Ωριγένης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αντικατάσταση παρωχημένου προτύπου με references tag
μ Αφαίρεση προτύπου πολυτονικό
Γραμμή 7:
Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο πατέρας του [[Λεωνίδης]]. Το [[202]] στις διώξεις του [[Σεπτίμιος Σεβήρος|Σεπτίμιου Σεβήρου]] ο πατέρας του Ωριγένη έγινε μάρτυρας του [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμού]]. Ο θάνατος του Λεωνίδη άφησε πίσω του μια εννεαμελή οικογένεια σε κατάσταση ακραίας φτώχειας, πολύ περισσότερο μετά τη δήμευση της πατρικής περιουσίας.Ο Ωριγένης πέρασε στην προστασία μιας πλούσιας γυναίκας για σύντομο χρονικό διάστημα, την οποία εγκατέλειψε εξαιτίας του ότι στην οικογένειά της ανήκε κι ένας αιρετικός ονόματι Παύλος. Δεδομένου ότι η διδασκαλία του πατέρα του, του επέτρεπε να διδάσκει, αναβίωσε το [[203]] το κατηχητικό σχολείο, ο τελευταίος δάσκαλος του οποίου, ο [[Κλήμης ο Αλεξανδρεύς|Κλήμης]], προφανώς είχε διωχθεί. Ωστόσο οι διώξεις συνεχίζονταν κι έτσι ο νέος δάσκαλος επισκεπτόταν ακατάπαυστα τους φυλακισμένους, παρευρισκόταν στα δικαστήρια και ανακούφιζε τους καταδικασμένους. Το γιατί ο ίδιος δε διώχθηκε, παραμένει άγνωστο.
 
Η φήμη του και ο αριθμός μαθητών του αυξήθηκαν γρήγορα, έτσι ώστε ο Δημήτριος, επίσκοπος της Αλεξανδρείας, τον περιόρισε στην κατήχηση του χριστιανικού δόγματος και μόνο. Ο Ωριγένης, για να είναι εντελώς ανεξάρτητος, πούλησε τη βιβλιοθήκη του για ένα ποσό που του εξασφάλισε το καθημερινό εισόδημα των 4 οβολών, με τους οποίους έζησε την υπόλοιπη ζωή του. Διδάσκοντας στο μεγαλύτερο τμήμα της, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας στη μελέτη της [[Βίβλος|Βίβλου]] και έζησε μια ζωή άκαμπτου ασκητισμού. Η φλογερή τάση του για ασκητισμό τον έκανε να ακολουθήσει κυριολεκτικά την εντολή του Ιησού Χριστού «{{πολυτονικό|''εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν''}}» ([[s:Κατά Ματθαίον#ιθ'|Ματθαίος 19:12]]) και [[Ευνουχισμός|αυτοευνουχίστηκε]]. Σε τούτη την απόφαση ήταν εν μέρει επηρεασμένος, επίσης, από την πεποίθησή του ότι ο Χριστιανός πρέπει να ακολουθεί τις λέξεις του Κυρίου του δίχως επιφυλάξεις. Ωστόσο αργότερα έκρινε διαφορετικά την ακραία πράξη του.
 
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του [[Καρακάλλας|Καρακάλλα]], περίπου το [[211]]-[[212]], ο Ωριγένης έκανε μια σύντομη επίσκεψη στη [[Αρχαία Ρώμη|Ρώμη]], αλλά η σχετική χαλαρότητα των χριστιανικών ηθών υπό την αρχιερατική διοίκηση του Ζεφυντίτη φαίνεται πως τον απογοήτευσε. Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια άρχισε πάλι να διδάσκει με νέο ζήλο, ενδυναμωμένος από τις αντιθέσεις. Όμως, οι μαθητές του στην [[Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας|Κατηχητική Σχολή]] αυξήθηκαν τόσο, ώστε δεν αρκούσε ένας άνθρωπος για να τα βγάλει πέρα με τους πολυπληθείς κατηχούμενους που πίεζαν ανυπόμονα για στοιχειώδη εκπαίδευση, και τους βαπτισμένους που αναζητούσαν ερμηνεία της Βίβλου. Υπό αυτές τις περιστάσεις, ο Ωριγένης εμπιστεύτηκε τη διδασκαλία των κατηχουμένων στον Ηρακλά, τον αδελφό του μάρτυρα Πλούταρχου, του πρώτου μαθητή του. Καθώς το ενδιαφέρον του στρεφόταν όλο και περισσότερο προς την ''εξήγηση'', μελέτησε αναλόγως τα [[Εβραϊκή γλώσσα|Εβραϊκά]], αν και δε διαθέτουμε κάποια συγκεκριμένη γνώση για την εκπαιδευτική του δραστηριότητα σε αυτή τη [[γλώσσα]]. Περίπου το 212 ή το [[213]] ο Ωριγένης γνωρίζεται με τον [[Αμβρόσιος Αλεξανδρείας|Αμβρόσιο Αλεξανδρείας]], τον οποίο μεταστρέφει από τον [[Βαλεντιανισμός|Βαλεντιανισμό]] στην [[Ορθοδοξία]]. Αργότερα, το [[218]], ο πλούσιος Αμβρόσιος έκανε μια επίσημη συμφωνία με τον Ωριγένη για την έκδοση των έργων του.
Γραμμή 39:
Τα [[Αρχέτυπο|αρχέτυπα]], ή μάλλον ο Λόγος ως συνολική έκφραση των αρχετύπων είναι η δημιουργική αρχή που διαπερνά τον κόσμο. Δεδομένου ότι ο Θεός αποκαλύπτεται αιώνια, τα αρχέτυπα είναι επίσης από τη φύση τους αιώνια. Διαμορφώνουν μια γέφυρα μεταξύ του δημιουργημένου και του αδημιούργητου, μια ατραπό αντίληψης και γνώσης του Θεού. Η δημιουργία ήλθε σε ύπαρξη μόνο μέσω των αρχετύπων και η κοντινότερη προσέγγιση του Θεού στον κόσμο είναι η εντολή για δημιουργία. Τα αρχέτυπα ως Λόγος είναι ουσιαστικά μια ενότητα, στην πλατωνική ορολογία η ουσία των ουσιών και η ιδέα των ιδεών. Η υπεράσπιση της ιδέας της ενότητας του Θεού ενάντια στους [[Γνωστικισμός|Γνωστικούς]] οδήγησε τον Ωριγένη στην απόφαση να κρατήσει τα αρχέτυπα, δηλαδή το Λόγο, υποδεέστερο του Θεού —αντίληψη που ήταν κοινότοπη μεταξύ των στοχαστών του [[3ος αιώνας|3ου αιώνα]].<ref>«Όπως ήταν κοινότοπο μεταξύ των στοχαστών του 3ου αιώνα, ο Ωριγένης είχε βαθιά ριζωμένη την αντίληψη της απόλυτης ανωτερότητας του Θεού επί όλων των άλλων όντων. Αυτό σήμαινε ότι ο Πατέρας ήταν ανώτερος από το Γιο από όλες τις απόψεις —ως προς την ουσία, τις ιδιότητες, την ισχύ και τη φύση. Ο Γιος θα μπορούσε να αποκληθεί θεϊκός στο μέτρο που εκπροσωπούσε του Πατέρα στον κτιστό κόσμο ως ο υπέρτατος παράγοντας της δημιουργίας (σαν να επρόκειτο για τον μέγιστο όλων των αγγελικών δυνάμεων), αλλά ήταν σαφώς υποδεέστερος από τον Πατέρα από όλες τις απόψεις. Αυτό σήμαινε ότι ο Γιος δεν κατείχε απόλυτη αχρονικότητα, η οποία ήταν μοναδικό χαρακτηριστικό του Θεού Πατέρα». (''Christian History & Biography'', "[http://www.ctlibrary.com/ch/2005/issue85/theroadtonicaea.html The Road to Nicaea]", Τεύχος 85, Χειμώνας 2005, Τόμ. XXIV, Αρ. 1, σσ. 19, 20, {{en}})</ref> Ο Ωριγένης υπογράμμισε καθαρά την ανεξαρτησία του Λόγου ως σημείο διάκρισης από την ύπαρξη και ουσία του Θεού. Ο όρος ''ομοούσιος τω Πατρί'' σε αυτή την περίπτωση δεν υιοθετήθηκε. Ο Λόγος είναι μια εικόνα, μια αντανάκλαση που δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μοναδικότητα του Θεού.
 
Μερικές ακόμα απόψεις του Ωριγένη ήταν πως οι ανάξιες σωτηρίας [[Ψυχή|ψυχές]] θα υποστούν [[μετεμψύχωση]] αλλά τελικώς με την με την ανακύκλυση των «νέων κόσμων» ή και την κάθαρση αυτών δια του αιωνίου πυρός θα επανέλθουν στην προγενέστερη κατάσταση όπως ακόμα και οι δαίμονες. Σε αυτή την αποκατάσταση των πάντων, όπως ο ίδιος την ανέφερε, γίνεται εμφανής η διδασκαλία περί μη αναστάσεως των σωμάτων. Μία ακόμα άποψη για τη περί του Ιησού ήταν πως κατά την ενανθρώπησή του κατέστη «θεάνθρωπος» και ενώθηκε με ψυχή αναμάρτητη και πραγματικό σώμα μετά την γέννηση του από τη Θεοτόκο Μαρία. Έτσι αποκαλύπτεται πως στην προσπάθειά του να αναιρέσει τους γνωστικούς εισήγαγε πολλά γνωστικά στοιχεία στη διδασκαλία του, χωρίς όμως να αποσκοπεί σε μια συστηματική έκθεση της πίστης της εκκλησίας. Οι απόψεις του περί μετεμψύχωσης αποτέλεσαν έναν βασικό λόγο για τον οποίο ορθόδοξοι [[εκκλησιαστικοί πατέρες]] στράφηκαν με δριμύτητα εναντίον του κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων<ref>* Στα πρακτικά της περιφερειακής [[Σύνοδος (εκκλησιαστική)|εκκλησιαστικής συνόδου]] της Κωνσταντινούπολης το [[536]] αναφέρεται: «{{Πολυτονικό|Οὗτος τοίνυν ὁ προκείμενος Ὡριγένης καθάπερ τὸ τῆς ἐρημώσεως βδέλυγμα ἐν μέσω τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας γεγένηται καὶ πρεσβύτερος χειροτονηθεὶς ὑπὸ τῆς κανονικῆς τε καὶ μιᾶς χειρὸς ἀληθινῆς εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου ψιλόν τε καὶ μόνον καθάπερ καὶ τὸ τῆς ἀποστολῆς εἶχεν ὁ κλέπτης καὶ προδότης Ἰούδας. [...] ἐκπεσὼν οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν γῆν οὐρανόθεν ὡς ἀστραπή, καθάπερ ὁ τούτου πατὴρ ὁ διάβολος, θυμοῦ πνέων πολλοῦ καὶ δεινοῦ κατὰ τῆς ἀληθείας ἐπὶ τὴν καλουμένην Παλαιστίνην χώραν ἔπλευσε καὶ καθίσας ἐν τῆ Καισαρέων μητροπόλει κἀκεῖσε τὸ πρόσωπον ἀποκαλύψας ὅλον ἐξ ὅλου τοῦ καλύμματος, καθάπερ ὁ ἰχθὺς ἡ σηπία παρά τισι καλουμένη, ὅσπερ αὐτῶ καθ΄ ἡδονὴν ἐτύγχανε͵ σκοτεινόν τε καὶ μέλανα ἰὸν ἐξεμέσας ἐγγράφως ἀπετυπώσατο καὶ καθάπερ Ἰουδαικὸς κάπηλος προσχήματι ἀγαθοῦ πικρῶ γλυκὺ κατέμιξε. τί γὰρ ὁ κακομήχανος καὶ μανιώδης λέγει; ἦν, φησί, πρὸ σώματος ἡ ψυχὴ ἐν οὐρανοῖς προοῦσα, κἀκεῖσε, φησίν, ἁμαρτήσασαν ἐν φυλακῆ κατήγγισε͵ τουτέστιν ἐν τῶ σώματι κατέπεμψεν, εἰς καθαρισμόν, φησί, καὶ σωφρονισμὸν τῶν ἐν οὐρανοῖς αὐτῆ γεγενημένων ἁμαρτιῶν. Πρῶτον ἔνθεν εὐθὺς ὁ ἀσεβέστατος μυθολογεῖ καὶ μάχεσθαι τῆ ἀληθείαι θέλει. Καὶ μετ΄ ὀλίγα· εἰ δὲ προῆν ἡ ψυχὴ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ προημάρτηκεν ἐκεῖσε, καθὼς Ὡριγένης ὁ μανιώδης καὶ θεομάχος ἔφησεν, ἔδει μὴ λέγειν τὸν ἁγιώτατον προφήτην καὶ πλάσσων πνεῦμα ἀνθρώπου ἐν αὐτῶ, ἀλλὰ μᾶλλον καταγγίζων πνεῦμα ἀνθρώπου ἐν αὐτῶ ἢ τάχα καταπέμπων. Νῦν δὲ μὴ τοῦτο λέγων, ἀλλὰ πλάσσων ἐν αὐτῶ δείκνυσι τοῦτον λύκον ὄντα βαρύτατον ἐνδεδυμένον ἔξωθεν πρὸς ἀπάτην ἀπωλείας τὰ κώιδια. Ως οὐρανόθεν γὰρ ὁ ἐπίληπτος καὶ τὰ ἐκεῖσε δια τετυπωμένα ἐπιστάμενος προφανῶς οὐ μόνον προοῦσαν, ἀλλὰ καὶ προημαρτηκέναι τὴν ψυχὴν λέγει. Ἀποδέδεικται τοίνυν διά τε τῆς θείας γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων πατέρων ὅτι οὐδὲ τῆ τῶν Χριστιανῶν ἀληθινῆ πίστει οὐδὲ τῶ ὀρθῶ λόγω συμβαίνουσιν αἱ τῶν αἱρετικῶν περὶ προϋπάρξεως ψυχῶν φαντασίαι. Καὶ τοῦτο δὲ πρὸς τοῖς ἄλλοις τὴν Ὡριγένους παρίστησιν ἄνοιαν, τὸ λέγειν τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας καὶ τὰ ὕδατα τὰ ἐπάνω τῶν οὐρανῶν ἔμψυχα καὶ λογικάς τινας εἶναι δυνάμεις. Ταῦτα δὲ σαφῶς ἀπαγορεύει καὶ ὁ ἐν ἁγίοις Βασίλειος ἐν τῶ τρίτω λόγω τοῦ ὑπομνήματος τῆς ἑξαημέρου λέγων κατὰ τῶν Ὡριγένους δογμάτων [...] Δεῖ δὴ προσέχειν τοὺς ἀκροατὰς ὅτι τῶ εἰπεῖν τὸν πατέρα πρὸς τοὺς ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐστί τις ἡμῖν λόγος περὶ Ὡριγένους διαλέγεται τῆς τοῦ θεοῦ χάριτος καὶ τῆς ἁγίας τοῦ θεοῦ ἐκκλησίας ἀπελαθέντος καὶ τῶν ὁμοφρόνων ἐκείνω· οὐ γὰρ εἶπε· "πρὸς τοὺς ἐν τῆ ἐκκλησία", ἀλλά "πρὸς τοὺς ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἡμῖν" ἐστί τις λόγος. Καὶ διὰ μὲν τοῦ εἰπεῖν "ἡμῖν" τοὺς τῆς ἐκκλησίας ἐδήλωσε, διὰ δὲ τοῦ ἀπό τοὺς ταύτης ἀποπεσόντας ἐσήμανεν. Ἓν δὲ καὶ μόνον τῶ δυσσεβεῖ Ὡριγένει σπούδασμα γέγονε τὸ τὴν Ἑλληνικὴν πλάνην κρατῦναι καὶ ταῖς τῶν σαθροτέρων ψυχαῖς ζιζάνια ἐγκατασπεῖραι. Δι΄ ὃ κἀ κεῖνο τὸ γέλωτος μὲν ἄξιον, παρ΄ αὐτοῦ δὲ ὅμως εἰρημένον περὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως προσθεῖναι συνείδομεν. Λέγει γὰρ ὅτι ἐν τῆ ἀναστάσει σφαιροειδῆ ἐγείρονται τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων. Ω τῆς ἀνοίας καὶ ἀμαθίας τοῦ φρενοβλαβοῦς τούτου καὶ τῶν Ἑλληνικῶν δογμάτων ἐξηγητοῦ. Όστις τυφλώττων τὴν διάνοιαν καὶ τῆ τῶν Χριστιανῶν πίστει μύθους ἐπιμεῖξαι σπουδάσας αὐτὴν τὴν τῶν Χριστιανῶν ἐλπίδα τε καὶ σωτηρίαν, τουτέστι τὴν ἐπηγγελμένην ἡμῖν ἀνάστασιν, ἐσπούδασεν ἐνυβρίσαι μηδὲ τὴν τοῦ κυρίου ἀνάστασιν ἐντρεπόμενος. [...] καὶ τούτων πολλῶ χείρους βλασφημίας ὁ δυσσεβὴς Ὡριγένης ἐκθέμενος εἰκότως ἐν τῶ καιρῶ τοῦ μαρτυρίου τὸν μὲν Χριστὸν ἀπηρνήσατο, τῆ δὲ παρ΄ αὐτοῦ εἰσαγομένη Ἑλληνικῆ πολυθεΐα προσεκύνησε. Καὶ τοῦτο δὲ κατὰ θεοῦ γέγονε πρόνοιαν, ἵνα μὴ ἀντὶ μάρτυρος ἐν τῆ ἐκκλησίαι δεχθῆ καὶ ἐντεῦθεν τῆ ποίμνη τοῦ Χριστοῦ βλάβη προσγένηται. [...] Ὡριγένης δὲ ὁ δυσσεβὴς τὰς ἑαυτοῦ βλασφημίας οὐ μέχρις ἑαυτοῦ ἔστησεν͵ ἀλλὰ διὰ τῶν ἰδίων συγγραμμάτων καὶ εἰς πολλοὺς ἑτέρους τὴν οἰκείαν πλάνην παρέπεμψεν, ὥστε πάνυ ἐπ΄ αὐτῶ ἁρμοδίαν εἶναι τὴν τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου φωνὴν λέγουσαν ὅτι τινῶν μὲν αἱ ἁμαρτίαι πρόδηλοί εἰσι προάγουσαι εἰς κρίσιν, τισὶ δὲ καὶ ἐπακολουθοῦσιν. Η γὰρ διαδοχὴ τῆς πλάνης αὐτοῦ ἐν ταῖς τῶν σαθροτέρων ἕρπουσα ψυχαῖς δίδωσιν ἀκολουθεῖν αὐτῶ τὰς ἐξ ἀρχῆς ὑπ΄ αὐτοῦ γενομένας ἁμαρτίας. Ως γὰρ οὐκ ἐξαρκούσης τοῖς τὰ Ὡριγένους δοξάζουσι τῆς περὶ προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν ἀσεβείας καὶ τῶν ἄλλων αὐτοῦ ματαιολογιῶν καὶ τῶν περὶ τῆς [[Τριαδικό δόγμα|ἁγίας τριάδος]] βλασφημιῶν, καὶ τοῦτο τῆ οἰκεία προστιθέασι πλάνη ἐκ τῶν ἐκείνου διεστραμμένων ὁδηγούμενοι λόγων τὸ λέγειν ὅτι πάντων ἀσεβῶν ἀνθρώπων καὶ πρός γε δαιμόνων ἡ κόλασις πέρας ἔχει καὶ ἀποκατασταθήσονται ἀσεβεῖς τε καὶ δαίμονες εἰς τὴν προτέραν αὐτῶν τάξιν. Ταῦτα δὲ λέγοντες ῥαθύμους μὲν ποιοῦσι τοὺς ἀνθρώπους περὶ τὸ πληροῦν τὰς ἐντολὰς τοῦ θεοῦ, τῆς στενῆς καὶ τεθλιμμένης ὁδοῦ ἀποτρέποντες καὶ πρὸς τὴν πλατεῖαν καὶ εὐρύχωρον ἀποπλανῶντες· ἐναντιοῦνται δὲ καθάπαξ καὶ τοῖς παρὰ τοῦ μεγάλου θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ λεγομένοις. αὐτὸς γὰρ ἐν τῶ ἁγίω εὐαγγελίω διδάσκει ὡς οἱ μὲν ἀσεβεῖς ἀπελεύσονται εἰς κόλασιν αἰώνιον͵ οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. Καὶ πάλιν λέγει τοῖς μὲν ἐκ δεξιῶν· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· τοῖς δὲ ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ΄ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῶι διαβόλωι καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Φανερῶς οὖν τοῦ κυρίου διὰ τοῦ ἁγίου εὐαγγελίου ἀτελεύτητον τήν τε κόλασιν τήν τε βασιλείαν ἐπαγγελλομένου πρόδηλοι καθεστᾶσιν οὗτοι τοὺς Ὡριγένους μύθους προτιμῶντες τῶν τοῦ κυρίου ἀποφάσεων. ὅπουγε κἀκεῖθεν αὐτῶν ἡ ἄνοια διελέγχεται. Εἰ γάρ τις κατὰ τοὺς ἐκείνου λήρους ὑπόθοιτο πέρας ἔχειν τὴν κόλασιν, ἀνάγκη τὸν τοι οῦτον καὶ τῆ ἐπηγγελμένη τοῖς δικαίοις αἰωνία ζωῆ τέλος ἐπιθεῖναι· ἐξ ἴσης γὰρ ἐπ΄ ἀμφοτέρων τὸ αἰώνιον κεῖται. Καὶ εἴπερ πέρας ἔχει κόλασίς τε καὶ ἀπόλαυσις͵ διὰ τί ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; διὰ τί δὲ καὶ ἡ σταύρωσις καὶ ὁ θάνατος καὶ ἡ ταφὴ καὶ ἡ ἀνάστασις τοῦ κυρίου; ποῖον δὲ ὄφελος τοῖς τὸν καλὸν ἀγῶνα ἀγωνισα μένοις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσασιν͵ εἰ μέλλοιεν δαίμονές τε καὶ ἀσεβεῖς τὴν αὐτὴν τοῖς ἁγίοις τάξιν διὰ τῆς ἀποκαταστάσεως λαμβάνειν; ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐπὶ τὰς ἐκείνων τραπείη κεφαλὰς τῶν ταῦτα μυθολογούντων· οἱ γὰρ τοῦ Χριστοῦ λόγοι διαμενοῦσιν ἀσάλευτοι ἐν ταῖς τῶν πιστῶν ψυχαῖς καὶ ἐν αὐτῆ τῆ τῶν πραγμάτων ἀληθείαι. Οἱ δὲ τὴν Ὡριγένους ἐκδικοῦντες κακοδοξίαν φεύγοντες τοὺς περὶ τούτων ἀρραγεῖς ἐλέγχους καὶ συγκρύπτειν τὴν ἑαυτῶν πλάνην βουλόμενοι τινὰς ῥήσεις ἐκ τῶν ἁγίων πατέρων κακῶς ἐκλαμβάνοντες καὶ πρὸς τὸν ἴδιον νοῦν παρερμηνεύοντες τῆι οἰκείαι προσαρμόζουσι νόσωι, ὅπερ ποιοῦσι καὶ ἐπὶ τῶν θείων γραφῶν. Ημεῖς δὲ ἐξ αὐτῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἀποδείξομεν ματαίους εἶναι καὶ τοὺς τοιούτους αὐτῶν λόγους. Λέγει τοίνυν ὁ ἐν ἁγίοις Γρηγόριος ὁ θεολόγος ἐν τῶ ἀπολογητικῶ λόγω τάδε ἡμῖν δὲ οἷς τὸ κινδυνευόμενόν ἐστι σωτηρία ψυχῆς τῆς μακαρίας τε καὶ ἀθανάτου καὶ ἀθάνατα κολασθησομένης ἢ ἐπαινεθησομένης διὰ κακίαν ἢ ἀρετήν, πόσον χρὴ δοκεῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ ὅσης δεῖν τῆς ἐπιστήμης; Καὶ ὁ αὐτὸς αὖθις ἐν τῶ εἰς τὴν πληγὴν τῆς χαλάζης λόγω τάδε φησί. Τίς ψευδὴς ἀπολογία, ποία πιθανότης ἔντεχνος, τίς ἐπίνοια κατὰ τῆς ἀληθείας παραλογιεῖται τὸ δικαστήριον καὶ κλέψει τὴν ὀρθὴν κρίσιν τοῖς πᾶσι πάντα ἐν ζυγῶ τιθεῖσαν καὶ πρᾶξιν καὶ λόγον καὶ διανόημα καὶ ἀντισηκοῦσαν τοῖς πονηροῖς τὰ βελτίονα, ἵνα τὸ ῥέπον νικήση καὶ μετὰ τοῦ πλείονος ἡ ψῆφος γένηται, μεθ΄ ἣν οὐκ ἔφεσις, οὐ κριτὴς ὑψηλότερος, οὐκ ἀπολογία δι΄ ἔργων δευτέρων, οὐκ ἔλαιον παρὰ τῶν φρονίμων παρθένων ἢ τῶν πωλούντων ταῖς ἐκλειπούσαις λαμπάσιν, οὐ μεταμέλεια πλουσίου φλογὶ τηκομένου καὶ τοῖς οἰκείοις ἐπιζητοῦντος διόρθωσιν, οὐ προθεσμία μεταποιήσεως, ἀλλὰ καὶ μόνιμον καὶ τελευταῖον καὶ φοβερὸν τὸ κριτήριον καὶ δίκαιον πλέον ἢ ὅσον ἐπίφοβον, μᾶλλον δὲ διὰ τοῦτο καὶ φοβερώτερον, ὅτι δίκαιον, ἡνίκα θρόνοι τίθενται καὶ παλαιὸς ἡμερῶν προκαθέζεται καὶ βίβλοι ἀνοίγονται καὶ ποταμὸς πυρὸς ἕλκεται καὶ τὸ φῶς ἔμπροσθεν καὶ τὸ σκότος ἡτοιμασμένον καὶ πορεύονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς τῆς ἐν Χριστῶ νῦν κρυπτομένης καὶ ὕστερον αὐτῶ συμφανερουμένης, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως, ἣν ἤδη παρὰ τοῦ κρίναντος αὐτοὺς λόγου οἱ μὴ πιστεύοντες κατεκρίθησαν. Καὶ τοὺς μὲν τὸ ἄφραστον φῶς διαδέχεται καὶ ἡ τῆς ἁγίας καὶ βασιλικῆς θεωρία τριάδος ἐλλαμπούσης τρανότερόν τε καὶ καθαρώτερον καὶ ὅλης ὅλωνοὶ μιγνυμένης, ἣν δὴ καὶ μόνην βασιλείαν οὐρανῶν ἐγὼ τίθεμαι· τοῖς δὲ μετὰ τῶν ἄλλων βάσανος, μᾶλλον δὲ πρὸ τῶν ἄλλων τὸ ἀπερρίφθαι θεοῦ καὶ ἡ ἐν τῶ συνειδότι αἰσχύνη πέρας οὐκ ἔχουσα}}». (''Των κατ' Αίγυπτον και Αλεξάνδρειαν Επισκόπων Συνοδικής Επιστολής Κατά των Ωριγένους Δογμάτων'')
* Ο Βυζαντινός θεολόγος [[Μιχαήλ Ψελλός]] αναφέρεται στον Ωριγένη ως εξής: «{{Πολυτονικό|Ἀδὰμ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος χειρὶ θεοῦ ἐπλάσθη· ἐκ γῆς ἀφθάρτου πέπλασται βουλῇ τοῦ παντεπόπτου, τὸ σῶμα δὲ σὺν τῇ ψυχῇ αὖθις ἀναλαμβάνει, οὐχὶ τὸ σῶμα πρότερον καὶ ὕστερον τὸ πνεῦμα͵ καθὼς ληρεῖ ὁ δυσσεβὴς καὶ ἄφρων Ὠριγένης, ἀλλ΄ ἅμα τὰ ἀμφότερα}}». ([[Μιχαήλ Ψελλός]], ''Στίχοι εν Επιτομή περί της Εξαημέρου και εις την γέννησιν του Αδάμ και εις την Εξορίαν αυτού και την του Θεού προς αυτόν Κηδεμονίαν και περί του Αντιχρίστου'' 55.1-4) </ref>.
 
==Θεολογικές απόψεις==