Πρώτος Πόλεμος του Σλέσβιχ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Υπάρχω (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 53:
Ωστόσο, η εκεχειρία διεκόπη από την Δανία, στις 10 Ιουλίου 1849. Συνθήκη ειρήνης υπεγράφη στο Βερολίνο, στις 2 Ιουλίου 1850. Έναν μήνα αργότερα, υπεγράφη το πρωτόκολλο του Λονδίνου, το οποίο αποκαθιστούσε τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των δουκάτων και της [[Δανία]]ς<ref name="l212">{{harvsp|Langewiesche|1983|p=212}}</ref>. Ένα [[Συνθήκη του Λονδίνου (1852)|δεύτερο πρωτόκολλο]] υπεγράφη στο [[Λονδίνο]], το 1852, το οποίο παραχωρούσε την διαδοχή των δουκάτων στο Βασίλειο της Δανίας, ενώ, ταυτόχρονα, εγγυόταν την αυτονομία των τελευταίων. Ωστόσο, ο γερμανικός εθνικισμός ασκούσε πιέσεις με απώτερο σκοπό την είσοδο των δουκάτων εντός της Συνομοσπονδίας<ref name="zank"/>.
 
=== Αίτια της εκεχειρίας του Μάλμε ===
Είναι συχνά αποδεκτό πως η [[εκεχειρία του Μάλμε]] αποτέλεσε συνέπεια της παρέμβασης εξωτερικών παραγόντων, δηλαδή των διπλωματικών πιέσεων οι οποίες προέρχονταν από την Μεγάλη Βρετανία και την Ρωσία<ref name="g16">{{harvsp|Gall|1998|p=16}}</ref>. Ναυτικοί ελιγμοί έλαβαν χώρα από βρετανικής πλευράς στην [[Βόρεια Θάλασσα]], ενώ οι Ρώσοι έπραξαν αναλόγως σε χερσαία εδάφη τα οποία συνόρευαν με τα εδάφη της Πρωσίας<ref name="zank"/>. Ο Φρειδερίκος-Γουλιέλμος Δ΄, τότε, υποχρεώθηκε να υποχωρήσει, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο πολέμου. Ο [[Α. Τ. Π. Τέιλορ]] έθεσε υπό αμφισβήτηση την συγκεκριμένη περιγραφή του τρόπου με τον οποίον έλαβαν χώρα τα γεγονότα. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως ο [[Χένρι Τζον Τεμπλ|Λόρδος Πάλμερστον]] απηύθυνε, μεν, έκκληση για ειρήνη, ωστόσο ήταν ιδιαίτερα γενικός στα λόγια του. Επαναλαμβανόμενα απηύθυνε επιστολές προς την πρωσική διπλωματία αναφέροντας εντός των οποίων πως η Ρωσία θα κατέληγε να αποτελέσει απειλή προς αυτήν, ωστόσο ουδεμία αντίδραση υπήρξε. Η Γαλλία, από την πλευρά της, επίσης δεν προχώρησε σε κάποια απειλή προς την Πρωσία. Επιπλέον, ο Φρειδερίκος-Γουλιέλμος δεν επιθυμούσε να βρεθεί αντιμέτωπος με την αποκήρυξη του Τσάρου. Ο Τέιλορ ανέφερε τον φόβο του πολέμου ως έναν παιδικό φόβο, ο οποίος ήταν πλήρως αδικαιολόγητος<ref name="l200">{{harvsp|Langewiesche|1983|p=200-204}}</ref>.