Κάρολος Ντίκενς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Liakada (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Liakada (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 61:
Στις διαθέσιμες ώρες του έγραφε [[Διήγημα|διηγήματα]], βάζοντας μέσα τα πρόσωπα που γνώριζε, τους ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο και τους τύπους που δημιουργούσε με τη γόνιμη φαντασία του, εμφυσώντας στον καθένα τη γνώριμη πνοή του Ντίκενς. Την ίδια χρονιά, ένα άλλο από τα διηγήματά του δημοσιεύθηκε και αποτέλεσε την εκκίνηση της σταδιοδρομίας που επρόκειτο να δικαιώσει τη βαθιά πεποίθηση που είχε από τα πρώτα του παιδικά χρόνια ότι επρόκειτο να γίνει μεγάλος. Το [[Μάρτιος|Μάρτιο]] του 1836 κυκλοφόρησαν τα "Χαρτιά του Πίκγουικ", που έγιναν ανάρπαστα από το αναγνωστικό κοινό. Μετά εκδόθηκε ο "[[Όλιβερ Τουίστ]]", εμπνευσμένος από όσα είχε δει και γνωρίσει ο Ντίκενς στις περιοδείες του ως ανταποκριτής εφημερίδος.
 
Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών επιτυχιών του, ο Ντίκενς είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Χόγκαρθ και η οικογένειά του μεγάλωσε με γοργό ρυθμό, καθώς απέκτησε εννέα9 παιδιά. Τα οικονομικά του επίσης βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο.
 
Η δημοτικότητα του Ντίκενς μεγάλωνε κι αυτή. Έγινε γνωστός στην [[Αμερική]]. όσο ήταν και στην [[Αγγλία]]. Το [[1842]] διέσχισε τον [[Ατλαντικός Ωκεανός|Ατλαντικό]] και οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν με τον χαρακτηριστικό ενθουσιασμό τους. Κι όμως, του νεαρού Ντίκενς οι Αμερικανοί τού φάνηκαν ακαλλιέργητοι και θορυβώδεις, μασούσαν καπνό, είχαν δούλους και δεν σέβονταν την ξένη πνευματική ιδιοκτησία. Δεν δίστασε καθόλου να εκφράσει τις απόψεις του και γυρίζοντας στην Αγγλία έγραψε, τις όχι και τόσο κολακευτικές, εντυπώσεις του από την Αμερική, στα "Αμερικάνικα Σημειώματα" (1842) και στο "Μάρτιν Τσάζλγουϊτ" ([[1843]]-[[1844]]). Το 1843 είχε εκδώσει τα "[[Χριστουγεννιάτικη ιστορία|Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα]]" που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα ακολούθησε ο "[[Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (μυθιστόρημα)|Δαβίδ Κόπερφιλντ]]".
 
Ο "Δαβίδ Κόπερφιλντ" ([[1849]]-[[1850]]) είναι σχεδόν η αυτοβιογραφία του Ντίκενς. Στο έργο αυτό απαθανατίζει τον πατέρα του στο πρόσωπο του κ. Μικόμπερ, και τον εαυτό του στο πρόσωπο του Δαβίδ. Το [[1859]] εξέδωσε την "[[Ιστορία δύο πόλεων]]" και το [[1860]]-[[1861]] εξέδωσε σε σειρές τις "Μεγάλες Προσδοκίες".
 
Το [[1867]] μια πολύ δελεαστική προσφορά από την Αμερική τον έκανε να διασχίσει πάλι τον Ατλαντικό. Οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν μ' έναέναν ενθουσιασμό άνευ προηγουμένου. Ξέχασαν τα όσα είχε γράψει κάποτε γι' αυτούς, αλλά κι αυτός αναίρεσε εκείνα τα λόγια του. Σ' ένα συμπόσιο που έκανε προς τιμήν του το Τυπογραφείο Ντελμόνικο της [[Νέα Υόρκη|Νέας Υόρκης]], έκανε μια πολύ εύγλωττη έκκληση για τη φιλία των δύο αγγλόφωνων λαών.
 
Το [[1868]] ο Ντίκενς επέστρεψε στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα, το [[1870]], πέθανε στο [[Ρότσεστερ (Αγγλία)|Ρότσεστερ]]. Η σορός του τάφηκε στο [[Αββαείο του Γουεστμίνστερ]].