Διατροφή στην αρχαία Ελλάδα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
NOTHING
Digital Greece (συζήτηση | συνεισφορές)
Αναίρεση έκδοσης 7013153 από τον 79.107.30.125 (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
Γραμμή 1:
[[Αρχείο:Persephone Hades BM Vase E82.jpg|thumb|313x313px|Ο [[Πλούτων (μυθολογία)|Πλούτων]] δειπνεί με τη συντροφιά της [[Περσεφόνη]]ς. Αττική ερυθρόμορφη κύλικα, [[Βρετανικό Μουσείο]], [[Λονδίνο]], 440-430 π.Χ. περίπου]]
FACK ALL OF YOU<br />
Τις '''διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων''' χαρακτήριζε η λιτότητα, κάτι που αντικατόπτριζε τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγετο η ελληνική [[γεωργία (δραστηριότητα)|γεωργική]] δραστηριότητα. Θεμέλιό τους ήταν η λεγόμενη ''«μεσογειακή τριάδα»'':{{Ref_label|A|α|none}} [[σιτάρι]], [[λάδι]] και [[κρασί]].
 
Στη βάση της διατροφής των [[αρχαία Ελλάδα|αρχαίων Ελλήνων]] συναντάμε τα [[δημητριακά]] σιτάρι και, σε περιπτώσεις ανάγκης, μείγμα [[κριθάρι|κριθαριού]] με σιτάρι, από το οποίο παρασκευαζόταν ο [[Ψωμί|άρτος]]. Τα δημητριακά συνοδεύονταν συνήθως από οπωροκηπευτικά ([[Λάχανο|λάχανα]], [[κρεμμύδι]]α, [[Φακή|φακές]] και [[ρεβιθιά|ρεβύθια]]). Η κατανάλωση [[Κρέας|κρέατος]] και θαλασσινών σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με το αν κατοικούσε στην πόλη, στην ύπαιθρο ή κοντά στη [[θάλασσα]]. Οι Έλληνες κατανάλωναν ιδιαιτέρως τα [[Γαλακτοκομικά προϊόντα|γαλακτοκομικά]] και κυρίως το [[τυρί]]. Το [[βούτυρο]] ήταν γνωστό, αλλά αντί αυτού γινόταν χρήση κυρίως του [[ελαιόλαδο]]υ. Το φαγητό συνόδευε [[κρασί]] (κόκκινο, λευκό ή ροζέ) αναμεμειγμένο με [[νερό]].
 
Πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων παρέχουν τόσο οι γραπτές μαρτυρίες όσο και διάφορες καλλιτεχνικές απεικονίσεις: οι [[Κωμωδία|κωμωδίες]] του [[Αριστοφάνης|Αριστοφάνη]] και το έργο του γραμματικού [[Αθήναιος|Αθήναιου]] από τη μία πλευρά, τα [[Αρχαία ελληνική κεραμική|κεραμικά αγγεία]] και τα αγαλματίδια από ψημένο [[άργιλος|πηλό]] από την άλλη.
 
Γεύματα
 
=== Ιδιωτικά ===
Για τους αρχαίους Έλληνες τα γεύματα της ημέρας ήταν τρία τον αριθμό. Το πρώτο από αυτά <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ἀκρατισμός}})</span> αποτελούσε [[Κριθάρι|κριθαρένιο]] [[ψωμί]] βουτηγμένο σε [[κρασί]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ἄκρατος}})</span>, συνοδευόμενο από [[Συκιά|σύκα]] ή [[Ελιά|ελιές]].<ref>Flacelière, σελ. 205.</ref> Το δεύτερο <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ἄριστον}})</span> λάμβανε χώρα το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα.<ref>Flacelière, σελ. 206.</ref> Το τρίτο <span style="font-family:Palatino! Linotype;">({{πολυτονικό|δεῖπνον}})</span>, το οποίο ήταν και το σημαντικότερο της ημέρας, σε γενικές γραμμές καταναλωνόταν αφού η νύχτα είχε πλέον πέσει. Σε αυτά μπορεί να προστεθεί ένα επιπλέον ελαφρύ γεύμα <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ἑσπέρισμα}})</span> αργά το απόγευμα. Τέλος το <span style="font-family:Palatino Linotype;">{{πολυτονικό|ἀριστόδειπνον}}</span> ήταν ένα κανονικό γεύμα που μπορούσε να σερβιριστεί αργά το απόγευμα στη θέση του δείπνου.
 
Φαίνεται πως, στις περισσότερες περιστάσεις, οι γυναίκες γευμάτιζαν χωριστά από τους άνδρες.<ref>Dalby, σελ. 5.</ref> Εάν το μέγεθος του σπιτιού το καθιστούσε αδύνατο, οι άνδρες κάθονταν στο τραπέζι πρώτοι, με τις γυναίκες να τους ακολουθούν μόνο αφού οι τελευταίοι είχαν ολοκληρώσει το γεύμα τους.<ref>Dalby, σελ. 15.</ref> Ρόλο υπηρετών διατηρούσαν οι [[Δουλεία στην αρχαία Ελλάδα|δούλοι]]. Στις φτωχές οικογένειες, σύμφωνα με τον φιλόσοφο [[Αριστοτέλης|Αριστοτέλη]], τις υπηρεσίες τους προσέφεραν οι γυναίκες και τα παιδιά, καλύπτοντας την απουσία δούλων.<ref>Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1323a4.</ref>
 
Χάρις στο έθιμο της τοποθέτησης στους [[Τάφος|τάφους]] μικρών μοντέλων [[Έπιπλο|επίπλων]] από ψημένο πηλό, σήμερα κατέχουμε σημαντικές πληροφορίες για το πώς έμοιαζαν. Οι Έλληνες έτρωγαν καθιστοί, ενώ οι πάγκοι χρησιμοποιούνταν κυρίως στα [[Συμπόσιο|συμπόσια]].<ref>Dalby, σελ. 13-14.</ref> Τα [[τραπέζι]]α, υψηλά για καθημερινή χρήση και χαμηλά για τα συμπόσια, είχαν συνήθως [[ορθογώνιο παραλληλόγραμμο|ορθογώνιο]] σχήμα. Κατά τον [[4ος αιώνας π.Χ.|4ο αιώνα π.Χ.]] ιδιαίτερα διαδεδομένα ήταν τα στρογγυλά τραπέζια, συχνά με ζωόμορφα πόδια.
 
Κομμάτια πεπλατυσμένου ψωμιού μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως [[Πιάτο|πιάτα]], ωστόσο τα πήλινα δοχεία ήταν και τα πιο διαδεδομένα.<ref name="Fl209">Flacelière, σελ. 209.</ref> Τα πιάτα με την πάροδο του χρόνου κατασκευάζονταν με περισσότερο γούστο και επιμέλεια, με αποτέλεσμα να συναντά κανείς κατά τη [[Αρχαία Ρώμη|ρωμαϊκή περίοδο]] πιάτα από πολύτιμα [[μέταλλα]] ή ακόμη και [[γυαλί]]. Η χρήση μαχαιροπήρουνων δεν ήταν και πολύ συχνή: η χρήση του [[Πηρούνι|πηρουνιού]] ήταν άγνωστη και ο σύνηθης τρόπος λήψης του φαγητού ήταν με τα δάχτυλα.<ref name="Sp132">Sparkes, σελ. 132.</ref> Εντούτοις [[μαχαίρι]]α χρησιμοποιούνταν για την κοπή του κρέατος, καθώς και κάποια μορφή [[Κουτάλι|κουταλιών]] για σούπες και ζωμούς.<ref name="Fl209" /> Κομμάτια ψωμιού <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ἀπομαγδαλία}})</span> μπορούσαν να χρησιμεύσουν για τη λήψη τροφής <ref name="Sp132" /> ή ακόμη και ως πετσέτα για τα δάχτυλα.<ref>Αριστοφάνης, «Ἱππεῖς», 413–16.</ref>
 
=== Συμπόσιον ===
{{κύριο|Συμπόσιο}}
[[Αρχείο:Symposium scene Nicias Painter MAN.jpg|thumb|350px|Σκηνή από συμπόσιο: οι συνδαιτημόνες παίζουν [[Κότταβος|κότταβο]] ενώ μία κοπέλα παίζει [[Αυλός|αυλό]]. Αττικός ερυθρόμορφος [[Κρατήρας (αγγείο)|κρατήρας]], Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Μαδρίτης, 420 π.Χ. περίπου]]
Στην ελληνική αρχαιότητα εκτός από το καθημερινό δείπνο (βραδινό γεύμα) υπήρχε και το δειπνούμενο γεύμα με φίλους ή γνωστούς που ονομάζονταν «''συμπόσιο''» ή «''εστίαση''» που σήμερα λέγεται συνεστίαση.
Υπήρχαν και δείπνα όπου οι συμμετέχοντες συνεισέφεραν ή οικονομικά, ή με τρόφιμα, τα οποία και λέγονταν «συμβολές». Ο [[Όμηρος]] τα αποκαλεί «''εράνους''», ενώ γνωστές είναι οι αρχαίες σχετικές φράσεις «''δειπνείν από συμβολών''», ή «''δείπνον από σπυρίδος''».
 
Το <span style="font-family:Palatino Linotype;">{{πολυτονικό|συμπόσιον}}</span> (λέξη που σημαίνει «συνάθροιση ανθρώπων που πίνουν») αποτελούσε έναν από τους πιο αγαπημένους τρόπους διασκέδασης των Ελλήνων.<ref name="Fl212">Flacelière, σελ. 212.</ref> Περιελάμβανε δύο στάδια: το πρώτο ήταν αφιερωμένο στο φαγητό, που σε γενικές γραμμές ήταν λιτό, ενώ το δεύτερο στην κατανάλωση ποτού.<ref name="Fl212"/> Στην πραγματικότητα, οι αρχαίοι έπιναν [[κρασί]] και μαζί με το γεύμα, ενώ τα διάφορα ποτά συνοδεύονταν από [[μεζές|μεζέδες]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|τραγήματα}})</span>: [[Καστανιά|κάστανα]], [[κουκιά]], ψημένοι κόκκοι σίτου ή ακόμη γλυκίσματα από [[μέλι]], που είχαν ως στόχο την απορρόφηση του [[αιθανόλη|οινοπνεύματος]] ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος της συνάθροισης.<ref name="Fl213">Flacelière, σελ. 213.</ref>
 
Το δεύτερο μέρος ξεκινούσε με [[σπονδή]], τις περισσότερες φορές προς τιμήν του [[Διόνυσος|Διονύσου]].<ref name="Fl215">Flacelière, σελ. 215.</ref> Κατόπιν οι παριστάμενοι συζητούσαν ή έπαιζαν διάφορα [[Επιτραπέζιο παιχνίδι|επιτραπέζια παιχνίδια]], όπως ο [[κότταβος]]. Συνεπώς τα άτομα έμεναν ξαπλωμένα σε [[Ανάκλιντρο|ανάκλιντρα]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|κλίναι}})</span>, ενώ χαμηλά τραπέζια φιλοξενούσαν τα φαγώσιμα και τα παιχνίδια. [[Χορός|Χορεύτριες]], ακροβάτες και μουσικοί συμπλήρωναν την ψυχαγωγία των παρευρισκομένων. Ένας «βασιλιάς του συμποσίου» ο οποίος εκλεγόταν στην τύχη αναλάμβανε να υποδεικνύει στους δούλους την αναλογία κρασιού και [[Νερό|νερού]] κατά την προετοιμασία των ποτών.
 
Εντελώς απαγορευμένο στις γυναίκες, με εξαίρεση τις [[Πορνεία στην αρχαία Ελλάδα|χορεύτριες και τις εταίρες]], το συμπόσιο ήταν ένα σημαντικότατο μέσο [[κοινωνικοποίηση]]ς στην [[Αρχαία Ελλάδα]]. Μπορούσε να διοργανωθεί από έναν ιδιώτη για τους φίλους ή για τα μέλη της οικογένειάς του, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τις προσκλήσεις σε δείπνο. Μπορούσε επίσης να αφορά τη μάζωξη μελών μιας θρησκευτικής ομάδας ή μιας εταιρείας (ενός είδος κλειστού κλαμπ για αριστοκράτες). Τα πολυτελή συμπόσια προφανώς προορίζονταν για τους πλούσιους, ωστόσο στα περισσότερα σπιτικά θρησκευτικές ή οικογενειακές γιορτές αποτελούσαν αφορμή για δείπνο, έστω και μετριοπαθέστερο.
 
Το συμπόσιο ως πρακτική εισήγαγε κι ένα πραγματικό λογοτεχνικό ρεύμα: το ''«[[Συμπόσιο (Πλατωνικός διάλογος)|Συμπόσιον]]»'' του [[Πλάτων]]α, το ομώνυμο έργο του [[Ξενοφών]]τα, ''«Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον»'' του [[Πλούταρχος|Πλουτάρχου]] και οι ''«Δειπνοσοφισταί»'' του [[Αθήναιος|Αθήναιου]] αποτελούν χαρακτηριστικά έργα.
 
=== Συσσίτια ===
Τα συσσίτια αποτελούσαν κοινά γεύματα στα οποία συμμετείχαν υποχρεωτικά άνδρες κάθε ηλικίας στα πλαίσια κοινωνικού ή θρησκευτικού εθιμοτυπικού. Οι χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εντοπίζονται στην [[Κρήτη]] και τη [[Αρχαία Σπάρτη|Σπάρτη]], αν και ορισμένες πηγές κάνουν αναφορά σε ανάλογες πρακτικές και σε άλλα μέρη. Άλλες γνωστές ονομασίες της πρακτικής αυτής είναι <span style="font-family:Palatino Linotype;">{{πολυτονικό|φειδίτια}}</span> και <span style="font-family:Palatino Linotype;">{{πολυτονικό|ἀνδρεῖα}}</span>.
 
Συγκεκριμένα στην Αρχαία Σπάρτη, η συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των [[Όμοιοι|Ομοίων]], δηλαδή των μελών της σπαρτιατικής κοινωνίας με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η συνεισφορά τροφίμων (ή έτερης αποζημίωσης) για τη διατροφή που τους παρείχε το κράτος. Η αποτυχία ανταπόκρισης στον κανόνα αυτό ήταν ατιμωτική. Αντίθετα με τα συμπόσια, τα συσσίτια χαρακτήριζε η λιτότητα και η μετριοπάθεια.<ref>Levy, 2008.</ref>
 
== Τρόφιμα ==
=== Δημητριακά και ψωμί ===
Τα [[δημητριακά]] αποτελούσαν τη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων, κατά τη [[Μινωικός πολιτισμός|μινωική]], τη [[Μυκηναϊκός πολιτισμός|μυκηναϊκή]]<ref name="Δρ21">Δρακόπουλος & Ευθυμίου, σ. 21.</ref> και την [[Κλασική εποχή|κλασική περίοδο]].<ref name="Δρ23">Δρακόπουλος & Ευθυμίου, σ. 23.</ref> Χαρακτηριστικό είναι πως η [[Αρχαία Αθήνα|Αθήνα]] του [[Περικλής|Περικλή]], αποτελούσε τον μεγαλύτερο εισαγωγέα σιτηρών του αρχαίου κόσμου: τα φορτία που κατέφθαναν από τη [[Μαύρη Θάλασσα]] και τον [[Ελλήσποντος|Ελλήσποντο]] ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 17.000 τόνους ετησίως.<ref name="Life81">''Time-Life Παγκόσμια Ιστορία'', σ. 81</ref>
 
Κύρια προϊόντα ήταν το σκληρό [[σιτάρι]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|πύρος}})</span>, η [[όλυρα]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ζειά}})</span> και το [[κριθάρι]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|κριθαί}})</span>.<ref>Dalby, σελ. 90-91.</ref>
 
Το σιτάρι μουσκευόταν προκειμένου να γίνει μαλακό και κατόπιν επεξεργαζόταν με δύο πιθανούς τρόπους: πρώτη περίπτωση ήταν το άλεσμά του προκειμένου να γίνει [[χυλός]], ώστε να αποτελέσει συστατικό του [[Λαπάς|λαπά]]. Η άλλη περίπτωση ήταν να μετατραπεί σε [[αλεύρι]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ἀλείατα}})</span> από το οποίο προέκυπτε το [[ψωμί]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ἄρτος}})</span> ή διάφορες πίττες, σκέτες ή γεμιστές με [[τυρί]] ή [[μέλι]].<ref name="Mi62">Migeotte, σελ. 62.</ref> Η μέθοδος «φουσκώματος» του ψωμιού ήταν γνωστή. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι Έλληνες χρησιμοποίησαν κάποιο [[Αλκάλια|αλκαλικό]] συστατικό ή [[μαγιά]] σαν [[κατάλυση|καταλύτη]] της διαδικασίας.<ref name="dal91">Dalby, σελ. 91.</ref><ref>Γαληνός, Περὶ τροφῶν δυνάμεως / «De Alimentorum Facultatibus», I 10.</ref>
 
[[Αρχείο:A lady beetle perches on barley.JPG|thumb|300px|Τα [[δημητριακά]] κατείχαν εξέχουσα θέση στη διατροφή των [[Αρχαία Ελλάδα|Αρχαίων Ελλήνων]]. Ήδη από την ομηρική εποχή ήταν γνωστός ο τρόπος καλλιέργειας [[Σιτάρι|σίτου]], [[Κριθάρι|κριθαριού]] και [[όλυρα]]ς]]
Η [[ζύμη]] ψηνόταν στο [[σπίτι]] σε υπερυψωμένους φούρνους από [[Άργιλος|άργιλο]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ἰπνός}})</span>.<ref>Sparkes, σελ. 127.</ref> Μια απλούστερη μέθοδος προέβλεπε την τοποθέτηση αναμμένων κάρβουνων στο έδαφος και την κάλυψη του σκεύους με καπάκι σε σχήμα θόλου <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|πνιγεὐς}})</span>. Όταν το έδαφος ήταν αρκετά ζεστό, τα κάρβουνα απομακρύνονταν και στη θέση τους τοποθετούταν η ζύμη, η οποία καλυπτόταν και πάλι από το καπάκι. Κατόπιν τα κάρβουνα αποθέτονταν πάνω ή γύρω από το καπάκι για διατήρηση της [[θερμοκρασία]]ς.<ref>Sparkes, σελ. 128.</ref> Οι πέτρινοι φούρνοι έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη ρωμαϊκή πια περίοδο. Ο [[Σόλων ο Αθηναίος|Σόλων]], ο [[Αθήνα|Αθηναίος]] νομοθέτης του [[6ος αιώνας π.Χ.|6ου αιώνα π.Χ.]], όρισε πως το ψωμί από σιτάρι έπρεπε να καταναλώνεται μόνο κατά τις εορταστικές ημέρες.<ref>Flacelière, σελ. 207.</ref> Από την [[κλασική εποχή]] και έπειτα, και μόνο για εκείνους που είχαν τα οικονομικά μέσα, το εν λόγω ψωμί ήταν διαθέσιμο καθημερινά στα αρτοπωλεία.<ref>Αριστοφάνης, ''«Βάτραχοι»'', 858.</ref><ref>Αριστοφάνης, ''«Σφῆκες»'', 238.</ref>
 
Το [[κριθάρι]] ήταν απλούστερο στην παραγωγή, μα αρκετά πιο δύσχρηστο στην παραγωγή ψωμιού. Το ψωμί που προκύπτει από το κριθάρι είναι θρεπτικό αλλά και βαρύτερο.<ref name="dal91"/> Συνεπώς συνήθως ψηνόταν προτού αλεστεί για να προκύψει [[αλεύρι]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ἄλφιτα}})</span>, το οποίο χρησίμευε στην παραγωγή (τις περισσότερες φορές άνευ ψησίματος καθώς οι σπόροι ήταν ήδη ψημμένοι) του βασικού πιάτου της ελληνικής κουζίνας, που ονομαζόταν <span style="font-family:Palatino Linotype;">{{πολυτονικό|μᾶζα}}</span>.
 
Γενικά το σιταρένιο ψωμί λεγόταν «''άρτος''», το κριθαρένιο «''άλφιτον''», το προερχόμενο με ζύμη που ψηνόταν σε χαμηλούς κλιβάνους (είδος γάστρας) λεγόταν «''ζυμίτης''», ενώ το προερχόμενο χωρίς ζύμη που ψηνόταν σε ανθρακιά λεγόταν «''άζυμος''» και ιδιαίτερα «''σποδίτης''». Οτιδήποτε τρώγονταν με ψωμί (προσφάγιο) λεγόταν «''όψον''». Ο άρτος ή το άλφιτο που τρώγονταν βουτηγμένο σε άκρατο οίνο (= ανέρωτο) λεγόταν «''ακράτισμα''». Το ακράτισμα τρώγονταν κυρίως το πρωί, εξ ου και το πρωινό γεύμα λέγονταν ομοίως ακράτισμα.
 
Χαρακτηριστικά οι [[Ρωμαίοι]] αποκαλούσαν τους Έλληνες «κριθαροφάγους», ενώ στην κωμωδία «[[Ειρήνη (κωμωδία)|Ειρήνη]]» ο [[Αριστοφάνης]] χρησιμοποιεί την έκφραση <span style="font-family:Palatino Linotype;">«{{πολυτονικό|ἐσθίειν κριθὰς μόνας}}»</span>, που μεταφράζεται «το να ζει κανείς μονάχα με κριθάρι» ή κατά τη νεοελληνική έκφραση «τη βγάζω με νερό και ψωμί».<ref>Αριστοφάνης, ''«Εἰρήνη»'', 449.</ref> Στις μέρες μας επιβιώνουν διάφορες συνταγές για την παρασκευή μάζας. Σερβιριζόταν ψημένη ή ωμή, με τη μορφή χυλού ή [[Ζυμαρικά|ζυμαρικών]] ή ακόμη και πίττας.<ref name="Mi62"/> Επίσης μπορούσε να νοστιμίσει με [[τυρί]] ή [[μέλι]].
 
=== Φρούτα, λαχανικά και μπάμιες ===
Τα δημητριακά σερβίρονταν συνήθως με ένα συνοδευτικό γνωστό με τη γενική ονομασία <span style="font-family:Palatino Linotype;">{{πολυτονικό|ὄψον}}</span>.<ref>Dalby, σελ. 22.</ref> Αρχικά η ονομασία αναφερόταν σε ό,τι μαγειρευόταν στη [[φωτιά]], και, κατ' επέκταση, σε ο,τιδήποτε συνόδευε το [[ψωμί]]. Από την κλασική εποχή και μετά, πρόκειται για [[ψάρι]] και λαχανικά: [[Λάχανο|λάχανα]], [[κρεμμύδι]]α <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|κρόμμυον}})</span>, [[Μπιζέλι|γλυκομπίζελα]], [[Πράσο|πράσα]], [[Βολβός|βολβούς]], [[μαρούλι]]α, [[Βλίτο|βλίτα]], [[Ταραξάκον το φαρμακευτικόν|ραδίκι]]α κ.ά. Σερβίρονταν ως [[σούπα]], βραστά ή πολτοποιημένα <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ἔτνος}})</span>, καρυκευμένα με [[ελαιόλαδο]], [[ξίδι|ξύδι]], χόρτα ή μια σάλτσα ψαριού γνωστή με την ονομασία <span style="font-family:Palatino Linotype;">{{πολυτονικό|γάρον}}</span>. Αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη,<ref>Αριστοφάνης, «Βάτραχοι», 62-63.</ref> ο [[πουρές]] ήταν ένα από τα αγαπημένα πιάτα του [[Ηρακλής (μυθολογία)|Ηρακλή]], ο οποίος στις κωμωδίες πάντα παρουσιαζόταν ως μεγάλος λιχούδης. Οι πιο φτωχές οικογένειες κατανάλωναν [[Βελανιδιά|βελανίδια]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|βάλανοι}})</span>.<ref>Dalby, σελ. 89.</ref> Οι [[Ελιά|ελιές]] ήταν πολύ συνηθισνο συνοδευτικό, ωμές ή συντηρημένες.<ref>Dalby, σελ. 23.</ref>
 
Ειδικά οι λαϊκές τάξεις κατανάλωναν πολύ και [[όσπρια]].<ref name="Δρ23" /> Προτιμούσαν τους φασίολους,{{Ref_label|B|β|none}} τις [[Φακή|φακές]], τα [[ρεβύθι|ρεβύθια]], τα [[κουκιά]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|κύαμοι}})</span> και τους θέρμους <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|λούπινα}})</span>.
 
Για τους κατοίκους των πόλεων τα φρέσκα οπωροκηπευτικά ήταν πολύ ακριβά κι έτσι καταναλώνονταν σπάνια. Οι φτωχότεροι πολίτες προτιμούσαν τα ξηρά λαχανικά. Το τυπικό φαγητό του μέσου εργάτη ήταν η [[φακή]]. Μια τυπική στρατιωτική μερίδα περιελάμβανε [[τυρί]], [[σκόρδο]] και [[κρεμμύδι]]α.<ref>Flacelière, σελ. 208.</ref> Ο Αριστοφάνης συχνά συνδέει την κατανάλωση κρεμμυδιών με τους στρατιώτες,<ref>Αριστοφάνης, «Εἰρήνη», 529.</ref> για παράδειγμα στην κωμωδία του, «[[Ειρήνη (κωμωδία)|Ειρήνη]]», ο χορός που πανηγυρίζει για τη λήξη των πολέμων εκφράζει την χαρά του που απαλλάχτηκε πλέον «από το κράνος, το τυρί και τα κρεμμύδια».<ref>Αριστοφάνης, «Εἰρήνη», 1127-1129.</ref> Ο πικρός [[βίκος]] θεωρούταν φαγητό λιμού.
 
Τα φρούτα, φρέσκα ή ξηρά, τρώγονταν ως επιδόρπιο. Πρόκειται κυρίως για [[Συκιά|σύκα]], [[Σταφίδα|σταφίδες]], [[καρυδιά (φυτό)|καρύδια]] και [[φουντουκιά|φουντούκια]]. Τα ξηρά σύκα χρησίμευαν επίσης ως ορεκτικό, πίνοντας παράλληλα [[κρασί]]. Στην περίπτωση αυτή, συνοδεύονταν συχνά από ψητά [[Κάστανο|κάστανα]], [[στραγάλι]]α ή ψημένους καρπούς [[οξιά]]ς.
 
=== Κρέας ===
Η κατανάλωση [[Ψάρι|ψαριών]] και [[Κρέας|κρεατικών]] σχετίζεται με την οικονομική επιφάνεια του σπιτικού αλλά και τη γεωγραφική του θέση: οι αγροτικές οικογένειες μέσω του κυνηγιού και της τοποθέτησης μικροπαγίδων είχαν πρόσβαση σε [[πτηνά]] και [[Λαγός|λαγούς]], ενώ μπορούσαν να μεγαλώνουν [[πουλερικά]] και [[Χήνα|χήνες]] στις αυλές τους. Οι ελαφρώς πλουσιότεροι μπορούσαν να διατηρούν κοπάδια με [[Πρόβατο|πρόβατα]], [[Κατσίκα|κατσίκες]] και [[χοίρος|γουρούνια]]. Στις πόλεις το κρέας κόστιζε πάρα πολύ με εξαίρεση το [[χοιρινό]]: κατά την εποχή τού Αριστοφάνη, ένα γουρουνάκι γάλακτος κόστιζε τρεις [[Δραχμή|δραχμές]],<ref>Αριστοφάνης, ''«Εἰρήνη»'', 374.</ref> ποσό που αντιστοιχεί σε τρία ημερομίσθια ενός δημοσίου υπαλλήλου. Στην κλασική Αθήνα, οι περισσότεροι έτρωγαν κρέας, αρνίσιο ή κατσικίσιο, μονάχα στις γιορτές.<ref name="Life81" /> Μολαταύτα, τόσο οι πλούσιοι όσο και οι φτωχοί κατανάλωναν [[Λουκάνικο|λουκάνικα]].<ref>Sparkes, σελ. 123.</ref>
 
Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο είναι γνωστό πως κατανάλωναν [[αρνί]]σιο, [[Βοοειδή|βοδινό]] και [[Μοσχάρι|μοσχαρίσιο]] κρέας.<ref name="Δρ23" /> Κατά τον [[8ος αιώνας π.Χ.|8ο αιώνα π.Χ.]] ο [[Ησίοδος]], περιγράφει στο «[[Έργα και Ημέραι]]» την ιδανική αγροτική γιορτή:
 
<br /><center>
{| class="toccolours" style="float: center; margin-left: 1em; margin-right: 2em; font-size: 95%; background:#FFFAF0; width:70em; max-width: 80%; font-family: Palatino Linotype;" cellspacing="5"
| style="text-align: left;" |
«{{πολυτονικό|...εἴη πετραίη τε σκιὴ καὶ Βίβλινος οἶνος, μάζα τ᾽ ἀμολγαίη γάλα τ᾽ αἰγῶν σβεννυμενάων, καὶ βοὸς ὑλοφάγοιο κρέας μή πω τετοκυίης πρωτογόνων τ᾽ ἐρίφων·}}»
|-
| style="text-align: left;" |
::«...θα μπορούσα να έχω τη σκιά ενός βράχου και Βίβλινο κρασί, πέτσα και γάλα από κατσίκες που έχουν στερέψει και κρέας δαμάλιδος η οποία τράφηκε στα δάση και που δεν γέννησε ποτέ ή εριφίων από πρώτη γέννα...» <ref>Ησίοδος, «Ἔργα καὶ Ἡμέραι», 588-593.</ref>
|}
</center>
 
Το κρέας αναφέρεται πολύ λιγότερο στα κείμενα της [[Κλασική εποχή|κλασικής εποχής]] σε σύγκριση με την ποίηση της [[Αρχαϊκή εποχή|αρχαϊκής εποχής]]. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό δεν οφείλεται σε αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, μα μόνο στους άτυπους κανόνες που διέπουν τα δύο αυτά είδη γραμματείας.
 
Η κατανάλωση κρέατος έχει εξέχοντα ρόλο στα πλαίσια θρησκευτικών εθιμοτυπικών: η μερίδα των θεών (λίπη και οστά) παραδίδονται στις φλόγες, ενώ η μερίδα των ανθρώπων (το ψαχνό κρέας) μοιράζεται στους παρευρισκομένους. Παράλληλα παρατηρούμε την ακμή ενός εμπορικού κλάδου, εκείνου των ψημένων ή παστών κρεάτων, που φαίνονται επίσης να σχετίζονται με θρησκευτικές τελετές και θυσίες.<ref name="Dav15">Davidson, σελ. 15.</ref> Χαρακτηριστικό της τεχνικής του Έλληνα χασάπη είναι πως το σφάγιο δεν διαμελιζόταν ανάλογα με τον τύπο των μελών του, μα σε κομμάτια ίσου βάρους. Στην [[Κρήτη]] τα καλύτερα από αυτά αποδίδονταν στους φρονιμότερους πολίτες ή στους καλύτερους πολεμιστές. Σε άλλες περιοχές όπως στη [[Χαιρώνεια]], οι μερίδες μοιράζονταν τυχαία με αποτέλεσμα να είναι θέμα τύχης για τον καθένα το αν θα λάμβανε καλό ή κακό κομμάτι.<ref>Πλούταρχος, «Ἠθικά», 642ef.</ref>
 
Κύρια τροφή των [[Αρχαία Σπάρτη|Σπαρτιατών]] πολεμιστών ήταν ένας ζωμός από χοιρινό, γνωστός με την ονομασία <span style="font-family:Palatino Linotype;">{{πολυτονικό|μέλας ζωμός}}</span>. Ο [[Πλούταρχος]] υποστηρίζει πως ''«ανάμεσα στα πιάτα, αυτό που έχαιρε της μεγαλύτερης εκτίμησης ήταν ο μέλας ζωμός, μάλιστα σε τέτοιο σημείο που οι ηλικιωμένοι δεν αναζητούσαν καθόλου το κρέας. Το άφηναν για τους νεότερους και δειπνούσαν μονάχα με το ζωμό που τους παρείχαν»''.<ref name="Lyc12">Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», [http://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Roman/Texts/Plutarch/Lives/Lycurgus*.html#12 12]</ref> Για τους υπόλοιπους Έλληνες πρόκειται για αξιοπερίεργο φαινόμενο. ''«Φυσικά και οι Σπαρτιάτες είναι οι γενναιότεροι ανάμεσα σε όλους»'', αστειεύεται ένας [[Σύβαρις|Συβαρίτης]], ''«ο οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα προτιμούσε να πεθάνει χίλιους θανάτους παρά να διάγει τόσο λιτό βίο»''.<ref>Αθήναιος, «Δειπνοσοφισταί», 138d.</ref><ref>Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Πελοπίδας», [http://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Roman/Texts/Plutarch/Lives/Pelopidas*.html#1 1.3]</ref> Το πιάτο αυτό αποτελούταν από χοιρινό, [[αλάτι]], [[ξίδι|ξύδι]] και [[αίμα]].<ref name="Fl209" /> Συνοδευόταν από τη γνωστή μάζα, σύκα, [[τυρί]] και καμία φορά από θηράματα ή ψάρι.<ref name="Lyc12"/> Ο [[Κλαύδιος Αιλιανός|Αιλιανός]], συγγραφέας του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ., υποστηρίζει πως στους Λακεδαιμόνιους μάγειρες απαγορευόταν να προετοιμάζουν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κρέας.<ref>{{Αιλιανός Ποικίλη Ιστορία|XIV|7|συγγραφέας=1}}</ref>
 
=== Ψάρι ===
[[Αρχείο:Fish plate Louvre K588.jpg|thumb|280px|Ερυθρόμορφο πιάτο με παράσταση [[Ψάρι|ψαριών]], [[Μουσείο του Λούβρου]], [[Παρίσι]], 350 - 325 π.Χ. περίπου]]
Η στάση των Ελλήνων απέναντι στο [[ψάρι]] ποικίλλει ανάλογα με την εποχή. Στο έπος της [[Ιλιάδα]]ς δεν γίνεται κατανάλωση ιχθύων παρά μόνο ψητού κρέατος.<ref>Davidson, σελ. 12-13.</ref> Ο [[Πλάτων]] το αποδίδει στην αυστηρότητα των εθίμων της εποχής,<ref>Πλάτων, «Πολιτεία», 404b-405405a.</ref> εντούτοις μοιάζει πως το ψάρι θεωρούνταν φαγητό για φτωχούς. Στην [[Οδύσσεια]] αναφέρεται πως οι σύντροφοι του [[Οδυσσέας|Οδυσσέα]] κατέφυγαν στο ψάρι, αλλά μόνο γιατί υπέφεραν από την [[πείνα]] αφού πέρασαν από τα στενά της [[Σκύλλα]]ς και της [[Χάρυβδη]]ς κι έτσι αναγκάστηκαν να φάνε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο.<ref>Όμηρος, «Οδύσσεια», Ραψωδία Μ, 329-332.</ref>
 
Αντιθέτως, κατά την [[κλασική εποχή]], το ψάρι μετατρέπεται σε προϊόν πολυτελείας, το οποίο αναζητούν για το τραπέζι τους οι γευσιγνώστες. Μάλιστα κατά την [[Ελληνιστική περίοδος|ελληνιστική περίοδο]] συναντούμε και σχετική βιβλιογραφία, όπως ένα σύγγραμμα του [[Λυγκεύς ο Σάμιος|Λυγκέως]] από τη [[Σάμος|Σάμο]] το οποίο πραγματεύεται την τέχνη του να αγοράζει κανείς ψάρι σε χαμηλές τιμές.<ref>Corvisier, σελ. 232.</ref> Άλλα ειδικά συγγράμματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με έξοχες και λεπτομερείς περιγραφές ψαριών είναι: το ''«Περί Ιχθύων»'' του [[Αριστοτέλης|Αριστοτέλη]], ο ''«Αλιευτικός»'' του Νουμηνίου, η «Αλιευομένη», του Αντιφάνους, ο ''«Ιχθύς»'' του Αρχίππου.
 
Πάντως όλα τα προϊόντα αλιείας δεν κόστιζαν το ίδιο. Μια στήλη που ανάγεται στα τέλη του [[3ος αιώνας π.Χ.|3ου αιώνα π.Χ.]] και που προέρχεται από τη [[νομός Βοιωτίας|βοιωτική]] πόλη [[Ακραίφνιο Βοιωτίας|Ακραιφνία]], στη λίμνη της [[Κωπαΐδα]]ς, εμπεριέχει έναν τιμοκατάλογο ψαριών, ίσως για την προστασία των καταναλωτών από την [[κερδοσκοπία]].<ref>Corvisier, σελ. 231.</ref> Οικονομικότεροι όλων είναι οι [[Σκάρος|σκάροι]], ενώ η κοιλιά του κόκκινου [[Τόννος|τόννου]] κοστίζει τρεις φορές περισσότερο.<ref>Dalby, σελ. 67.</ref> Οι [[Σαρδέλλα|σαρδέλλες]], οι [[γαύρος|αντζούγιες]] και οι [[Μαρίδα|μαρίδες]] είναι οικονομικές και αποτελούν φαγητά της καθημερινότητας για τους αρχαίους Αθηναίους. Επίσης στην ίδια κατηγορία μπορούν να αναφερθούν ο λευκός τόνος, το [[λυθρίνι]], το [[σαλάχι]], ο [[ξιφίας]] και ο [[οξύρρυγχος]], ο οποίος καταναλώνεται αλατισμένος. Η λίμνη Κωπαΐδα φημιζόταν για τα [[χέλι]]α της, ξακουστά σε ολόκληρη την Ελλάδα, τα οποία εξαίρονται και στην κωμωδία «[[Αχαρνής]]». Ανάμεσα στα ψάρια του γλυκού νερού μπορούν να σημειωθούν το [[λαβράκι]], ο [[κυπρίνος]] και το υποτιμημένο [[γαλέος|γατόψαρο]].
 
Οι Έλληνες απολάμβαναν εξ ίσου και τα υπόλοιπα θαλασσινά. [[Σουπιά|Σουπιές]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|σηπία}})</span>, [[χταπόδι]]α <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|πολύπους}})</span> και [[καλαμάρι]]α <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|τευθίς}})</span> μαγειρεύονταν ψητά ή τηγανητά και σερβίρονταν ως ορεκτικά, ως συνοδευτικά ή ακόμη και στα συμπόσια, αν ήταν μικρού μεγέθους. Τα θαλασσινά μεγαλύτερου μεγέθους συγκαταλέγονταν στα πιάτα της υψηλής μαγειρικής.<ref name="D73">Dalby, σελ. 73.</ref> Ο ποιητής [[Έριφος]] κατατάσσει τις σουπιές, την κοιλιά του τόνου και τον [[Γόγγρος|γόγγρο]] στα εδέσματα των θεών, απλησίαστα για τους θνητούς με περιορισμένα οικονομικά μέσα.<ref>Έριφος, «Μελίβοια», αναφορά από τον Αθήναιο, στους «Δειπνοσοφιστές», 302e.</ref> Οι σουπιές και τα χταπόδια αποτελούσαν παραδοσιακά δώρα κατά τον εορτασμό των [[Αμφιδρόμια|Αμφιδρομίων]], όταν οι γονείς έδιναν ονόματα στα παιδιά τους. Όσον αφορά τα [[οστρακοειδή]], οι αρχαίες πηγές αναφέρουν την κατανάλωση σπειροειδών [[Κοχύλι|κοχυλιών]], [[Μύδι|μυδιών]], [[πίννα]]ς, [[Αυτί της θάλασσας|αυτιών της θάλασσας]], [[Αχιβάδα|αχιβάδων]], [[Πεταλίδα|πεταλίδων]] και [[Χτένι|χτενιών]].<ref name="D73"/> Ο [[Γαληνός]] είναι ο πρώτος που αναφέρει την κατανάλωση ψητών [[Στρείδι|στρειδιών]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ὄστρεον}})</span>.<ref>Γαληνός, «De Alimentorum Facultatibus», III.32.2.</ref> Τέλος εκτίμησης έχαιραν τα [[κάβουρας|καβούρια]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|καρκίνος}})</span>, οι [[Αστακός (μαλακόστρακο)|αστακοί]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ἀστακός}})</span>, οι [[Αχινός|αχινοί]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ἐχῖνος}})</span> και οι [[Καραβίδα|καραβίδες]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|κάραϐος}})</span>.<ref name="D74">Dalby, σελ. 74.</ref>
 
Οι ψαράδες στην πλειοψηφία των περιπτώσεων έβγαιναν στη θάλασσα μόνοι και παρέμεναν κοντά στην ακτή.<ref>Corvisier, σελ. 197.</ref>
Χρησιμοποιούσαν άγκιστρα, κυρίως [[Χαλκός|χάλκινα]], τα οποία έδεναν με ορμιά ([[πετονιά]]), φτιαγμένη από τρίχες ζώων ή φυτικές ίνες. Για να βυθίζεται το άγκιστρο, του έδεναν [[Μόλυβδος|μολύβδινο]] βαρίδι. Συνηθισμένο ήταν το ψάρεμα με δίχτυα διαφόρων ειδών ανάλογα με το είδος των ψαριών, εφοδιασμένα με φελλούς και βαρίδια, αλλά και το ψάρεμα με [[καμάκι]] <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|κάμαξ}})</span> ή [[τρίαινα]]. Χρησιμοποιούσαν επίσης κύρτους πλεγμένους από βέργες. Πιο κατάλληλες ώρες για ψάρεμα θεωρούσαν το σούρουπο και το χάραμα. Ψάρευαν επίσης τη νύχτα με φως πυρσών.<ref>{{cite news|url=http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=114&artid=112816&dt=18/07/1999|title=«Αι αφύαι, ο θεόπαις λάβραξ και ο ορφώς»|last=Φακλάρης|first=Παναγιώτης Β.|date=18 Ιουλίου 1999 |work=Ιστοσελίδα εφημερίδας «Το Βήμα»|publisher=Δ.Ο.Λαμπράκη|accessdate=18 Απριλίου 2010}}</ref>
 
Το μεγαλύτερο μέρος της ψαριάς πρέπει να πωλούταν στις αγορές των πόλεων σε ειδικούς χώρους.<ref>Corvisier, σελ. 226.</ref> Το ψάρι εμφανίζεται συχνά διατηρημένο στην [[άρμη|άλμη]]. Πρόκειται για μια διαδικασία πολύ διαδεδομένη στα ψάρια μικρού μεγέθους, ωστόσο απαντάται και σε μεγαλύτερα όπως η [[παλαμίδα]], ο τόνος, το [[σκουμπρί]], η [[πεσκαντρίτσα]] και ο οξύρρυγχος, ακόμη στα καβούρια και τους αχινούς.<ref>Corvisier, σελ. 220.</ref>
 
=== Αυγά και γαλακτοκομικά ===
Οι Έλληνες ανέτρεφαν [[Πάπια|πάπιες]], [[Χήνα|χήνες]], [[ορτύκι]]α και [[όρνιθα|κότες]] για να εξασφαλίζουν [[αβγό|αυγά]]. Ορισμένοι συγγραφείς <ref>Ο Επαίνετος και ο Ηρακλείδης, αναφορά στους οποίους κάνει ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές», 58b.</ref> κάνουν ακόμη αναφορά σε αυγά [[Φασιανός|φασιανού]] και αιγυπτιακής χήνας, εντούτοις μπορούμε να υποθέσουμε πως επρόκειτο για σπάνια εδέσματα. Τα αυγά καταναλώνονταν είτε μελάτα είτε σφικτά ως ορεκτικό ή επιδόρπιο. Επιπλέον τόσο ο κρόκος όσο και το ασπράδι του αυγού αποτελούσαν, οπώς και στις μέρες μας, συστατικά διάφορων συνταγών.<ref>Dalby, σελ. 65.</ref>
 
Το [[γάλα]] ήταν αρκετά διαδεδομένο, ωστόσο σπάνια χρησιμοποιούταν στη μαγειρική. Το [[βούτυρο]] ήταν γνωστό, αλλά χρησιμοποιούταν σπάνια: γενικώς θεωρούταν χαρακτηριστικό της διατροφής των [[Θράκες|κατοίκων της Θράκης]] τους οποίους ο κωμικός ποιητής [[Αναξανδρίδας]] αποκαλεί «βουτυροφάγους».<ref>Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 151b.</ref> Παρόλα αυτά τα [[γαλακτοκομικά προϊόντα]] έχαιραν εκτίμησης. Η <span style="font-family:Palatino Linotype;">{{πολυτονικό|πυριατή}}</span> <ref>Γαληνός, «De Alimentorum Facultatibus», III.15.</ref> ήταν ένα είδος παχύρρευστου γάλακτος, το οποίο συχνά συγχέεται με το [[γιαούρτι]]. Βασικό συστατικό της ελληνικής διατροφής ήταν το [[τυρί]], είτε από γάλα [[κατσίκα]]ς είτε από γάλα [[Πρόβατο|προβάτου]]. Γινόταν διάκριση ανάμεσα στο φρέσκο και το σκληρό τυρί που πωλούταν σε διαφορετικά καταστήματα: το πρώτο κόστιζε τα δύο τρίτα της τιμής του δεύτερου.<ref>Dalby, σελ. 66.</ref> Καταναλώνονταν σκέτα ή με [[μέλι]] ή με λαχανικά. Επίσης αποτελούσε συστατικό διάφορων συνταγών, ανάμεσα στα οποία συναντούμε και το ψάρι.<ref>Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 325f.</ref>
 
=== Άλλα φαγητά ===
Άλλα εδέσματα των αρχαίων Ελλήνων ήταν γλυκά όπως η «σησαμίς» (είτε με τη μορφή που έχει το σημερινό [[παστέλι]], είτε σε σφαιροειδή μορφή),<ref>{{cite web | url=http://de.academic.ru/dic.nsf/greek2deu/20605/%CF%83%CE%B7%CF%83%CE%B1%CE%BC%CE%AF%CF%82 | title=σησαμίς, ίδος, ἡ, 1) = σησαμῆ, späterer Ausdruck nach Schol. Ar. Pax 834; Ath. XIV, 646 f ἐκ μέλιτος καὶ σησάμων πεφρυγμένων καὶ ἐλαίου σφαιροειδῆ πέμματα | accessdate=2011-01-22 | work=Griechisch-deutsches Handwörterbuch}}</ref> οι «πλακούντες», η «άμμιλος» (τούρτα), η «μελιττούτα» (είδος γαλατόπιττας) καθώς και τα «αρτοκρέατα» (κρεατόπιττες), οι «τηγανίτες» ή τα «τήγανα» (τηγανίτες ή λουκουμάδες).<ref>{{cite web | url=http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/a/f/b/metadata-01-0002588.tkl | title=Ιδιωτικός βίος των αρχαίων | accessdate=2011-01-23 | date=1934 | work=Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία (Δρανδάκη), τ. Ι΄ | publisher=Πυρσός | pages=780}}</ref>
 
== Ποτά ==
Στην πόση των αρχαίων Ελλήνων με την ευρύτερη κατανάλωση ήταν προφανώς το [[νερό]]. Η αναζήτηση νερού υπαγόταν στις εργασίες που έπρεπε να διεκπεραιώσουν καθημερινά οι γυναίκες. Αν και η χρήση πηγαδιού συχνά ήταν αναπόφευκτη, όπως είναι φυσικό υπήρχε προτίμηση σε νερό «από πηγή πάντα ρέουσα και αναβλύζουσα».<ref>Ησίοδος, «Έργα και Ημέραι», στ. 595.</ref> Το νερό θεωρείται θρεπτικό - κάνει τα [[Δέντρο|δέντρα]] και τα [[Φυτό|φυτά]] να αναπτύσσονται - αλλά και επιθυμητό.{{Ref_label|Γ|γ|none}} Ο [[Πίνδαρος]] ονομάζει το νερό μιας πηγής «ευχάριστο σαν μέλι».<ref>Πίνδαρος, απ. 198 B4.</ref> Οι πηγές περιγράφουν κατά καιρούς το νερό ως βαρύ <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|βαρυσταθμότερος}})</span>, ξηρό <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|κατάξηρος}})</span>, όξινο <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|Ὀξύς}})</span>, να θυμίζει κρασί <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|Οἰνώδης}})</span> κ.ά. Ένας από τους χαρακτήρες του κωμικού ποιητή [[Αντιφάνης ο κωμικός|Αντιφάνη]] υποστηρίζει πως θα μπορούσε να αναγνωρίσει ανάμεσα σε όλο το νερό του κόσμου εκείνο της [[Αττική]]ς από την καλή του γεύση.<ref>Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 43b-c.</ref> Τέλος, ο [[Αθήναιος]] αναφέρει μια σειρά από φιλοσόφους που κατανάλωναν παρά μόνο νερό, συνήθεια που συνοδεύεται συνήθως από αυστηρή [[χορτοφαγία]].<ref>Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 44.</ref> Άλλα ποτά που καταναλώνονται συχνότατα ήταν το γάλα κατσίκας και το [[υδρόμελι]].
 
Το σκεύος που χρησιμοποιούταν για την πόση ήταν ο [[σκύφος]], κατασκευασμένος από [[ξύλο]], [[άργιλος|πηλό]] ή [[μέταλλα|μέταλλο]]. Ο [[Κριτίας]] αναφέρει δια μέσου του έργου του [[Πλούταρχος|Πλουτάρχου]] ένα [[νομός Λακωνίας|λακωνικής]] καταγωγής κυκλικό αγγείο, που ονομαζόταν [[κώθων]].<ref>Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 9.7 έως 9.8</ref> Θεωρούνταν από τους αρχαίους το πιο κατάλληλο για στρατιωτική χρήση, γιατί λόγω του χρώματος του δοχείου εμποδίζονταν εκείνος που έπινε να αντιληφθεί τις τυχόν ακαθαρσίες του νερού και χώματα, ενώ παράλληλα είχε αρκετά γυριστό χείλος, ώστε να μένουν σε αυτό οι ακαθαρσίες κατά την πόση. Ένα άλλο διαδεδομένο σκεύος ήταν η [[κύλικα]], ένα ποτήρι κυκλικού σχήματος, βαθύ, αλλά τελείως ανοιχτό, με βάση και δύο λαβές. Επίσης, ο [[κάνθαρος]], αγγείο με δύο, συνήθως ψηλές, κάθετες λαβές και το [[ρυτόν]] που ήταν συχνά ζωόμορφο και που χρησιμοποιούταν συνήθως ως κρασοπότηρο σε συμπόσια.<ref>{{cite web|url=http://pantheon.20m.com/aggeia.htm|title=Αρχαία Αγγεία ~ Σχήματα και Χρήση|work=Ιστότοπος pantheon.20m.com|accessdate=18 Απριλίου 2010|archiveurl=http://web.archive.org/20041130190154/pantheon.20m.com/aggeia.htm|archivedate=2004-11-30}}</ref>
 
=== Οίνος ===
[[Αρχείο:Banquet Louvre Kylix G133 by Cage Painter.jpg|thumb|270px|Νεαρός που στο δεξί χέρι κρατά μια [[Οινοχόη (αγγείο)|οινοχόη]] για να αντλήσει κρασί από έναν [[Κρατήρας (αγγείο)|κρατήρα]], ώστε να γεμίσει μια κύλικα στο αριστερό του χέρι. Το γεγονός ότι εμφανίζεται γυμνός μαρτυρά πως υπηρετεί ως οινοχόος σε συμπόσιο. Αττικό ερυθρόμορφο κύπελλο, [[Μουσείο του Λούβρου]], [[Παρίσι]], 490 - 480 π.Χ. περίπου.]] Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν πολλά είδη [[Κρασί|κρασιού]]: λευκό, κόκκινο, ροζέ. Υπάρχουν μαρτυρίες για όλα τα είδη καλλιέργειας, από το καθημερινό κρασί μέχρι εκλεκτές ποικιλίες. Ξακουστοί αμπελώνες υπήρχαν στη [[Νάξος|Νάξο]], τη [[Θάσος|Θάσο]], τη [[Λέσβος|Λέσβο]] και τη [[Χίος|Χίο]]. Δευτερεύον κρασί παραγόταν από νερό και [[Μούστος|μούστο]], αναμεμειγμένο με κατακάθια, το οποίο και διατηρούσαν οι χωρικοί για προσωπική τους χρήση. Ορισμένες φορές το κρασί γινόταν γλυκύτερο με μέλι, ενώ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για φαρμακευτικούς σκοπούς αν ανακατευόταν με [[θυμάρι]], [[κανέλλα]] και άλλα βότανα.<br />
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ίσως και λίγο νωρίτερα, ήταν γνωστό ένας πρόγονος της σημερινής [[ρετσίνα]]ς <ref>Πεδάνιος Διοσκουρίδης, ''«Materia Medica»'', V, 34.</ref> και του [[βερμούτ]].<ref>Πεδάνιος Διοσκουρίδης, ''«Materia Medica»'', V, 39.</ref> Ο [[Κλαύδιος Αιλιανός|Αιλιανός]] επίσης αναφέρει έναν οίνο που αναμιγνυόταν με άρωμα.<ref name="EL-12-31">{{Αιλιανός Ποικίλη Ιστορία|XII|31|συγγραφέας=1}}</ref><ref>Dalby, σελ. 150.</ref> Επίσης παρασκευαζόταν και ζεστό κρασί,<ref>Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», I, 31d.</ref> ενώ στη Θάσο ένα είδος «γλυκού κρασιού».<ref name="EL-12-31"/>
 
Το κρασί στις περισσότερες περιπτώσεις αραιωνόταν με νερό, καθώς ο «άκρατος οίνος» (μη αραιωμένο κρασί) δεν ενδεικνυόταν για καθημερινή χρήση. Το κρασί αναμιγνυόταν σε έναν [[Κρατήρας (αγγείο)|κρατήρα]] από τον οποίο οι δούλοι γέμιζαν τα ποτήρια με τη βοήθεια μιας [[Οινοχόη (αγγείο)|οινοχόης]]. Το κρασί επίσης είχε θέση και στη γενική [[ιατρική]], καθώς του αποδίδονταν φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο Αιλιανός αναφέρει πως το κρασί της Ηραίας στην [[Νομός Αρκαδίας|Αρκαδία]] μπορεί να επιφέρει τρέλλα στους άνδρες, αλλά και πως καθιστούσε τις γυναίκες γόνιμες. Αντιθέτως ένα κρασί από την [[Νομός Αχαΐας|Αχαΐα]] είχε τη φήμη πως μπορούσε να επιφέρει αποβολή στις [[Εγκυμοσύνη|εγκύους]].<ref>{{Αιλιανός Ποικίλη Ιστορία|XIII|6|συγγραφέας=1}}</ref> Εκτός από τις ιατρικές περιστάσεις, η ελληνική κοινωνία αποδοκίμαζε τις γυναίκες που έπιναν κρασί. Σύμφωνα με τον Αιλιανό ένας νόμος στη [[Μασσαλία]] απαγόρευε στις γυναίκες να πίνουν ο,τιδήποτε εκτός από νερό.<ref>{{Αιλιανός Ποικίλη Ιστορία|II|38|συγγραφέας=1}}</ref> Η [[Αρχαία Σπάρτη|Σπάρτη]] ήταν η μοναδική πόλη όπου επιτρεπόταν στις γυναίκες να καταναλώνουν ό,τι ήθελαν.
 
Τα κρασιά που προορίζονταν για τοπική χρήση διατηρούνταν σε [[Ασκός (δοχείο)|ασκιά]]. Εκείνα που επρόκειτο να πουληθούν τοποθετούνταν σε [[Πίθος|πίθους]], μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία από πηλό. Κατόπιν μεταφέρονταν σε σφραγισμένους [[Αμφορέας|αμφορείς]] για να πωληθούν ανεξάρτητα, είτε στον ίδιο τόπο, είτε σε άλλο, μεταφερόμενοι με [[πλοίο|πλοία]]. Τα επώνυμα κρασιά έφεραν ετικέτες με το όνομα του παραγωγού ή των αρχόντων μιας πόλης που εγγυόντουσαν την καταγωγή του.<ref>Dalby, σελ. 88-89.</ref> Αποτελεί το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία μιας πρακτικής που επιβιώνει ως τις ημέρες μας.
 
=== Κυκεών και Πτισάνη ===
Ο Έλληνες παρασκεύαζαν επίσης ένα τρόφιμο ανάμεσα στο φαγητό και το ποτό που ονομαζόταν <span style="font-family:Palatino Linotype;">{{πολυτονικό|[[Κυκεώνας|κυκεών]]}}</span> (προέρχεται από το ρήμα «κυκάω» που σημαίνει «ανακατεύω»). Πρόκειται για [[πλιγούρι]] [[Κριθάρι|κριθαριού]] στο οποίο προσέθεταν νερό και βότανα. Στην [[Ιλιάδα]] περιελάμβανε επίσης τριμμένο κατσικίσιο τυρί.<ref>Όμηρος, «Ιλιάδα», Ραψωδία Ο, 638-641.</ref> Στην [[Οδύσσεια]], η μάγισσα [[Κίρκη]] του προσέθεσε [[μέλι]] κι ένα μαγικό φίλτρο.<ref>Όμηρος, «Οδύσσεια», Ραψωδία κ, 234.</ref> Στον [[Ομηρικοί Ύμνοι|Ομηρικό Ύμνο]] της [[Δήμητρα (μυθολογία)|Δήμητρας]],<ref>Ομηρικοί Ύμνοι, «Δήμητρα», στ. 208.</ref> η θεά απορρίπτει το κόκκινο κρασί, ωστόσο δέχεται κυκεώνα από νερό, [[αλεύρι]] και [[Βλήχων|βλήχονα]]. Χρήσιμος και ως ιερό ποτό στα [[Ελευσίνια Μυστήρια]], ο κυκεώνας αποτελεί και λαϊκή τροφή ιδίως στην ύπαιθρο: ο [[Θεόφραστος]] στους ''«Χαρακτήρες»'' του παρουσιάζει έναν αγρότη που ήπιε δυνατό κυκεώνα προκαλώντας δυσφοριά στους διπλανούς του στην [[Εκκλησία του δήμου|Εκκλησία του Δήμου]] με την αναπνοή του.<ref>Θεόφραστος, «Χαρακτήρες», IV, 2-3.</ref> Το ποτό αυτό είναι επίσης φημισμένο για την ιδιότητά του να βοηθά στην [[πέψη]]. Έτσι, στην ''«[[Ειρήνη (κωμωδία)|Ειρήνη]]»'', ο θεός [[Ερμής (μυθολογία)|Ερμής]] το συνιστά στον πρωταγωνιστή που το παράκανε τρώγοντας ξηρά φρούτα.<ref>Αριστοφάνης, «Ειρήνη», στ. 712.</ref>
 
Στην ίδια λογική, η <span style="font-family:Palatino Linotype;">{{πολυτονικό|πτισάνη}}</span> ήταν ένα [[αφέψημα]] από κριθάρι που χρησίμευε ως τροφή για αρρώστους.<ref>Jouanna, σελ. 236.</ref> Ο [[Ιπποκράτης]] το συνιστά σε ασθενείς που υποφέρουν από οξείες παθήσεις.<ref>Ιπποκράτης, «Περί Διαίτης Οξέων», 4.</ref>
 
== Καλοφαγάδες και μάγειροι ==
Κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή, η λιτότητα, την οποία επέβαλλαν οι φυσικές και [[Κλίμα|κλιματικές]] συνθήκες της [[Ελλάδα]]ς, αναγνωρίζεται ως αρετή. Οι Έλληνες δεν αγνοούν την καθαρή απόλαυση που μπορεί να προσφέρει το φαγητό, εντούτοις το τελευταίο ώφειλε να παραμένει απλό. Ο [[Ησίοδος]], ως άνθρωπος της υπαίθρου, θεωρεί πραγματικό τσιμπούσι μια μερίδα κρέατος ψημμένη στη σχάρα, το γάλα και τις γαλέττες, όλα αυτά στα πλαίσια μιας ηλιόλουστης ημέρας. Ακόμη καλύτερο γεύμα θεωρείται το δωρεάν γεύμα: «ξεφάντωμα χωρίς πληρωμή είναι κάτι που δεν πρέπει να αφήνει κανείς να πάει χαμένο», σημειώνει ο φιλόσοφος [[Χρύσιππος ο Σολεύς|Χρύσιππος]].<ref>Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», I, 8c.</ref>
 
Η επιδίωξη της γαστρονομικής υπερβολής θεωρούταν, αντίθετα, απαράδεκτη, το δίχως άλλο ένα σημάδι ανατολίτικης μαλθακότητας: οι [[Πέρσες]] ήταν πρότυπο παρακμής εξαιτίας της αγάπης τους για την πολυτέλεια, η οποία εκδηλώνεται φυσικά και στο τραπέζι.<ref>Briant, σελ. 297-306.</ref> Οι αρχαίοι συγγραφείς αρέσκονταν στο να περιγράφουν το γεύμα του Μεγάλου Βασιλέως των [[Δυναστεία των Αχαιμενιδών|Αχαιμενιδών]]: ο [[Ηρόδοτος]],<ref>Ηρόδοτος, «Ιστορίες», I, 133.</ref> ο [[Κλέαρχος ο Σολεύς]],<ref>Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», XII, 539b.</ref> ο [[Στράβων]] <ref>Στράβων, «Γεωγραφία», XV, 3, 22.</ref> και ακόμη περισσότερο ο [[Κτησίας]] <ref>Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», II, 67a.</ref> συμφωνούν στις περιγραφές τους.
 
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες τόνιζαν με υπερηφάνεια την αυστηρότητα των διατροφικών τους συνηθειών. Ο Πλούταρχος <ref>Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 7.13.</ref> αφηγείται πως ένας από τους βασιλείς του [[Πόντος|Πόντου]], περίεργος να δοκιμάσει τον περίφημο «μέλανα ζωμό» των Λακεδαιμονίων, αγόρασε έναν μάγειρα από τη [[Νομός Λακωνίας|Λακωνία]]. Δοκιμάζοντάς το διαπίστωσε πως ήταν πολύ άνοστο για τα γούστα του. Ο μάγειράς του, ωστόσο, απεφάνθη: «Ω βασιλιά, για να εκτιμήσει κάποιος αυτό το ζωμό, πρέπει αρχικά να κολυμπήσει στον ποταμό [[Ευρώτας ποταμός|Ευρώτα]]». Σύμφωνα με τον [[Πολύαινος ο ρήτορας|Πολύαινο]],<ref>Πολύαινος, «Στρατηγήματα», IV, 3, 32.</ref> ο [[Αλέξανδρος ο Μέγας]], ανακαλύπτοντας την αίθουσα όπου παρατίθονταν τα γεύματα της περσικής αυλής, ειρωνεύτηκε το γούστο τους στο φαγητό και σε αυτό απέδωσε την ήττα τους. Ο [[Παυσανίας (στρατηγός)|Παυσανίας]] από τη Σπάρτη, μαθαίνοντας τις διατροφικές συνήθειες του Πέρση [[Μαρδόνιος|Μαρδόνιου]], ειρωνεύτηκε τους Πέρσες που επιθυμούσαν να κατακτήσουν τους Έλληνες τη στιγμή που ζούσαν τόσο απλά.<ref>Πολύαινος, «Στρατηγήματα», IX, 82.</ref>
 
Αποτέλεσμα αυτής της λατρείας για την αυστηρότητα, ήταν η κουζίνα παραμένει για αιώνιες βασίλειο των γυναικών, είτε ελεύθερων είτε δούλων. Μολαταύτα, στην κλασική περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους στην αρχαία γραμματεία ειδικοί στη [[μαγειρική]]. Τόσο ο [[Κλαύδιος Αιλιανός|Αιλιανός]], όσο και ο [[Αθήναιος]] αναφέρουν τους χίλιους μάγειρες που συνόδευαν τον Σμινδυρίδη από τη [[Σύβαρις|Σύβαρη]] στο ταξίδι του στην [[Αθήνα]] κατά την εποχή του [[Κλεισθένης|Κλεισθένη]], αν και με αποδοκιμασία. Ο [[Πλάτων]] στο έργο του ''«[[Γοργίας (διάλογος)|Γοργίας]]»'' αναφέρει το Θεαρίωνα τον αρτοποιό, τον [[Μίθαικος|Μίθαικο]] που συνέγραψε μια πραγματεία για τη μαγειρική των [[Σικελία|Σικελών]] και τον Σάραμβο που πωλούσε κρασιά. Τρεις εξέχοντες γνώστες των γλυκισμάτων, της κουζίνας κα του οίνου.<ref>Πλάτων, «Γοργίας», 518b.</ref> Και διάφοροι άλλοι μάγειρες συνέγραψαν έργα σχετικά με την τέχνη τους.
 
Με το πέρασμα του χρόνου, οι Έλληνες όλο και πιο πολύ εξελίσσονται σε καλοφαγάδες. Ο Αιλιανός σημειώνει: «στη [[Ρόδος|Ρόδο]], εκείνος που προσέχει ιδιαίτερα τα ψάρια και τα εκτιμά κι εκείνος που ξεπερνά τους πάντες σε γευσιγνωσία εγκωμιάζεται, θα λέγαμε, από τους συμπολίτες του ως ευγενικό πνεύμα». Κατά την ελληνιστική και κατόπιν κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, οι Έλληνες - τουλάχιστον οι εύποροι - χάνουν σιγά σιγά την εμμονή στη λιτότητα. Οι συνδαιτημόνες του συμποσίου το οποίο αφηγείται ο Αθήναιος κατά τον 2ο - 3ο αιώνα μ.Χ. αφιερώνουν μεγάλο μέρος της συζήτησής τους σε απόψεις για το κρασί και τη γαστρονομία. Αναφέρονται στις ιδιότητες κάποιων ποικιλιών κρασιού, λαχανικών και κρεάτων, καθώς και σε ξακουστά πιάτα (γεμιστό καλαμάρι, κοιλιά κόκκινου τόνου, καραβίδες, μαρούλια ποτισμένα με οίνο και μέλι). Επικαλούνται ακόμη μεγάλους μάγειρες όπως ο Σωτηρίδης, σεφ του βασιλέως [[Νικομήδης Α' Φιλέλληνας|Νικομήδη Α']] της [[Βιθυνία]]ς. Όταν ο αφέντης του Σωτηρίδη βρισκόταν βαθειά στην ενδοχώρα πεθύμησε να φάει αντζούγιες. Εκείνος τότε προσομοίασε τη γεύση τους χρησιμοποιώντας [[ρεπάνι|ραπανάκια]] προσεκτικά τυλιγμένα ώστε να θυμίζουν αντζούγιες, λαδωμένα και αλατισμένα, πασπαλισμένα με [[Σπόρος παπαρούνας|σπόρους παπαρούνας]]. Το κατόρθωμα αυτό η [[Σούδα (λεξικό)|Σούδα]], μια [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία|βυζαντινή]] εγκυκλοπαίδεια,<ref>Σούδα, λήμμα {{πολυτονικό|ἀφὐα}}.</ref> το αποδίδει λανθασμένα στον διάσημο Ρωμαίο γευσιγνώστη [[Απίκιος|Απίκιο]] (1ος αιώνας π.Χ.), απόδειξη πως οι Έλληνες δεν υπολείπονταν πλέον σε τίποτα από τους [[Αρχαία Ρώμη|Ρωμαίους]].
 
== Ιδιαίτερες διατροφικές συνήθειες ==
=== Χορτοφαγία ===
[[Αρχείο:NAMA Triade éleusinienne.jpg|thumb|right|250px|Η [[Ελευσίνια Μυστήρια|ελευσινιακή τριάδα]] : ο [[Τληπόλεμος]] λαμβάνει ως δώρο ένα στάχυ από τη θεά [[Δήμητρα (μυθολογία)|Δήμητρα]], ενώ η [[Περσεφόνη]] τον ευλογεί, ανάγλυφο του 5ου αιώνα π.Χ., [[Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο|Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας]]]]
Ο [[Ορφισμός (θρησκεία)|ορφισμός]] και ο [[πυθαγόρειοι φιλόσοφοι|πυθαγορισμός]], δύο αρχαιοελληνικά θρησκευτικά ρεύματα, πρότειναν ένα διαφοροποιημένο τρόπο ζωής, βασισμένο στην [[αγνότητα]] και την [[κάθαρση]] - στην πραγματικότητα πρόκειται για μία μορφή άσκησης. Στο πλαίσιο αυτό η [[χορτοφαγία]] αποτελεί κεντρικό σημείο στην ιδεολογία του ορφισμού, καθώς και σε μερικές από τις παραλλαγές του πυθαγορισμού.
 
Ο [[Εμπεδοκλής]] τον [[5ος αιώνας π.Χ.|5ο αιώνα π.Χ.]] πλαισιώνει τη χορτοφαγία στην πεποίθηση της [[μετεμψύχωση]]ς: ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι ένα ζώο που θανατώνεται δεν αποτελεί το καταφύγιο μιας ανθρώπινης ψυχής; Οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ωστόσο, πως ο Εμπεδοκλής, αν ήθελε να είναι συνεπής με την ίδια του τη λογική, θα έπρεπε να αρνείται επίσης να καταναλώνει και φυτά για τον ίδιο λόγο.<ref>Dodds, σελ. 158-159.</ref> Η χορτοφαγία πιθανώς επίσης εκπορεύεται από την απέχθεια προς τη θανάτωση ζωντανών οργανισμών, καθώς ο ορφισμός δίδασκε την αποχή από αιματοχυσίες.<ref>Αριστοφάνης, «Βάτραχοι», στ. 1032.</ref>
 
Η διδασκαλία του [[Πυθαγόρας|Πυθαγόρα]] τον [[4ος αιώνας π.Χ.|4ο αιώνα π.Χ.]] είναι ακόμη δυσκολότερο να οριοθετηθεί με ακρίβεια. Οι ποιητές της [[Μέση κωμωδία|Μέσης Κωμωδίας]], όπως ο [[Άλεξις]] ή ο [[Αριστοφών]], περιγράφουν τους πυθαγόρειους ως αυστηρά χορτοφάγους: μάλιστα ορισμένοι περιορίζονταν μονάχα στην κατανάλωση ψωμιού και νερού. Ωστόσο, άλλα ρεύματα περιορίζονταν στην απαγόρευση συγκεκριμένων φυτικών τροφών όπως τα [[κουκιά]] <ref>Flint-Hamilton, σελ. 379–380.</ref> ή ιερών ζώων όπως ο λευκός [[όρνιθα|κόκκορας]] ή ακόμη συγκεκριμένων σημείων του σώματος των ζώων. Τέλος, ακόμη και οι οπαδοί της χορτοφαγίας σε συγκεκριμένες θρησκευτικές περιστάσεις κατανάλωναν θυσιασμένα ζώα, κατά την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.<ref>Davidson, σελ. 17.</ref>
 
Η χορτοφαγία και η ιδέα της αγνότητας παρέμειναν στενά συνδεδεμένες και ορισμένες φορές συνοδεύονταν κι από την αποχή από τη [[Συνουσία|σεξουαλική πράξη]]. Στο έργο του «Περί σαρκοφαγίας» ο [[Πλούταρχος]] ([[1ος αιώνας|1ος]] - [[2ος αιώνας|2ος αιώνας μ.Χ.]]) αναβιώνει την αντίληψη πως η αιματοχυσία αποτελεί βάρβαρη πράξη και ζητά από τον άνθρωπο που καταναλώνει σάρκα να δικαιολογήσει την προτίμησή του.<ref>Πλούταρχος, «Ηθικά», XII, 68.</ref>
 
Ο [[Νεοπλατωνισμός|νεοπλατονικός]] [[Πορφύριος]] από την [[Τύρος|Τύρο]] ([[3ος αιώνας]]), στο έργο του «De abstinentia ab esu animalium» συνδέει τη χορτοφαγία με τα κρητικά μυστήρια και παρέχει έναν κατάλογο με διάσημους χορτοφάγους του παρελθόντος, ξεκινώντας από τον [[Επιμενίδης|Επιμενίδη]]. Για εκείνον, είναι ο ήρωας [[Τριπτόλεμος]], που δέχτηκε από τη θεά [[Δήμητρα (μυθολογία)|Δήμητρα]] ένα [[στάχυ]] ως δώρο, εκείνος που εισήγαγε τη χορτοφαγία. Οι τρεις εντολές του ήταν: «Τίμα τους γονείς σου», «Τίμα τους θεούς με καρπούς» και «Δείξε οίκτο στα ζώα».<ref>Πορφύριος, «De abstinentia ab esu animalium», IV, 22.</ref>
 
=== Διατροφή των αρρώστων ===
Οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί συμφωνούν για την αναγκαιότητα ιδιαίτερης διατροφής για τους αρρώστους, εντούτοις οι απόψεις τους για το ποια τρόφιμα πρέπει να περιλαμβάνει δεν συμφωνούν. Στο έργο του «Περί Διαίτης Οξέων»<ref>{{Cite web|url=https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%AF_%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%BF%CE%BE%CE%AD%CF%89%CE%BD|title=Περί διαίτης οξέων - Βικιθήκη|website=el.wikisource.org|language=el|accessdate=2017-04-14}}</ref> ο [[Ιπποκράτης]] αναφέρεται στις ευεργετικές ιδιότητες της πτισάνης, η οποία αφομοιώνεται εύκολα από τον οργανισμό και προκαλεί πτώση του [[Πυρετός|πυρετού]]. Εντούτοις, άλλοι τη θεωρούν βαρειά, καθώς εμπεριέχει σπόρους κριθαριού, ενώ άλλοι την συνιστούν με την προϋπόθεση να μην τοποθετούνται οι σπόροι αυτοί κατά την προετοιμασία της. Ορισμένοι ιατροί δεν επιτρέπουν παρά μόνο υγρές τροφές μέχρι και την έβδομη ημέρα, και μετά επιτρέπουν την πτισάνη. Τέλος μια μερίδα εξ αυτών υποστηρίζει πως δεν θα πρέπει να καταναλώνονται στερεές τροφές καθ' όλη τη διάρκεια της ασθένειας.<ref>Ιπποκράτης, «Περί Διαίτης Οξέων», I 12 H.</ref>
 
Οι ίδιες οι μέθοδοι του Ιπποκράτη αποτελούν αντικείμενο διχογνωμίας ανάμεσα στους διάφορους ιατρούς: άλλοι κατηγορούν το μεγάλο ιατρό πως υποσιτίζει τους ασθενείς του, ενώ άλλοι πως τους τρέφει υπερβολικά. Κατά την ελληνιστική εποχή, ο [[Αλεξάνδρεια|Αλεξανδρινός]] [[Ερασίστρατος]] προσάπτει στον Ιπποκράτη ότι απαγόρευε στους αρρώστους να τρώνε ο,τιδήποτε παρά λίγο νερό, χωρίς να λαμβάνουν κανένα άλλο θρεπτικό στοιχείο: πρόκειται πράγματι για την πρακτική των [[Μεθοδικοί|μεθοδικών]] που δεν επέτρεπαν στους ασθενείς τη λήψη τροφής κατά το πρώτο 48ωρο. Αντίθετα, κάποιος Πετρονάς συνιστά την κατανάλωση χοιρινού και τη λήψη ανόθευτου οίνου.<ref>Pietrobelli, σελ. 117.</ref>
 
=== Διατροφή των αθλητών της αρχαιότητας ===
Αν θεωρήσουμε τον [[Κλαύδιος Αιλιανός|Αιλιανό]] αξιόπιστη πηγή, ο πρώτος αθλητής που ακολούθησε ποτέ ειδική διατροφή ήταν ο [[Ίκκος ο Ταράντιος|Ίκκος]] από τον [[Τάραντας|Τάραντα]], που έζησε κατά τον [[5ος αιώνας π.Χ.|5ο αιώνα π.Χ.]]<ref>{{Αιλιανός Ποικίλη Ιστορία|XI|3|συγγραφέας=1}}</ref> Ο [[Πλάτων]] επιβεβαιώνει πως ακολουθούσε πολύ πειθαρχημένο πρόγραμμα, με την έκφραση «γεύμα του Ίκκου» να γίνεται παροιμιώδης.<ref>Πλάτων, «Νόμοι», VIII, 839e-840a.</ref> Ωστόσο, ο [[Μίλων ο Κροτωνιάτης|Μίλων]] από τον [[Κρότωνας|Κρότωνα]], [[Ολυμπιακοί αγώνες στην αρχαιότητα|ολυμπιονίκης]] της [[πάλη]]ς, κατείχε τη φήμη πως κατανάλωνε 7,5 λίτρα κρασιού, 9 κιλά ψωμί και κάμποσο κρέας καθημερινά.<ref>Θεόδωρος ο Ιεραπολίτης, «Περί αγώνων», αναφορά στους «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου, 412e.</ref> Πριν από αυτόν, οι αθλητές της κλασικής εποχής ακολουθούσαν δίαιτα στηριγμένη στις ξηρές τροφές <span style="font-family:Palatino Linotype;">({{πολυτονικό|ξηροφαγία}})</span>, όπως για παράδειγμα στα ξηρά σύκα, το τυρί και το ψωμί.<ref>Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 205.</ref> Ο Πυθαγόρας (είτε ο [[Πυθαγόρας|γνωστός φιλόσοφος]] είτε κάποιος προπονητής αθλητών) είναι ο πρώτος που συμβουλεύει τους αθλητές να καταναλώνουν κρέας.<ref>Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι Φιλοσόφων», VIII, 12.</ref>
 
Ακολούθως, οι προπονητές συνιστούν μια προκαθορισμένη διατροφή: για να κατακτήσει κάποιος έναν ολυμπιακό τίτλο «πρέπει να ακολουθεί ιδιαίτερη διατροφή, να μην τρώει επιδόρπια (…), να μην πίνει παγωμένο νερό και να μην καταναλώνει ποτήρια κρασιού όποτε του κάνει κέφι».<ref>Επίκτητος, «Διατριβαί», XV, 2, 5.</ref> Η διατροφή αυτή πρέπει να είχε ως βάση το κρέας, πληροφορία που επιβεβαιώνει ο [[Παυσανίας]].<ref>Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», VI, 7-10.</ref> Ο ιατρός [[Γαληνός]] αποδοκιμάζει τους συγχρόνους του αθλητές επειδή καταναλώνουν ωμό κρέας που ακόμη στάζει [[αίμα]].<ref>Γαληνός, «Προτροπή για τη μελέτη της τέχνης της ιατρικής», 9.</ref> Θεωρεί πως η συνήθεια αυτή προκάλεί πύκνωση της σαρκικής μάζας εξαφανίζοντας την εσωτερική θερμότητα του σώματος, οδηγώντας σταδιακά τον αθλητή στο θάνατο.<ref>Γαληνός, «Προτρεπτικός», XI, 1-8 et XII, 1.</ref> Αντίθετα, υποστηρίζει πως η διατροφή πρέπει να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε αθλητή και να βασίζεται στις συμβουλές εξειδικευμένου ιατρού.<ref>Γαληνός, «Υγιεινή», VI, 164-166.</ref><ref>Felsenheld, σελ. 137.</ref>
 
== Πηγές για την αρχαιοελληνική διατροφή ==
Για τις τροφές και τις διατροφικές συνήθειες των [[Αρχαία Ελλάδα|Αρχαίων Ελλήνων]], αντλούμε πληροφορίες από διαφορετικές πηγές, ανάλογα με την εκάστοτε εποχή. Ειδικά, για τις πρώτες χιλιετίες, σημαντική θεωρείται η συμβολή της [[αρχαιολογία]]ς.<ref name="Δρ23" /> Έτσι, από πινακίδες της [[Πύλος|Πύλου]] και της [[Κνωσός|Κνωσού]], πληροφορούμαστε για τη διατροφή των [[Μυκηναϊκός πολιτισμός|Μυκηναίων]] και των [[Μινωικός πολιτισμός|Μινωιτών]].<ref name="Δρ21" /> Για τη [[Γεωμετρική εποχή]] (1100-800 π.Χ.) χρησιμοποιούνται τα [[Ομηρικά Έπη|έπη του Ομήρου]], τα οποία και απεικονίζουν την πραγματικότητα.<ref name="Δρ23" /> Αντίθετα, ωστόσο, με τις προηγούμενες περιόδους, για την [[Κλασική εποχή]] η σπουδαιότερη πηγή είναι η αρχαία ελληνική γραμματεία,<ref name="Δρ23" /> όπως οι κωμωδίες του [[Αριστοφάνης|Αριστοφάνη]] και τα έργα του [[Αθήναιος|Αθήναιου]]. Σε γενικές γραμμές, πάντως, πληροφορίες μας παρέχουν και τα αγγεία και τα αγαλματίδια.
 
== Σημειώσεις ==
<div class="references-small" style="font-size:85%; -moz-column-count:2; -webkit-column-count:1; column-count:1;">
'''α.''' {{Note_label|A|α|none}} Την έκφραση αυτή εισάγει ο Sir Colin Renfrew στο έργο του ''«The Emergence of Civilisation: The Cyclades and the Aegean in The Third Millennium BC»'', 1972.<br />
'''β.''' {{Note_label|B|β|none}} Όχι όμως τους σημερινούς, που είναι αμερικανικής προέλευσης.<ref name="Δρ23" /><br />
'''γ.''' {{Note_label|Γ|β|none}} Πρόκειται για αναφορές που κάνει ο Αθήναιος στο έργο του «Δειπνοσοφιστές», 40f–41a, σχολιάζοντας δύο εδάφια από την Οδύσσεια (Ραψωδία ρ, 208) και την Ιλιάδα (Ραψωδία Β, 753).(567)<br />
</div>
 
== Παραπομπές ==