Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 95:
Στις 23 Δεκεμβρίου του [[1957]] επιστρέφει στη Λατινική Αμερική, και συγκεκριμένα στο Καράκας. Το Καράκας εκείνο τον καιρό συγκλονίζεται απο τα γεγονότα που θα οδηγήσουν στην πτώση του δικτάτορα [[Μάρκος Πέρες Χιμένες]] ({{redwd|Marcos Pérez Jiménez|Q459118}}). Τα ξημερώματα της 23ης Ιανουαρίου [[1958]], οι Μάρκες και Μεντόσα βλέπουν το αεροπλάνο με το οποίο φυγαδευόταν στον [[Άγιος Δομίνικος|Άγιο Δομήνικο]] ο δικτάτορας.<ref>https://dimartblog.com/2015/11/16/padre/</ref> Πανευτυχείς από το γεγονός, καλούν όλη τη συντακτική και τεχνική ομάδα του περιοδικού και το επόμενο πρωί, το περιοδικό, ανακοινώνει πρώτο τη πτώση του δικτάτορα. Το κύριο άρθρο, γραμμένο από τον Μάρκες είχε τον τίτλο ''«Καλημέρα, Ελευθερία»''. <ref>Ζακ Ζιλάρ: Από την Ευρώπη στην Αμερική</ref>
Με αφορμή εκείνα τα γεγονότα, συλλαμβάνει την ιδέα να γράψει ένα μυθιστόρημα για έναν Λατινοαμερικάνο δικτάτορα. Έτσι θα αρχίσει τη μελέτη διαβάζοντας ιστορία και βιογραφίες, για να ετοιμάσει το μυθιστόρημα που αργότερα θα εκδιδόταν με τον τίτλο ''«Το φθινόπωρο του Πατριάρχη»''.
====
Την Παρασκευή 21 Μαρτίου [[1958]] παντρεύτηκε την από χρόνια αγαπημένη του '''Μερσέδες Μπάρτσα Πράδο'''.<br />
Τη Μερσέδες την είχε πρωτογνωρίσει στο Σούκρε, το 1943 στις διακοπές του σχολείου και χορεύοντας σε μια γιορτή της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Μερσέδες ήταν τότε 13 χρονών. Είχε γεννηθεί το 1932 και η καταγωγή της ήταν αραβική. Οι πρόγονοί της είχαν φτάσει κάποια στιγμή στη Κολομβία, από την Αλεξάνδρεια και τη Συρία, και ρίζωσαν σε εκείνο τον τόπο, ασχολούμενοι με το εμπόριο, κυρίως του καφέ. Οι δυο νέοι βλέπονταν τότε σποραδικά, όποτε επέστρεφε ο Μάρκες για τις διακοπές του σχολείου. Όταν και οι δυο οικογένειες -για ξεχωριστούς λόγους- μετακόμισαν στην Μπαρανκίγια, οι συναντήσεις τους έγιναν πιο συχνές. Ο ερωτευμένος νεαρός τις έκανε καντάδες και η Μερσέδες υπέκυψε στη γοητεία του. Τότε είχαν αποφασίσει οριστικά, οτι την κατάλληλη στιγμή, θα παντρεύονταν. Και η κατάλληλη στιγμή είχε φτάσει.
|