Μεσαίωνας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 82:
[[Αρχείο:Frankish Empire 481 to 814-el.png|μικρογραφία|350px|δεξιά|''Η επέκταση του Βασιλείου των Φράγκων από το 481 έως το 814.'']]Η [[Καρολίγγεια Δυναστεία]], όπως είναι γνωστοί οι διάδοχοι του Καρόλου Μαρτέλου, έλαβε επισήμως τον έλεγχο των βασιλείων της Αυστρασίας και της Νευστρίας μέσω πραξικοπήματος το 753 υπό τον [[Πεπίνος ο Βραχύς|Πεπίνο το Βραχύ]] (κυβ. 752-768). Ένας χρονικογράφος της εποχής υποστηρίζει ότι ο Πεπίνος ζήτησε και έλαβε έγκριση για να προχωρήσει στο πραξικόπημα από τον [[Πάπας Στέφανος Β΄|Πάπα Στέφανο Β']] (θητεία 752-757). Η ανάληψη της εξουσίας από τον Πεπίνο ενισχύθηκε με [[προπαγάνδα]] που παρουσίαζε τους Μεροβίγγειους ως ανίκανους (''rois fainéants'') ή απάνθρωπους ηγεμόνες, που προέβαλε με κάποια υπερβολή τα επιτεύγματα του Καρόλου Μαρτέλου και που εξήρε την ευσέβεια της νέας βασιλικής οικογένειας. Όταν απεβίωσε το 768, ο Πεπίνος κληροδότησε το βασίλειό του στα χέρια των δύο γιων του, του Καρόλου (κυβ. 768–814) και του [[Καρλομάν Α΄|Καρλομάνου]] (κυβ. 768–771). Όταν ο δεύτερος πέθανε από φυσικά αίτια, ο Κάρολος ματαίωσε τη διαδοχή του νεαρού γιου του αδερφού του και επέβαλε τον εαυτό του ως ηγεμόνα της ηνωμένης Αυστρασίας και Νευστρίας. Ο Κάρολος, που συνήθως αναφέρεται στα ιστορικά βιβλία ως Κάρολος ο Μέγας ή [[Καρλομάγνος]] ([[λατινικά]]: ''Carolus Magnus''), ξεκίνησε εκστρατεία συστηματικής επέκτασης των εδαφών του το 774 που ενοποίησε μεγάλο ποσοστό της ευρωπαϊκής ηπείρου, ελέγχοντας στο σημεία της μεγαλύτερης ακμής της τη σύγχρονη Γαλλία, τη Βόρεια Ιταλία και τη [[Σαξονία]]. Στη διάρκεια των πολέμων που κράτησαν πέρα από το 800, προσέφερε ως ανταμοιβή στους συμμάχους του πολεμικά λάφυρα και έλεγχο τμημάτων γης.<ref name=Bauer371>Bauer (2010), σσ. 371–378.</ref> Το 774, ο Καρλομάγνος κατέκτησε τη [[Λομβαρδία]], γεγονός που απελευθέρωσε τον Πάπα από το φόβο της λομβαρδικής κατάκτησης, σηματοδοτώντας τις απαρχές των [[Παπικά Κράτη|Παπικών Κρατών]].<ref name=Brown20>Brown (1998), σελ. 20.</ref>
 
[[Αρχείο:Kaulbach Die Kaiserkrönung Karls des Großen.jpg|μικρογραφία|350px|αριστερά|''Η Στέψη του Καρλομάγνου τα Χριστούγεννα του 800, έργο του Φρίντριχ Κάουλμπαχ, 1861.'']]Η στέψη του Καρλομάγνου ως Αυτοκράτορα τα [[Χριστούγεννα]] του 800 θεωρείται κρίσιμο σημείο της μεσαιωνικής ιστορίας, που σηματοδοτεί μια μορφή αναβίωσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς ο νέος Αυτοκράτορας ήλεγχε πολλά από τα εδάφη που κάποτε ανήκαν σε αυτήν.<ref name=Backman109>Backman (2003), σελ. 109.</ref> Επίσης είχε σαν αποτέλεσμα μια αλλαγή στις σχέσεις του Καρλομάγνου με τη [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]], καθώς η ανάληψη του αυτοκρατορικού τίτλου από [[Καρολίγγεια Δυναστεία|τη Δυναστεία του]], την εξίσωνε με εκείνες των Αυτοκρατόρων της Ανατολής.<ref name=Backman117>Backman (2003), σσ. 117–120.</ref> Υπήρχαν αρκετές διαφορές ανάμεσα στη νεοϊδρυθείσα [[Αυτοκρατορία των Καρολιδών|Καρολίγγεια Αυτοκρατορία]] τόσο με την παλαιά Δυτική όσο και με τη σύγχρονή της Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα φραγκικά εδάφη είχαν αγροτικό χαρακτήρα, με ελάχιστες, μικρές σε μέγεθος, πόλεις. Οι περισσότεροι υπήκοοι ήταν χωρικοί που κατοικούσαν σε μικρές φάρμες. Διατηρούσαν ελάχιστες εμπορικές σχέσεις, κυρίως με τα βρετανικά νησιά και τη [[Σκανδιναβία]], σε αντιδιαστολή με την παλαιά Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία διατηρούσε εκτενείς εμπορικούς δρόμους σε ολόκληρη τη [[Μεσόγειος|Μεσόγειο]].<ref name=Backman109/> Ο Καρλομάγνος δημιούργησε τις [[Μαρκίωνια|μαρκιωνίες]] για να προστατέψει τα σύνορα του εναντίον των ξένων εχθρών του, των [[Αλ-Άνταλους|Αράβων]] στην [[Ισπανική Μαρκιωνία]], των [[Σάξονες|Σάξονων]] στη [[Μαρκιωνία της Σαξωνίας]], των [[Βρετάνη (διοικητική περιοχή)|Βρετόνων]] στη [[Μαρκιωνία της Νευστρίας]], των [[Λομβαρδοί|Λομβάρδων]] - μέχρι που ηττήθηκαν - στη [[Μαρκιωνία της Λομβαρδίας]] και των [[Άβαροι|Αβάρων]] στην [[Αβαρική Μαρκιωνία]]. Αργότερα, δημιούργησε μια ακόμα για τους [[Ουγγαρία|Μαγυάρους]], τη [[Μαρκιωνία του Φρίουλι]]. Τα εδάφη ήταν οργανωμένα σε [[Κομητεία|κομητείες]] και [[Δούκας|δουκάτα]] (ενώσεις διαφόρων κομητειών ή μαρκιών). Τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας είχε αναλάβει μια περιοδεύουσα Αυλή που ταξίδευε μαζί με τον Αυτοκράτορα, καθώς και 300 περίπου αξιωματούχοι υποτελείς στον Καρλομάγνο ([[Κόμης|Κόμητες]], [[Μαρκήσιος|Μαρκήσιοι]] και [[Δούκας|Δούκες]]), καθένας από τους οποίους είχε υπό την εποπτεία του μία από τις περιοχές στην οποία είχε διαιρεθεί η Αυτοκρατορία. Ο κλήρος και οι τοπικοί επίσκοποι είχαν επίσης αρμοδιότητες αξιωματούχων, όπως και μια ομάδα που αποκαλούνταν ''[[Missus dominicus|missi dominici]]'', η οποία ουσιαστικά αποτελούνταν από περιοδεύοντες επιθεωρητές που αντιμετώπιζαν τα αναφυόμενααναδυόμενα προβλήματα.<ref name=Davies302>Davies (1996), σελ. 302.</ref>
 
Ο Καρλομάγνος διαπραγματευόταν ισότιμα με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της εποχής, όπως τη [[βυζαντινή Αυτοκρατορία]], το [[Εμιράτο της Κόρδοβας]] και το [[Χαλιφάτο των Αββασιδών|Χαλιφάτο Αβασιδών]]. Αν και ο ίδιος ως ενήλικας δεν γνώριζε γραφή (πράγμα σύνηθες για την εποχή, κατά την οποία μόνο κάποιοι κληρικοί γνώριζαν), ο Καρλομάγνος ακολούθησε μια πολιτική πολιτιστικού κύρους και προώθησε ένα αξιόλογο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Επιδίωκε να περιβάλλεται ο ίδιος από μία αυλή σοφών ανθρώπων και ξεκίνησε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα με βάση το ''[[trivium]]'' και το ''quadrivium'', με το οποίο προσκάλεσε τους διανοούμενους της εποχής στα εδάφη του, προωθώντας με τη συνεργασία του [[Αλκουίνος της Υόρκης|Αλκουίνου της Υόρκης]] τη λεγόμενη ''[[Καρολίγγεια Αναγέννηση]]''. Στα πλαίσια αυτής της εκπαιδευτικής προσπάθειας διέταξε τους ευγενείς του να μάθουν γραφή, κάτι που και ο ίδιος επιχείρησε, αν και ποτέ δεν έφτασε σε θέση να το κάνει με ευκολία.<ref>Berta Raposo Fernández (1999) ''Textos alemanes primitivos: La edad media temprana alemana en sus testimonios literarios'', [http://books.google.com/books?id=Q3NRNow5UsoC&pg=PA12&lpg=PA12&dq=%22carlomagno+aprendi%C3%B3+a+escribir%22&source=web&ots=dLo3_YYvh0&sig=oLwrkxEYYjBXfnyiCzxXHGXZobQ&hl=es&sa=X&oi=book_result&resnum=1&ct=result#PPA13,M1 pg. 12] Universitat de València. ISBN 978-84-370-4049-3</ref>
Γραμμή 89:
{{κύριο|Καρολίγγεια Αναγέννηση}}
 
[[Αρχείο:Corvey Westwerk 2.jpg|μικρογραφία|δεξιά|250px|''Ένα χαρακτηριστικό των μεγάλων μοναστηριακών καθεδρικών ναών της Καρολίγγειας Αρχιτεκτονικής ήταν οι επιβλητικές τους προσόψεις. Αυτή του Κόρβεϊ στη Γερμανία, χτισμένη μεταξύ 873 και 886, είναι μια από τις λίγες που σώζονται ανέπαφες.'']]Η αυλή του Καρλομάγνου στο [[Άαχεν]] ήταν το λίκνο μιας νέας άνθησης των έργων [[Πολιτισμός|πολιτισμού]], η οποία συνηθίζεται να αποκαλείται με την ονομασία ''[[Καρολίγγεια Αναγέννηση]]''. Την εποχή αυτή χαρακτήρισαν η αύξηση του αριθμού των εγγραμμάτωνεγγράμματων, νέες εξελίξεις στον τομέα των [[Τέχνη|τεχνών]], της [[αρχιτεκτονική]]ς και της [[Νομική|νομικής επιστήμης]], καθώς και η διάδοση της μελέτης των λειτουργικών κειμένων και των ιερών γραφών. Ο Άγγλος μοναχός [[Αλκουίνος της Υόρκης|Αλκουίνος]] (πεθ. 804) προσκλήθηκε στο Άαχεν, όπου μετέφερε τις γνώσεις που ήταν διαθέσιμες στα μοναστήρια της [[Νορθούμπρια]]. Η Καγκελαρία του Καρλομάγνου, δηλαδή το επίσημο γραφείο του, χρησιμοποίησε ένα νέο [[σύστημα γραφής]], που σήμερα είναι γνωστό ως ''[[καρολίγγεια μικρογράμματη γραφή|καρολίγγεια μικρογράμματη]]'', δημιουργώντας ένα κοινό πρότυπο που διαδόθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Ο Καρλομάγνος χρηματοδότησε αλλαγές στο λειτουργικό κομμάτι της εκκλησιαστικής ζωής, επιβάλλοντας το ρωμαϊκό τυπικό για τις διάφορες τελετές σε όλα τα εδάφη της επικράτειάς του, καθώς και το [[γρηγοριανό μέλος]] στη [[Μεσαιωνική μουσική|λειτουργική μουσική]]. Μια σημαντική δραστηριότητα για τους λογίους της εποχής, που ενθάρρυνε τη διάδοση της γνώσης, ήταν η αντιγραφή, διόρθωση και διάδοση βασικών έργων θρησκευτικού και κοσμικού περιεχομένου. Επίσης παρήχθησαν νέα πρωτότυπα έργα θρησκευτικού χαρακτήρα, αλλά και σχολικά εγχειρίδια.<ref name=Colish66>Colish (1997), σσ. 66–70.</ref> Οι [[Γλωσσολογία|γραμματικοί]] της εποχής τροποποίησαν τη λατινική γλώσσα, αλλάζοντάς τη από τα Κλασικά Λατινικά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε μια πιο ευέλικτη μορφή που ταίριαζε καλύτερα στις ανάγκες της Εκκλησίας και της διακυβέρνησης. Την εποχή της βασιλείας του Καρλομάγνου η γλώσσα είχε απομακρυνθεί σε τέτοιο βαθμό από εκείνη της αρχαιότητας, που σε μεταγενέστερες εποχές έμεινε γνωστή ως ''[[Μεσαιωνικά Λατινικά]]''.<ref name=Lang>Loyn (1989), "Language and dialect", σελ. 204.</ref>
 
=== Διάλυση της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας ===
Γραμμή 120:
[[Αρχείο:Kyrill&Method.jpg|μικρογραφία|δεξιά|250px|''Οι [[Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος]], αδέρφια από τη [[Θεσσαλονίκη]], οι κύριοι ιεραπόστολοι μεταξύ των [[Σλάβοι|σλαβικών]] λαών της [[Μοραβία]]ς και της [[Παννονία]]ς και επινοητές του [[Κυριλλικό αλφάβητο|κυριλλικού αλφαβήτου]].'']]Οι προσπάθειες των τοπικών βασιλέων να αναχαιτίσουν τους εισβολείς οδήγησαν στο σχηματισμό νέων πολιτικών ενοτήτων. Στην [[Αγγλοσάξονες|αγγλοσαξονική]] Αγγλία, ο βασιλιάς [[Αλφρέδος του Ουέσσεξ|Αλφρέδος ο Μέγας]] (κυβ. 871-899) ήρθε σε συμφωνία με τους Βίκινγκ κατά τον ύστερο 9<sup>ο</sup> αιώνα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία [[Δανία|δανέζικων]] αποικιών (''Danelagh'' ή ''Danelaw'') στη Νορθούμπρια, τη Μερκία και τμήματα της Ανατολικής Αγγλίας.<ref name=Collins378>Collins (1999), σσ. 378–385.</ref> Στα μέσα του 10<sup>ου</sup> αιώνα, οι διάδοχοι του Αλφρέδου κατέκτησαν τη Νορθούμπρια και ανέκτησαν τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος του νότιου κομματιού της Μεγάλης Βρετανίας.<ref name=Collins387>Collins (1999), σελ. 387.</ref> Στη βόρεια Βρετανία, ο [[Κένεθ ΜακΆλπιν]] (''Cináed mac Ailpín'') (πεθ. περ. 860) ένωσε τους [[Πίκτοι|Πίκτους]] και τους [[Σκωτία|Σκώτους]] στο [[Βασίλειο της Άλμπα]].<ref name=Davies309>Davies (1996), σελ. 309.</ref> Στις αρχές του 10<sup>ου</sup> αιώνα, η [[Δυναστεία των Οθώνων|Οθώνεια Δυναστεία]] είχε εδραιωθεί στη [[Βασίλειο της Γερμανίας|Γερμανία]] και ήταν απασχολημένη με την αναχαίτιση των Μαγυάρων. Οι προσπάθειές της κορυφώθηκαν με τη στέψη το 962 του [[Όθων Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας|Όθωνα Α']] (κυβ. 936-973) ως ηγεμόνα της μετέπειτα αποκληθείσης [[Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]].<ref name=Collins394>Collins (1999), σσ. 394–404.</ref> Το 972 εξασφάλισε την αναγνώριση του τίτλου του από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα, η οποία επισφραγίστηκε με το γάμο του γιου του, [[Όθων Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας|Όθωνα Β']] (κυβ. 967–983) με τη [[Θεοφανώ Σκλήραινα|Θεοφανώ]] (κυβ. 991),<ref name=Davies317>Davies (1996), σελ. 317.</ref> ανηψιά του [[Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής|Ιωάννη Α' Τσιμισκή]] (κυβ. 969-976). Στα τέλη του 10<sup>ου</sup> αιώνα η Ιταλία είχε τεθεί στην οθώνεια σφαίρα επιρροής μετά από μια περίοδο αστάθειας.<ref name=Wickham435>Wickham (2009), σσ. 435–439.</ref> Το δυτικό φραγκικό κράτος ήταν περισσότερο κατακερματισμένο και παρόλο που οι βασιλείς είχαν κατ' όνομα τη διακυβέρνηση, στην ουσία μεγάλο μέρος της πολιτικής δύναμης ανήκε στους ευγενείς του εκάστοτε τόπου.<ref name=Wickham439>Wickham (2009), σσ. 439–444.</ref>
 
[[Αρχείο:Basilios II.jpg|μικρογραφία|αριστερά|250px|''Ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, [[Βασίλειος Β´|Βασίλειος Β']], ο επονομαζόμενος «Βουλγαροκτόνος», απέβλεψε στη σταθεροποίηση και επέκταση των ανατολικών συνόρων της Αυτοκρατορίας και, κυρίως, στην τελική και ολοκληρωτική υποταγή των [[Βούλγαροι|Βουλγάρων]].'']]Η αποστολή [[Ιεραποστολή|ιεραπόστολωνιεραποστολών]] στη [[Σκανδιναβία]] κατά τον 9<sup>ο</sup> και το 10<sup>ο</sup> αιώνα ενδυνάμωσε τα βασίλεια της [[Σουηδία]]ς, της [[Δανία]]ς και της [[Νορβηγία]]ς, τα οποία κέρδισαν δύναμη και εδάφη. Ορισμένοι ηγεμόνες προσηλυτίστηκαν στο [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμό]], ωστόσο όχι όλοι πριν το 1000. Οι Σκανδιναβοί επίσης ίδρυσαν αποικίες και επεκτάθηκαν σε διάφορα μέρη στην Ευρώπη. Εκτός από τις αποικίες στην [[Ιρλανδία]], την [[Αγγλία]] και τη [[Νορμανδία]], περαιτέρω εγκαταστάσεις έλαβαν χώρα σε εδάφη της σύγχρονης [[Ρωσία]]ς και στην [[Ισλανδία]]. Σουηδοί [[Εμπόριο|έμποροι]] και επιδρομείς κατέβηκαν νότια μέσω των ποταμών της ρωσικής [[στέπα]]ς και έφτασαν μέχρι το σημείο να πολιορκήσουν την [[Κωνσταντινούπολη]] το 860 και το 907.<ref name=Collins385>Collins (1999), σσ. 385–389.</ref>
 
Η χριστιανική [[Ισπανία]], ενώ αρχικά είχε περιοριστεί σε ένα μικρό κομμάτι στα βόρεια της χερσονήσου, εξαπλώθηκε αργά νότια με την πάροδο του 9<sup>ου</sup> και 10<sup>ου</sup> αιώνα, δημιουργώντας τα βασίλεια των [[Βασίλειο των Αστουριών|Αστουριών]] (''Regnum Asturorum'') και της [[Βασίλειο της Λεόν|Λεόν]] (''Regnum Legionense'').<ref name=Wickham500>Wickham (2009), σσ. 500–505.</ref> Παράλληλα στον ισπανικό ανατολικό βορά δημιουργήθηκε το βασίλειο της [[Βασίλειο της Παμπλόνα|Παμπλόνα]] μαζί με διάφορες άλλες μικρές κομητείες όπως της [[Κομητεία της Αραγωνίας|Αραγωνίας]], της [[Κομητεία της Καστίλης|Καστίλης]], της [[Κομητεία της Σερδάνια|Σερδάνια]], της [[Κομητεία της Βαρκελώνης|Βαρκελώνης]], της [[Κομητεία της Ριβαγόρθα|Ριβαγόρθα]] και του [[Κομητεία του Ουρζέλ|Ουρζέλ]], πολλές από τις οποίες αρχικά ιδρύθηκαν από τους Φράγκους στα τέλη του 8<sup>ου</sup> αιώνα ως μέρος της [[Ισπανική Μαρκιωνία|Ισπανικής Μαρκιωνίας]] για την προστασία τον παραμεθόριων περιοχών της [[Αυτοκρατορία των Καρολιδών|Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας]] από τους μουσουλμάνους της [[Αλ-Άνταλους]].