντα μέλη του Αγγλικανικού κατεστημένου αντέδρασαν. Ο συνάδελφός του, Τ. Β. Στάνφορντ παραπονέθηκε ότι το έργο «βρωμάει λιβάνι» (sic).<ref>Grogan, Christopher, "Elgar, Newman and 'The Dream of Gerontius'", Music & Letters, Vol. 77, No. 4 (November 1996), pp. 629–32</ref> Ο κοσμήτορας του Γκλόστερ (Gloucester) απαγόρευσε την εκτέλεση του έργου στον καθεδρικό ναό του, το [[1901]], και στο Γούστερ το επόμενο έτος, και επέμεινε σε σημαντικές αλλαγές πριν επιτραπεί η παρουσίασή του.<ref>Lewis, Geraint, "A Cathedral in Sound", Gramophone, September 2008, p. 50. Accessed 1 June 2010</ref>
 
*Ο Έλγκαρ είναι ίσως περισσότερο γνωστός για την πρώτη από τις πέντε συνθέσεις με το γενικό τίτλο ''Εμβατήρια Πομπής και Μεγαλοπρέπειας'' (''Pomp and Circumstance Marches''), που συνέθεσε μεταξύ [[1901]] και [[1930]],<ref>Kennedy (1970), σ. 38-39</ref> με μία μελωδία πραγματικά πανέμορφη, ειδικά για όσους παρακολουθούν κάθε χρόνο την τελευταία νύχτα των Proms, όπου γίνεται παραδοσιακά.<ref>[http://www.youtube.com/watch?v=Vvgl_2JRIUs Elgar - Pomp and Circumstance March No. 1 (Land of Hope and Glory) (Last Night of the Proms 2012) - YouTube<!-- Bot generated title -->]</ref> Η μελωδία αυτή, βρίσκεται στο αργό μέρος (τρίο) που ακολουθεί το εμβατήριο και ο Έλγκαρ είχε πει στη φίλη του Ντόρα Πένι: «Έχω μια μελωδία που θα τους χτυπήσει κατακέφαλα, θα τους ρίξει κάτω! (sic)».<ref>Kennedy, Michael, Liner note (orig. 1977) to EMI CD CDM 5-66323-2</ref> Όταν πρωτοπαίχτηκε το [[1901]] σε μια συναυλία των Promenade στο Λονδίνο, υπό τον Χένρι Γούντ (Henry J. Wood), ο ίδιος αργότερα έγραψε ότι το κοινό «σηκώθηκε και ζητοκραύγασε ... η μία και μοναδική φορά στην ιστορία των Promenade που, ένα ορχηστρικό κομμάτι έκανε διπλή επανάληψη (encore)».<ref>Wood, σ. 154</ref> Για τη στέψη του [[Εδουάρδος Ζ’Ζ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου|Εδουάρδου Ζ’]], ανατέθηκε στον Έλγκαρ να μελοποιήσει την ''Ωδή της Στέψης'' του ποιητή Μπένσον (A. C Benson), σε μια συναυλία γκαλά στη Βασιλική Όπερα, τον Ιούνιο του [[1901]], κατόπιν έγκρισης του ίδιου του βασιλιά. Η μεσόφωνος Κλάρα Μπατ (Clara Butt) έπεισε τον Έλγκαρ ότι η τόσο πετυχημένη μελωδία του πρώτου εμβατηρίου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την περίσταση, αρκεί να μπουν στίχοι και, ο Έλγκαρ κάλεσε τον Μπένσον να το κάνει. Κάπως έτσι προέκυψε το περίφημο ''Γη της Ελπίδας και της Δόξας'' (''Land of Hope and Glory'') και, μάλιστα, οι εκδότες που ανέλαβαν τη δημοσίευσή του ζήτησαν από τους Μπένσον και Έλγκαρ να δημιουργήσουν μία περαιτέρω αναθεώρηση-βερσιόν για δημοσίευση ως ξεχωριστό τραγούδι, πλέον. Το αποτέλεσμα ήταν μία δημιουργία που θεωρείται πλέον ως ο ανεπίσημος βρετανικός εθνικός ύμνος, στις δε Ηνωμένες Πολιτείες, γνωστό απλά ως «το Εμβατήριο της Αποφοίτησης», έχει καθιερωθεί από το [[1905]] σε όλες σχεδόν τις κολλεγιακές και πανεπιστημιακές αποφοιτήσεις.<ref>"Why Americans graduate to Elgar", The Elgar Society. Accessed 5 June 2010</ref>
[[Αρχείο:Clara-butt-crop.jpg|thumb|250px|left|Η Κλάρα Μπατ που συνεργάστηκε στενά με τον Έλγκαρ]]
Το Μάρτιο του [[1904]] ένα τριήμερο φεστιβάλ με έργα του Έλγκαρ παρουσιάστηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν, μια τιμή που, ποτέ πριν δεν είχε δοθεί σε οποιονδήποτε Άγγλο συνθέτη. Οι Times σχολίασαν: «Τέσσερα ή πέντε χρόνια πριν, αν κάποιος έλεγε ότι η Όπερα θα είναι γεμάτη από το δάπεδο μέχρι την οροφή από την εκτέλεση του ορατορίου ενός Άγγλου συνθέτη, πιθανότατα θα τον περνάγανε για τρελλό (sic)».<ref>Concerts", The Times, 15 March 1904, p. 8</ref> Ο βασιλιάς και η βασίλισσα παρακολούθησαν την πρώτη συναυλία, στην οποία ο Ρίχτερ διηύθυνε το έργο ''Το Όνειρο του Γεροντίου'',<ref name="The Times 1904, p. 12">"The Elgar Festival", The Times, 16 March 1904, p. 12</ref> για να επιστρέψουν το αμέσως επόμενο βράδυ, για την πρώτη εκτέλεση -στο Λονδίνο- του έργου ''Οι Απόστολοι'' (''The Apostles''), που είχε παρουσιαστεί το προηγούμενο έτος στο Μπίρμινγκαμ.<ref name="The Times 1904, p. 12"/> Η τελευταία ημέρα του αφιερώματος, ήταν κυρίως ορχηστρική, εκτός από ένα απόσπασμα από το ''Caractacus'' και όλο το έργο ''Θαλασσινές Εικόνες'' (''Sea Pictyres'') με την Κλάρα Μπάτ. Τα ορχηστρικά έργα ήσαν το ''Φρουασάρ'' (''Froissart''), οι ''Παραλλαγές Αίνιγμα'', το ''Κοκέιν'' (''Cockaigne'') τα πρώτα δύο -και μοναδικά τότε- ''Εμβατήρια Πομπής και Μεγαλοπρέπειας'' και η πρεμιέρα ενός νέου ορχηστρικού έργου, του ''Στο Νότο'' (''In The South'' (Alassio)), εμπνευσμένο από κάποιες διακοπές στην Ιταλία.<ref>"The Elgar Festival", The Times, 16 March 1904, p. 8</ref>
 
Ο Έλγκαρ χρίσθηκε βαρονέτος στο παλάτι του Μπάκιγχαμ στις 5 Ιουλίου [[1904]].<ref>"Birthday Honours", The Times, 24 June 1904, p. 12</ref> Τον επόμενο μήνα, ο ίδιος και η οικογένειά του μετακόμισαν στο Plas Gwyn, σε ένα μεγάλο σπίτι στα προάστια του Χέρεφορντ, με θέα στον ποταμό Wye, όπου έζησε μέχρι το [[1911]]. Μεταξύ [[1902]] και [[1914]], ο Έλγκαρ ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του Κένεντι, στο ζενίθ της δημοτικότητάς του. Έκανε τέσσερις επισκέψεις στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης και μίας περιοδείας κατά την οποία διηύθυνε ο ίδιος και, κέρδισε σημαντικές αμοιβές από την εκτέλεση της μουσικής του. Μεταξύ [[1905]] και [[1908]], κατείχε τη θέση του Καθηγητή Μουσικής (Peyton Professor) στο Πανεπιστήμιο του Μπίρμινγκαμ.<ref name="McVeagh"/> Ωστόσο, είχε δεχθεί τη θέση απρόθυμα, θεωρώντας ότι ένας συνθέτης δεν πρέπει να ηγείται σε ένα σχολείο μουσικής.<ref>Moore, p. 446</ref> Άλλωστε, δεν ήταν «εύκολος» στο ρόλο αυτό,<ref>Reed, p. 92</ref> και οι διαλέξεις του προκαλούσαν αντιδράσεις, με τις επιθέσεις του στους μουσικοκριτικούς,<ref>Fuller Maitland, J. A., "Sir Arthur Sullivan", Cornhill Magazine, March 1901, p. 300–09</ref> και στην αγγλική μουσική, γενοκότερα: «Η χυδαιότητα με το πέρασμα του χρόνου μπορεί να εκλεπτυνθεί. Η χυδαιότητα συμβαδίζει συχνά με την ευρηματικότητα .... αλλά ο κοινός νους δεν μπορεί ποτέ να είναι οτιδήποτε άλλο παρά κάτι κοινό. Ένας Άγγλος θα σας πάει σε ένα μεγάλο δωμάτιο, με όμορφες αναλογίες, και θα σας επισημάνει ότι είναι λευκό -κατάλευκο- και κάποιος θα πει «τι εξαίσιο γούστο!». Γνωρίζετε καλά μέσα στο μυαλό σας, μέσα στην ψυχή σας, ότι αυτό δεν είναι καν γούστο, είναι η βούληση για το γούστο, είναι απλά αποφυγή. Η αγγλική μουσική είναι λευκή, και αποφεύγει τα πάντα». Στενοχωριόταν με την αντιπαράθεση και υπήρξε ευτυχής όταν παρέδωσε το πόστο στο φίλο του Γκράνβιλ Μπάντοκ (Granville Bantock) το [[1908]].<ref>Reed, p. 97</ref> Η νέα ζωή του ως διασημότητα ήταν μια ανάμικτη ευλογία (sic) για το δραστήριο Έλγκαρ, καθώς διέκοψε την προστασία της ιδιωτικής του ζωής, με αποτέλεσμα να αρρωσταίνει συχνά. Παραπονιόταν στον Jaeger το [[1903]]: «Η ζωή μου είναι μία συνεχής απεμπόληση των μικρών πραγμάτων που αγαπώ».<ref>Kennedy (1987), σ. 144</ref> Οι ποιητές και νοβελίστες Γκίλμπερτ και Χάρντι προσπάθησαν να συνεργαστούν με τον Έλγκαρ σε αυτή τη δεκαετία. Ο Έλγκαρ αρνήθηκε, αλλά θα συνεργαστεί με τον [[ΤζόρτζΤζορτζ Μπέρναρντ Σω]] (George Bernard Shaw), κατόπιν επιθυμίας του τελευταίου.<ref>Anderson, σ. 115-6</ref>
Η κυριότερη σύνθεση του Έλγκαρ για το [[1905]] ήταν η ''Εισαγωγή και Αλέγκρο για Έγχορδα'' (''Introduction and Allagro for Strings''), αφιερωμένο στον Αμερικανό Σάμιουελ Σάνφορντ (Samuel Sanford), καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Γιέιλ (Yale). Ο Έλγκαρ επισκέφθηκε την Αμερική εκείνο το χρόνο για να διευθύνει μουσική του, αλλά και να δεχθεί ένα διδακτορικό από το Γιέιλ.<ref name="McVeagh"/> {{Ref_label|I|vi|none}} To επόμενo μεγάλης κλίμακας έργο του ήταν η συνέχεια του έργου ''Οι Απόστολοι'', το [[ορατόριο]] ''Το Βασίλειο'' (''The Kingdom'') (1906), που έτυχε καλής υποδοχής, αλλά δεν είχε συνεπάρει το κοινό, όπως το έργο ''Το Όνειρο του Γεροντίου'', που μάλιστα συνέχιζε να το κάνει. Μεταξύ όμως των «ευστρόφων» ελγκαριανών, το έργο αυτό μερικές φορές είναι σε μεγαλύτερη υπόληψη από το προηγούμενο. Ο φίλος του Έλγκαρ, Φρανκ Σούστερ (Frank Schuster) έλεγε στο νεαρό τότε, Άντριαν Μπόουλτ (Adrian Boult): «Σε σύγκριση με το 'Βασίλειο', ο 'Γερόντιος' είναι ένα έργο καθαρού ερασιτέχνη (sic)».<ref>Kennedy (1987), σ. 29</ref> Όταν ο Έλγκαρ πλησίαζε τα πεντηκοστά του γενέθλια, άρχισε να δουλεύει την πρώτη του συμφωνία, ένα έργο που είχε στο μυαλό του σε διάφορες μορφές, για σχεδόν δέκα χρόνια.<ref>Reed, p. 96</ref> Τελικά, η ''Συμφωνία αρ. 1'' (1908) ήταν ένα εθνικός και διεθνής θρίαμβος. Μέσα σε λίγες εβδομάδες από την πρεμιέρα, παρουσιάστηκε στη Νέα Υόρκη υπό τον Βάλτερ Ντάμρος (Walter Damrosch), στη Βιέννη υπό τον Φέρντιναντ Λέβε (Ferdinand Lowe), στην Αγία Πετρούπολη υπό τον Αλεξάντρ Ζιλότι (Alexander Siloti) και στη Λειψία υπό τον Αρτούρ Νίκις (Arthur Nikisch). Δόθηκαν, επίσης, παραστάσεις στη Ρώμη, το Σικάγο, τη Βοστώνη, το Τορόντο και δεκαπέντε βρετανικές πόλεις και κωμοπόλεις. Σε μόλις ένα χρόνο, είχε εκατοντάδες παραστάσεις στη Βρετανία, την Αμερική και την ηπειρωτική Ευρώπη.<ref>"Elgar's Symphony", The Musical Times, 1 February 1909, p. 102</ref>
[[Αρχείο:Fritz Kreisler 2.jpg|thumb|250px|left|Ο περίφημος βιολονίστας Φριτς Κράισλερ]]
Γραμμή 41:
Πάντως, το ''Κοντσέρτο για Βιολί'' ήταν ο τελευταίος θρίαμβος του Έλγκαρ. Την επόμενη χρονιά παρουσίασε τη ''Συμφωνία αρ 2'' στο Λονδίνο, αλλά απογοητεύτηκε με την υποδοχή της. Σε αντίθεση με τη ''Συμφωνία αρ. 1'', δεν τελειώνει με μία έκρηξη μεγαλείου από την ορχήστρα, αλλά ήσυχα και στοχαστικά. Ο Ρήντ, ο οποίος συμμετείχε στην πρεμιέρα, αργότερα έγραψε ότι ο Έλγκαρ κλήθηκε στη σκηνή αρκετές φορές για να υποδεχθεί το χειροκρότημα, «αλλά δεν υπήρχε εκείνο το κάτι, που γίνεται αντιληπτό από ένα ακροατήριο -ακόμη και το αγγλικό- που το ξεσηκώνει, όπως συνέβη μετά το ''Κοντσέρτο για Βιολί'' ή τη ''Συμφωνία αρ. 1''».<ref name="Reed, p. 103"/> Ο Έλγκαρ ρωτούσε το Ρηντ: «Τι συμβαίνει μ’αυτούς, Μπίλι; κάθονται εκεί σαν μερίδες γεμιστών χοίρων ! (sic)».<ref>Reed, p. 105</ref> Tο έργο, βέβαια, ήταν με τα συνηθισμένα στάνταρντς μια επιτυχία, με 27 παραστάσεις εντός τριών ετών από την πρεμιέρα του, αλλά ποτέ δεν έφθασε το διεθνή σάλο της 'Πρώτης Συμφωνίας'.<ref name="Mason, Daniel Gregory 1917, pp. 288">Mason, Daniel Gregory, "A Study of Elgar", The Musical Quarterly, April 1917, pp. 288–303</ref>
===Τα τελευταία μεγάλα έργα===
Τον Ιούνιο του [[1911]], ως μέρος των εορτασμών για τη στέψη του βασιλιά [[Γεώργιος Ε’Ε΄ του Ηνωμένου Βασιλείου|Γεωργίου του Ε’]] (George V), ο Έλγκαρ τιμήθηκε ξανά με την είσοδό του στο Order of Merit, μία τιμή που περιοριζόταν σε μόλις είκοσι τέσσερις κατόχους.<ref>Supplement, The London Gazette, no. 2769, p. 4448, 19 June 1911. Accessed 27 October 2010.</ref> Το επόμενο έτος, οι Έλγκαρs επέστρεψαν στο Λονδίνο, σε ένα μεγάλο σπίτι στο Χάμπστεντ (Hampstead), σχεδιασμένο από τον Ρ. Ν. Σόου(Norman Shaw). Εκεί, ο Έλγκαρ θα συνθέσει τα δύο τελευταία μεγάλης κλίμακας έργα του, της προπολεμικής εποχής, τη χορωδιακή ωδή, ''Οι Μουσουργοί'' (''The Music Makers''), για το Φεστιβάλ του Μπίρμινγκαμ του [[1912]] και τη συμφωνική σπουδή ''Φάλσταφ'' (''Falstaff''), για το Φεστιβάλ του Λήντς του [[1913]]. Και οι δύο συνθέσεις έτυχαν καλής υποδοχής, χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Ακόμη και ο μαέστρος Λάντον Ρόναλντ (Landon Ronald), στον οποίο αφιερώθηκε το ''Φάλσταφ'', έλεγε κατ’ ιδίαν ότι δεν θα μπορούσε να «κατανοήσει το έργο,<ref>Kennedy (1971), σ. 82</ref> ενώ ο μουσικολόγος Πέρσι Σκόουλς (Percy Scholes) έγραψε ότι ήταν ένα «μεγάλο έργο», αλλά «με βάση τη δημόσια εκτίμηση, συγκριτικά, μία αποτυχία».<ref>Scholes, Percy A., "Elgar's 'Falstaff' Reconsidered", The Musical Times, 1 August 1929, p. 696</ref>
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Έλγκαρ τρομοκρατήθηκε στην προοπτική της σφαγής, αλλά τα πατριωτικά του αισθήματα, παρόλ’ αυτά, ξύπνησαν.<ref>Reed, p. 115</ref> Συνέθεσε το ''Ένα Τραγούδι για Στρατιώτες'' (''A Song For Soldiers''), το οποίο αργότερα απέσυρε. Κατετάγη ως ειδικός αστυφύλακας στην τοπική αστυνομία και αργότερα προσχώρησε στις στρατιωτικές Εθελοντικές Εφεδρείες του Χάμπστεντ (the Hampstead Volunteer Reserve).<ref>Reed, p. 115, 118</ref> Έγραψε πατριωτικά έργα, το ''Καριγιόν'' (''Carillon''), για αφηγητή και ορχήστρα προς τιμήν του [[Βέλγιο|Βελγίου]],<ref>Reed, p. 115-6</ref> και το ''Πολωνία'' (''Polonia''), ορχηστρικό κομμάτι προς τιμήν της [[Πολωνία]]ς.<ref>Reed, p. 117-8</ref>
Άλλες συνθέσεις του Έλγκαρ, κατά τη διάρκεια του πολέμου, περιλαμβάνουν σκηνική μουσική για το παιδικό θεατρικό έργο, ''Το Αστρόφωτο Εξπρές'' (''The Starlight Express'') (1915), το [[μπαλέτο]] ''Η Αιματόχρωμη Βεντάλια'' (''The Sanguine Fan'') (1917) και το ''Πνεύμα της Αγγλίας'' (''The Spirit of England'') (1915-1917), τρία χορωδιακά πάνω σε αντίστοιχα ποιήματα του Λόρενς Μπίνιον (Laurence Binyon), συνθέσεις με πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από το ρομαντικό πατριωτισμό των προηγουμένων ετών.<ref name="McVeagh"/> Η τελευταία μεγάλης κλίμακας σύνθεσή του από τα χρόνια του πολέμου ήταν το έργο ''Οι Φρουροί του Στόλου'' {{Ref_label|I|vii|none}} (''Fringes of the Fleet''), πάνω σε ομώνυμα ποιήματα του [[Ράντγιαρντ Κίπλινγκ]], που παρουσιάστηκαν με μεγάλη επιτυχία σε όλη τη χώρα, μέχρι που ο Κίπλινγκ, για άγνωστους λόγους, εξέφρασε αντιρρήσεις ως προς τις παραστάσεις.<ref>Reed, p. 121</ref> Ο Ελγκαρ, πάντως, ηχογράφησε το έργο για την Εταιρεία Gramophone.
Γραμμή 52:
Παρόλο που η μουσική του Έλγκαρ δεν ήταν πλέον στη μόδα το [[1920]],<ref name="Kennedy"/> οι συνάδελφοι θαυμαστές του, συνέχιζαν να παρουσιάζουν τα έργα του, κατά το δυνατόν. Ο Ρήντ ξεχωρίζει μια εκτέλεση της 'Δεύτερης Συμφωνίας' το Μάρτιο του [[1920]], από «ένα νεαρό, σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό», τον Άντριαν Μπόουλτ (Adrian Boult), που ανέδειξε «το μεγαλείο και την αρχοντιά του έργου» σε ένα ευρύτερο κοινό. Επίσης το [[1920]], ο Λάντον Ρόναλντ (Landon Ronald) παρουσίασε μία συναυλία, αποκλειστικά με έργα του Έλγκαρ, στο Μέγαρο της Βασίλισσας (Queen’s Hall).<ref>Reed, p. 130</ref> H Άλις Έλγκαρ έγραψε με ενθουσιασμό για την υποδοχή της, αλλά αυτή ήταν μία από τις τελευταίες φορές που άκουγε τη μουσική του συζύγου της, δημόσια.<ref>Reed, p. 13</ref> Μετά από σύντομη ασθένεια, πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα στις 7 Απριλίου [[1920]], σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών.<ref>Moore (1984), p. 750-1</ref> Ο Έλγκαρ συνετρίβη από την απώλεια της συζύγου του.<ref name="Reed, p. 131"/> Χωρίς δημόσια ζήτηση για νέα έργα και, χάνοντας τη συνεχή υποστήριξη και την έμπνευση της Αλίκης, απομακρύνθηκε από τη σύνθεση. Για ένα μεγάλο μέρος του υπολοίπου της ζωής του, ο Έλγκαρ αποφάσισε να επιδοθεί σε διάφορα χόμπι του.<ref name="Kennedy"/> Κατά τη διάρκεια της ζωής του υπήρξε, άλλωστε, ένας ερασιτέχνης χημικός, μερικές φορές χρησιμοποιώντας ένα εργαστήριο στον πίσω κήπο του.<ref>Plas Gwyn, Hereford", Classic FM. Accessed 25 October 2010</ref> Tου άρεσε το ποδόσφαιρο, υποστήριζε την Γούλβς (Wolverhampton Wanderers FC), για την οποία συνέθεσε έναν ύμνο και, στα τελευταία του χρόνια, παρακολουθούσε συχνά ιπποδρομίες. Επίσης έκανε ποδήλατο και, ως ηλικιωμένος χήρος, του άρεσε να κινείται στην ύπαιθρο με το σοφέρ του. Το [[1923]] πήγε ένα ταξίδι στη Νότια Αμερική, φθάνοντας μέχρι τον Αμαζόνιο. Σχεδόν τίποτα δεν έχει καταγραφεί για τα γεγονότα που ο Έλγκαρ αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ωστόσο έδωσε στον ιστορικό μυθιστοριογράφο Τζέιμς Χάμιλτον (James Hamilton-Paterson) αρκετό «στίγμα» για τη συγγραφή του έργου «Γερόντιος» («Gerontius»), ένα μυθοπλαστικό απολογισμό του ταξιδιού.<ref name="Service, Tom 2010">Service, Tom, "Beyond the Malverns: Elgar in the Amazon", guardian.co.uk, 25 March 2010. Accessed 5 May 2010</ref>
 
Μετά το θάνατο της συζύγου του, ο Έλγκαρ πούλησε το σπίτι στο Χάμπστεντ, και αφού έζησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα σε ένα διαμέρισμα στο Σαίντ Τζέιμς (St James), στην καρδιά του Λονδίνου, μετακόμισε πίσω στο Γούστερσάιρ, στο χωριό Κέμπσεϊ (Kempsey), όπου έζησε από το [[1923]] έως το [[1927]].<ref>Reed, p. 134</ref> Ωστόσο, δεν εγκατέλειψε ολοκληρωτικά τη σύνθεση σε αυτά τα χρόνια. Έκανε μεγάλες συμφωνικές διασκευές έργων του [[Γιόχαν Σεμπάστιαν ΜπάχΜπαχ]] και του [[Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ|Χέντελ]] και, έγραψε το ''Αυτοκρατορικό Εμβατήριο'' (''Empire March'') και οκτώ τραγούδια με τον τίτλο ''Η Παρέλαση της Αυτοκρατορίας'' (''Pageant Of Empire'') γραμμένη για τη Βρετανική Αυτοκρατορική Έκθεση του [[1924]].<ref>Reed, p. 207-9</ref> Αμέσως μετά την παρουσίασή τους, διορίστηκε Αρχιμουσικός του Βασιλιά (Master of Musick), ενός καθαρά βρετανικού θεσμού, στις 13 Μαΐου [[1924]], μετά το θάνατο του Ουόλτερ Πάρατ (Sir Walter Parratt).<ref>The London Gazette, no. 32935, p. 3841, 13 May 1924. Accessed 27 October 2010.</ref>
 
Από το [[1926]] και μετά, ο Έλγκαρ έκανε μια σειρά από ηχογραφήσεις των έργων του, μάλιστα, ο μουσικοκριτικός Ρόμπερτ Φίλιπ (Robert Philip), θεωρεί τον Έλγκαρ ως τον «πρώτο συνθέτη που πήρε το γραμμόφωνο στα σοβαρά»,<ref>Philip, Robert, "The recordings of Edward Elgar (1857–1934): Authenticity and Performance Practice", Early Music, November 1984, pp. 481–89</ref> έχοντας ήδη ηχογραφήσει αρκετά έργα του για την «His Master's Voice (HMV)», από το [[1914]]. Και βέβαια, με την εφεύρεση και εισαγωγή των ηλεκτρικών μικροφώνων στη διαδικασία, το [[1925]], οι ηχογραφήσεις μετατράπηκαν από ένα «νεωτεριστικό καπρίτσιο», σε μία σοβαρή διαδικασία αποθήκευσης του ήχου, πρωτόγνωρη σε ποιότητα για την εποχή εκείνη. Ο Έλγκαρ ήταν ο πρώτος συνθέτης που εκμεταλλεύτηκε πλήρως αυτή την τεχνολογική πρόοδο. Ο Φρεντ Γκέισμπεργκ (Fred Gaisberg) της HMV, παραγωγός στις ηχογραφήσεις του Έλγκαρ, οργάνωσε μια σειρά από ηχογραφήσεις για να αποτυπώσει σε δίσκο, ερμηνείες του συνθέτη των μεγάλων ορχηστρικών έργων του, συμπεριλαμβανομένων των 'Παραλλαγές Αίνιγμα', 'Falstaff', 'Πρώτη και Δεύτερη συμφωνία', και τα 'Κονσέρτα για βιολοντσέλο και για βιολί'. Στα περισσότερα από αυτά, η ορχήστρα ήταν η Συμφωνική του Λονδίνου (LSO), αλλά οι 'Παραλλαγές' παίχτηκαν από τη Βασιλική Ορχήστρα του Albert Hall. Αργότερα στη σειρά των ηχογραφήσεων, ο Έλγκαρ διηύθυνε επίσης δύο νεοσύστατες ορχήστρες, τη Συμφωνική Ορχήστρα του BBC και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου.
Γραμμή 61:
Μη εγχειρήσιμος καρκίνος του παχέος εντέρου ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια επέμβασης στις 8 Οκτωβρίου [[1933]].<ref>Moore (1984), p. 818</ref> Ο Έλγκαρ πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου [[1934]] σε ηλικία 77 ετών και τάφηκε δίπλα στην αγαπημένη του σύζυγο, στην εκκλησία του Αγίου Βουλστανίου (Saint Wulstan) στο Λιτλ Μάλβερν (Little Malvern).
==Μουσική==
===Επιρροές και πρώιμαπρώτα έργα===
Ο Έλγκαρ περιφρονούσε τη λαϊκή μουσική <ref name="Kennedy 1970, σ. 10">Kennedy (1970), σ. 10</ref> και έδειχνε λίγο ενδιαφέρον και σεβασμό για τα πρώτους άγγλους συνθέτες, αποκαλώντας τον [[Ουίλιαμ Μπερντ]] (William Byrd) και τους συγχρόνους του «μουσειακά κομμάτια». Από τους κατοπινούς, θεωρούσε τον [[Χένρι Πέρσελ]] (Henry Purcell) ως τον σπουδαιότερο και, είπε ότι είχε μάθει πολλά από την τεχνική του.<ref>Kennedy (1970), σ. 8</ref> Από τους μεταγενέστερους, επηρεάστηκε αρκετά από τους Χέντελ, Ντβόρζακ και, σε κάποιο βαθμό, από τον Μπραμς. Τη χρωματική τεχνκή του, οφείλει κατά μεγάλο μέρος στον Βάγκνερ, αλλά το επιμέρους ύφος του στην ενορχήστρωση, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην καθαρότητα των Γάλλων συνθετών του 19ου αιώνα, Μπερλιόζ, Μασνέ, Σεν Σανς και, ιδιαίτερα στον Ντελίμπ, του οποίου τη μουσική θαύμαζε και διηύθυνε στο Γούστερ.<ref name="Kennedy 1970, σ. 10"/><ref name="Cox, p. 15-6">Cox, p. 15-6</ref>
Ο Έλγκαρ άρχισε να συνθέτει όταν ήταν ακόμα παιδί, και όλη του τη ζωή κρατούσε σημειώσεις για τα θέματα και τις εμπνεύσεις του. Η συνήθειά του να «συναρμολογεί» τις συνθέσεις του, ακόμη και εκείνες που ήσαν μεγάλης κλίμακας, παρέμεινε σε όλη τη ζωή του.<ref>"Antony Payne on Elgar's Symphony No 3", BBC News, 13 February 1998. Accessed 22 April 2010</ref> Στα πρώιμα έργα του, περιλαμβάνονται κομμάτια για βιολί και για πιάνο, μουσική για το κουιντέτο πνευστών στο οποίο ο ίδιος και ο αδελφός του, έπαιζαν μεταξύ 1878-1881, και μουσική διαφόρων ειδών για τη μπάντα του ασύλου Πόγουικ. Ωστόσο, λίγα από αυτά εκτελούνται τακτικά, όπως το ''Χαιρετισμός Αγάπης'' (''Salut d'Amour'') και -όπως οργανώθηκαν δεκαετίες αργότερα μέσα στο έργο ''Το Μαγικό Ραβδί της Νιότης'' (''The Wand of Youth'')- μερικά από τα παιδικά σκίτσα.<ref name="McVeagh"/> Το πιο αξιόλογο πρώιμο έργο του Έλγκαρ, κατά την πρώτη περίοδό του στο Λονδίνο το 1889-1891, είναι η [[εισαγωγή]] ''Φρουασάρ'' (''Froissart''), μια ρομαντική μπραβούρα, επηρεασμένη από τους Μέντελσον και Βάγκνερ, χωρίς να λείπουν τα περαιτέρω Ελγκαριανά χαρακτηριστικά.<ref name="McVeagh"/> Από τα ορχηστρικά έργα που συνέθεσε κατά τα επόμενα έτη, στο Γούστερσάιρ, ξεχωρίζουν η ''Σερενάτα για Έγχορδα'' και οι ''Τρεις Βαυαρικοί Χοροί''. Σε αυτήν την περίοδο και αργότερα, ο Έλγκαρ έγραψε κύκλους τραγουδιών και μεμονωμένα τραγούδια. Ο Ρηντ εξέφρασε κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με αυτά τα κομμάτια, αλλά εξήρε το τραγούδι ''Το Χιόνι'', για γυναικείες φωνές και το ''Θαλασσινές Εικόνες'' ένα κύκλο πέντε τραγουδιών για κοντράλτο και ορχήστρα που παραμένει στο παιζόμενο ρεπερτόριο του Έλγκαρ.<ref name="Reed, p. 149">Reed, p. 149</ref> Άλλα, μεγάλης κλίμακας, πρώιμα έργα του Έλγκαρ ήσαν για χορωδία και ορχήστρα για το «Φεστιβάλ των Τριών Χορωδιών» και άλλα φεστιβάλς, όπως τα έργα ''Ο Μαύρος Ιππότης'', ''Βασιλιάς Όλαφ'', ''Το Φως της Ζωής'', '' Η Σημαία του Αγίου Γεωργίου'' και ''Caractacus''. Έγραψε επίσης ένα ''Te Deum'' και ''Benedictus'' για το Φεστιβάλ του Χέρεφορντ (Hereford). Σε αυτά τα έργα, η ΜακΒί (McVeagh) σχολιάζει θετικά την πλούσια ενορχήστρωση και την καινοτόμο χρήση των ''leitmotifs'', αλλά λιγότερο ευνοϊκά τις ιδιότητες των επιλεγμένων κειμένων και την αποσπασματοποίηση της έμπνευσής του. Η ΜακΒί τονίζει ότι, επειδή αυτά τα έργα της δεκαετίας του 1890, ήσαν για πολλά χρόνια ελάχιστα γνωστά (και οι εκτελέσεις τους εξακολουθούν να είναι σπάνιες), η δεξιοτεχνία της πρώτης μεγάλης επιτυχίας του, του έργου ''Παραλλαγές Αίνιγμα'', εμφανίστηκε ως μία αιφνίδια μεταμόρφωση από τη μετριότητα στην ιδιοφυΐα, αλλά στη πραγματικότητα, οι ενορχηστρικές του ικανότητες «κτίζονταν» καθ’όλη τη δεκαετία.<ref name="McVeagh"/>
===Κορύφωση===
{{listen|filename=Pomp and circumstances No. 1.ogg |title=Trio of Pomp and Circumstance March No. 1|description=Conducted by Elgar in 1931 at the opening of [[EMI]]'s studios|format=[[ogg]]}}
Τα πιο γνωστά έργα του Έλγκαρ γράφηκαν στην εικοσαετία [[1899]]-[[1920]], με τα περισσότερα από αυτά να είναι ορχηστρικά. Ο Ρηντ έγραψε: «η ιδιοφυία του Έλγκαρ ανήλθε στο μεγαλύτερο ύψος της στα ορχηστρικά έργα του» και ανέφερε ότι, ακόμη και στα ορατόρια του, το ορχηστρικό τμήμα είναι το πιο σημαντικό.<ref name="Reed, p. 149"/> Το έργο ''Παραλλαγές Αίνιγμα'' έκανε το όνομα του Έλγκαρ γνωστό σε εθνικό επίπεδο. Η μορφή των «παραλλαγών» ήταν ιδανική γι'αυτόν σε αυτό το στάδιο της καριέρας του, διότι η ολοκληρωμένη γνώση του στην ενορχήστρωση βρισκόταν ακόμα σε αντίθεση με την τάση του να γράφει τις μελωδίες του με λίγες, μερικές φορές άκαμπτες, φράσεις.<ref name="McVeagh"/> Τα επόμενα ορχηστρικά έργα, η συμφωνική εισαγωγή ''Κοκέιν'' (''Cockaigne'') (1900-1901), τα δύο πρώτα από τα ''Εμβατήρια Πομπής και Μεγαλοπρέπειας'' (1901), και το ευγενές ''Παιδιά του Ονείρου'' (''Dream Children'') (1902), έχουν σχτικά μικρή διάρκεια: το μεγαλύτερο από αυτά, ''Κοκέιν'', διαρκεί λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά. Το ''Στο Νότο'' (1903-1904), αν και ορίζεται από τον Έλγκαρ ως [[συμφωνική εισαγωγή]], είναι, σύμφωνα με τον Κένεντι, ένα [[συμφωνικό ποίημα]] και, το μεγαλύτερο σε διάρκεια αμιγώς ορχηστρικό κομμάτι που συνέθεσε ο Έλγκαρ. Το έγραψε αφού είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια να συνθέσει μια συμφωνία.<ref>Kennedy (1970), σ. 30</ref> Το έργο αυτό αποκαλύπτει τη συνεχιζόμενη πρόοδο του να γράφει θέματα με διάρκεια και ορχηστρικές γραμμές, αν και ορισμένοι κριτιτικοί, συμπεριλαμβανομένου του Κένεντι, βρίσκουν ότι στο μεσαίο μέρος «η έμπνευση του Έλγκαρ δεν ανήκει στις κορυφαίες στιγμές του».<ref name="Kennedy 1970, σ. 32">Kennedy (1970), σ. 32</ref> Το [[1905]], ο Έλγκαρ ολοκλήρωσε την ''Εισαγωγή και Αλέγκρο για Έγχορδα''. Το έργο αυτό βασίζεται, σε αντίθεση με μεγάλο μέρος των προηγούμενων δειγμάτων γραφής του Έλγκαρ, όχι σε μια πληθώρα θεμάτων, αλλά μόνο σε τρία. Ο Κένεντι το απεκάλεσε μια «αριστοτεχνική σύνθεση, ισάξια μεταξύ των αγγλικών έργων για έγχορδα, μόνο με τη ''Φαντασία Τάλις'' του [[Ραλφ Βων Ουίλιαμς|Βων Ουίλιαμς]] (Vaughan Williams)».<ref name="Kennedy 1970, σ. 32"/> Ωστόσο, συγκρινόμενο με τα σύγχρονα με αυτό έργα και, με διάρκεια λιγότερη από ένα τέταρτο της ώρας, δεν ήταν από τις πλέον μακρόχρονες συνθέσεις. Για παράδειγμα, η ''Συμφωνία αρ. 7'' του [[Γκούσταβ Μάλερ]], που γράφηκε την ίδια εποχή, διαρκεί για πάνω από μία ώρα.
 
Κατά τη διάρκεια των επόμενων τεσσάρων ετών, ωστόσο, ο Έλγκαρ συνέθεσε τρία μεγάλα ορχηστρικά έργα τα οποία, αν και μικρότερα σε διάρκεια απ’ό, τι αντίστοιχα των ευρωπαϊκών συγχρόνων τους έργα, ανήκουν στα πλέον σημαντικά για έναν Άγγλο συνθέτη. Αυτά ήταν η ''Συμφωνία αρ. 1'', το ''Κοντσέρτο για Βιολί'' και η ''Συμφωνία αρ. 2'', τα οποία συνήθως εκτελούνται από 45 λεπτά μέχρι 1 ώρα. Η ΜακΒί υποστηρίζει πως, οι συμφωνίες «καταλαμβάνουν υψηλή θέση όχι μόνο στο ιστορικό του Έλγκαρ, αλλά και στην αγγλική μουσική ιστορία, γενικότερα. Και οι δύο είναι μεγάλες σε διάρκεια και δυνατές, χωρίς επιφανειακές «ευκολίες», παρά μόνον λεπτούς υπαινιγμούς και αναφορές προς κάποια εσωτερική δραματικότητα από την οποία αντλούν τη ζωτικότητα και την ευγλωττία τους. Και οι δύο είναι γραμμένες στη βάση της κλασικής φόρμας, αλλά διαφέρουν στο βαθμό που ... να θεωρούνται πληκτικές και χαλαρά δομημένες από ορισμένους κριτικούς. Σίγουρα η ευρηματικότητα σε αυτές είναι άφθονη και, κάθε συμφωνία, θα χρειαζόταν αρκετές δεκάδες μουσικά παραδείγματα για να χαρτογραφηθεί (sic) η ανάπτυξή της».<ref name="McVeagh"/> Το ''Κοντσέρτο για Βιολί'' και το ''Κοντσέρτο για Βιολοντσέλο'', κατά την άποψη του Κένεντι, «κατατάσσονται όχι μόνο ανάμεσα στα κορυφαία έργα του Έλγκαρ, αλλά και στα μεγαλύτερα του είδους τους».<ref>Kennedy (1970), σ. 43</ref> Είναι, ωστόσο, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Το ''Κοντσέρτο για Βιολί'', που συνετέθη το [[1909]], με τον Έλγκαρ στο απόγειο της δημοτικότητάς του και, γραμμένο για το αγαπημένο του όργανο,<ref name="Reed, p. 149"/> είναι λυρικό σε όλη του την έκταση και, ταυτόχρονα, εναλλάξ ραψωδικό (rhapsodical) και λαμπερό.<ref>Kennedy (1970), σ. 45</ref> Το ''Κοντσέρτο για Βιολοντσέλο'' που συνετέθη μια δεκαετία αργότερα , αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο φαίνεται, σύμφωνα με τα λόγια του Κένεντι, να «ανήκει σε μια άλλη εποχή, έναν άλλο κόσμο ... το απλούστερο των μεγάλων έργων του Έλγκαρ ... και το λιγότερο στομφώδες».<ref>Kennedy (1970), σ. 50</ref> Μεταξύ των δύο κοντσέρτων, ο Έλγκαρ συνέθεσε τη [[συμφωνική σπουδή]] ''Φάλσταφ'' (''Falstaff''), το οποίο έχει διχάσει ακόμη και τους φανατικότερους θαυμαστέςτουθαυμαστές του. Ο μουσικολόγος Ντόναλντ Τόβεϊ (Donald Tovey) το θεωρούσε ως «ένα από τα ανυπολόγιστα σπουδαία πράγματα στη μουσική», με δύναμη «ίδια με του Σαίξπηρ»,<ref>Tovey</ref> ενώ ο Κένεντι επικρίνει το έργο για «πολύ συχνή εξάρτηση από [[Αρμονικέςαρμονικές αλυσίδες|αλυσίδες]] και μία υπερ-εξιδανικευμένη απεικόνιση των γυναικείων χαρακτήρων (sic)».<ref>Kennedy (1970), σ. 35</ref> Ο Ρηντ θεωρούσε ότι τα κύρια θέματα δείχνουν μικρότερη διαφοροποίηση από ό, τι κάποια, στα πρώιμα έργα του Έλγκαρ.<ref>Reed, p. 151</ref> Ωστόσο, ο ίδιος ο Έλγκαρ θεωρούσε το ''Φάλσταφ'' ως την κορύφωση των αμιγώς ορχηστρικών έργων του.<ref>Reed, p. 113</ref>
Τα μεγάλα έργα για φωνή και ορχήστρα της μέσης περιόδου του Έλγκαρ είναι τρία κορυφαία έργα για σολίστ, χορωδία και ορχήστρα: ''Το Όνειρο του Γεροντίου'' (1900), και τα ορατόρια ''Οι Απόστολοι'' (1903) και ''Το Βασίλειο'' (1906), καθώς και δύο μικρότερες ωδές, η ''Ωδή της Στέψης'' (1902) και ''Οι Μουσουργοί'' (1912). Τα χορωδιακά έργα ήσαν όλα επιτυχημένα, αν και το αριστουργηματικό ''Το Όνειρο του Γεροντίου'', ήταν και παραμένει το πιο αγαπημένο και πολυ-εκτελεσμένο έργο του Έλγκαρ (μαζί με το "Land of Hope and Glory").<ref>Reed, p. 58</ref> Ο ίδιος ο συνθέτης έγραφε: «Αυτό είναι το καλύτερο για μένα... για τα άλλα απλώς έτρωγα, έπινα, κοιμόμουν, αγαπούσα και μισούσα...η ζωή μου ήταν όπως ο ατμός, και δεν είναι... αλλά αυτό το έβλεπα και το ήξερα...αυτό, αν μη κάτι άλλο από μένα, αξίζει τη μνήμη σας».<ref name="McVeagh"/> Και τα τρία αυτά έργα ακολουθούν το παραδοσιακό μοντέλο δόμησης, με ενότητες για σολίστ, χορωδία ή και των δύο μαζί. Η ξεχωριστή ενορχήστρωση του Έλγκαρ, καθώς και η μελωδική έμπνευσή του, τα ανεβάζει σε υψηλότερο επίπεδο από ό, τι τα αντίστοιχα έργα των περισσοτέρων Βρετανών προκατόχων τους.<ref>Reed, p. 150</ref>
[[Αρχείο:Starlight Express 1916 cover.jpg|thumb|300px|left |Αφίσα του 1916 για το ''Αστρόφωτο Εξπρές'']]
Γραμμή 77:
Οι απόψεις για το μουσικό «ανάστημα» του Έλγκαρ, ποικίλλουν στις δεκαετίες από τότε που η μουσική του ήλθε στο προσκήνιο στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο [[Ρίχαρντ Στράους]], όπως προαναφέρθηκε, χαιρέτισε τον Έλγκαρ ως ένα προοδευτικό συνθέτη. Ακόμη και η εχθρική κριτική του «Observer», ανεντυπωσίαστη από το θεματικό υλικό της 'Πρώτης Συμφωνίας' το [[1908]], είδε την ενορχήστρωση ως «υπέροχα μοντέρνα».<ref>"Music – The Elgar Symphony", The Observer, 13 December 1908, p. 9</ref> Ο Χανς Ρίχτερ (Hans Richter) απεκάλεσε τον Έλγκαρ ως «το μεγαλύτερο σύγχρονο συνθέτη» σε οποιαδήποτε χώρα και, ο συνάδελφος του Ρίχτερ, Αρτούρ Νίκις (Arthur Nikisch) θεωρούσε τη ''Συμφωνία αρ. 1'' ένα αριστούργημα πρώτης τάξης, που έπρεπε «δίκαια να κατατάσσεται μαζί με τις μεγάλες συμφωνίες-πρότυπα του Μπετόβεν και του Μπραμς».<ref name="Sibelius, Jean 1934, p. 322">Sibelius, Jean, Igor Stravinsky, Richard Strauss and Arthur Nikisch, "Tribute and Commentary", The Musical Times, April 1934, p. 322</ref> Αντίθετα, ο κριτικός Τέρνερ (W.J. Turner), στα μέσα του 20ού αιώνα, μίλησε για «συμφωνίες του Στρατού της Σωτηρίας (sic)»,<ref name="Cox, p. 15-6"/> ενώ ο [[Χέρμπερτ φον Κάραγιαν]] απεκάλεσε τις ''Παραλλαγές Αίνιγμα'' ως «Μπραμς από δεύτερο χέρι».<ref>Kennedy, Michael, "Holst", Gramophone, December 1990, p. 82</ref> Η τεράστια δημοτικότητα του Έλγκαρ δεν είχε διάρκεια. Μετά την επιτυχία της 'Πρώτης Συμφωνίας' και του 'Κοντσέρτου για Βιολί', η ''Συμφωνία αρ. 2'' και το ''Κοντσέρτο για Βιολοντσέλο'' είχαν καλή υποδοχή, αλλά χωρίς τον προηγούμενο μεγάλο ενθουσιασμό. Η μουσική του θεωρήθηκε συνυφασμένη στην κοινή γνώμη, με την [[Εδουάρδος Ζ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου|Εδουαρδιανή]] (Edwardian) εποχή αλλά, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν φαινόταν πλέον ως ένας προοδευτικός ή σύγχρονος συνθέτης. Στις αρχές του [[1920]], ακόμη και η 'Πρώτη Συμφωνία' είχε μόνο μία εκτέλεση στο Λονδίνο, σε περισσότερα από τρία χρόνια.<ref name="Kennedy"/> Οι Γουντ, Μπόουλτ, Σάρτζεντ και Μπαρμπιρόλι, ήσαν μαέστροι που προώθησαν τη μουσική του Έλγκαρ, αλλά αργότερα, στους καταλόγους καταγραφής και τα προγράμματα συναυλιών των μέσα του αιώνα, τα έργα του δεν παρουσιάζονταν αρκετά.<ref name="McVeagh"/><ref>Sackville-West, Edward; Desmond Shawe-Taylor (1955). The Record Guide. London: Collins. OCLC 474839729.</ref>
Το [[1924]], ο μουσικός μελετητής Έντουαρντ Ντεντ (Edward J. Dent) έγραψε ένα άρθρο για ένα γερμανικό περιοδικό μουσικής, στο οποίο εντόπιζε τέσσερα χαρακτηριστικά του ύφους του Έλγκαρ, που «έδιναν πάτημα» για αρνητική άποψη σε ένα τμήμα της αγγλικής γνώμης (κυρίως ο Ντεντ αναφέρθηκε, στον ακαδημαϊσμό και τη σνόμπ ενότητα): «πολύ συναισθηματικό», «όχι εντελώς ελεύθερο από χυδαιότητα (sic)», «πομπώδες» και «πολύ επιτηδευμένα ευγενές στην έκφραση».<ref name="Howes, σ. 165-7">Howes, σ. 165-7</ref> Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύτηκε το [[1930]] και προκάλεσε έντονη διαμάχη. {{Ref_label|I|viii|none}} Κατά τα τελευταία έτη του αιώνα υπήρχε, στη Βρετανία τουλάχιστον, μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη μουσική του Έλγκαρ. Τα χαρακτηριστικά της μουσικής του που, είχαν προσβάλει τα αυστηρά ήθη της γενιάς του μεσοπολέμου, ήσαν ειδωμένα πλέον από μια διαφορετική σκοπιά. Το [[1955]], το βιβλίο οδηγός αναφοράς «Record Guide», έγραφε για το ''Εδουαρδιανό φόντο'' (background), κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της καριέρας του Έλγκαρ:
*«Αλαζονική αυτοπεποίθηση, συναισθηματική χυδαιότητα, σπατάλη υλικών, ένας αδίστακτος φιλισταιισμός εκφράζεται σε άγευστη αρχιτεκτονική και κάθε είδους ακριβά, αλλά φρικτά βοηθητικά στοιχεία: τα παραπάνω χαρακτηριστικά της τελευταίας φάσης της Αυτοκρατορικής Αγγλίας αντικατοπτρίζονται πιστά στα μεγαλύτερα έργα του Έλγκαρ και είναι ικανά να αποδείξουν ότι δύσκολα «χωνεύονται» σήμερα. Αλλά αν είναι δύσκολο να παραβλέψουμε τα πομπώδη, τα συναισθηματικά, και τα ασήμαντα στοιχεία στη μουσική του, η προσπάθεια να το κάνουμε αυτό θα πρέπει, ωστόσο, να γίνει, προς χάριν των πολλών εμπνευσμένων σελίδων, τη δύναμη, την ευγλωττία και το ευγενικό πάθος, των καλύτερων έργων του Έλγκαρ ... Όποιος αμφιβάλλει για το γεγονός της ιδιοφυΐας του Έλγκαρ, θα πρέπει να ακούσει με την πρώτη ευκαιρία, το έργο ''Το όνειρο του Γεροντίου'', το οποίο παραμένει το αριστούργημά του, καθώς είναι το μεγαλύτερο και ίσως το πιο βαθιά συναισθανθέν έργο του. Επίσης, η [[συμφωνική σπουδή]] ''Φάλσταφ'', η ''Εισαγωγή και Αλέγκρο για Έγχορδα'', οι ''Παραλλαγές Αίνιγμα'' και το ''Κοντσέρτο για Βιολοντσέλο''».<ref>Sackville-West</ref>
Μέχρι τη δεκαετία του [[1960]], τα πράγματα της Εδουαρδιανής εποχής, είχαν ειδωθεί με μία λιγότερο σοβαρή ματιά. Το [[1966]] ο κριτικός Φρανκ Χάουις (Frank Howes) έγραψε ότι ο Έλγκαρ αντανακλούσε την τελευταία φλόγα της χλιδάτης, ακριβής και γεμάτης αίμα, ζωής, πριν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τα σαρώσει τόσο πολύ μακριά. Κατά την άποψη του Χάουις, υπήρξε μια αίσθηση χυδαιότητας, τόσο στην εποχή που έζησε ο Έλγκαρ, όσο και στην ίδια τη μουσική του, αλλά «ένας συνθέτης έχει το δικαίωμα να κριθεί εκ των υστέρων για τα καλύτερα έργα του....ο Έλγκαρ είναι ιστορικά σημαντικός, διότι έδωσε στην αγγλική μουσική την αίσθηση της ορχήστρας (sic), την έκφραση του τι είναι να αισθάνεται κάποιος ζωντανός στην Εδουαρδιανή εποχή και, για την προσφορά στον κόσμο, τεσσάρων τουλάχιστον ανυπέρβλητων αριστουργημάτων, αποκαθιστώντας, έτσι, την Αγγλία στην ελίτ των μουσικών εθνών».<ref name="Howes, σ. 165-7"/>
 
Το [[1967]] ο κριτικός και αναλυτής Ντέιβιντ Κοξ (David Cox) εξέτασε το ζήτημα της υποτιθέμενου «αγγλικισμού» (englishness) της μουσικής του Έλγκαρ. Ο Κοξ υπογράμμιζε ότι στον Έλγκαρ δεν άρεσαν τα αγγλικά παραδοσιακά τραγούδια και ποτέ δεν τα χρησιμοποίησε στα έργα του, επιλέγοντας ένα ιδίωμα που ήταν ουσιαστικά γερμανικό, ζυμωμένο με κάποια ελαφρότητα που είχε ως βάση τους γάλλους συνθέτες, όπως τους Μπερλιόζ και Γκουνό. Πώς λοιπόν, ρωτούσε ο Κοξ, ο Έλγκαρ θα μπορούσε να είναι «ο πιο Εγγλέζος συνθέτης;». Ο Κοξ βρήκε την απάντηση για την προσωπικότητα του Έλγκαρ, η οποία «θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα αλλοδαπά στοιχεία με τέτοιο τρόπο, ώστε να τα μεταποιήσει σε ζωτικές μορφές έκφρασης που, ήσαν δικές του και μόνον δικές του. Και η προσωπικότητα που «βγαίνει» μέσα από τη μουσική, είναι αγγλική».<ref name="Cox, p. 15-6"/> Αυτό το σημείο, περί ικανότητας του Έλγκαρ να μετουσιώνει δημιουργικά τις επιρροές του, είχε άκρες στο παρελθόν. Το [[1930]], οι «Times» έγραφαν: «Όταν εμφανίστηκε η 'Πρώτη Συμφωνία' του Έλγκαρ, κάποιος προσπάθησε να αποδείξει ότι η κύρια μελωδία-θέμα, πάνω στην οποία στηριζόταν το έργο, ήταν σαν το θέμα του Άγιου Δισκοπότηρου στο [[Πάρσιφαλ]] (Parsifalόπερα)]]....αλλά αυτή η προσπάθεια κατέπεσε επειδή όλοι οι άλλοι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν τους άρεσε η μελωδία, την είχαν αναγνωρίσει αμέσως ως τυπικά «ελγκαριανή», ενώ το θέμα του Δισκοπότηρου είναι, ως συνήθως, «βαγκνεριανό».<ref>Pre-war Symphonies", The Times, 1 February 1930, p. 10</ref> Όσον αφορά τον «αγγλικισμό» του Έλγκαρ, οι συνάδελφοι-συνθέτες του, την παραδέχθηκαν. Οι Ρίχαρντ Στράους και Στραβίνσκι έκαναν ιδιαίτερη αναφορά σε αυτό, ενώ ο [[Γιαν Σιμπέλιους]] τον απεκάλεσε, «η προσωποποίηση του αληθινά αγγλικού χαρακτήρα στη μουσική ... μια ευγενής προσωπικότητα και ένας γεννημένος αριστοκράτης».<ref name="Sibelius, Jean 1934, p. 322"/>
[[Αρχείο:Elgar-cello-concerto-manuscript.jpg|thumb|300px|left|Απόσπασμα από το χειρόγραφο του Κοντσέρτου για Τσέλο (εισαγωγή δεύτερου μέρους)]]