Κοινωνικό δίκτυο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Επέκταση ενότητας Ιστορία των κοινωνικών δικτύων
Γραμμή 11:
 
Στα τέλη της δεκαετίας του 1890,τόσο ο Émile Durkheim όσο και ο Ferdinand Tönnies προωθούσαν την ιδέα των κοινωνικών δικτύων στις θεωρίες τους και την έρευνα των [[Κοινωνική ομάδα|κοινωνικών ομάδων]]. Ο Tönnies ισχυρίστηκε ότι οι κοινωνικές ομάδες μπορούν να υπάρχουν ως προσωπικοί και άμεσοι κοινωνικοί δεσμοί που είτε συνδέουν άτομα που μοιράζονται ίδιες  αξίες και πεποιθήσεις (Gemeinschaft, Γερμανικά, συνήθως μεταφρασμένα ως "[[κοινότητα]]")<ref>Tönnies, Ferdinand (1887). ''Gemeinschaft und Gesellschaft'', Leipzig: Fues's Verlag. (Translated, 1957 by Charles Price Loomis as ''Community and Society'', East Lansing: Michigan State University Press.)</ref> είτε απρόσωπες, επίσημες και οργανικές κοινωνικές σχέσεις (Gesellschaft, ως "[[κοινωνία]]").Ο Durkheim έδωσε μια μη-εξατομικευμένη εξήγηση των κοινωνικών γεγονότων υποστηρίζοντας ότι τα κοινωνικά φαινόμενα προκύπτουν όταν οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων αποτελούν μια πραγματικότητα που δεν μπορεί πλέον να ληφθεί υπόψη από την άποψη των ιδιοτήτων των μεμονωμένων παραγόντων <ref>Durkheim, Emile (1893). De la division du travail social: étude sur l'organisation des sociétés supérieures, Paris: F. Alcan. (Translated, 1964, by Lewis A. Coser as The Division of Labor in Society, New York: Free Press.)</ref>. Ο Georg Simmel, που γράφει στη στροφή του εικοστού αιώνα, επεσήμανε τη φύση των δικτύων και την επίδραση του μεγέθους του δικτύου στην αλληλεπίδραση και εξέτασε την πιθανότητα αλληλεπίδρασης σε χαλαρά πλεγμένα δίκτυα και όχι σε ομάδες<ref>Simmel, Georg (1908). ''Soziologie'', Leipzig: Duncker & Humblot.</ref>.
 
Σημαντικές εξελίξεις στον τομέα παρατηρήθηκαν κατά την δεκαετία του 1930 από ερευνητές ψυχολογίας, ανθρωπολογίας και μαθηματικών, οι οποίοι εργάζονταν ανεξάρτητα μεταξύ τους<ref name=":0">Scott, John P. (2000). ''Social Network Analysis: A Handbook'' (2nd edition). Thousand Oaks, CA: Sage Publications</ref><ref>For a historical overview of the development of social network analysis, see: Carrington, Peter J. & Scott, John (2011). "Introduction". ''The Sage Handbook of Social Network Analysis''. Sage. p. 1. <nowiki>ISBN 978-1-84787-395-8</nowiki>.</ref><ref>See also the diagram in Scott, John (2000). ''Social Network Analysis: A Handbook''. Sage. p. 8. <nowiki>ISBN 978-0-7619-6339-4</nowiki>.</ref> Στην [[ψυχολογία]], στη δεκαετία του 1930, ο Jacob L. Moreno ξεκίνησε συστηματική καταγραφή και ανάλυση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης σε μικρές ομάδες, ιδιαίτερα σε τάξεις διδασκαλίας και σε ομάδες εργασίας (βλέπε κοινωνιομετρία). Στην [[ανθρωπολογία]], το θεμέλιο για τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων είναι το θεωρητικό και [[Εθνογραφία|εθνογραφικό]] έργο του Bronislaw Malinowski, <ref>Malinowski, Bronislaw (1913). The Family Among the Australian Aborigines: A Sociological Study. London: University of London Press.</ref> Alfred Radcliffe-Brown, <ref>Radcliffe-Brown, Alfred Reginald (1930) The social organization of Australian tribes. Sydney, Australia: University of Sydney Oceania monographs, No.1.</ref> <ref>Radcliffe-Brown, A. R. (1940). "On social structure". Journal of the Royal Anthropological Institute. 70: 1–12. doi:10.2307/2844197.</ref> και Claude Lévi-Strauss. Μια ομάδα κοινωνικών ανθρωπολόγων που συνδέονται με τον Max Gluckman και τη σχολή του Μάντσεστερ, συμπεριλαμβανομένου του John A. Barnes, <ref>Barnes, John (1954). "Class and Committees in a Norwegian Island Parish". Human Relations, (7): 39–58.</ref>J. Clyde Mitchell και Elizabeth Bott Spillius, <ref>Savage, Mike (2008). "Elizabeth Bott and the formation of modern British sociology". The Sociological Review. 56 (4): 579–605. doi:10.1111/j.1467-954x.2008.00806.x.</ref> θεωρούνται οι πρώτοι οι οποίοι εκπόνησαν εργασίες από τις οποίες πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις δικτύων, διερευνώντας δίκτυα  κοινοτήτων στη Νότιο Αφρική, την Ινδία και το Ηνωμένο Βασίλειο <ref name=":0" />. Συγχρόνως, ο βρετανικός ανθρωπολόγος S.F. Nadel κωδικοποίησε μια θεωρία της κοινωνικής δομής, κάτι που επηρέασε την ανάλυση δικτύων <ref>Nadel, S. F. 1957. The Theory of Social Structure. London: Cohen and West.</ref>. Στην [[κοινωνιολογία]], το έργο του Talcott Parsons που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του '30 έβαλε τις βάσεις για τη λήψη μιας σχεσιακής προσέγγισης στην κατανόηση της κοινωνικής δομής <ref>Parsons, Talcott ([1937] 1949). The Structure of Social Action: A Study in Social Theory with Special Reference to a Group of European Writers. New York: The Free Press.</ref>. <ref>Parsons, Talcott (1951). The Social System. New York: The Free Press.</ref> Αργότερα, με βάση τη θεωρία του Parsons, ο κοινωνιολόγος Peter Blau παρείχε μια ισχυρή ώθηση για την ανάλυση των σχεσιακών δεσμών των κοινωνικών μονάδων με το έργο του για τη θεωρία των κοινωνικών ανταλλαγών.
 
Μέχρι την δεκαετία του 1970, ένας μεγάλος αριθμός μελετητών εργάστηκε για να συνδυάσει διαφορετικές διαδρομές και παραδόσεις. Μια ομάδα αποτελούνταν από κοινωνιολόγους και μαθητές του τμήματος Κοινωνικών σχέσεων του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Επίσης, ανεξάρτητα ενεργός στο Τμήμα Κοινωνικών Σχέσεων του Χάρβαρντ την εποχή εκείνη ήταν ο Charles Tilly, ο οποίος επικεντρώθηκε στα δίκτυα της πολιτικής και κοινοτικής κοινωνιολογίας και στα κοινωνιολογικά κινήματα, και του  Stanley Milgram, οποίος ανέπτυξε την εργασία “εξί βαθμών χωρισμού”.<ref>Bernie Hogan. "The Networked Individual: A Profile of Barry Wellman".
 
Granovetter, Mark (2007). "Introduction for the French Reader". Sociologica. 2: 1–8.</ref> O Mark Granovetter <ref name=":1">Granovetter, Mark (2007). "Introduction for the French Reader". Sociologica. 2: 1–8.</ref>  και Barry Wellman <ref>Wellman, Barry (1988). "Structural analysis: From method and metaphor to theory and substance". Pp. 19-61 in B. Wellman and S. D. Berkowitz (eds.) ''Social Structures: A Network Approach'', Cambridge, UK: Cambridge University Press.</ref> είναι μεταξύ των πρώην φοιτητών του White που επεξεργάστηκαν και προώθησαν την ανάλυση των κοινωνικών δικτύων. <ref name=":1" /> <ref>Mullins, Nicholas. ''Theories and Theory Groups in Contemporary American Sociology''. New York: Harper and Row, 1973.</ref><ref>Tilly, Charles, ed. An Urban World. Boston: Little Brown, 1974.</ref><ref>Wellman, Barry. 1988. "Structural Analysis: From Method and Metaphor to Theory and Substance". pp. 19–61 in ''Social Structures: A Network Approach'', edited by Barry Wellman and S. D. Berkowitz. Cambridge: Cambridge University Press</ref>
 
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η ανάλυση κοινωνικών δικτύων γνώρισε μεγάλη αναγνώριση από ομάδες κοινωνιολόγων, πολιτικών επιστημόνων και φυσικών όπως ο Duncan J. Watts, Albert-László Barabási, Peter Bearman, Nicholas A. Christakis, James H. Fowler, και άλλους, αναπτύσσοντας και χρησιμοποιώντας νέα μοντέλα και μεθόδους για αναδείξουν τα διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με τα  κοινωνικά δίκτυα, καθώς και "ψηφιακά ίχνη" σχετικά με τα δίκτυα τύπου "πρόσωπο με πρόσωπο" (face-to-face).
{{commonscat}}