Κυπριακή διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αναίρεση έκδοσης 6879087 από τον 78.158.128.21 (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 95:
 
Εξαιτίας των διαφόρων γλωσσικών στρωμάτων που ανά τους αιώνες συνδέθηκαν με το νησί της Κύπρου, μπορούμε σήμερα να εντοπίσουμε τις ακόλουθες χαρακτηριστικές λεξιλογικές ομάδες, πέρα από το λεξιλόγιο που είναι κοινό κτήμα με τις υπόλοιπες διαλέκτους και με την Κοινή:
#'''Αρχαϊσμοί:''' Αξιοσημείωτος είναι ο λεξιλογικός πλούτος που διασώζει στοιχεία από την αρχαία και ελληνιστική εποχή της Ελληνικής. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: ''άφτω'' «ανάβω» (< ''άπτω''), ''φτείρα'' «ψείρα» (< αρχ. ''φθείρ, -ρός''), ''šοίρος'' (< ''χοίρος''), ''ποζέγνω'' (< αρχ. ''{{Πολυτονικό|<span lang="grc" dir="ltr">ἀποζεύγνυμι}}</span>''), ''δρόπης'' (< ελνστ. ''{{Πολυτονικό|<span lang="grc" dir="ltr">ὑδρόφις, -εως}}</span>''), ''καμμώ'' «κλείνω τα μάτια» (< αρχ. ''καμμύω''), ''κίλλης'' «μικρόσωμος γάιδαρος» (λ. τής αρχ. Κυπριακής), ''ροθέσιν'' (< αρχ. ''{{Πολυτονικό|<span lang="grc" dir="ltr">ὁροθέσιον}}</span>''), ''ορτσούμαι'' «χορεύω» (< αρχ. ''{{Πολυτονικό|<span lang="grc" dir="ltr">ὀρχοῦμαι}}</span>''), ''ξαργκώ'' «μένω αδρανής» (< αρχ. ''{{Πολυτονικό|<span lang="grc" dir="ltr">ἐξαργῶ}}</span>''), ''στρούθος'' «σπουργίτης» (< αρχ. ''στρουθός'').
#'''Ιδιωματισμοί:''' Σε αυτούς περιλαμβάνονται λέξεις και φράσεις γνωστές στον ελληνόφωνο κορμό, οι οποίες όμως έχουν αποκτήσει εντελώς διακριτή σημασία και χρήση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: ''γέν-νημαν ήλιου'' «ανατολή», ''χαρτωμένος'' «αρραβωνιασμένος» (από το χαρτί τού προικοσυμφώνου), ''θαρκούμαι'' «νομίζω» (< ''θαρρούμαι''), ''κούκ-κουρον'' «παξιμάδι» (υποκορ. τού ουσ. ''κόκκος''), ''μιτά μου'' «μαζί μου».
#'''Παλαιά [[Γαλλικά]] δάνεια:''' Λέξεις της παλαιάς Γαλλικής και των διαλέκτων της εισήλθαν μεταξύ του 12ου και του 14ου αιώνα, καθιστώντας την Κυπριακή διάλεκτο μοναδική από αυτή την άποψη στον ελληνόφωνο κόσμο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: ''τσαέρα'' «καρέκλα» (< προβηγκ. ''chaira''), ''τσαΐνα'' «αλυσίδα» (< προβηγκ. ''chaina''), ''βλαντζίν'' «συκώτι» (< παλ. γαλλ. ''flanc''), ''κουμανταρία'' «γλυκό κρασί τής Κύπρου» (< παλ. γαλλ. ''vin de commanderie'' «κρασί τού τάγματος Commanderie των Ιωαννιτών ιπποτών»), ''κουμουδκιάζω'' «ετοιμάζω ταφή νεκρού» (< προβηγκ. ''accoumoudar''), ''κουφουρκιάζω'' «παρηγορώ» (< προβηγκ. ''coumfortar''), ''μίζαρον'' «σάβανο» (< παλ. γαλλ. ''mise à mort'').